Σταυράκης Ρένος και Άλλος ν. Κίκη Κοντεάτη και Άλλου (2004) 1 ΑΑΔ 1957

(2004) 1 ΑΑΔ 1957

[*1957]29 Νοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11328)

           

ΡΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΙΚΗ ΚΟΝΤΕΑΤΗ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11335)

           

ΚΙΚΗΣ ΚΟΝΤΕΑΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΡΕΝΟΥ ΣΤΑΥΡΑΚΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11328, 11335)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Κριτήριο καθορισμού ενός δημοσιεύματος ως δυσφημηστικού ή όχι για το πρόσωπο του ενάγοντος, είναι η αντίληψη του λογικού ανθρώπου ― Η έννοια και σημασία ενός δημοσιεύματος κρίνονται ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο και τις περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε.

Ο ενάγων διετέλεσε για πολλά χρόνια νομικός σύμβουλος της Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου (στο εξής «η Αρχή») με ετήσια αμοιβή £2000.  Ο εναγόμενος, ήταν ένας από τους επτά εφόρους της Αρχής.  Σε συνεδρία των εφόρων που πραγματοποιήθηκε στις 8.2.2000, κατά τη συζήτηση αξίωσης του ενάγοντα για αύξηση της ετήσιας αμοιβής του κατά £1000, ο εναγόμενος, ο οποίος ήταν προφανώς αντίθετος στην αξίωση του ενάγοντος, είπε κάποια συγκεκριμένη φράση, την οποία ο ενάγων [*1958]εξέλαβε ως δυσφημηστική για το άτομό του επειδή οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν είχαν κατ’ ισχυρισμό, την έννοια ότι ο ενάγων:

α) ξεπούλησε την υπόθεση των πελατών του για να πάρει ψηλή αμοιβή.

β) συνωμότησε με το δικηγόρο της άλλης πλευράς για να πάρουν αμοιβή για να κλείσουν την υπόθεση.

γ)  ότι είναι ανέντιμος και διεφθαρμένος σαν δικηγόρος.

δ) ότι δεν έχει επαγγελματικό ήθος και ασκεί το επάγγελμα του αντιδεοντολογικά.

Ο ενάγων ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι έχει υποστεί μεγάλη βλάβη ως προς την αξιοπιστία, ακεραιότητα του χαρακτήρα και τη φήμη του στην άσκηση του επαγγέλματός του ως δικηγόρου και/ή νομικού συμβούλου, έχει γελειοποιηθεί και καταστεί άξιος περιφρόνησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη φράση ήταν δυσφημηστική για τον ενάγοντα, του επιδίκασε όμως ονομαστικές αποζημιώσεις, αφού συνεκτίμησε όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και τον παράγοντα ότι δεν είχε υποστεί δυσμενή επηρεασμό στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος εφόσον ήταν συνταξιούχος κατά τον επίδικο χρόνο και δεν εδικαιούτο να ασκεί τη δικηγορία.

Ο ενάγων καταχώρησε την έφεση υπ’ αρ. 11328, προβάλλοντας λόγους που αφορούν τις αποζημιώσεις και τις σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ο εναγόμενος καταχώρησε την έφεση 11335 υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στη διαπίστωση ότι η επίδικη φράση είναι δυσφημηστική και ότι λανθασμένα επιδίκασε αποζημιώσεις, έστω και ονομαστικές, αφενός, ενόψει της διαπίστωσης ότι ο ενάγων προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα του αντιδίκου του και αφετέρου, ενόψει του ευρήματος που αφορά στη χωρίς δικαίωμα άσκηση δικηγορίας από τον εναγόμενο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα την έφεση 11335 όπου ευθέως προσβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίδικη φράση ήταν δυσφημηστική για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα και αποφάνθηκε ότι:

1.  Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημηστικό, καθορίζεται με βάση την αντικειμενική εξέταση των λέξεων και των εννοιών που αποδίδουν σ’ αυτές οι ορθά σκεπτόμενοι άνθρωποι.

2.  Οι λέξεις που περιέχονται στην επίδικη φράση - το ποσό των £1000 που «έπιασε ο ένας» και «το ποσό των £1000 που έπιασε ο άλλος» - [*1959]αφορούν στους δικηγόρους της κάθε πλευράς, ο ένας από τους οποίους ήταν ο εφεσίβλητος.  Το νόημα των λέξεων, συναρτώμενο με ότι προηγουμένως είχε λεχθεί για το θέμα της αύξησης της αμοιβής του εφεσίβλητου, είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν εκπροσωπεί επιτυχώς την Αρχή.  Η αναφορά στα ποσά που πήραν οι δικηγόροι καθόλου δεν υποδηλώνει εμπλοκή του εφεσίβλητου σε αθέμιτη ή ηθικά επιλήψιμη συναλλαγή για δικό του όφελος και σε βάρος των συμφερόντων της Αρχής.  Η παράμετρος αυτή φαίνεται πως δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο που λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την επίδικη φράση αποδίδονται στον εφεσίβλητο ενέργειες που απείχαν από την πραγματικότητα, από μόνες τους δυσφημιστικές, για να δικαιολογηθεί η ευρύτερη θέση του εφεσείοντα ότι ο ενάγων δεν ήταν ικανός δικηγόρος.  Η επίδικη φράση ερμηνεύεται ως καλόπιστη αξιολόγηση της προσφοράς υπηρεσιών του εφεσίβλητου προς την Αρχή στα πλαίσια λήψης απόφασης επί του θέματος της αύξησης της ετήσιας αμοιβής του εφεσίβλητου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εκτιμήσει σωστά τα γεγονότα της υπόθεσης και αυτό συνέτεινε στη λανθασμένη ερμηνεία της έννοιας των λέξεων που συνθέτουν την επίδικη φράση.

Η έφεση 11335 επιτράπηκε. Η έφεση 11328 απορρίφθηκε.  Εκδόθηκε διαταγή όπως τα έξοδα καταβληθούν από τον αποτυχόντα διάδικο.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Capital of Counties Bank v. Henry [1882] 7 AC,

Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co Ltd (1963) 2 C.L.R. 290.

Εφέσεις.

Εφέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ενάγοντα και εναγομένου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 12/2/02 (Αρ. Αγωγής 2515/00) με την οποία ο εναγόμενος-εφεσείων στην Π.Ε.11335 και εφεσίβλητος στην Π.Ε. 11328 κρίθηκε ένοχος δυσφήμισης του ενάγοντα κ. Ρένου Σταυράκη, εφεσείοντα και εφεσίβλητου στις προμνησθείσες εφέσεις αντίστοιχα και καταδικάστηκε στην καταβολή αποζημίωσης £100,- στον ενάγοντα με νόμιμο τόκο και έξοδα και έφεση από τον ενάγοντα (Π.Ε.11328) με την οποία πρόβαλε 16 λόγους ακύρωσης, μεταξύ των οποίων και [*1960]τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης, για τους οποίους θεώρησε την απόφαση εσφαλμένη.

Ν. Παπαευσταθίου και Αν. Παπαδοπούλου, για τον Εφεσείοντα στην ΠΕ 11328 και Εφεσίβλητο στην ΠΕ 11335.

Στ. Παναγίδης και Ξ. Κουσταή, για τον Εφεσίβλητο στην ΠΕ 11328 και Εφεσείοντα στην ΠΕ 11335.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι πιο πάνω εφέσεις είναι μεταξύ των ιδίων διαδίκων και ακούστηκαν μαζί. Στρέφονται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ο εναγόμενος κ. Κίκης Κοντεάτης, εφεσείων στην έφεση 11335 και εφεσίβλητος στην έφεση 11328, κρίθηκε ένοχος δυσφήμισης του ενάγοντα κ. Ρένου Σταυράκη, εφεσείοντα και εφεσίβλητου στις προμνησθείσες εφέσεις αντίστοιχα και καταδικάστηκε στην καταβολή αποζημίωσης £100.- στον ενάγοντα με νόμιμο τόκο και έξοδα.

Ο ενάγων, μόνος αρχικά και μετέπειτα ως συνέταιρος στο δικηγορικό γραφείο Ρ. & Χ. Σταυράκη, διετέλεσε για πολλά χρόνια νομικός σύμβουλος της Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου (στο εξής «η Αρχή») με ετήσια αμοιβή £2000. Ο εναγόμενος, ήταν ένας από τους επτά εφόρους της Αρχής. Σε συνεδρία των εφόρων που πραγματοποιήθηκε στις 8.2.2000, συζητήθηκε αξίωση του ενάγοντα για αύξηση της ετήσιας αμοιβής του κατά £1000. Κατά τη συζήτηση του θέματος παρόντες επίσης ήταν ο διευθυντής της Αρχής και η στενογράφος που τηρούσε τα πρακτικά.

Ο εναγόμενος, ο οποίος προφανώς ήταν αντίθετος ή/και δεν ευνοούσε αύξηση της ετήσιας αμοιβής του ενάγοντα σε κάποια φάση της συζήτησης, είπε και τα εξής που αφορούσαν και στον ενάγοντα:

«Ημουν παρών για την υπόθεση Σπύρου Ελευθερίου που έπιασε ΛΚ1000 ο ένας και ΛΚ1000 ο άλλος και έκλεισαν την υπόθεση οι δικηγόροι όχι ότι μας εκπροσωπούν επιτυχώς.»

Ο ενάγων θεώρησε ότι η πιο πάνω φράση ήταν γι’ αυτόν δυσφημιστική. Ισχυρίστηκε ότι οι λέξεις στην ουσιαστική και συνήθη σημασία τους είχαν την έννοια και έγιναν κατανοητές ότι είχαν τέτοια [*1961]έννοια, ότι ο ενάγων,

(α)  ξεπούλησε υπόθεση στην οποία ήταν δικηγόρος για να πάρει £1000.

(β)  ότι δεν ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση και για το αποτέλεσμά της αλλά μόνο για την αμοιβή του.

(γ)  ενδιαφέρθηκε για το προσωπικό του όφελος και όχι για την υπόθεση των πελατών του.

Στην έκθεση απαίτησης προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι οι λέξεις στην πιο πάνω φράση είχαν την έννοια ότι ο ενάγων,

(α)  ξεπούλησε την υπόθεση των πελατών του για να πάρει ψηλή αμοιβή.

(β)  συνωμότησε με το δικηγόρο της άλλης πλευράς για να πάρουν αμοιβή για να κλείσουν την υπόθεση.

(γ)  ότι είναι ανέντιμος και διεφθαρμένος σαν δικηγόρος.

(δ)  ότι δεν έχει επαγγελματικό ήθος και ασκεί το επάγγελμα του αντιδεοντολογικά.

Ο ενάγων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ένεκα των πιο πάνω, έχει υποστεί μεγάλη βλάβη ως προς την αξιοπιστία, ακεραιότητα του χαρακτήρα και της φήμης του στην άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου και/ή νομικού συμβούλου, έχει γελοιοποιηθεί και καταστεί άξιος περιφρόνησης.

Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται πως κατά την εξέταση της επίδικης φράσης, λήφθηκαν υπόψη οι μη φιλικές σχέσεις των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι η συγκεκριμένη φράση, ειπώθηκε στα πλαίσια της συζήτησης για το κατά πόσο δικαιολογείτο ή όχι η αύξηση της ετήσιας αμοιβής του ενάγοντα. Το δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία και αναφέρθηκε στη νομική πτυχή του θέματος, κατέληξε σε  συμπεράσματα και διαπιστώσεις,

(α)  Οι καλές φιλικές σχέσεις των διαδίκων διασαλεύθηκαν από το 1997 επειδή ο εναγόμενος θεωρούσε ότι ο ενάγων αναμιγνυόταν στις εκλογές της Αρχής υπέρ συνδυασμού, αντίπαλου του συνδυασμού που συμμετείχε ο ίδιος.

[*1962](β)       Ο τρόπος με τον οποίο διευθετήθηκε η υπόθεση που αναφερόταν στην επίμαχη φράση, ήταν με βάση πρόταση που προήλθε από τον ίδιο τον Σπύρο Ελευθερίου και εγκρίθηκε από τους εφόρους της Αρχής. Συνεπώς δεν ήταν θέμα το οποίο χειρίστηκε και αποφάσισε ο ενάγοντας.

Ενόψει των πιο πάνω, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη φράση ήταν δυσφημιστική για τον ενάγοντα. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, αποδόθηκαν στον ενάγοντα χαρακτηρισμοί που δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Αφηνόταν να νοηθεί ότι ο ενάγοντας έκλεισε την υπόθεση ενάντια στα συμφέροντα των πελατών του με μοναδικό στόχο να «πιάσει» £1000. Αποδίδεται στον ενάγοντα συνεννόηση με το δικηγόρο της άλλης πλευράς, ώστε ο καθένας από τους δικηγόρους να πάρει από £1000 για να κλείσει η υπόθεση χωρίς αυτό να εξυπηρετεί τους πελάτες του καθώς και αδιαφορία όσον αφορά τον καλύτερο και προς το συμφέρον των πελατών του χειρισμό της υπόθεσης με μοναδικό σκοπό το προσωπικό του όφελος. Ο εναγόμενος γνώριζε από την αρχή και ενέκρινε τον τρόπο με τον οποίο είχε περατωθεί η υπόθεση στο δικαστήριο. Επομένως, η υπόθεση δεν έκλεισε πίσω από την πλάτη της Αρχής όπως αφέθηκε να νοηθεί, το δε περιστατικό, συνέβηκε έντεκα χρόνια προηγουμένως. Στο μεσοδιάστημα όμως και συγκεκριμένα το 1995, είχε δοθεί από τους εφόρους, ένας από τους οποίους ήταν ο εναγόμενος, αύξηση στην αμοιβή του ενάγοντα, χωρίς η υπόθεση Σπύρου Ελευθερίου να είχε αποτελέσει τότε λόγο ή κώλυμα για να μη δοθεί η αύξηση. Κρίθηκε ως δυσφημιστική η φράση ότι ο ενάγων δεν εκπροσωπεί επιτυχώς την Αρχή. Κρίθηκε επίσης ότι αποδόθηκαν στον ενάγοντα ενέργειες απέχουσες από την πραγματικότητα, από μόνες τους δυσφημιστικές,  για να δικαιολογηθεί η ευρύτερη θέση του εναγόμενου ότι ο ενάγων δεν ήταν ικανός δικηγόρος.

Στην πρωτόδικη απόφαση, καταγράφονται οι παράγοντες που προσμέτρησαν στη μείωση των αποζημιώσεων ήτοι, ο περιορισμένος κύκλος των προσώπων στον οποίο κυκλοφόρησε η δυσφημιστική φράση, το γεγονός ότι ο ενάγων είναι ουσιαστικά συνταξιούχος δικηγόρος χωρίς να δικαιούται να ασκεί τη δικηγορία ενώ σαν δικηγόρος δικαιούται να δραστηριοποιείται ελάχιστα. Επισημαίνεται επίσης και το γεγονός ότι ο ενάγων, στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας, προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα που γνώριζε ότι ήταν μάρτυρας του αντιδίκου του, παραδίδοντάς του προκατασκευασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις. Αναφέρεται τέλος ότι εν πάση περιπτώσει, ο ενάγοντας δεν έχει υποστεί δυσμενή επηρεασμό στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος εφόσον δεν δικαιούται να ασκεί τη δικηγορία. Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες το [*1963]δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων.

Ο εφεσείων στην έφεση αρ. 11328 πρόβαλε 16 λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη. Οι πρώτοι επτά, αφορούν στο θέμα των αποζημιώσεων. Είναι η θέση του ότι ο υπολογισμός των αποζημιώσεων έγινε με λανθασμένα κριτήρια και ότι στα πλαίσια αυτής της διεργασίας, το δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τη μαρτυρία και τις επιπτώσεις που προκάλεσε η δυσφήμιση στο καλό του όνομα ως ανθρώπου αλλά και ως επαγγελματία δικηγόρου/νομικού συμβούλου με άμεμπτο παρελθόν για πέραν του μισού αιώνα.

Οι τρεις επόμενοι λόγοι της έφεσης αναφέρονται στη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι «ο ενάγοντας προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα του αντιδίκου του παραδίδοντάς του προκατασκευασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις ενώ γνώριζε ότι επρόκειτο να ήταν μάρτυρας του αντιδίκου του». Λέγει ο εφεσείων ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν υπάρχει στα δικόγραφα και συνεπώς εσφαλμένα το δικαστήριο επέτρεψε τη μαρτυρία του Σοφοκλή Ρωτού που αναφερόταν στο συγκεκριμένο γεγονός το οποίο εν πάση περιπτώσει, αμφισβήτησε ή συνάγεται ότι αμφισβήτησε (ο ενάγοντας). Οι λόγοι έφεσης 11, 12, 13 και 14 αναφέρονται στη διαπίστωση ότι ο ενάγοντας «κατά τη στιγμή διάπραξης της δυσφήμισης ασκούσε την δικηγορία χωρίς να δικαιούται και ότι ήταν με αφορμή αυτό το γεγονός που διαπράχθηκε το αδίκημα της δυσφήμισης». Εισηγείται ο εφεσείων ότι πρόκειται για εσφαλμένη διαπίστωση καθότι η παροχή γνωματεύσεων επί νομικών θεμάτων με αμοιβή δεν αποτελεί άσκηση δικηγορίας ή παράνομη ενέργεια με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο αφού το εν λόγω νομοθέτημα, προβλέπει το αντίθετο. Έγινε επομένως λανθασμένη ερμηνεία του νόμου από το δικαστήριο η οποία αναπόφευκτα επηρεάζει το συμπέρασμα ότι ο ενάγων «δεν υφίστατο δυσμενή επηρεασμό στην άσκηση του επαγγέλματος του εφόσον δεν δικαιούται να ασκεί τη δικηγορία». Ο εφεσείων ισχυρίζεται πως η διαπίστωση ότι ο ενάγων ήταν παρών κατά τη συνεδρία της Επιτροπής της Αρχής στις 8.2.00 όταν έγινε η δυσφήμιση είναι εσφαλμένη εφόσον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε συνάγεται από τη μαρτυρία.

Ο εφεσείων στην έφεση με αριθμό 11335 θεωρεί ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στη διαπίστωση ότι η επίδικη φράση είναι δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο και ότι λανθασμένα επιδίκασε αποζημιώσεις, έστω και ονομαστικές, αφενός, ενόψει της διαπίστωσης ότι ο ενάγων προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα του αντιδίκου του και αφετέρου, ενόψει του ευρήματος που αφορά στη χωρίς δι[*1964]καίωμα άσκηση δικηγορίας από τον εναγόμενο.

Προηγείται η εξέταση της έφεσης με αριθμό 11335 όπου ευθέως προσβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίδικη φράση ήταν δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο. Το κυρίαρχο στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι η φράση, που πρωτοδίκως κρίθηκε επιλήψιμη, ειπώθηκε από τον εφεσείοντα κατά τη διάρκεια συνεδρίας των εφόρων της Αρχής στα πλαίσια συζήτησης με αντικείμενο το αίτημα του εφεσίβλητου για αύξηση της ετήσιας αμοιβής του ως νομικού συμβούλου της Αρχής. Στα λογικά όρια μιας τέτοιας συζήτησης, θεωρούμε πως ήταν ευλόγως αναμενόμενο να εκφραστούν προσωπικές απόψεις αναφορικά με τις επαγγελματικές υπηρεσίες του εφεσίβλητου με προοπτική αποτίμησης των εν λόγω υπηρεσιών για να διαφανεί ο βαθμός ικανοποίησης των Εφόρων και σε συνάρτηση ενδεχομένως, προς άλλους παράγοντες, να ληφθεί απόφαση επί του θέματος. Προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της Αρχής ημερ. 8.2.2000 (τεκμήριο 4) ότι το θέμα της αύξησης της ετήσιας αμοιβής του εφεσίβλητου αποτέλεσε αντικείμενο έντονης συζήτησης. Εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις αναφορικά με την ποιότητα της προσφοράς των  υπηρεσιών του εφεσίβλητου προς την Αρχή με αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Σε κάποιο στάδιο της συζήτησης ο εφεσείων ανέφερε πως η αντίδρασή του δεν αφορούσε στις ικανότητες του εφεσίβλητου αλλά στην προσφορά του που δεν είναι ικανοποιητική. Φαίνεται από τα πρακτικά ότι η επίδικη φράση ειπώθηκε προς το τέλος της συζήτησης ως απάντηση σε ερώτηση εφόρου. Θεωρούμε χρήσιμη την αυτούσια παράθεση του τελευταίου μέρους της συζήτησης:

«κ. Πρόεδρος: Οι δύο Εφοροι φέρνουν ένσταση, ο κ. Ιερομονάχου αποχή.

κ. Κ. Κοντεάτης: Η αντίδραση μου δεν είναι για το θέμα των ικανοτήτων είναι τουναντίον η προσφορά του την οποία φέρνει δεν είναι ικανοποιητική και ανέφερε ο κύριος Παναγίδης τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις και αν έχει κάποιον που θα μας πει ότι ορθώς μας συμβούλεψε ....

κ. Στ. Παναγίδης: Εχει να εισπράξει τα λεφτά του Ηλία Ονουφρίου εδώ και πέντε χρόνια.

κ. Λ. Χαραλαμπίδης: Για τον Σπύρο, για τον Κόκο, για τον Ηλία δεν έκαμεν καλή δουλειά;

κ. Κ. Κοντεάτης: Ημουν παρών για την υπόθεση του Σπύρου Ελευθερίου που έπιασε £1000 ο ένας και £1000 ο άλλος και [*1965]έκλεισαν την υπόθεση, οι δικηγόροι. Οχι, ότι μας εκπροσωπούν επιτυχώς.

κ. Λ. Χαραλαμπίδης: Είναι η γνώμη σου αυτή.

κ. Κ. Κοντεάτης: Η πλειοψηφία αποφασίζει, δημοκρατία.»

Η έννοια της δυσφήμισης ορίζεται στο άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και όπως ορθά αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό δεν εξαρτάται από την πρόθεση του εναγόμενου αλλά από τη φυσική τάση του δημοσιεύματος λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που περιβάλλουν την υπόθεση. Αν λοιπόν ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό, αυτό θα κριθεί με βάση την αντικειμενική εξέταση των λέξεων και των εννοιών που αποδίδουν σ’ αυτές οι ορθά σκεπτόμενοι άνθρωποι. Στην Capital of Counties Bank v. Henry [1882] 7 AC στη σελίδα 745 αναφέρονται τα εξής:

«The test according to the authorities is whether under the circumstances in which the writing was published, reasonable men to whom the publication was made would be likely to understand it in a libelous sense.»

Η διακρίβωση του νοήματος ενός δημοσιεύματος δεν εξαρτάται από το τί ήθελε να αποδώσει με το δημοσίευμα αυτός που το δημοσίευσε ούτε κατ’ ανάγκη αποφασίζεται από την έννοια την οποία του προσδίδει εκείνος που τον αφορά. Το δημοσίευμα δεν είναι δυσφημιστικό έστω και αν αυτός προς τον οποίο στρέφεται, θεωρεί τούτο δυσφημιστικό, αν δεν είναι τέτοιο για ένα λογικό άνθρωπο. Το κριτήριο επομένως είναι καθαρά αντικειμενικό, η δε έννοια και σημασία ενός δημοσιεύματος κρίνονται ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο και τις περιστάσεις που έγινε. Βλ. Tassos Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co Ltd (1963) 2 C.L.R. 290.

Στην προκείμενη περίπτωση, η επίδικη φράση ειπώθηκε κατά τη διάρκεια συζήτησης του θέματος της αύξησης της ετήσιας αμοιβής του εφεσίβλητου για τις υπηρεσίες του ως νομικού συμβούλου της Αρχής. Η συζήτηση διεξαγόταν σε κλειστή συνεδρία των εφόρων δηλαδή, του οργάνου που ήταν αρμόδιο να αποφασίσει επί του θέματος. Το ποσό των £1000 που «έπιασε ο ένας» και «το ποσό των £1000 που έπιασε ο άλλος», λέξεις που περιέχονται στην επίδικη φράση, αφορούν στους δικηγόρους της κάθε πλευράς, ο ένας από τους οποίους ήταν ο εφεσίβλητος.

[*1966]Έχουμε την άποψη ότι οι λέξεις της επίδικης φράσης δεν αποτελούν δυσφημιστικό δημοσίευμα για τον εφεσίβλητο. Το νόημα των λέξεων, συναρτώμενο με ό,τι προηγουμένως είχε ειπωθεί για το θέμα της αύξησης της αμοιβής του εφεσίβλητου, είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν εκπροσωπεί επιτυχώς την Αρχή. Η αναφορά στα ποσά που πήραν οι δικηγόροι καθόλου δεν υποδηλώνει εμπλοκή του εφεσίβλητου σε αθέμιτη ή ηθικά επιλήψιμη συναλλαγή για δικό του όφελος και σε βάρος των συμφερόντων της Αρχής. Ο εφεσείων είχε την άποψη ότι το κλείσιμο εκείνης της υπόθεσης δεν αποτελούσε επιτυχή κατάληξη για την αρχή και ακριβώς αυτή η αντίληψη του πράγματος, προβλήθηκε από τον εφεσείοντα για να καταλογίσει στον εφεσίβλητο ανεπιτυχή εκπροσώπηση της Αρχής και κατ’ επέκταση να υποθεμελιώσει την αντίθεσή του στη χορήγηση αύξησης της ετήσιας αμοιβής. Σαφώς προκύπτει από ό,τι προηγουμένως ανέφερε ο εφεσείων επί του θέματος ότι η αντίδρασή του δεν αφορούσε τις ικανότητες του εφεσίβλητου αλλά την προσφορά του που τόσο ο ίδιος όσο και άλλο μέλος της Αρχής δεν θεωρούσαν ικανοποιητική. Αυτή ακριβώς η παράμετρος φαίνεται πως δεν απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο που λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την επίδικη φράση αποδίδονται στον εφεσίβλητο ενέργειες που απείχαν από την  πραγματικότητα, από μόνες τους δυσφημιστικές, για να δικαιολογηθεί η ευρύτερη θέση του εφεσείοντα ότι ο ενάγων δεν ήταν ικανός δικηγόρος. Ο εφεσείων δεν πρόβαλε ούτε προώθησε τέτοια θέση. αντίθετα τόνισε πως η αντίδραση του δεν αφορούσε στις ικανότητες του εφεσίβλητου αλλά στην προσφορά του προς την Αρχή. Η αξιολόγηση όμως της προσφοράς του εφεσίβλητου προς την Αρχή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το ίδιο το αντικείμενο της συζήτησης. Υπό τις περιστάσεις, ήταν ευλόγως θεμιτό οι αντίθετες απόψεις να συνοδεύονται από επιχειρήματα βασισμένα σε γεγονότα. Στην προκείμενη περίπτωση οι λέξεις της επίδικης φράσης δεν είχαν την έννοια απόδοσης  στον εφεσίβλητο ανέντιμης ή ανήθικης συμπεριφοράς. Η επίδικη φράση ερμηνεύεται ως καλόπιστη αξιολόγηση της προσφοράς υπηρεσιών του εφεσίβλητου προς την Αρχή στα πλαίσια λήψης απόφασης επί του θέματος της αύξησης της ετήσιας αμοιβής του εφεσίβλητου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να εκτιμήσει σωστά τα γεγονότα της υπόθεσης και αυτό συνέτεινε στη λανθασμένη ερμηνεία της έννοιας των λέξεων που συνθέτουν την επίδικη φράση.

Η έφεση με αριθμό 11335 επιτυγχάνει και η απόφαση στην αγωγή παραμερίζεται. Εκ των πραγμάτων η έφεση με αριθμό 11328 είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απορρίπτεται. Τα έξοδα των εφέσεων να καταβληθούν από τον αποτυχόντα διάδικο.

[*1967]Η έφεση 11335 επιτρέπεται. Η�έφεση 11328 απορρίπτεται. Εκδίδεται διαταγή όπως τα έξοδα καταβληθούν από τον αποτυχόντα διάδικο.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο