(2004) 1 ΑΑΔ 2075
[*2075]30 Δεκεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ELENA BONDAR (ΑΡ. 2) ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 14, ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΡΙΘ. 7 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΟ 12, ΠΑΡ. 2 ΚΑΙ 7,
ΑΡΘΡΟ 13, ΠΑΡ.1, ΑΡΘΡΟ 8, ΠΑΡ.1 ΚΑΙ 2, ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ 6(Ι)/2000 ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4 ΚΑΙ 6,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ELENA BONDAR ΑΠΟ ΤΗΝ 23.9.2004 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΠΑΦΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6.9.2004.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12166)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Έφεση εναντίον απόφασης με την οποία απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση της αιτήτριας της οποίας η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε ενόψει αίτησής της για πολιτικό άσυλο, παρέμεινε όμως σε ισχύ το διάταγμα κράτησής της ― Υιοθέτηση των αρχών που διατυπώθηκαν στις Πολιτίδης και Valentine Popa και επιβεβαιώθηκαν σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν με το ίδιο σκεπτικό.
[*2076]Αλλοδαποί ― Κράτηση αλλοδαπού που έχει υποβάλει αίτημα για παροχή πολιτικού ασύλου ― Απαγορεύεται ρητά από το Άρθρο 7(4) των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2004 (Ν. 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε) η κράτηση αλλοδαπού λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου.
Η αιτήτρια, η οποία είναι Ρωσσίδα, ήλθε στην Κύπρο με την ανήλικη θυγατέρα της στις 28.8.1999, με άδεια επισκέπτριας μέχρι 11.9.1999. Παρέμεινε παράνομα μέχρι την αναχώρησή της από την Κύπρο στις 17.8.2002. Στις 21.9.2002 επανήλθε με την ανήλικη θυγατέρα της, με άλλο επίθετο, και εξασφάλισε άδεια επισκέπτριας μέχρι 4.10.2002. Στις 16.4.2003 συνελήφθη για παράνομη παραμονή. Της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι τις 15.8.2003 η οποία παρατάθηκε μέχρι τις 30.6.2004. Στις 30.7.2004 υπέβαλε αίτημα για ανανέωση της άδειας παραμονής της, το οποίο απορρίφθηκε.
Στις 6.9.2004 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και η αιτήτρια συνελήφθη στις 23.9.2004 και τέθηκε υπό κράτηση προς το σκοπό απέλασης.
Την επομένη της σύλληψης της υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση πολιτικού ασύλου και η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης της στις 27.9.2004, ενόψει του αιτήματος ασύλου, ανεστάλη μέχρι «νεωτέρων οδηγιών». Η αιτήτρια συνέχισε να κρατείται, παρά την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης.
Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την απελευθέρωσή της υποστηρίζοντας ότι η κράτηση της είναι παράνομη και θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας πως δεν είχε δικαιοδοσία να προχωρήσει σε δικαστικό έλεγχο του διατάγματος κράτησης, αφού αυτό συνιστούσε διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στα πλαίσια προσφυγής με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο παρατήρησε πως το διάταγμα κράτησης εξακολουθούσε να διατηρείται σε ισχύ για τους σκοπούς του διατάγματος απέλασης, που δεν είχε ανακληθεί το ίδιο παρά μόνο η αναστολή εκτέλεσής του. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της αιτήτριας πως η υποβολή αίτησης ασύλου εξουδετερώνει τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, αφού στο Άρθρο 7(4) των Περί Προσφύγων Νόμων αναφέρεται πως «απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου», παρατηρώντας πως η [*2077]κράτηση είχε διαταχθεί για άλλους σκοπούς και όχι λόγω της ιδιότητας της αιτήτριας ως αιτήτριας ασύλου.
Με την έφεσή της η αιτήτρια υποστηρίζει ότι:
α) εξέλιπε η προϋπόθεση για τη συνέχιση της κράτησής της, αφού έχει ανασταλεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι την τελική εξέταση του αιτήματός της για άσυλο,
β) η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι δεν υπήρχε δικαιοδοσία για εξέταση της νομιμότητας της κράτησής της είναι εσφαλμένη και
γ) η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κράτησή της έχει διαταχθεί για άλλους σκοπούς και όχι λόγω της ιδιότητάς της ως αιτήτριας ασύλου, είναι εσφαλμένη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση που εκδόθηκε από τον Δικαστή Αρτέμη, με την οποία συμφώνησαν ο Πρόεδρος Αρτεμίδης και οι Δικαστές Κωνσταντινίδης, Νικολάου, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής, Γαβριηλίδης, Χατζηχαμπής, Φωτίου και Νικολάτος, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Οι αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Πολιτίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256 και επιβεβαιώθηκαν σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν, υιοθετούνται ως ορθές. Οι αρχές αυτές είναι ότι τόσο το διάταγμα απέλασης όσο και το προς αυτό συναρτώμενο διάταγμα κράτησης αναμφισβήτητα συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, και γι’ αυτό η νομιμότητά τους μπορεί μόνο να ελεγχθεί με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία που δίδεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος και όχι σε διαδικασία αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.
2. Το γεγονός ότι η διαδικασία της προσφυγής είναι χρονοβόρα και δε μπορεί να οδηγήσει σε άμεση διαταγή απελευθέρωσης της αιτήτριας, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει γεγονός που μπορεί να αποδώσει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο σε αίτηση για Habeas Corpus, αφού τέτοια δικαιοδοσία ουσιαστικά δεν υπάρχει. Επιπρόσθετα στην περίπτωση που θα ακυρωθούν με προσφυγή τα διατάγματα απέλασης και κράτησης, δημιουργείται υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την απόφαση και αποτυχία της να πράξει τούτο θέτει τις βάσεις για υποβολή αιτήματος για έκδοση Habeas Corpus για την αμεση απελευθέρωση του αιτητή.
Ο Δικαστής Νικολαΐδης εξέδωσε διϊστάμενη απόφαση με την [*2078]οποία συμφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας μόνο όσον αφορά το δικαιοδοτικό πλαίσιο και τη διαπίστωση ότι το θέμα της νομιμότητας κράτησης της εφεσείουσας δεν μπορεί να ελεγχθεί με τη διαδικασία έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus. Αναφορικά με τις διαπιστώσεις που άπτονται της ουσίας υιοθέτησε τις θέσεις που εξέφρασε στην απόφασή του στην υπόθεση Rahal ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 741.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πολιτίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256,
Popa, Αίτηση Αρ. 7/2000, ημερ. 14.1.2000,
Sardasht, Αίτηση Αρ. 25/2003, ημερ. 6.3.2003,
Palmer (2003) 1 Α.Α.Δ. 683,
Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772,
Khlaief (Αρ. 2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1521,
Sharif (2004) 1 Α.Α.Δ. 644,
Oktru (2004) 1 Α.Α.Δ. 608,
Rahal (2004) 1 Α.Α.Δ. 1780,
Shatirishvili (2004) 1 Α.Α.Δ. 1922,
Kaha (2004) 1 Α.Α.Δ. 1991,
Sajid, Αίτηση Αρ. 183/2004, ημερ. 22.11.2004,
Barquwi (2003) 1 Α.Α.Δ. 1417,
Barquwi (2004) 1 Α.Α.Δ. 1,
Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752,
Singh (2004) 1 Α.Α.Δ. 1999.
[*2079]Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια - ρωσσίδα υπήκοο κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 15/10/04 (Αρ. Αίτησης 160/04) με την οποία απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, η αίτησή της για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus ώστε να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής της συνεπεία διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της τα οποία εκδόθηκαν εναντίον της στις 6/9/04 με βάση το Άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.
Α. Αλεξάνδρου, για την Εφεσείουσα.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελείται από τους Αρτεμίδη, Π., Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολάου, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Χατζηχαμπή, Φωτίου και Νικολάτο, ΔΔ., θα δοθεί από τον Αρτέμη, Δ..
Ο Νικολαΐδης, Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση με την ίδια όμως κατάληξη.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Ρωσσίδα αιτήτρια ήρθε στην Κύπρο για πρώτη φορά με την ανήλικη κόρη της στις 28.8.99 με άδεια επισκέπτριας, που έληγε στις 11.9.1999. Μετά τη λήξη της άδειάς της, παρέμεινε παράνομα και αναχώρησε από την Κύπρο στις 17.8.2002. Στις 21.9.2002 όμως επέστρεψε με την ανήλικη κόρη της χρησιμοποιώντας άλλο επίθετο και της δόθηκε άδεια επισκέπτριας μέχρι τις 4.10.2002. Στις 16.4.2003 συνελήφθη για παράνομη παραμονή, αλλά επειδή η ανήλικη κόρης της φοιτούσε σε σχολείο, της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι τις 15.8.2003, η οποία και παρατάθηκε μέχρι τις 30.6.2004. Στις 30.7.2004 η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για ανανέωση της άδειας παραμονής της, το οποίο όμως απορρίφθηκε. Στις 6.9.2004 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα απέλασης και κράτησης με βάση το άρθρο 14 του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105, και η αιτήτρια συνελήφθη στις 23.9.2004 και τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση της.
Την επόμενη της σύλληψης της υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο και έτσι η εκτέλεση του διατάγματος απέλασής της στις 27.9.2004 ανεστάλη μέχρι «νεωτέρων οδη[*2080]γιών», με σκοπό προφανώς να δοθεί χρόνος για να αποφασισθεί το αίτημά της για παραχώρηση ασύλου.
Η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση για την έκδοση διατάγματος Habeas Corpus για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής της και να διαταχθεί η απελευθέρωσή της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας πως δεν είχε δικαιοδοσία να προχωρήσει σε δικαστικό έλεγχο του διατάγματος κράτησης, αφού αυτό συνιστούσε διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας θα μπορούσε να εξετασθεί μόνο στα πλαίσια προσφυγής με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Όσον αφορούσε τον ισχυρισμό που προβλήθηκε εκ μέρους του δικηγόρου της αιτήτριας, πως η αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης επηρέαζε και το διάταγμα κράτησης και το συμπαρέσυρε και αυτό σε αναστολή, παρατήρησε πως το διάταγμα κράτησης εξακολουθούσε να διατηρείται σε ισχύ για τους σκοπούς του διατάγματος απέλασης, που δεν είχε ανακληθεί. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τη θέση της αιτήτριας πως η υποβολή αίτησης ασύλου εξουδετερώνει τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, αφού στο άρθρο 7(4) των Περί Προσφύγων Νόμων αναφέρεται πως «απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου», παρατηρώντας πως η κράτηση είχε διαταχθεί για άλλους σκοπούς και όχι λόγω της ιδιότητας της αιτήτριας ως αιτήτριας ασύλου.
Με την έφεσή της η αιτήτρια προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη, προβάλλοντας και πάλι τη θέση πως, εν όψει της υποβολής αιτήματος ασύλου, που θα έπρεπε να οδηγήσει τη διοίκηση στην παροχή στην αιτήτρια προσωρινής άδειας παραμονής, έχει αλλάξει το νομικό της καθεστώς και αφού έχει ανασταλεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι την τελική εξέταση του αιτήματός της για άσυλο, εξέλιπε και η προϋπόθεση για συνέχιση της κράτησής της. Η αιτήτρια επίσης αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης με την οποία κρίθηκε πως δεν υπήρχε δικαιοδοσία για εξέταση της νομιμότητας της κράτησης της αιτήτριας και πρόβαλε το επιχείρημα πως η αιτήτρια δεν ζητά τον έλεγχο της ορθότητας της διοικητικής πράξης, με την οποία έχει διαταχθεί η απέλαση και η κράτησή της, αλλά ζητά «να ελεχθεί η νομιμότητα της κράτησης ενόψη του γεγονότος ότι το διάταγμα απέλασης έχει ανασταλεί, αυτοδικαίως, οπόταν και οι όποιες έννομες και πραγματικές συνέπειές του δεν δύνανται να λαμβάνουν χώρα όπως προβλέπουν και οι σχετικές διατάξεις των εφαρμοστών Νόμων, λόγος ο οποίος επαφίεται της κράτησης της αιτήτριας με διαταγή η οποία [*2081]είναι εκτός της Δικαιοδοσίας του οργάνου που την εξέδωσε οπόταν και σύμφωνα με την Νομολογία του Α.Δ. δύναται να καταχωρηθεί και να εξετασθεί η κράτηση στα πλαίσια της άσκησης του Ενδίκου Μέσου του Προνομιακού Εντάλματος του Habeas Corpus”
Τέλος, ο συνήγορος της αιτήτριας προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η κράτηση της αιτήτριας έχει διαταχθεί για άλλους σκοπούς και όχι λόγω της ιδιότητας της ως αιτήτριας ασύλου, επιχειρηματολογώντας πως στην ουσία δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα κράτησης απαγορευμένου ή οποιουδήποτε μετανάστη, μετά την υποβολή αιτήματος για παροχή ασύλου.
Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της έφεσης υποδείξαμε στο συνήγορο της αιτήτριας πως το πρώτο θέμα για το οποίο θα έπρεπε να επιχειρηματολογήσει ενώπιόν μας και που πρωτίστως θα έπρεπε να εξεταστεί από το Δικαστήριο, ήταν το θέμα δικαιοδοσίας. Κατά πόσο δηλαδή θα μπορούσε να εξετασθεί η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης της αιτήτριας στη διαδικασία αίτησης για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Αυτό είναι το πρώτο θέμα που πρέπει να αποφασίσουμε και θα προχωρήσουμε τώρα να το εξετάσουμε.
Στην υπόθεση Πολιτίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί του προκειμένου από τον Γ. Νικολάου, Δ.:
«Εδώ το ζήτημα κράτησης του αιτητή εμπίπτει όχι στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου στο οποίο ανήκει το ένταλμα habeas corpus όπως και τα άλλα προνομιακά βάσει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αλλά στη σφαίρα δημοσίου δικαίου που σημαίνει ότι θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146: υπάρχει μεταξύ των δύο απόλυτος διαχωρισμός: βλ. Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol 1 R.S.C.C. 15, Hussein Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus and Another 1 R.S.C.C. 49.»
H θέση αυτή επιβεβαιώθηκε σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν. (Δέστε Popa, Αίτηση Αρ. 7/2000, ημερ. 14.1.2000, Shahriar Jowhari Sardasht, Αίτηση Αρ. 25/2003, ημερ. 6.3.2003, Palmer (2003) 1 Α.Α.Δ. 683, Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772, Khlaief (Αρ. 2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1521, Ali Sharif (2004) 1 Α.Α.Δ. 644, Oktru (2004) 1 Α.Α.Δ. 608, Rahal (2004) 1 Α.Α.Δ. 1780, Shatirishvili George (2004) 1 Α.Α.Δ. 1922, Kaha (2004) 1 Α.Α.Δ. 1991, Rafique Sajid, Αίτηση Αρ. 183/2004, ημερ. 22.11.2004).
[*2082]Η θέση που εκφράστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Τόσο η έκδοση διατάγματος απέλασης όσο και η έκδοση συνακόλουθου διατάγματος κράτησης, φέρουν όλα τα γνωρίσματα και συνιστούν ανεξάρτητες διοικητικές πράξεις, η νομιμότητα των οποίων μπορεί μόνο να ελεγχθεί με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία που δίδεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Και ορθή ακόμη αν ήταν η θέση του συνήγορου της αιτήτριας πως η αναστολή του διατάγματος απέλασης συμπαρέσυρε και το διάταγμα κράτησης, τούτο δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί στη διαδικασία αίτησης για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus, αλλά μόνο σε διαδικασία με βάση το Άρθρο 146.1.
Στη Barquwi (2003) 1 Α.Α.Δ. 1417, λέχθηκε από τον Γ. Νικολάου, Δ., πως «. . . από τη στιγμή που θα πρέπει να θεωρήσω ως δεδομένο το διάταγμα απέλασης και θα παραμείνει έτσι μέχρις ότου ακυρωθεί, αν ακυρωθεί, από αρμόδιο Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία, τότε δικαιολογείται η κράτηση είτε αυτή απορρέει εγγενώς από το ίδιο το διάταγμα απέλασης, είτε στηρίζεται σε άλλο διακριτό ή ξεχωριστό διάταγμα κράτησης που και αυτό όμως προέρχεται από διοικητική αρχή και φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα νομιμότητας αφού το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, στο οποίο αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, επιτρέπει ακριβώς μια τέτοια δυνατότητα.»
(Δέστε και Barquwi (2004) 1 Α.Α.Δ. 1).
Παρατηρούμε πως ο ισχυρισμός του συνηγόρου της αιτήτριας ότι η διαδικασία της προσφυγής είναι χρονοβόρα και δε μπορεί να οδηγήσει σε άμεση διαταγή απελευθέρωσης της αιτήτριας, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει γεγονός που μπορεί να αποδώσει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο σε αίτηση για Habeas Corpus, αφού τέτοια δικαιοδοσία ουσιαστικά δεν υπάρχει. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε πως σε περίπτωση ακύρωσης διοικητικής πράξης στη διαδικασία προσφυγής, στην προκειμένη περίπτωση ακύρωσης των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, δημιουργείται υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την απόφαση και αποτυχία της να πράξει τούτο θέτει τις βάσεις για υποβολή αιτήματος για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus για την άμεση απελευθέρωση του αιτητή. Επισημαίνουμε πως η αιτήτρια έχει ήδη, όπως πληροφορηθήκαμε, καταχωρήσει και προσφυγή η οποία εκκρεμεί.
Τα ίδια θέματα που εγέρθηκαν και στην παρούσα έφεση, δηλαδή ο ισχυρισμός πως η υποβολή αίτησης για άσυλο καθιστούσε την [*2083]κράτηση του αιτητή για οποιοδήποτε λόγο παράνομη και πως η αναστολή του διατάγματος απέλασης συνεπάγεται και αναστολή του διατάγματος κράτησης, απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο και στην Jamil Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752, (Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.), στην οποία και παραπέμπουμε και όπου το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν και πάλι πως η περίπτωση ξέφευγε της δικαιοδοσίας του στο πλαίσιο αίτησης για Habeas Corpus, αφού η νομιμότητα των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Δέστε και Punia Randeep Singh (2004) 1 Α.Α.Δ. 1999).
Με τις αρχές που εκφράστηκαν σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις συμφωνούμε πλήρως και τις υιοθετούμε ως ορθές. Καταλήγουμε πως, αφού τόσο το διάταγμα απέλασης όσο και το προς αυτό συναρτώμενο διάταγμα κράτησης αναμφισβήτητα συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, η νομιμότητά τους μπορεί μόνο να ελεγχθεί στη διαδικασία προσφυγής με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος και όχι σε διαδικασία αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας που μόλις δόθηκε, μόνο όσον αφορά το δικαιοδοτικό πλαίσιο και τη διαπίστωση ότι το θέμα της νομιμότητας της κράτησης της εφεσείουσας δεν εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, στην οποία ανήκει το ένταλμα Habeas Corpus, αλλά στη σφαίρα δημοσίου δικαίου και μπορεί να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, άποψη που εξέφρασα και στην απόφασή μου στην υπόθεση Otiashvili Murad (2004) 1 Α.Α.Δ. 1948.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες διαπιστώσεις που άπτονται της ουσίας, περιορίζομαι να πω ότι υιοθετώ και επαναλαμβάνω τις θέσεις που εξέφρασα στην απόφασή μου στην υπόθεση Asad Mohammed Rahal ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 741.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο