Μιχαήλ Χαράλαμπος ν. Νίκου Α. Ττουνιά και Άλλων (2005) 1 ΑΑΔ 19

(2005) 1 ΑΑΔ 19

[*19]13 Ιανουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείων,

v.

1. ΝΙΚΟΥ Α. ΤΤΟΥΝΙΑ,

2. MEDCON CONSTRUCTION LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11340)

 

Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Παράβαση θεσμίου καθήκοντος κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας (χώρου εργασίας) να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ώστε ο ενάγων ο οποίος βρισκόταν νόμιμα εκεί θα ήταν εύλογα ασφαλής κατά τη χρήση του χώρου εργασίας στην οποία προέβαινε, διεκπεραιώνοντας τα νόμιμα καθήκοντά του ― Επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 60% στον κύριο εργολάβο και κάτοχο του χώρου όπου συνέβηκε το ατύχημα και σε ποσοστό 40% στον υπεργολάβο και εργoδότη του ενάγοντος ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι ο πρώτος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για τον τραυματισμό και τη ζημιά του ενάγοντος.

Αμέλεια ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Κατά πόσο εργάτης σε ανεγειρόμενη οικοδομή ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας όταν έπεσε από τον όροφο όπου εργαζόταν στον πιο κάτω όροφο μέσω οπής σκεπασμένης με πλακάζ, το οποίο δεν ήταν καλά καρφωμένο στο δάπεδο με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνο.

Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Ευθύνη εργοδότη για λήψη μέτρων για την ασφάλεια του παρεχομένου από αυτόν τόπου και συστήματος εργασίας ― Ανάγκη απόδειξης αιτιώδους συνάφειας της τυχόν αδυναμίας του συστήματος εργασίας ή της τυχόν παράλειψης μέριμνας από τον εργοδότη με το ζημιογόνο αποτέλεσμα.

Ο εφεσίβλητος 1 ενεπλάκη σε εργατικό ατύχημα ενώ εργαζόταν ως εργάτης στο υπό ανέγερση Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.  Το ατύχημα συνέβηκε όταν ο εφεσί[*20]βλητος 1 πάτησε σε πλακάζ στον πρώτο όροφο της ανεγειρόμενης οικοδομής το οποίο μετακινήθηκε με αποτέλεσμα να πέσει στον αμέσως προηγούμενο όροφο από οπή που υπήρχε κάτω από το πλακάζ.  Η οπή στο δάπεδο το οποίο καλυπτόταν με πλακάζ είχε κατασκευαστεί από την εφεσίβλητη 2 (κύρια εργολάβο και κάτοχο του χώρου όπου συνέβηκε το ατύχημα).  Ο εφεσείων (υπεργολάβος και εργοδότης του εφεσίβλητου) δεν γνώριζε για την ύπαρξη της οπής κάτω από το πλακάζ.

Οι γενικές αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν στο ποσό των £55.000 και το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε μόνο το θέμα της ευθύνης και έκρινε ότι ο εφεσείων και η εφεσίβλητη 2 ευθύνονταν αντίστοιχα κατά ποσοστό 40% και 60%.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.  Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τον επιμερισμό ευθύνης μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης 2 και αναφορικά με την ισχυριζόμενη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου 1.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο καθήκον που οφείλει, σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, κάθε εργοδότης προς τους εργοδοτούμενούς του να λαμβάνει κάθε εύλογη φροντίδα για την ασφάλειά τους καθώς και στην ευθύνη του κατόχου υποστατικού πρός όλους όσους βρίσκονται στο υποστατικό του νόμιμα, επέτρεψε την έφεση αναφορικά με το θέμα του επιμερισμού ευθύνης μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης 2 και αποφάνθηκε ότι:

1.  Ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας ότι ο εφεσείων γνώριζε ή ότι υπήρχαν λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να γνωρίζει για την ύπαρξη της οπής κάτω από το πλακάζ και για τη μη στερεή εφαρμογή του πλακάζ στο δάπεδο, ο εφεσείων δεν μπορεί να κριθεί υπόλογος για αμέλεια έναντι του ενάγοντα-εφεσίβλητου 1.  Επομένως δεν ήταν συνυπεύθυνος για αμέλεια, μαζί με την εφεσίβλητη 2, έναντι του εφεσίβλητου 1 και το σχετικό συμπέρασμα το πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο.  Εσφαλμένο επίσης είναι και το εύρημα ότι ο εφεσείων είναι υπόλογος για παράβαση θεσμίου καθήκοντος εργοδότη προς εργοδοτούμενό του.

2.  Η ευθύνη για το ατύχημα και τη ζημιά του εφεσίβλητου 1 βαρύνει εξ ολοκλήρου την εφεσίβλητη 2 ένεκα της αμέλειας που αυτή επέδειξε κατασκευάζοντας την οπή στο δάπεδο και καλύπτοντάς την με [*21]το πλακάζ κατά τρόπο μη ασφαλή με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σοβαρό κίνδυνο για τον εφεσίβλητο 1, κίνδυνο ο οποίος κατέληξε στο ατύχημα και τον τραυματισμό του.  Περιπλέον η εφεσίβλητη 2 είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για το ατύχημα και τη ζημιά του εφεσίβλητου 1 και ως κάτοχος του χώρου εργασίας όπου νόμιμα εργαζόταν ο εφεσίβλητος 1 ως εργοδοτούμενος του υπεργολάβου-εφεσείοντος, καθότι δεν μερίμνησε ώστε ο εργοδοτούμενος εφεσίβλητος 1 να είναι λογικά ασφαλισμένος κατά τη χρήση του χώρου εργασίας στην οποία προέβαινε, διεκπεραιώνοντας τα νόμιμα καθήκοντά του.

3.  Ο εφεσίβλητος 1 δεν είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια και ο εφεσείων επίσης δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τον τραυματισμό και τη ζημιά του εφεσίβλητου 1.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εις βάρος της εφεσίβλητης 2.

Αναφερόμενη υπόθεση:

M’Quilter v. Goulandris Bros Ltd [1951] SLT (Notes) 75 (Scottish Case).

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο, υπεργολάβο και εργοδότη του ενάγοντα, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 27/2/02 (Αρ. Αγωγής 2028/91) με την οποία έκρινε ότι ο ενάγων δεν ήταν υπόλογος για οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια και ότι ο εφεσείων και η εφεσίβλητη 2, κύριος εργολάβος και κάτοχος του χώρου όπου συνέβη το εργατικό ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη ο ενάγων με αποτέλεσμα να τραυματιστεί, ευθύνονταν για την πρόκληση του ατυχήματος και των ζημιών του ενάγοντα κατά ποσοστό 60% η εφεσίβλητη 2 και 40% ο εφεσείων.

Ν. Αβρααμίδης για Φ. Πελίδη, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Δημητριάδης, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1.

Ν. Παπαευσταθίου με Μ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

[*22]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο ενάγοντας-εφεσίβλητος 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν στο υπό ανέγερση Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και στις 27.10.89 ενεπλάκη σε εργατικό ατύχημα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να υποστεί διάφορες ζημιές και βλάβες.  Οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν στο ποσό των £55,000.- περιλαμβανομένων και των τόκων μέχρι την ημέρα έκδοσης της απόφασης και το μόνο ζήτημα το οποίο κλήθηκε να αποφασίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εκείνο της ευθύνης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του ημερ. 27.2.2002, βρήκε ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν υπόλογος για οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια και ότι ο εφεσείων (υπεργολάβος και εργοδότης του ενάγοντα) και η εφεσίβλητη 2 (κύριος εργολάβος και κάτοχος του χώρου όπου συνέβηκε το ατύχημα) ευθύνονταν για την πρόκληση του ατυχήματος και των ζημιών του ενάγοντα κατά ποσοστό 60% η εφεσίβλητη 2 και 40% ο εφεσείων.

Με την παρούσα έφεση, όπως περιορίστηκε με το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος, προβάλλονται οι εξής λόγοι εφέσεως.  Ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη ως ερχόμενη σε αντίθεση με την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως είναι ότι η απόφαση του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι τρωτή ως προς την αμέλεια του εφεσείοντα. Ο τρίτος λόγος εφέσεως αφορούσε την ευθύνη του εναγομένου 5, δηλαδή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αλλά απεσύρθη και ο τέταρτος λόγος εφέσεως είναι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε εις το συμπέρασμα του ότι με βάση την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία ο εφεσίβλητος 1 δεν είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια.

Τα ζητήματα που θα πρέπει να απασχολήσουν το παρόν Δικαστήριο είναι (α) το ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 2 και (β) το ζήτημα της ισχυριζόμενης συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου 1.

Κατά την ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των διαδίκων δόθηκε ειδοποίηση προς τον εναγόμενο 3-εφεσείοντα από τον εναγόμενο 2-εφεσίβλητο 2 δυνάμει της Δ.10  θ.12(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Παρόμοια ειδοποίηση δόθηκε και από τον εναγόμενο 3-εφεσείοντα προς τον εναγόμενο 2-εφεσίβλητο 2. Στη συνέχεια, μετά από σχετικές οδηγίες του Δικαστηρίου, ο εφεσείοντας καταχώ[*23]ρησε έκθεση απαίτησης εναντίον της εναγόμενης 2-εφεσίβλητης 2. Οι εναγόμενοι 2-εφεσίβλητοι 2 καταχώρησαν υπεράσπιση στην έκθεση απαίτησης του εφεσείοντα και ανταπαίτηση εναντίον του και στη συνέχεια ο εφεσείοντας καταχώρησε απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση των εναγομένων 2-εφεσίβλητων 2.

Με τους λόγους εφέσεως δεν προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων στα οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά προσβάλλονται τα ευρήματα ως προς τα γεγονότα, στα οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως μη συνάδοντα σε κάποια σημεία με την προσαχθείσα μαρτυρία και επίσης προσβάλλεται η κατάληξη του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με τον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητων 2 και αναφορικά με την ισχυριζόμενη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου 1.

Ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου υπήρξε αμφισβήτηση αναφορικά με το ποιος ήταν εργοδότης του εφεσίβλητου 1. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας μάλιστα έγινε παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν «δηλωμένος ως υπάλληλος της εναγομένης 1». Το ζήτημα όμως της μη ύπαρξης σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου μεταξύ του ενάγοντα-εφεσίβλητου 1 και του εναγομένου 3-εφεσείοντος εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος.

Στις σελ. 11 και 12 της πρωτόδικης απόφασης γίνονται τα ευρήματα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, τα οποία παραθέτουμε:

«Με βάση την άνω αξιολόγηση ευρίσκω ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού ήτο υπό κατασκευή. Ιδιοκτήτης του ήτο η Δημοκρατία Κύπρου. Η εναγομένη 2 εργοληπτική εταιρεία ήτο ο εργολάβος ο οποίος με συμβόλαιο ημερ. 4.2.88 τεκμ. 7 ανέλαβε την ανέγερση του άνω έργου. Η εναγομένη 2 εγγράφως με τα τεκμ. 5 και 6 ανάθεσε εις τον εναγόμενο 3, υπεργολάβο, την κατασκευή, τοποθέτηση και ξύλωμα καλουπιών σκυροδέματος για την κατασκευή μέρους του πιο πάνω έργου.

Ο εναγόμενος 3 μεταξύ άλλων προσώπων, εργοδότησε τον ενάγοντα ως εργάτη μέσα εις τα πλαίσια των άνω υποχρεώσεων του που πήγαζαν από τις συμφωνίες τεκμ. 5 και 6.

Στις 27.10.89 ο εναγόμενος 3 υπέδειξε εις τον ενάγοντα χώ[*24]ρο εις τον πρώτο όροφο και υλικά, όπως σκαλωσιές και ξύλα, ώστε να μεταφέρει αυτά εις άλλο μέρος του  πρώτου ορόφου που ήτο ακάλυπτο με σκοπό να μεταφερθούν με μηχανικά μέσα (γερανό) εις τον αμέσως επόμενο όροφο. Εις το χώρο εκείνο ο ενάγοντας θα εργάζετο δια πρώτη φορά εκείνη την ημέρα.  Άλλοι εργαζόμενοι δεν υπήρχαν εκεί. Εις το χώρο εκείνο εργασίας του ενάγοντα υπήρχε ένας διάδρομος που εκτός  από ένα πλακάζ ήτο καθαρός από ξύλα και άλλα υλικά. Εις το διάδρομο αυτό εκινείτο ο ενάγων δια να εκτελέσει την εργασία του.   Εκατέρωθεν αυτού ήτο οι σκαλωσιές και ξύλα που θα μετάφερε. Ο ενάγοντας εργάστηκε εις το χώρο εκείνο δια σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα και κινήθηκε εις το διάδρομο ως άνω μέχρι και 20 φορές περίπου. Εις κάποια στιγμή που ο ενάγοντας εργαζόταν ως άνω και πάτησε εις το άνω πλακάζ αυτό μετακινήθηκε και ο ενάγοντας από το άνοιγμα που υπήρχε κάτω απ’ αυτό, έπεσε εις τον αμέσως προηγούμενο όροφο και τραυματίστηκε. Το άνοιγμα είχε διαστάσεις 1.20 μ Χ 0.60 μ και το πλακάζ που κάλυπτε αυτό δεν ήτο στερεωμένο εις το δάπεδο.  Το πλακάζ ήτο στενόμακρο και πολύ ανθεκτικό. Το άνοιγμα εις το δάπεδο κατασκευάστηκε από την εναγομένη 2. Πώς ακριβώς ήτο τοποθετημένο το άνω πλακάζ επί του ανοίγματος είναι άγνωστο.

Η Κυπριακή Δημοκρατία συνεβλήθη εγγράφως (τεκμ. 12) μετά των ιδιωτών αρχιτεκτόνων Πεύκιου Γεωργιάδη, Α. Γαβριηλίδη και Ε. Στυλιανίδη στις 3.7.85 όπως αυτοί αναλάβουν ως αρχιτέκτονες, σύμβουλοι την επίβλεψη δι’ ανέγερση του έργου. Εις το εργοτάξιο υπήρχε επίσης επιβλέπων μηχανικός (Clerk of Works) που διορίστηκε υπό της Κυπριακής Δημοκρατίας ως παρατηρητής και παρακολουθούσε την εξέλιξη του έργου κάτω από τις οδηγίες των αρχιτεκτόνων ως άνω. Περαιτέρω είχε εις τη διάθεση του (Clerk of Works) εις το εργοτάξιο δύο τεχνικούς βοηθούς δι’ οικοδομική εργασία και δύο δια ηλεκτρομηχανολογικά θέματα.»

Από τα ευρήματα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου σημειώνουμε τα εξής:

(α) Το άνοιγμα στο δάπεδο, το οποίο καλυπτόταν με πλακάζ, κατασκευάστηκε από την εναγόμενη 2-εφεσίβλητη 2.

(β) Πως ακριβώς ήταν τοποθετημένο το πλακάζ επί του ανοίγματος είναι άγνωστο όμως αυτό δεν ήταν στερεωμένο εις το δάπεδο.

[*25](γ) Δεν υπάρχει οποιοδήποτε εύρημα είτε ότι ο ενάγοντας-εφεσίβλητος 1 είτε ότι ο εναγόμενος 3-εφεσείων γνώριζαν για την ύπαρξη του ανοίγματος, διαστάσεων 1.20 μέτρα Χ 0.60 μέτρα, κάτω από το παλακάζ ή για τη μη στερέωση του πλακάζ στο δάπεδο.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στο καθήκον του εργοδότη να παρέχει ασφαλή τόπο και ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτουμένους του, έκαμε αναφορά σε Κυπριακή και Αγγλική Νομολογία αναφορικά με το καθήκον του εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους τους όταν οι εργοδοτούμενοι εργάζονται σε χώρο εργασίας που δεν ανήκει στον εργοδότη. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκαμε επίσης αναφορά σε νομολογία αναφορικά με κινδύνους, προερχομένους από τη στατική κατάσταση υποστατικών, για τους οποίους υπεύθυνος είναι ο κάτοχος των υποστατικών και στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη 2. Θεώρησε τον ενάγοντα-εφεσίβλητο 1 ως πρόσωπο που βρισκόταν νόμιμα στα υποστατικά όπου συνέβη το ατύχημα και ο τραυματισμός του εφεσίβλητου 1 και καταμέρισε την ευθύνη σε 40% για τον εργοδότη και 60% για τον κάτοχο του υποστατικού βρίσκοντας ότι ο ίδιος ο ενάγοντας-εφεσίβλητος 1 δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη υπό μορφή συντρέχουσας αμέλειας και ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ως ιδιοκτήτρια των υποστατικών στα οποία συνέβηκε το ατύχημα, με κάποια συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, δεν είχε επίσης οποιαδήποτε ευθύνη.

Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο κάθε εργοδότης οφείλει στους εργοδοτουμένους του καθήκον να λαμβάνει κάθε εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια τους. Το καθήκον του εργοδότη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση ασφαλούς μέρους εργασίας, την εξασφάλιση και συντήρηση ικανοποιητικού εξοπλισμού και την εξασφάλιση ασφαλούς συστήματος εργασίας. Τα καθήκοντα του εργοδότη δεν τερματίζονται όταν οι εργοδοτούμενοι του αποστέλλονται για εργασία σε χώρο εργασίας που δεν ανήκει στον εργοδότη. Όμως ο βαθμός καθήκοντος του εργοδότη σε τέτοιες περιπτώσεις ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες και εκείνο που απαιτείται από τον εργοδότη είναι να ασκήσει εύλογη φροντίδα, στην κάθε περίπτωση, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Στις περιπτώσεις όπου η εργασία διεξάγεται σε χώρο που δεν βρίσκεται στην κατοχή και τον έλεγχο του εργοδότη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ο εργοδότης συνεχίζει να έχει ευθύνη προς τον εργοδοτούμενο του, να ασκήσει εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια του, όμως εν όψει του ότι η στατική κατάσταση και η δομή του υποστατικού είναι εκτός του ελέγχου του και οποιαδήποτε ελαττώματα είναι πέραν της [*26]εξουσίας του να τα διορθώσει, η ευθύνη του περιορίζεται ανάλογα. Ο εργοδότης όμως παραμένει κάτω από το καθήκον της άσκησης εύλογης φροντίδας για την περιφρούρηση των εργοδοτουμένων του από κινδύνους τους οποίους μπορεί να προβλέψει και τους οποίους έχει την εξουσία να αποτρέψει (Δέστε M’ Quilter v. Goulandris Bros Ltd [1951] SLT (Notes) 75 (Scottish Case)).

Όσον αφορά την ευθύνη του κατόχου, είναι θεμελιωμένο ότι ένας κάτοχος υποστατικού έχει, προς όλους τους νόμιμα ευρισκομένους στο υποστατικό του, το κοινό καθήκον φροντίδας το οποίο εξυπακούει ότι ο κάτοχος θα πρέπει να επιδεικνύει τέτοια φροντίδα όση υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι εύλογη, ώστε να διασφαλίζει ότι το οποιοδήποτε νόμιμα ευρισκόμενο στα υποστατικά πρόσωπο θα είναι εύλογα ασφαλές κατά τη χρήση των υποστατικών, για τους σκοπούς για τους οποίους ευρίσκεται νόμιμα στο χώρο.

Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές από τα τεκμήρια 5, 6 και 7 ότι ο κάτοχος των υποστατικών στα οποία συνέβηκε το προαναφερόμενο ατύχημα ήταν ο κύριος εργολάβος δηλαδή η εφεσίβλητη 2. Είναι επίσης προφανές ότι η εφεσίβλητη 2 είναι εκείνη η οποία κατασκεύασε την οπή την οποία στη συνέχεια κάλυψε με το προαναφερόμενο πλακάζ το οποίο δεν ήταν στερεωμένο στο δάπεδο, με αποτέλεσμα να μετακινηθεί και να προκληθεί το ατύχημα στον ενάγοντα-εφεσίβλητο 1. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ούτε ότι ο ενάγοντας-εφεσίβλητος 1 ούτε ότι ο εναγόμενος 3-εφεσείων γνώριζαν ή ότι έπρεπε να γνωρίζουν για την ύπαρξη της οπής κάτω από το πλακάζ και για την μη ασφαλή στερέωση του πλακάζ πάνω από την οπή.

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα θεωρούμε ότι ο ενάγοντας-εφεσίβλητος 1 δεν είχε οποιαδήποτε αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια καθότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ότι αυτός γνώριζε ή θα είχε λόγους να γνωρίζει ότι υπήρχε οπή κάτω από το πλακάζ, του προαναφερομένου μεγέθους, και ότι το πλακάζ δεν ήταν καλά στερεωμένο και καρφωμένο στο δάπεδο με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνο. Περιπλέον θεωρούμε ότι ο εναγόμενος 3-εφεσείων επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνυπεύθυνος για το ατύχημα και τη ζημιά που προκλήθηκε στον ενάγοντα καθότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ότι και αυτός γνώριζε ή ότι είχε οποιοδήποτε λόγο να υποπτευθεί ότι κάτω από το πλακάζ υπήρχε οπή, του προαναφερομένου μεγέθους και ότι το πλακάζ δεν ήταν καλά στερεωμένο στο δάπεδο και επομένως ότι ήταν επικίνδυνο.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αποδίδει ευθύνη στον εφε[*27]σείοντα-εναγόμενο 3 ως εργοδότη του ενάγοντα ο οποίος δεν εκτέλεσε το καθήκον του να μεριμνήσει για την ασφάλεια του παρεχομένου από αυτόν τόπου και συστήματος εργασίας. Κατά τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ο εφεσείων όφειλε να πάρει προφυλάξεις ώστε το πλακάζ που κάλυπτε το άνοιγμα στο πάτωμα εργασίας του ενάγοντα να μην μετακινείτο από τη θέση του για οιοδήποτε λόγο. Περιπλέον, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο εφεσείων ως υπεργολάβος σε εργοτάξιο το οποίο είχε κινδύνους όφειλε να θέσει το θέμα αυτό στους κυρίως εργολάβους, δηλαδή την εφεσίβλητη 2, πράγμα που δεν έπραξε. Ακόμα η ευθύνη του εφεσείοντος εντοπίζεται και στην παράβαση του θεσμίου καθήκοντος του ως εργοδότη δυνάμει του Κανονισμού 6(2) των περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμών του 1973.

Καθόσον αφορά το ζήτημα της ισχυριζόμενης αμέλειας του εφεσείοντα θεωρούμε ότι, ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας ότι ο εφεσείων γνώριζε ή ότι υπήρχαν οποιοιδήποτε λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να γνωρίζει για την ύπαρξη της οπής κάτω από το πλακάζ και για τη μη στερεή εφαρμογή του πλακάζ στο δάπεδο, ο εφεσείων δεν μπορεί να κριθεί υπόλογος για αμέλεια έναντι του ενάγοντα-εφεσίβλητου 1. Ένεκα της μη αποδείξεως τέτοιας γνώσεως εκ μέρους του εφεσείοντα δεν τίθεται και ζήτημα καθήκοντος του να θέσει το θέμα στην εφεσίβλητη 2. Περιπλέον, όπως ήδη παρατηρήσαμε, το εργοτάξιο ήταν στην κατοχή και τον έλεγχο της εφεσίβλητης 2 και ο εφεσείων δεν είναι λογικό να θεωρηθεί ότι θα έπρεπε να γνωρίζει για όλους τους πιθανούς κινδύνους που παρουσίαζε η στατική κατάσταση και η δομή των υποστατικών. Επομένως δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν συνυπεύθυνος για αμέλεια, μαζί με την εφεσίβλητη 2, έναντι του εφεσίβλητου 1 διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως ο κίνδυνος στον οποίο εκτέθηκε ο εφεσίβλητος 1 ήταν κίνδυνος τον οποίο, υπό τις περιστάσεις, ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε προβλέψει και τον οποίο είχε την εξουσία να αποτρέψει. Κατά συνέπεια εκτιμούμε ότι τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου για αμέλεια του εφεσείοντος και συνυπευθυνότητα του, σε ποσοστό 40%, για τη ζημιά που υπέστη ο ενάγοντας-εφεσίβλητος 1, είναι εσφαλμένα.   Εσφαλμένο επίσης θεωρούμε και το εύρημα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είναι υπόλογος για παράβαση θεσμίου καθήκοντος εργοδότη. Συναφώς παρατηρούμε ότι το ποιος ήταν ο εργοδότης του ενάγοντος αποτέλεσε επίδικο  θέμα στην πρωτόδικη διαδικασία και όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση (σελ. 7) υπήρξε παραδοχή γεγονότων από όλους τους διαδίκους ότι ο ενάγοντας ήταν δηλωμένος στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως υπάλληλος της εναγο[*28]μένης 1. Το ζήτημα όμως αυτό, της ύπαρξης σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου 3-εφεσείοντος, εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά από τον εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του. Όμως παρατηρούμε ότι έστω και με δεδομένο ότι ο εφεσείων ήταν εργοδότης του εφεσίβλητου 1, σύμφωνα με τον Καν. 6(2) των προαναφερομένων κανονισμών, η υποχρέωση του ήταν να καταστήσει και να διατηρήσει τον τόπο εργασίας του εργοδοτουμένου του, ασφαλή, καθόσον τούτο είναι λογικώς εφικτό. Με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης αυτής, δηλαδή ένεκα του ότι ο χώρος εργασίας δεν ήταν στην κατοχή και τον έλεγχο του εφεσείοντα αλλά τρίτου προσώπου και δεδομένης της μη απόδειξης οποιασδήποτε γνώσης εκ μέρους του εφεσείοντος, πραγματικής ή επαγομένης, για τον κίνδυνο που υπήρχε εξ αιτίας της στατικής κατάστασης και της δομής του υποστατικού από την ύπαρξη της οπής και του μη στερεωμένου πλακάζ που την κάλυπτε, δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε παραβεί, ως εργοδότης, το προαναφερόμενο θέσμιο καθήκον του προς τον εφεσίβλητο 1 ή ότι η παράβαση τέτοιου θεσμίου καθήκοντος είχε οποιαδήποτε σχέση ή αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα και τη ζημιά που υπέστη ο ενάγων-εφεσίβλητος 1.

Κατά συνέπεια κρίνουμε ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπεύθυνος ή συνυπεύθυνος για τη ζημιά του εφεσίβλητου 1 είτε στη βάση της αμέλειας είτε στη βάση της παράβασης θεσμίου καθήκοντος εργοδότη προς εργοδοτούμενο.

Από την άλλη θεωρούμε το εύρημα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου για καταμερισμό ευθύνης στην εφεσίβλητη 2, σε ποσοστό 60%, επίσης ως εσφαλμένο. Κρίνουμε ότι η ευθύνη για το ατύχημα και τη ζημιά που υπέστη ο εφεσίβλητος 1 βαρύνει εξ ολοκλήρου την εφεσίβλητη 2 ένεκα της αμέλειας που αυτή επέδειξε κατασκευάζοντας την προαναφερόμενη οπή και καλύπτοντας την με το προαναφερόμενο πλακάζ κατά τρόπο μη ασφαλή με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σοβαρό κίνδυνο για τον εφεσίβλητο 1, κίνδυνο ο οποίος κατέληξε στο ατύχημα και τον τραυματισμό του εφεσίβλητου 1. Περιπλέον η εφεσίβλητη 2 είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για το ατύχημα και τη ζημιά που υπέστη ο εφεσίβλητος 1 και ως κάτοχος του χώρου εργασίας όπου νόμιμα εργαζόταν ο εφεσίβλητος 1 ως εργοδοτούμενος του υπεργολάβου-εφεσείοντος. Δυνάμει των προνοιών του τεκμηρίου 7, και ιδιαίτερα της παραγράφου 22 του τεκμηρίου εκείνου, η κατοχή και κατά συνέπεια και ο έλεγχος του χώρου εργασίας του εφεσίβλητου 1 παρεχόταν, από τους ιδιοκτήτες του χώρου, στην εφεσίβλητη 2. Επομένως η εφεσίβλητη 2 είχε το καθήκον που επιβάλλει το κοινό δίκαιο στον κάτοχο υποστατικού έναντι [*29]προσώπου που νόμιμα βρίσκεται στο υποστατικό (όπως ήταν ο ενάγοντας-εφεσίβλητος 1) δηλαδή να επιδείξει εύλογη φροντίδα υπό τις περιστάσεις και να διασφαλίσει ότι ο εφεσίβλητος 1 θα ήταν εύλογα ασφαλής κατά τη χρήση των υποστατικών και για τους λόγους για τους οποίους βρισκόταν νόμιμα εκεί.  Θεωρούμε ότι στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη 2 παρέβηκε το καθήκον της και ως κάτοχος του χώρου εργασίας όπου νόμιμα εργαζόταν ο εφεσίβλητος 1 καθότι ενώ γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει ότι ο εφεσίβλητος 1 βρισκόταν στο χώρο εργασίας ως εργοδοτούμενος του υπεργολάβου εφεσείοντος και εκτελούσε τα καθήκοντα που εκτελούσε, δεν μερίμνησε ώστε ο εργοδοτούμενος εφεσίβλητος 1 να είναι λογικά ασφαλισμένος κατά τη χρήση του χώρου εργασίας στην οποία προέβαινε, διεκπεραιώνοντας τα νόμιμα καθήκοντα του.

Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε θεωρούμε ότι η εφεσίβλητη 2 είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνη και υπόλογη για το ατύχημα, τον τραυματισμό και τη ζημιά που υπέστη ο εφεσίβλητος 1 τόσο στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας όσο και στη βάση της παράβασης του καθήκοντος του κατόχου υποστατικού προς πρόσωπο που νόμιμα βρισκόταν σ’ αυτό και εκτελούσε την εργασία του.

Συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η συμφωνία της εφεσίβλητης 2 με τον εφεσείοντα (τεκμήριο 5, όρος 9) για τήρηση των κανονισμών ασφαλείας του Υπουργείου Εργασίας από τον εφεσείοντα, δεν είναι δυνατό να απαλλάξει την εφεσίβλητη 2 από τη δική της ευθύνη ή να την επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο.

Εν όψει των προαναφερομένων κρίνουμε την εφεσίβλητη 2 ως εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για τον τραυματισμό και τη ζημιά του εφεσίβλητου 1. Κρίνουμε ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια και ότι ο εφεσείοντας επίσης δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τον τραυματισμό και τη ζημιά του εφεσίβλητου 1.

Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά τον καταμερισμό και τη συνεισφορά μεταξύ των εναγομένων 2 και 3 (εφεσίβλητης 2 και εφεσείοντα) σε ποσοστά 60% και 40% αντίστοιχα παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με την οποία την ολοκληρωτική ευθύνη για τον τραυματισμό και τη ζημιά που υπέστη ο εφεσίβλητος 1 φέρει η εφεσίβλητη 2. Εκδίδεται δηλαδή απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου 1 και εις βάρος της εφεσίβλητης 2 για ποσό £55.000.- με τόκο 8% ετησίως επί του προαναφερομένου ποσού από την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης δηλαδή από την 27.2.2002. Ο εφεσείοντας απαλλάσσεται οποιασδήποτε ευθύνης.

[*30]

Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης απόφασης επιδικάζονται εις βάρος της εφεσίβλητης 2 και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εις βάρος της εφεσίβλητης 2.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο