(2005) 1 ΑΑΔ 38
[*38]13 Ιανουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟ ΔΙΑΛΥΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ,
2. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΛΟΥΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
3. ΘΕΟΔΩΡΑ Λ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
4. DORA HOLDINGS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,
Εφεσιβλήτων,
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 2.12.04
1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟ ΔΙΑΛΥΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ,
2. ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
3. ΘΕΟΔΩΡΑ Λ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
4. DORA HOLDINGS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11379)
Συμβάσεις ― Συμβάσεις παραχωρήσεων τραπεζικών δανείων ― Τόκος ― Τρόπος υπολογισμού του από την Τράπεζα στην απουσία συμφωνίας μεταξύ της ιδίας και του χρεώστη ― Κατά πόσο η Τράπεζα εί[*39]χε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές του χρεώστη που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου ― Κατά πόσο είχε εφαρμογή ο κανόνας της υπόθεσης Clayton.
Οι εφεσίβλητοι (η Τράπεζα), αξίωσε με αγωγή της εναντίον των εφεσειόντων, χρέος που ανερχόταν σε £284.689,49 και που είχε προκύψει από τις μεταξύ τους τραπεζικές συναλλαγές και δοσοληψίες στη βάση πέντε γραπτών συμβάσεων χορηγήσεων τραπεζικών διευκολύνσεων. Προς εκτέλεση των συμβάσεων ανοίχθηκαν κατά καιρούς διάφοροι λογαριασμοί. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση για £585.205,39 που αργότερα μειώθηκε στις £489.675,23. Η ανταπαίτηση στηρίχθηκε στην κατ’ ισχυρισμό παράνομη χρέωση τόκων και εξόδων. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των £217.350,50 πλέον τόκους, με αναστολή εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της ανταπαίτησης. Η ανταπαίτηση εκδικάστηκε και εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων για £4.711,36. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Τράπεζα, στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ της ιδίας και των εφεσειόντων, είχε δικαίωμα να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν μια πληρωμή έναντι συγκεκριμένου χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο. Το πιο πάνω συμπέρασμα εβασίζετο στη μαρτυρία υπαλλήλου της Τράπεζας (η οποία δεν είχε αντικρουστεί) και ο οποίος εξήγησε ότι ο υπολογισμός των τόκων με τους οποίους χρεώνονταν οι λογαριασμοί γίνονταν με ηλεκτρονικά μέσα και σε καμιά περίπτωση δεν έγινε κεφαλαιοποίηση τόκων και ανατοκισμός. Οι τόκοι εξοφλούντο νόμιμα κατά προτεραιότητα και χωρίς οποιαδήποτε αρνητική αντίδραση των εφεσειόντων. Άλλες οφειλές των εφεσειόντων είχαν εξοφληθεί με τη μέθοδο του συμψηφισμού, στη βάση συμβατικού δικαιώματος της Τράπεζας. Η Τράπεζα χρέωνε τους λογαριασμούς των εφεσειόντων μόνο με πραγματικά έξοδα, χαρτόσημα, ασφάλιστρα, έξοδα κτηματολογίου κλπ και όχι με έξοδα μελέτης.
Ο μάρτυρας που κλήθηκε από τους εφεσείοντες, πτυχιούχος λογιστής, ανέφερε ότι υπάρχει υπερχρέωση τόκων/εξόδων ως η βεβαίωση που παρουσίασε. Ο εν λόγω μάρτυρας δήλωσε ξεκάθαρα ότι οι υπολογισμοί του έγιναν χωρίς να είχε λάβει προηγουμένως υπόψη τις μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες με βάση τις οποίες ανοίχθηκαν [*40]και λειτούργησαν οι επίδικοι λογαριασμοί. Θεώρησε όλους τους λογαριασμούς σαν μια ενιαία και συνεχή δοσοληψία μεταξύ των διαδίκων και υπολόγισε κάθε πληρωμή ως γενόμενη πάντοτε έναντι του κεφαλαίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι υπολογισμοί του μάρτυρα των εφεσειόντων όσον αφορά τους διεκδικούμενους τόκους είναι εσφαλμένοι. Κρίθηκε πως στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων η Τράπεζα είχε δικαίωμα να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν η κάθε πληρωμή έναντι του χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο. Κρίθηκε επίσης ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα επιστροφής του ποσού των £4.711,36 που αποτελείτο από διάφορα κονδύλια εξόδων με τα οποία χρεώθηκαν οι λογαριασμοί των εφεσειόντων και που αποτελούσαν ουσιαστικά παράνομη χρέωση τόκου πέραν του νομικά επιτρεπόμενου ορίου του 9%.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του μάρτυρά τους, το θέμα καταλογισμού των πληρωμών (appropriation of payments) και ειδικά την εφαρμογή του κανόνα της υπόθεσης Clayton, την αποδοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα της Τράπεζας ως προς την ακολουθούμενη πρακτική της Τράπεζας για εξόφληση πρώτα των τόκων και μετά του κεφαλαίου, το θέμα του ανατοκισμού και την κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση από το Δικαστήριο της αρχής της ισότητας των διαδίκων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τόκου Νόμου του 1977 (νόμος 2/77), εάν ο πιστωτής χρεώσει το χρεώστη με τόκο 9% ετησίως και πέραν αυτού και με οποιοδήποτε άλλο ποσό υπό μορφή εξόδων μελέτης ή πραγματικών εξόδων κλπ, αυτές οι χρεώσεις θα ισοδυναμούν με χρέωση τόκου πέραν του 9% ετησίως και θα είναι παράνομες. Αν όμως για το δάνειο που παραχωρήθηκε το συμφωνηθέν επιτόκιο είναι χαμηλότερο του 9%, παρέχεται δυνατότητα νόμιμης χρέωσης εξόδων μελέτης κλπ εφόσον το ποσό της χρέωσης μαζί με τους τόκους δεν θα υπερβαίνουν ποσοστό 9% ετησίως του κεφαλαίου.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε σωστά τη μαρτυρία του μάρτυρος των εφεσειόντων και ορθά διαπίστωσε ότι ο εν λόγω μάρτυρας θεώρησε όλους τους λογαριασμούς ως ένα συνεχή λογαριασμό.
[*41]
3. Το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου. Δεν ετίθετο θέμα διαφόρων συγκεκριμένων χρεών των εφεσειόντων προς την Τράπεζα έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα καταλογισμού πληρωμών για το ένα ή το άλλο χρέος.
4. Ο μάρτυρας της Τράπεζας εξήγησε με σαφήνεια τον τρόπο λειτουργίας των λογαριασμών και ότι ο τόκος επί του κεφαλαίου λογιζόταν από ημέρα σε ημέρα. Η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρος καλύπτεται από τη δικογραφία, η δε πρακτική της Τράπεζας αναφορικά με τη χρέωση του τόκου συνάδει με τη νομολογία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παχατουριάν ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322,
Devanes v. Noble Clayton’s Case [1816] 1 Mer. 529,
Re Yeovil Glove Co Ltd [1964] 2 All E.R. 849,
Re James R. Rutherford & Sons Ltd [1964] 3 All E.R. 137,
Banque Populaire De Limassol Ltd v. Theodorou (1971) 1 C.L.R. 307,
HjiPavlou & Sons v. Republic (1967) 3 C.L.R. 711,
Turkish Bank of Nicosia Ltd v. Cukorova a.o. (1977) 1 C.L.R. 233.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 4/4/02 (Αρ. Αγωγής 2213/95) με την οποία κατά την εκδίκαση της ανταπαίτησης των εναγομένων, υπό διάλυση εταιρείας και εγγυητών της, επιδικάστηκε υπέρ των εναγομένων ποσό £4.711,36, το οποίο κρίθηκε ότι αποτελούσε παράνομη χρέωση των λογαριασμών τους από την ενάγουσα Τράπεζα με τόκο πέραν του επιτρεπόμενου ορίου του 9% στο οποίο οι εναγόμενοι είχαν δικαίωμα επιστροφής.
[*42]
Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. με αγωγή κατά των εφεσειόντων αξίωσαν ΛΚ284.689,49 πλέον τόκους και έξοδα. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση για ΛΚ585.205,39 που αργότερα μειώθηκε στις ΛΚ489.675,23. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των ΛΚ217.350,50 πλέον τόκους. Η εκτέλεση της απόφασης αναστάληκε μέχρι την εκδίκαση της ανταπαίτησης. Η ανταπαίτηση εκδικάστηκε και εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων για ΛΚ4.711,36. Το δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση, θεώρησε το αποτέλεσμα ως αποτυχία της ανταπαίτησης ενόψει του μικρού ποσού που επιδικάστηκε σε σύγκριση με το μεγάλο ποσό της ανταπαίτησης.
Η αγωγή αφορούσε σε αξίωση των εφεσιβλήτων για χρέος που προέκυψε από τραπεζικές συναλλαγές και δοσοληψίες των διαδίκων στη βάση πέντε γραπτών συμβάσεων χορήγησης τραπεζικών ευκολιών. Η ανταπαίτηση αφορούσε στην επιστροφή χρημάτων, που κατ’ ισχυρισμό, πήραν ή καρπώθηκαν οι εφεσίβλητοι από παράνομες χρεώσεις εξόδων και τόκων, πέραν και καθ’ υπέρβαση του ανώτατου νόμιμου ορίου του 9% ετησίως.
Η υπό διάλυση εμπορική εταιρεία ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ, συνήψε με τους εφεσίβλητους («η Τράπεζα»), συμβάσεις δανείων και συμβάσεις χορηγήσεων τραπεζικών διευκολύνσεων. Τις υποχρεώσεις της εταιρείας ως πρωτοφειλέτριας, εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες 2, 3 και 4. Προς εκτέλεση των συμφωνιών ανοίχθηκαν κατά καιρούς διάφοροι λογαριασμοί. Για τους σκοπούς της ανταπαίτησης, αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι στα πλαίσια των συμφωνιών, λειτούργησαν 14 λογαριασμοί.
Το μέρος της μαρτυρίας του διευθυντή της εταιρείας και διευθυντή των εφεσειόντων 4, Λουκή Παπαχριστοφόρου που αφορούσε στο επίδικο ζήτημα των υπερχρεώσεων των λογαριασμών [*43]με έξοδα και τόκους, δεν λήφθηκε υπόψη γιατί, όπως ορθά διαπιστώθηκε, επρόκειτο για μαρτυρία εξ ακοής. Το δικαστήριο για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και διαπιστώσεις στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Λούκα Χ”Σάββα, υπαλλήλου της Τράπεζας, καθώς και στη μαρτυρία του Λούκα Παπαλλή, πτυχιούχου λογιστή, που κλήθηκε από τους εφεσείοντες. Ο τελευταίος, έχει δικό του λογιστικό γραφείο στη Λευκωσία και ασχολείται κυρίως με την εξέταση θεμάτων που αφορούν στις παράνομες, όπως είπε, χρεώσεις των λογαριασμών των πελατών τραπεζών με τόκους και έξοδα.
Ο κ. Λούκας Χ”Σάββας, παρουσίασε έγγραφα και λογαριασμούς και έδωσε εξηγήσεις αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης των λογαριασμών από την Τράπεζα. Εξήγησε ότι ο υπολογισμός των τόκων με τους οποίους χρεώνονταν οι λογαριασμοί γινόταν με ηλεκτρονικά μέσα και σε καμιά περίπτωση δεν έγινε κεφαλαιοποίηση τόκων και ανατοκισμός. Οι τόκοι εξοφλούντο νόμιμα κατά προτεραιότητα και χωρίς οποιαδήποτε αρνητική αντίδραση των εφεσειόντων. Άλλες οφειλές των εφεσειόντων είχαν εξοφληθεί με τη μέθοδο του συμψηφισμού, στη βάση συμβατικού δικαιώματος της Τράπεζας. Η Τράπεζα χρέωνε τους λογαριασμούς των εφεσειόντων μόνο με τα πραγματικά έξοδα, χαρτόσημα, ασφάλιστρα, έξοδα κτηματολογίου κλπ και όχι με έξοδα μελέτης. Στις περιπτώσεις που η Τράπεζα χορηγούσε νέο δάνειο στους εφεσείοντες, μέρος από το ποσό του νέου δανείου χρησιμοποιείτο, ανάλογα με την περίπτωση, για την εξόφληση κάποιου οφειλόμενου υπολοίπου υφιστάμενου λογαριασμού και με την εξόφληση έκλειε ο λογαριασμός.
Το δικαστήριο, ορθά διέκρινε ότι η μαρτυρία που έχρηζε ενδελεχούς εξέτασης ήταν αυτή του κ. Λ. Παπαλλή από τη μια και του κ. Λ. Χ»Σάββα από την άλλη. Η διαφορά, εντοπίζεται στον τρόπο λειτουργίας/διαχείρησης των λογαριασμών των εφεσειόντων από την Τράπεζα με επίκεντρο τους υπολογισμούς και τις χρεώσεις των τόκων και εξόδων. Ο κ. Παπαλλής, κάνοντας χρήση βασικών στοιχείων που πήρε από τις καταστάσεις λογαριασμών της Τράπεζας, κατάρτισε χωριστές καταστάσεις, για να καταδείξει, πως με τα ίδια στοιχεία, αποδεικνύεται η σε βάρος των εφεσειόντων διαφορά που οι τελευταίοι αξιώνουν με την ανταπαίτησή τους. Ο μάρτυρας, υιοθέτησε μέθοδο υπολογισμού, βασισμένη στην ορθή κατά τη γνώμη του ερμηνεία των περί τόκου νομοθετικών διατάξεων και στην εν γένει αντίληψή του περί της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου στα επίδικα θέματα. Η κατάληξή του επί του προκειμένου είναι ότι υπάρχει υπερχρέωση τόκων/εξόδων ως η βεβαίωση [*44](τεκμ. 21) που παρουσίασε. Ο κ. Παπαλλής δήλωσε ξεκάθαρα ότι οι υπολογισμοί του έγιναν χωρίς να είχε λάβει προηγουμένως υπόψη τις μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες με βάση τις οποίες ανοίχθηκαν και λειτούργησαν οι επίδικοι λογαριασμοί. Θεώρησε όλους τους λογαριασμούς σαν μια ενιαία και συνεχή δοσοληψία μεταξύ των διαδίκων και υπολόγισε κάθε πληρωμή ως γενόμενη πάντοτε έναντι του κεφαλαίου. Παρενθετικά σημειώνουμε πως για την ορθότητα των αριθμητικών πράξεων και λογαριασμών που παρουσίασε η κάθε πλευρά δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Δοθέντος ότι οι διάφοροι υπολογισμοί του κ. Παπαλλή παρέμειναν αναντίλεκτοι, το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο με τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες, με έμφαση στη μαρτυρία του κ. Παπαλλή, αποδεικνύεται η ανταπαίτηση.
Κατόπιν ορθής αναφοράς στο νόμο και στη νομολογία που διέπουν το θέμα του τόκου και του καταλογισμού (από τον πιστωτή) των πληρωμών που γίνονται από το χρεώστη, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπολογισμοί του μάρτυρα Παπαλλή όσον αφορά τους διεκδικούμενους τόκους είναι εσφαλμένοι τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη. Κρίθηκε πως στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η Τράπεζα είχε δικαίωμα να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν η κάθε πληρωμή έναντι του χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο. Κρίθηκε επίσης ότι διάφορα κονδύλια εξόδων με τα οποία χρεώθηκαν οι λογαριασμοί των εφεσειόντων ανερχόμενα στο ποσό των £4.711,36 αποτελούσαν ουσιαστικά παράνομη χρέωση τόκου πέραν του νομικά επιτρεπόμενου ορίου του 9% και ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα επιστροφής του εν λόγω ποσού.
Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση και επιδιώκουν την ανατροπή της. Με τους πρώτο και έκτο λόγο έφεσης προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου που αφορούν στη μαρτυρία του Λ. Παπαλλή. Οι λόγοι έφεσης 2 και 4 αφορούν στο θέμα του καταλογισμού των πληρωμών (appropriation of payments) και ειδικά στην εφαρμογή του κανόνα της υπόθεσης Clayton. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε την Zαρτάρ Παχατουριάν ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322. Οι λόγοι έφεσης 5, 7 και 8 αναφέρονται στην αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Λ.Χ»Σάββα σχετικά με την ακολουθούμενη πρακτική της Τράπεζας για εξόφληση πρώτα των τόκων και μετά του κεφαλαίου. Ο ένατος λόγος αφορά στο θέμα του ανατοκισμού ενώ οι λόγοι 10 και 11 περιέχουν ισχυρισμούς ότι η Τράπε[*45]ζα δεν προώθησε σοβαρή υπεράσπιση και ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του υπαλλήλου της Τράπεζας Λ.Χ»Σάββα. Με το δωδέκατο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η απόρριψη της απαίτησης των εφεσειόντων για το λογαριασμό 520/334302-07 γιατί δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα και με τον τελευταίο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το δικαστήριο παρέβηκε την αρχή της ισότητας των διαδίκων.
Η ανταπαίτηση, καθώς αναφέραμε, στηρίχθηκε στην κατ’ ισχυρισμό παράνομη χρέωση τόκων και εξόδων. Κατά πάντα κρίσιμο χρόνο, ίσχυε το άρθρο 3 του περί Τόκου Νόμου του 1977 (νόμος 2/77) που πρόβλεπε ότι,
«3. Το επιτόκιον εφ’ οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν δύναται να υπερβαίνει το 9% ετησίως.»
Σύμφωνα με το άρθρο 5, κάθε παράβαση του άρθρου 3 (ανωτέρω), συνιστά ποινικό αδίκημα.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου,
« «επιτόκιον» σημαίνει μονάδα υπολογισμού του τόκου.
και,
« «Τόκος» σημαίνει την αμοιβήν ή αποζημίωσιν δια την χρήσιν ή διακράτησιν υφ’ ενός προσώπου χρηματικού κεφαλαίου ανήκοντος ή οφειλομένου εις έτερον πρόσωπον και οιονδήποτε ποσόν, υπό μορφήν δικαιώματος, επιβαρύνσεως ή εξόδων ή οιανδήποτε άλλην μορφήν, πέραν του κεφαλαίου, πληρωτέον εις τον δικαιούχον του χρηματικού κεφαλαίου επ’ ανταλλάγματι ή εν σχέσει προς την χρήσιν ή διακράτησιν του χρηματικού κεφαλαίου, αλλά δεν περιλαμβάνει ποσά άτινα νομίμως επιβάλλονται συμφώνως προς τας διατάξεις του περί Τοκιστών Νόμου του 1962 ή συμφώνως προς τας διατάξεις του περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς και Πωλήσεως επί Πιστώσει και Μισθώσεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1966 υπό τινος τοκιστού ή διαθέτου, αναλόγως της περιπτώσεως, δια ενοίκια και δικαιώματα ενοικιαγοράς, έξοδα επιβαρύνσεις ή δαπάνας.»
Συνάγεται, πως αν σε συγκεκριμένο δάνειο όπου ισχύουν οι προμνησθείσες περί τόκου διατάξεις, ο πιστωτής χρεώσει το χρεώστη με τόκο 9% ετησίως και πέραν αυτού και με οποιοδήποτε άλλο ποσό υπό μορφή εξόδων μελέτης ή πραγματικών εξόδων κλπ, αυτές οι χρεώσεις θα ισοδυναμούν με χρέωση τόκου πέραν του 9% ετησίως και θα είναι παράνομες. Αν όμως για το δάνειο που παραχωρήθηκε το συμφωνηθέν επιτόκιο είναι χαμηλότερο του 9%, παρέχεται δυνατότητα νόμιμης χρέωσης εξόδων μελέτης κλπ εφόσον το ποσό της χρέωσης μαζί με τους τόκους δεν θα υπερβαίνουν ποσοστό 9% ετησίως του κεφαλαίου.
Ο πρώτος λόγος της έφεσης αναφέρεται στη διαπίστωση/αναφορά του δικάσαντος δικαστηρίου ότι ο κ. Παπαλλής, θεώρησε τους λογαριασμούς ως μια συνεχή δοσοληψία μεταξύ των διαδίκων ανεξάρτητα ότι άλλαξε ο αριθμός λογαριασμού. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι η διαπίστωση είναι λανθασμένη καθότι ο εν λόγω μάρτυρας ουδέποτε ανέφερε κάτι τέτοιο παρά μόνο σε σχέση με τους τρεχούμενους λογαριασμούς 520/334219, 520/334286-07 και 520/334339-01.
Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων είναι αβάσιμος. Ο κ. Παπαλλής τοποθετήθηκε επί του θέματος με τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν (βλ. σελ. 103-104 των πρακτικών). Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι για τους σκοπούς της μελέτης του θεώρησε τους λογαριασμούς των εφεσειόντων ως μια συνεχή δοσοληψία μεταξύ των διαδίκων που «απλώς αλλάσσει ο αριθμός λογαριασμού». Ήταν ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη βάση που στήριξε τους υπολογισμούς του και υποθεμελίωσε τη μελέτη του. Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε σωστά τη μαρτυρία του κ. Παπαλλή και ορθά διαπίστωσε ότι ο εν λόγω μάρτυρας θεώρησε όλους τους λογαριασμούς ως ένα συνεχή λογαριασμό.
Ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος έφεσης αναφέρονται στο δικαίωμα της Τράπεζας για καταλογισμό των πληρωμών, περιλαμβανομένης της εξόφλησης πρώτα των τόκων και μετά του κεφαλαίου. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι το δικαστήριο εξέτασε το θέμα του καταλογισμού των πληρωμών (appropriation of payments) με βάση τον κανόνα της υπόθεσης Clayton* αναφορικά με τρεχούμενους λογαριασμούς χωρίς να υπάρχει η αναγκαία προς τούτο κάλυψη και στις γραπτές προτάσεις της Τράπεζας με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστούν (οι εφεσείοντες) ένεκα της παράλειψης.
Τα άρθρα 59-61* του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ενσωματώνουν το αγγλικό κοινοδίκαιο που αφορά στον καταλογισμό των πληρωμών (appropriation of payments) περιλαμβανομένου και του κανόνα Clayton. Η αρχή, είναι ότι ένας χρεώστης ο οποίος οφείλει διάφορα χρέη στον ίδιο πιστωτή έχει δικαίωμα να καθορίσει κατά το χρόνο που πληρώνει για ποιο από τα χρέη του θέλει να πιστωθεί η πληρωμή. Και εφόσον συμφωνεί και ο πιστωτής, η πληρωμή καταλογίζεται έναντι ή προς εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους. Αν όμως ο χρεώστης δεν καθορίσει το χρέος έναντι του οποίου επιθυμεί να πιστωθεί το ποσό των πληρωμής τότε ο πιστωτής δύναται να χρησιμοποιήσει την πληρωμή έναντι ή διά την εξόφληση οποιασδήποτε προς αυτόν οφειλής του ιδίου χρεώστη. Οταν όμως κανένας από αυτούς δεν προβεί σε καταλογισμό της συγκεκριμένης πληρωμής τότε εφαρμόζεται ο κανόνας της υπόθεσης Clayton σύμφωνα με τον οποίο τεκμαίρεται από το νόμο ότι,
(α) το πρώτο ποσό που έχει πληρωθεί είναι το πρώτο που θα αποσυρθεί (first in, first out)
ή
(β) η πληρωμή προορίζεται στο πρώτο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ούτως ώστε αυτό το χρεωστικό υπόλοιπο εξοφλείται είτε πλήρως είτε μερικώς.
Στην κρινόμενη υπόθεση δεν τίθεται θέμα διαφόρων συγκεκριμένων χρεών των εφεσειόντων προς την Τράπεζα έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα καταλογισμού πληρωμών για το ένα ή το άλλο χρέος. Εδώ το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου. Το δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από νομικά συγγράμματα* και τη νομολογία**, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι η Τράπεζα, στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ αυτής και των εφεσειόντων, είχε δικαίωμα να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν μια πληρωμή έναντι συγκεκριμένου χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο. Το εν λόγω συμπέρασμα, ερείδεται στη μαρτυρία του υπαλλήλου της Τράπεζας κ. Λ.Χ”Σάββα η οποία δεν έχει αντικρουστεί. Ο κ. Λ. Παπαλλής χωρίς να είχε λάβει υπόψη τις συμφωνίες των διαδίκων πάνω στις οποίες λειτουργούσαν οι λογαριασμοί, θεώρησε όλες τις πληρωμές ως γενόμενες έναντι του κεφαλαίου. Προφανώς δεν είχε υπόψη ότι η Τράπεζα, στην απουσία άλλης συμφωνίας περί του αντιθέτου, διατηρούσε νόμιμο δικαίωμα καταλογισμού των πληρωμών με τον τρόπο που αυτή καταλόγιζε τις συγκεκριμένες πληρωμές.
Ως αβάσιμο θεωρούμε και τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι η Τράπεζα είχε υποχρέωση να εκθέσει στην υπεράσπιση στην ανταπαίτηση ότι ο καταλογισμός των συγκεκριμένων πληρωμών γινόταν κατ’ επίκληση του κανόνα της υπόθεσης Clayton και ότι λόγω αυτής της παράλειψης υπέστησαν αιφνιδιασμό. Το σημείο είναι νομικό και ως τέτοιο δεν έπρεπε να είχε δικογραφηθεί.
Καθόσον αφορά το παράπονο των εφεσειόντων που περιέχεται στον τρίτο λόγο της έφεσης ότι δηλαδή το δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε την Παχατουριάν ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 A.A.Δ. 322 η διαπίστωση μας είναι ότι η αναφορά στην Παχατουριάν είναι ορθή εφόσον συζητήθηκαν παρόμοια θέματα με αυτά που είναι τώρα προς εξέταση και έγιναν ανάλογες διαπιστώσεις άνκαι τα γεγονότα της Παχατουριάν ήταν διαφορετικά όπως ορθά διέκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Στις σελίδες 127-128 των πρακτικών ο μάρτυρας της Τράπεζας Λ.Χ”Σάββας εξήγησε με σαφήνεια τον τρόπο λειτουργίας των λο[*49]γαριασμών και ότι ο τόκος επί του κεφαλαίου λογιζόταν από ημέρα σε ημέρα. Η μαρτυρία του κ. Λ.Χ”Σάββα καλύπτεται από τη δικογραφία η δε πρακτική της Τράπεζας αναφορικά με τη χρέωση του τόκου, συνάδει με τη νομολογία. Στην Turkish Bank of Nicosia Ltd v. Cukorova and others (1977) 1 C.L.R. 233 λέχθηκαν τα εξής:
«There is no doubt that interest is the return or compensation for the use or retention by one person of a sum of money belonging to or owed to another. (See re Dunn Trust Ltd. v. Feetham [1936] 1 K.B. 22). Interest of course accrues de die in diem even if payable only at intervals, and is, therefore, apportionable in point of time between persons entitled in succession to the principal. By the universal custom of bankers, a banker has the right to charge simple interest at a reasonable rate on all overdrafts. (Crosskill v. Bower, Bower v. Turner [1863] 32 L.J. Ch. 540 at p. 544).»
Ενόψει των λεχθέντων, θεωρούμε αβάσιμους τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Κατά την κρίση μας το δικαστήριο αξιολόγησε ενδελεχώς τη μαρτυρία και εξέτασε αναλυτικά όλες τις πτυχές των επίδικων θεμάτων κατόπιν ορθής αναφοράς στη νομολογία και στις αρχές δικαίου που διέπουν τα επίδικα θέματα. Το δικαστήριο, κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα και διαπιστώσεις με βάση την αποδεκτή μαρτυρία. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε ουσιώδες λάθος είτε στην εκτίμηση της μαρτυρίας είτε στην εφαρμογή του νόμου και των αρχών δικαίου επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι ορθή από κάθε άποψη και καθόλου δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο