Διευθυντής Κτηματολογίου ν. Ανδρέα Χριστοδούλου Καρακωτού (2005) 1 ΑΑΔ 99

(2005) 1 ΑΑΔ 99

[*99]19 Ιανουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΡΑΚΩΤΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11840)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Επανακαθορισμός συνόρων ― Εξουσία Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας βάσει του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Κατά πόσο ο Διευθυντής είχε εξουσία να προβεί σε διόρθωση λάθους σε προηγούμενη απόφασή του, κατά την εξέταση νέας αίτησης για επανατοποθέτηση συνόρων, η οποία υποβλήθηκε μετά παρέλευση πολλών χρόνων από την αρχική του απόφαση, και μετά που η εν λόγω απόφαση είχε καταστεί οριστική και αμετάκλητη ― Κατά πόσο το Άρθρο 58 του Κεφ. 224 διαφοροποιούσε την κατάσταση υπέρ του Διευθυντή καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση – έφεση εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, του εφεσείοντος, με την οποία επανακαθορίστηκε το κοινό σύνορο μεταξύ του κτήματός του στο Ακρωτήρι και του κτήματος με αρ. εγγραφής 2513.  Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση υποστηρίζοντας ότι η χωρομετρική εργασία που προηγήθηκε της αρχικής του απόφασης ημερ. 2.4.1991 είναι λανθασμένη και ο ίδιος είχε δικαίωμα να τη διορθώσει, δυνάμει του Άρθρου 61(1) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο να προβεί στην ανάκληση της πρώτης απόφασής του ημερ. 2.4.1991 και την αντικατάστασή της με νέα απόφαση η οποία λήφθηκε μετά από παρέλευση 10 περίπου χρόνων από τη [*100]λήψη και κοινοποίηση της πρώτης απόφασης στους ενδιαφερομένους.  Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο η ενέργεια αυτή του εφεσείοντος συνιστούσε κατάχρηση εξουσίας και λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή αρμοδιότητος και ως εκ τούτου στερείτο υποστάσεως και νομίμου αποτελέσματος.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας διάφορους λόγους έφεσης, μεταξύ των οποίων, και τους ακόλουθους:

α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη αφού εκείνο που έπραξε (ο εφεσείων) στην πραγματικότητα ήταν να διορθώσει την πρώτη του απόφαση σύμφωνα με το Άρθρο 61 του Κεφ. 224 και δεν την ανακάλεσε και/ή την ακύρωσε.

β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Διευθυντής ενήργησε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας εφόσον ο ίδιος εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 61 του Κεφ. 224 προς το σκοπό διόρθωσης λάθους, μη ενεργώντας από μόνος του αλλά στο πλαίσιο αίτησης που υποβλήθηκε από ενδιαφερόμενα πρόσωπα για την επανατοποθέτηση των οροσήμων.

γ)  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τη δεύτερη απόφαση του Διευθυντή θεωρώντας ότι αυτός εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 61 του Κεφ. 224 απομονωμένα από το Άρθρο 58 του Κεφ. 224.

δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απόφαση του Διευθυντή, όπου αυτός ενεργεί σαν διαιτητής υπό οιωνεί δικαστική ιδιότητα στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ενεργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ρυθμίζει θέματα ιδιωτικής φύσης ως προς δικαιώματα σε ακίνητη περιουσία, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί λόγω λάθους που ο ίδιος διέπραξε, με βάση το Άρθρο 61(1) του Κεφ. 224 και ανεξάρτητα από τα χρονικά πλαίσια και τους μηχανισμούς του Άρθρου 80 του Κεφ. 224, έστω και αν αυτός ενεργεί μετά από αίτηση ενδιαφερομένου προσώπου.

2.  Η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την υπόθεση Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906 επειδή εδώ, σε αντίθεση με τη Σολομώντος, η απόφαση του Διευθυντή της 2.4.1991 δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε δεδομένα που άλλαξαν στο μεταξύ αλλά βασίστηκε σε λανθασμένες μετρήσεις του αρμόδιου χωρομέτρη για τις οποίες ευθύνετο αποκλειστικά ο ίδιος ο Διευθυντής.  Το Άρθρο 61 δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση.

[*101]3.      Το Άρθρο 58 του Κεφ. 224 δεν διαφοροποιεί την κατάσταση υπέρ του εφεσείοντος καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

4.  Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και δεόντως αιτιολογημένη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 29/8/03 (Αρ. Αίτησης 541/01) με την οποία έκρινε ότι αυτός δεν ενομιμοποιείτο να προβεί σε ανάκληση της πρώτης απόφασής του για καθορισμό του κοινού συνόρου του τεμαχίου του εφεσίβλητου με όμορο τεμάχιο και στην αντικατάστασή της με νέα απόφαση επειδή ο χρόνος και ο τρόπος με τον οποίο μια απόφαση Διευθυντή Κτηματολογίου μπορεί να αναθεωρηθεί από το Δικαστήριο καθορίζεται σαφώς στο Άρθρο 80 του Κεφ. 224.

Στ. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Θωμά, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων, Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, με απόφαση του ημερ. 2.4.1991, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης Α2122/89, καθόρισε το κοινό σύνορο μεταξύ του κτήματος, του οποίου σημερινός ιδιοκτήτης είναι ο εφεσίβλητος, με αρ. εγγραφής 2125 Φυλ./Σχ. 58/47 Τεμ. 153 στο χωριό Ακρωτήρι και του κτήματος με αρ. εγγραφης 2513 του Φυλ./Σχ. 58/39 Τεμ. 91 στο ίδιο χωριό.   Πριν τον καθορισμό του κοινού συνόρου, το οποίο φαίνεται στο επικολλημένο επί της αποφάσεως του εφεσείοντος σχεδίου, έγινε επιτόπια εξέταση στις 3.2.1990 στην παρουσία των τότε εγγεγραμμένων ιδιοκτητών των δύο τεμαχίων. Οι ιδιοκτήτες του κτήματος με αρ. εγγραφής 2513 δεν κατεχώρησαν αίτηση-έφεση [*102]στο Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης του εφεσείοντος, μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών από την κοινοποίηση σ’ αυτούς της αποφάσεως του εφεσείοντος, σύμφωνα με το άρθρο 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ούτε και εξασφάλισαν οποιαδήποτε παράταση χρόνου γι’ αυτό το σκοπό. 

Στις 30.3.98 τα προαναφερόμενα πρόσωπα, δηλαδή οι ιδιοκτήτες του κτήματος με αρ. εγγραφής 2513, καθ’ ων η αίτηση 2-5 στην ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου διαδικασία, υπέβαλαν αίτηση στον εφεσείοντα για επανατοποθέτηση των οροσήμων των προαναφερθέντων τεμαχίων. Ακολούθησε νέα επιτόπια εξέταση στις 26.4.2001 στην παρουσία των ενδιαφερομένων μερών, δηλαδή των τότε ιδιοκτητών των δύο τεμαχίων και στα πλαίσια της νέας αυτής αίτησης, η οποία είχε αρ. Α562/98 ο εφεσείων πληροφόρησε τα ενδιαφερόμενα μέρη για την πρόθεση του να προβεί στη διόρθωση και αντικατάσταση του σχεδίου που ήταν επικολλημένο στο πίσω μέρος της αρχικής του αποφάσεως ημερ. 2.4.1991 με το σχέδιο που επισυνάφθηκε στη δεύτερη απόφαση του εφεσείοντα, η οποία είναι άνευ ημερομηνίας αλλά κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο στις 10.8.2001. Ο εφεσίβλητος στη συνέχεια υπέβαλε σχετική ένσταση στην απόφαση-πρόθεση του εφεσείοντα, στις 5.9.2001, και την ίδια ημερομηνία κατεχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο και αίτηση-έφεση εναντίον της δεύτερης απόφασης του εφεσείοντα.

Ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου κατεχώρησε ένσταση και εμφανίστηκε μόνο ο εφεσείοντας. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η χωρομετρική εργασία που προηγήθηκε της αρχικής απόφασης του ημερ. 2.4.1991 είναι λανθασμένη. Η νέα χωρομετρική εργασία η οποία έγινε στα πλαίσια της αίτησης με αρ. Α562/98 είναι ορθή. Εξαιτίας του λάθους που παρατηρήθηκε στην αρχική χωρομετρική εργασία η αρχική απόφαση του εφεσείοντα ημερ. 2.4.91 για την τοποθέτηση του κοινού συνόρου μεταξύ των προαναφερομένων δυο κτημάτων ήταν λανθασμένη και ο εφεσείοντας είχε δικαίωμα να τη διορθώσει, δυνάμει του άρθρου 61 (1) του προαναφερθέντος νόμου, Κεφ. 224, δεδομένου ότι ο εφεσείοντας είχε ενώπιον του νέα αίτηση για επανατοποθέτηση των οροσήμων την οποία είχαν υποβάλει οι ιδιοκτήτες του ενός από τα δύο κτήματα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού μελέτησε τα ενώπιον του στοιχεία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να προβεί στην ανάκληση ή ακύρωση της πρώτης απόφα[*103]σης του ημερ. 2.4.1991 και την αντικατάσταση της με νέα απόφαση η οποία λήφθηκε μετά από παρέλευση 10 περίπου χρόνων από τη λήψη και κοινοποίηση της πρώτης απόφασης στους ενδιαφερομένους.  Κατά το Πρωτόδικο Δικαστήριο η ενέργεια αυτή του εφεσείοντος συνιστούσε κατάχρηση εξουσίας και λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή αρμοδιότητος και ως εκ τούτου στερείτο υποστάσεως και νομίμου αποτελέσματος.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906 και αφού παρατήρησε ότι ο εφεσείοντας δεν επανεξέτασε την αρχική του απόφαση από μόνος του και με δική του πρωτοβουλία, αλλά μέσα στα πλαίσια της προαναφερόμενης αίτησης ημερ. 30.3.1998, έκρινε ότι το άρθρο 61(1) του Κεφ. 224 δεν μπορούσε να εξεταστεί ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224. Εφόσον δεν τηρήθηκε η χρονική προθεσμία των 30 ημερών την οποία καθορίζει το άρθρο 80 αλλά ούτε και ζητήθηκε ή δόθηκε ποτέ οποιαδήποτε παράταση χρόνου δεν ήταν επιτρεπτό για τον εφεσείοντα να ενεργήσει όπως ενήργησε έστω με βάση νέα αίτηση για επανατοποθέτηση των συνόρων, η οποία υποβλήθηκε μετά από παρέλευση 7 περίπου χρόνων αφού η αρχική απόφαση του εφεσείοντα είχε, προ πολλού, καταστεί τελεσίδικη ενόψει μη εγέρσεως εφέσεως εναντίον της.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος και ο τρόπος με τον οποίο μια απόφαση Διευθυντή Κτηματολογίου μπορεί να αναθεωρηθεί από το Δικαστήριο καθορίζεται σαφώς στο άρθρο 80 του Κεφ. 224 και ότι οι ιδιοκτήτες του κτήματος με αρ. εγγραφής 2513 δεν είχαν δικαίωμα, με την υποβολή της προαναφερόμενης νέας αίτησης τους, να παρακάμψουν τις πρόνοιες του άρθρου 80 και ουσιαστικά να επιτύχουν, μετά παρέλευση πολλών ετών, νέα επανατοποθέτηση των συνόρων τροποποιώντας έτσι την αρχική απόφαση του Διευθυντή η οποία ήταν οριστική και τελεσίδικη.

Στην απόφαση του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έλαβε υπόψη αναντίλεκτη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία αν δεν διορθωθεί η πρώτη απόφαση του εφεσείοντα η έκταση που θα καλύπτει ο τίτλος ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου με βάση το εν χρήσει χωρομετρικό σχέδιο θα είναι 1487 τ.μ. ενώ επί τόπου ο εφεσίβλητος θα κατέχει γη η οποία υπερβαίνει την ως άνω έκταση κατά 393 τ.μ...

Όπως παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αν επιτραπεί να ανακαλούνται και να ακυρώνονται οι αποφάσεις του Διευθυντή του Κτηματολογίου οποτεδήποτε και χωρίς χρονικούς περιορι[*104]σμούς, έξω και κατ’ αντίθεση με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, θα δημιουργηθεί φαύλος κύκλος και τα επηρεαζόμενα άτομα δεν θα είναι ποτέ βέβαια για τα περιουσιακά τους δικαιώματα, με όλα τα δυσμενή επακόλουθα που αυτό θα έχει.

Οι ιδιοκτήτες του προαναφερομένου κτήματος με αρ. εγγραφής 2513 (καθ’ ων η αίτηση 2-5 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου) δεν κατεχώρησαν έφεση εναντίον της αποφάσεως του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου.

Θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι ο εφεσίβλητος κατέστη ιδιοκτήτης του Τεμ. 153 στις 12.12.1997 ενώ η αρχική απόφαση του εφεσείοντα φέρει ημερ. 2.4.1991 δηλαδή εκδόθηκε 6½  περίπου χρόνια πριν ο εφεσίβλητος καταστεί ο νέος ιδιοκτήτης του τεμαχίου αυτού. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η νέα αίτηση για επανατοποθέτηση των συνόρων από τους ιδιοκτήτες του τεμ. 91 έγινε στις 30.3.1998 δηλαδή επτά σχεδόν χρόνια μετά την αρχική απόφαση του Διευθυντή και 4 περίπου μήνες μετά την εγγραφή του τεμ. 153 στο όνομα του εφεσίβλητου.

Οι λόγοι εφέσεως είναι:

(α) Ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα διότι θεώρησε ότι ο Διευθυντής ανακάλεσε και/ή ακύρωσε την απόφαση του ημερ. 2.4.1991, ενώ στην πραγματικότητα διόρθωσε την προαναφερόμενη απόφαση του σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κεφ. 224.

(β) Ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Διευθυντής ενήργησε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, εφόσον αυτός εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 61 του Κεφ. 224, για καλό λόγο και με σκοπό τη διόρθωση λάθους, μη ενεργώντας από μόνος του αλλά στο πλαίσιο αίτησης που υποβλήθηκε από ενδιαφερόμενα πρόσωπα για την επανατοποθέτηση των οροσήμων.

(γ)  Ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι επειδή η απόφαση του Διευθυντή ημερ. 2.4.1991 κατέστη τελεσίδικη, δεν μπορούσε να διορθωθεί.

(δ)  Ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τη δεύτερη απόφαση του Διευθυντή με ημερ. 7.2.2000 θεωρώντας ότι ο Διευθυντής εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 61 του Κεφ. 224 απομονωμένα από το άρθρο 58 του Κεφ. 224.

[*105]

(ε)  Ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του.

(στ)      Ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τη δεύτερη απόφαση του Διευθυντή ο οποίος είχε διαπιστώσει ότι το κτήμα του εφεσίβλητου, όπως κατέχεται επί τόπου, έχει έκταση μεγαλύτερη από την εγγεγραμμένη έκταση του κατά 393 τ.μ., και

(ζ)  Ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι επειδή έχουν παρέλθει 7 χρόνια από την έκδοση της αρχικής απόφασης του Διευθυντή δεν μπορούσε να γίνει αίτηση για επανατοποθέτηση των οροσήμων.

Στην υπόθεση Σολομώντος (ανωτέρω) ο Διευθυντής του Κτηματολογίου είχε αρχικά αποφασίσει ότι δικαίωμα διαβάσεως που ίσχυε στην περίπτωση εκείνη δεν μπορούσε να καταργηθεί.   Στη συνέχεια όμως, μετά από την παρέλευση 1½ περίπου μήνα, ο Διευθυντής κοινοποίησε στους ενδιαφερομένους ότι επανεξέτασε την αίτηση που είχε ενώπιον του, με βάση νέα στοιχεία που είχαν έλθει σε γνώση του, και αποφάσισε να καταργήσει το δικαίωμα διαβάσεως. Καταχωρήθηκε αίτηση-έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον της απόφασης του Διευθυντή να καταργήσει το δικαίωμα διαβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 80 του Κεφ. 224. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε την αίτηση και ακύρωσε την απόφαση του Διευθυντή, μεταξύ άλλων, διότι έκρινε ότι μετά την αρχική απόρριψη της αίτησης για κατάργηση του δικαιώματος διαβάσεως, ο Διευθυντής δεν είχε δικαίωμα επανεξέτασης του θέματος και ανάκλησης της ληφθείσας απόφασης.  Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, είχε προβληθεί εισήγηση ότι η δεύτερη απόφαση του Διευθυντή μπορούσε να θεωρηθεί σαν διόρθωση λάθους δυνάμει του άρθρου 61 του Νόμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στις περιπτώσεις όπου ο Διευθυντής ενεργεί σαν διαιτητής υπό οιωνεί δικαστική ιδιότητα, όπως ήταν η περίπτωση εκείνη, μετά την έκδοση της απόφασης του δεν έχει εξουσία επανεξέτασης του θέματος ή ανάκλησης της εκδοθείσας απόφασης του. Το άρθρο 61 του Νόμου δεν είχε εφαρμογή στην υπόθεση εκείνη. Κρίθηκε ότι η μονομερής και εξ ιδίας πρωτοβουλίας ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικής φύσης ως προς δικαιώματα σε ακίνητη περιουσία είναι ασυμβίβαστη προς το διαιτητικό ή οιωνεί δικαστικό ρόλο του Διευθυντή. Το άρθρο 80 του Κεφ. 224 προσφέρει το μηχανισμό για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων, διαταγών και γνω[*106]στοποιήσεων του Διευθυντή που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

Στην προκείμενη περίπτωση δεν μας διαφεύγει ότι ο εφεσείων δεν ενήργησε με δική του πρωτοβουλία για να διορθώσει προηγούμενη λανθασμένη απόφαση του αλλά ενήργησε μετά από αίτηση ενδιαφερομένων προσώπων για επανατοποθέτηση οροσήμων. Όμως το ουσιαστικό αποτέλεσμα της δεύτερης απόφασης του Διευθυντή ήταν η διαφοροποίηση της αρχικής του απόφασης ημερ. 2.4.1991 με την οποία είχε καθοριστεί το κοινό σύνορο των προαναφερομένων κτημάτων και η οποία είχε καταστεί τελεσίδικη εφόσον δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε έφεση εναντίον της. Αυτή η διόρθωση της αρχικής απόφασης του εφεσείοντα έγινε μετά την παρέλευση 10 περίπου χρόνων από την αρχική του απόφαση και αφού στο μεταξύ ο ιδιοκτήτης του ενός από τα δύο κτήματα, και συγκεκριμένα του Τεμ. 153, είχε αλλάξει.

Στις περιπτώσεις όπου ο Διευθυντής ενεργεί σαν διαιτητής υπό οιωνεί δικαστική ιδιότητα, στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ενεργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ρυθμίζει θέματα ιδιωτικής φύσης ως προς δικαιώματα σε ακίνητη περιουσία, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχει εξουσία να διαφοροποιήσει την απόφαση του, λόγω λάθους που ο ίδιος διέπραξε, με βάση το άρθρο 61(1) του Κεφ. 224 και ανεξάρτητα από τα χρονικά πλαίσια και τους μηχανισμούς που καθορίζει το άρθρο 80 του Κεφ. 224, έστω και αν αυτός ενεργεί μετά από αίτηση κάποιου ενδιαφερομένου μέρους. Εκτιμούμε δηλαδή ότι, εφόσον η απόφαση του Διευθυντή περικλείει τα προαναφερόμενα στοιχεία και λαμβάνεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224 και εφόσον δεν εφεσιβληθεί δυνάμει του άρθρου 80 καθίσταται οριστική και τελεσίδικη και δεν παρέχεται ευχέρεια στη συνέχεια να διορθωθεί ή τροποποιηθεί έστω και μετά από αίτηση ενδιαφερομένου μέρους. Αν τέτοια απόφαση του Διευθυντή, όπως περιγράφεται ανωτέρω, μπορούσε να διαφοροποιηθεί ή τροποποιηθεί εξαιτίας προηγούμενου λάθους του Διευθυντή, ανεξάρτητα από τους μηχανισμούς και τα χρονικά πλαίσια του άρθρου 80, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, αυτό θα είχε σαν συνέπεια τη δημιουργία μεγάλης αβεβαιότητας στους ιδιοκτήτες γης των οποίων περιουσιακά δικαιώματα επηρεάστηκαν από απόφαση του Διευθυντή, εφόσον η απόφαση αυτή, καθ’ οιονδήποτε χρόνο και ανεξάρτητα από την αλλαγή της ιδιοκτησίας της γης, θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί με βάση το άρθρο 61 του Κεφ. 224 και κατόπιν αιτήσεως κάποιου ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη.  Θεωρούμε [*107]ότι αυτή δεν είναι ορθή ερμηνεία του άρθρου 61 του Κεφ. 224.

Στην υπόθεση Σολομώντος (ανωτέρω) αφέθηκε ανοικτό το ενδεχόμενο ο Διευθυντής, ενεργώντας όχι αυτοβούλως, να διορθώσει προηγούμενη απόφαση του, δυνάμει του άρθρου 61, λόγω αλλαγής των δεδομένων στα οποία βάσισε την προηγούμενη του απόφαση. Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, εφόσον η απόφαση του Διευθυντή της 2.4.1991 δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε δεδομένα που άλλαξαν στο μεταξύ αλλά βασίστηκε σε λανθασμένες μετρήσεις του αρμοδίου χωρομέτρη για τις οποίες βέβαια ο μόνος υπεύθυνος ήταν ο ίδιος ο Διευθυντής. Το άρθρο 61 δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση.

Το άρθρο 58 του Κεφ. 224 στο οποίο γίνεται αναφορά στον τέταρτο λόγο εφέσεως, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, υπέρ του εφεσείοντα, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.

Δεν αποδίδουμε βαρύτητα στο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε σε ανάκληση ή ακύρωση της αρχικής απόφασης του Διευθυντή. Σημασία έχει ότι με τη δεύτερη απόφαση διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά η αρχική του απόφαση.

Κρίνουμε ότι η απόφαση του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι ορθή και αιτιολογημένη και ότι κανένας από τους λόγους εφέσεως δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο