Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 127

(2005) 1 ΑΑΔ 127

[*127]20 Ιανουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 11089)

 

Κώλυμα (Estoppel) ― Κώλυμα ένεκα συμπεριφοράς (Estoppel by conduct) ― Κατά πόσο οργανισμός δημόσιας ωφέλειας που έχει υποχρέωση παροχής υπηρεσιών και είσπραξης χρημάτων γι’ αυτές, μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος είσπραξης, με επίκληση της αρχής του κωλύματος.

Δίκαιο Επιείκειας ― Αρχή του εξ επιεικείας κωλύματος (equitable estoppel) ― Ποίες οι προϋποθέσεις γένεσής του ― Οι κανόνες της επιείκειας εφαρμόζονται στην Κύπρο με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.

Εφετείο ― Επιφυλάξεις Εφετείου αναφορικά με την δυνατότητα εφαρμογής του Άρθρου 58 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 σε υπόθεση λανθασμένης χρέωσης ηλεκτρικού ρεύματος λόγω ανθρώπινου λάθους.

Η εφεσείουσα αξίωσε από την εφεσίβλητη το ποσό των £847.339,59 που αντιπροσώπευε την κατανάλωση ρεύματος που απώλεσε για περίοδο 14 ετών. Συγκεκριμένα η πραγματική κατανάλωση ρεύματος που χρεωνόταν ήταν μικρότερη κατά 1/3 του πραγματικού. Αυτό, σύμφωνα με την εφεσείουσα, προέκυψε εκ λάθους, γιατί μετά την εγκατάσταση των νέων μετρητών, οι καταγραφόμενες μετρήσεις θα έπρεπε να πολλαπλασιάζονται επί 1,5, ως συνέπεια του γεγονότος ότι, ενώ είχαν αντικατασταθεί οι μετρητές, οι μετασχηματιστές παρέμειναν ως είχαν.

Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιοδήποτε λάθος και δια[*128]ζευκτικά ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα εμποδιζόταν να αμφισβητεί την εγκυρότητα των λογαριασμών που η ίδια εξέδιδε για 14 χρόνια προβάλλοντας έτσι κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (estoppel by conduct). Η εφεσείουσα πρόβαλε ότι τέτοιο κώλυμα δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις οργανισμών δημόσιας ωφέλειας που με βάση το νόμο υποχρεούνται να παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό και να εισπράττουν χρήματα για τις υπηρεσίες τους. Η εφεσείουσα βασίστηκε στην υπόθεση Maritime Electric Co. Ltd v. General Dairies Ltd [1937] A.C. 610.  Η εφεσίβλητη υπέβαλε ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από τη Maritime Electric Co., για το λόγο ότι η υποχρέωση της εφεσείουσας να εισπράττει τέλη δεν είναι απόλυτη, με βάση το νόμο, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ακολουθηθεί η θέση που εκφράστηκε στην Καναδική υπόθεση Kenora Hydro Electric Commission v. Vacationland Dairy Co-Operative Ltd 119 D.L.R. 4th Ed 449 όπου η εφαρμογή της αρχής του κωλύματος έγινε αποδεκτή.  Η εφεσείουσα απάντησε ότι έστω και αν είχε εφαρμογή η αρχή του κωλύματος, η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αφού δεν απέδειξε πως προσάρμοσε τις τιμές στις οποίες πωλούσε τα προϊόντα της, στηριγμένη και στα έξοδα που είχε με βάση τους λογαριασμούς της εφεσείουσας, που πλήρωσε κατά τα 14 αυτά χρόνια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι όλα αυτά τα 14 χρόνια γινόταν λανθασμένη χρέωση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη όντως ενήργησε πάνω στους λανθασμένους λογαριασμούς της εφεσείουσας και προσάρμοσε τις τιμές της ανάλογα. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι με βάση το Άρθρο 58 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, του Κεφ. 170, εδημιουργείτο επιπρόσθετα κάποιο είδος κωλύματος, που εμπόδιζε την εφεσείουσα να απαιτεί τα εκ λάθους μη χρεωνόμενα ποσά, αφού δεν είχε ακολουθήσει τη διαδικασία που προνοείται στο άρθρο αυτό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας και ταυτόχρονα και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης για ζημιά, που κατ’ ισχυρισμό θα υφίστατο εάν κέρδιζε την αγωγή της η εφεσείουσα.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας όλα τα πιο πάνω ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εφεσίβλητη, με αντέφεση, ζητά ως αποζημιώσεις το ποσό που θα έχει να καταβάλει στην εφεσείουσα αν η έφεση επιτύχει.  Επίσης αμφισβητά την πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.

[*129]Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για τη δημιουργία του εξ επιεικείας κωλύματος, που περιλαμβάνει και το κώλυμα ένεκα συμπεριφοράς (estoppel by conduct), έκρινε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και ότι δεν εδικαιολογείτο η οποιαδήποτε παρέμβασή του.

Αποφασίστηκε περαιτέρω ότι:

1.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζονταν οι αρχές που εκφράστηκαν στην υπόθεση Kenora και όχι εκείνες της Maritime, είναι ορθό.

2.  Το θέμα των εξόδων βρίσκεται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή του σχετικού διατάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς διάταγμα για έξοδα.

Επιφυλάξεις Εφετείου: Εφετείο εξέφρασε τις επιφυλάξεις του αναφορικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του Άρθρου 58 στην παρούσα περίπτωση και, χωρίς να εκφράσει τελική άποψη, αποφάνθηκε ότι από το λεκτικό του εν λόγω άρθρου φαίνεται πως αυτό έχει μόνο εφαρμογή σε περιπτώσεις όπου ο μετρητής είναι ελαττωματικός ή σε περιπτώσεις που δεν έχει καταγραφεί ορθά η αξία του ρεύματος και όχι σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου η λανθασμένη χρέωση έγινε από ανθρώπινο λάθος, δηλαδή από την παράλειψη να χρησιμοποιηθεί ο πολλαπλασιαστής για να ευρεθεί η αξία του καταναλωθέντος ρεύματος. Ο μετρητής ήταν ακριβής στην μέτρησή του.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Maritime Electric Co. Ltd v. General Dairies Ltd [1937] A.C. 610 or [1937] 1 All E.R. 748,

Kenora Hydro Electric Commission v. Vacationland Dairy Co-operative Ltd, 119 D.L.R. 4th Ed. 449,

Hadji Yiannis v. The Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32,

Στυλιανού ν. Παπακλεοβούλου (1982) 1 C.L.R. 542.

[*130]

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα Αρχή κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 26/4/01 (Αρ. Αγωγής 4819/90) με την οποία απέρριψε την αγωγή της με την οποία αξίωνε από την εναγόμενη εταιρεία κατανάλωση ρεύματος αξίας £847.339, 59 επειδή έκρινε ότι με βάση το Άρθρο 58 του Κεφ. 170 εδημιουργείτο είδος κωλύματος το οποίο εμπόδιζε την Αρχή να απαιτεί τα εκ λάθους της μη χρεωνόμενα ποσά και ταυτόχρονα απέρριψε ανταπαίτηση της εναγόμενης για ισχυριζόμενη ζημιά.

Κ. Στιβαρού, για την Eφεσείουσα.

Π. Πολυβίου, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ), έχει συσταθεί με βάση τις πρόνοιες του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171 και είναι οργανισμός δημόσιας ωφέλειας.

Η εφεσίβλητη, είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ασχολούμενη με μεταλλευτικές και άλλες εργασίες. Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι σε συντομία τα πιο κάτω.

Το 1974, μετά από διευθέτηση μεταξύ των διαδίκων, η εφεσείουσα εγκατέστησε νέο σύστημα μέτρησης του ηλεκτρικού ρεύματος στα υποστατικά της εφεσίβλητης στο Μιτσερό. Το 1988, η εφεσείουσα, μετά από επίσκεψη υπαλλήλων της, ανακάλυψε πως για την περίοδο αυτή των 14 ετών, η κατανάλωση για την οποία χρεωνόταν η εφεσίβλητη ήταν λανθασμένη. Συγκεκριμένα, η πραγματική κατανάλωση ρεύματος που χρεωνόταν ήταν μικρότερη κατά το 1/3 του πραγματικού. Τούτο, σύμφωνα με την εφεσείουσα, προέκυψε εκ λάθους, γιατί μετά την εγκατάσταση των νέων μετρητών, οι καταγραφόμενες μετρήσεις θα έπρεπε να πολλαπλασιάζονται επί 1,5, ως συνέπεια του γεγονότος ότι, ενώ είχαν αντικατασταθεί οι μετρητές, οι μετασχηματιστές παρέμειναν ως είχαν.  Με βάση τους υπολογισμούς της ΑΗΚ, αυτή είχε χάσει κατανάλωση ρεύματος αξίας £847.339,59 για την περίοδο των [*131]14 ετών, την οποία αξίωνε από την εφεσίβλητη.

Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιοδήποτε λάθος και διαζευκτικά ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα εμποδιζόταν να αμφισβητεί την εγκυρότητα των λογαριασμών που η ίδια εξέδιδε για 14 χρόνια, προβάλλοντας έτσι κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (estoppel by conduct).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα πως πράγματι όλα αυτά τα 14 χρόνια γινόταν λανθασμένη χρέωση, όπως ισχυρίστηκε η εφεσείουσα.  Στη θέση της υπεράσπισης ότι η ΑΗΚ εμποδιζόταν να προβάλει την πιο πάνω απαίτηση της, γιατί η εφεσίβλητη είχε προσαρμόσει με τέτοιο τρόπο τη θέση της, ώστε να είναι άδικο εκ των υστέρων να καλείται να πληρώσει το ποσό που ένεκα λάθους της απώλεσε η ΑΗΚ, η εφεσείουσα, βασιζόμενη στην υπόθεση Maritime Electric Co. Ltd v. General Dairies Ltd [1937] A.C. 610 or [1937] 1 All E.R. 748, πρόβαλε ότι κώλυμα λόγω συμπεριφοράς δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις οργανισμών δημόσιας ωφέλειας, που με βάση το νόμο έχουν υποχρέωση να παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό και να εισπράττουν χρήματα για τις υπηρεσίες τους.

Ανταπαντώντας ο κ. Πολυβίου εκ μέρους της εφεσίβλητης, υπέβαλε ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται απ’ εκείνη της Maritime Electric Co., για το λόγο ότι η υποχρέωση της ΑΗΚ να εισπράττει τέλη δεν είναι απόλυτη, με βάση το νόμο, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ακολουθηθεί η θέση που εκφράστηκε στην Καναδική υπόθεση Kenora Hydro Electric Commission v. Vacationland Dairy Co-operative Ltd, 119 D.L.R. 4th Ed. 449, όπου η εφαρμογή της αρχής του κωλύματος έγινε αποδεκτή.

Η απάντηση της εφεσείουσας σε αυτό το επιχείρημα ήταν ότι, εν πάση περιπτώσει, και να είχε εφαρμογή η αρχή του κωλύματος, δεν αποδείχθηκε στην παρούσα περίπτωση από την εφεσίβλητη, ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αφού δεν είχε αποδειχθεί πως η εφεσίβλητη προσάρμοσε τη θέση της και συγκεκριμένα τις τιμές στις οποίες πωλούσε τα προϊόντα της, στηριγμένη και στα έξοδα που είχε με βάση τους λογαριασμούς της ΑΗΚ, που πλήρωσε κατά τα 14 αυτά χρόνια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά δέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης, αφού έκρινε, με αναφορά στη σχετική νομοθεσία (Κεφ. 170 και 171), πως η υποχρέωση της ΑΗΚ για χρέωση και είσπρα[*132]ξη των δαπανών από κατανάλωση ηλεκτρισμού δεν ήταν απόλυτη και η περίπτωση ξέφευγε από τις αρχές που εκφράστηκαν στη Maritime (πιο πάνω) και στις υποθέσεις που την ακολούθησαν και εφαρμογή είχε η Kenora (πιο πάνω).  Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, ότι με βάση το άρθρο 58 του Κεφ. 170, εδημιουργείτο επιπρόσθετα κάποιο είδος κωλύματος, που εμπόδιζε την Αρχή να απαιτεί τα εκ λάθους μη χρεωνόμενα ποσά, αφού δεν είχε ακολουθήσει τη διαδικασία που προνοείται στο άρθρο αυτό.

Αναφορικά με το κατά πόσο η εφεσίβλητη ενήργησε με βάση τους λογαριασμούς που πράγματι πλήρωνε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 15 της απόφασής του:

«Εν όψει των πιο πάνω είναι η απόφαση μου ότι η ΕΜΕ έχοντας υπ’ όψιν τους συγκεκριμένους λογαριασμούς της ΑΗΚ για την περίοδο των 14 ετών ήταν αναμενόμενο ότι θα βασιζόταν σ’ αυτούς για τον καθορισμό των τιμών των προϊόντων της τόσον αυτών του μεταλλείου όσον και των λατομικών δεδομένου ότι η δαπάνη κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούσε ένα βασικό στοιχείο του εξοδολογίου της με ψηλό μάλιστα ποσοστό στο σύνολο των δαπανών της.  Είναι επίσης η απόφαση μου ότι η ΕΜΕ όντως ενήργησε πάνω στους λανθασμένους λογαριασμούς της Α.Η.Κ. και προσάρμοσε τις τιμές της ανάλογα.»

Καταλήγοντας, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας και ταυτόχρονα και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης για ζημιά, που κατ’ ισχυρισμό θα υφίστατο εάν κέρδιζε την αγωγή της η εφεσείουσα, αφού θα είχε ήδη χρεώσει τους πελάτες της για τα προϊόντα της, ποσά που δεν θα συμπεριλάμβαναν την μέχρι τότε μη πληρωθείσα κατανάλωση ηλεκτρισμού. Έτσι, η πιο πάνω απόρριψη της ανταπαίτησης ήταν φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απόρριψης της αγωγής της εφεσείουσας.

Mε την έφεση της η εφεσείουσα προσβάλλει όλα τα πιο πάνω ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ζητά ανατροπή της απόφασης, ενώ η εφεσίβλητη, με αντέφεση, ζητά ως αποζημιώσεις το ποσό που θα έχει να καταβάλει στην εφεσείουσα αν η έφεση επιτύχει.

Το εξ επιεικείας κώλυμα, που περιλαμβάνει και το κώλυμα ένεκα συμπεριφοράς (estoppel by conduct), εγείρεται ως αποτέλεσμα κάποιας αναληθούς παράστασης γεγονότος, είτε αυτή είναι δόλια ή όχι. Προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής είναι (α) η ύπαρξη πα[*133]ράστασης γεγονότος, (β) το μη αμφιλεγόμενο της παράστασης, (γ) η ύπαρξη πρόθεσης ή συμπεριφοράς που να εγείρει ένεκα αυτής τεκμήριο ότι το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η παράσταση επρόκειτο να ενεργήσει θεωρώντας την ως ορθή, (δ) η ύπαρξη ενέργειας με βάση την παράσταση εκ μέρους του προσώπου που εγείρει το θέμα και (ε) το γεγονός ότι οι ανακριβείς δηλώσεις ή αμέλεια πρέπει να ήταν η άμεση αιτία της απώλειας ή τους λάθους που προκάλεσε τη ζημιά (Phipson on Evidence 14η Έκδοση, παράγραφοι 6 – 16, σελ. 106 και Ηadji Yiannis v. The Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32). Η εφαρμογή της αρχής του εξ επιεικείας κωλύματος (equitable estoppel) στην Κύπρο έχει υιοθετηθεί από σωρεία αποφάσεων και έχει λεχθεί πως οι κανόνες της επιείκειας εφαρμόζονται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (14/60). (Δέστε, μεταξύ άλλων, Στυλιανού ν. Παπακλεοβούλου (1982) 1 C.L.R. 542).

Περαιτέρω, ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με το εξ επιεικείας κώλυμα στη Στυλιανού ν. Παπακλεοβούλου (πιο πάνω):

«At one time the view prevailed that for the promisee to rely successfully on promissory estoppel, he had to establish suffering detriment as a result of acting upon the representations of the promisor.  Τhat is no longer the case and the proof of detriment as such, is not regarded as indispensable for the application of equitable estoppel. The basis of the doctrine has been broadened; all that the promisee need establish, is that it would be inequitable for the promisor to insist, in view of his representations by word or conduct, on the enforcement of his strict legal rights.”

Σε μετάφραση:

«Κάποτε επικρατούσε η άποψη ότι, για να βασιστεί επιτυχώς σε εξ υποσχέσεως κώλυμα εκείνος προς τον οποίο διδόταν η υπόσχεση, έπρεπε να αποδείξει ότι υπέστη ζημία ως αποτέλεσμα ενέργειας βασισμένης στις παραστάσεις του υποσχόμενου. Αυτό δεν ισχύει πιά και η απόδειξη συγκεκριμένης ζημιάς δε θεωρείται απαραίτητη για την εφαρμογή του εξ επιεικείας κωλύματος. Η βάση της αρχής έχει διευρυνθεί· πρέπει μόνο ν’ αποδειχθεί ότι θα ήταν άδικο για τον υποσχόμενο να επιμένει, ενόψει των παραστάσεών του με λέξεις ή συμπεριφορά, στην εφαρμογή των αυστηρών νομικών του δικαιωμάτων.»

[*134]Έχοντας εξετάσει με προσοχή το θέμα, κρίνουμε πως ο λόγος έφεσης που αφορά το κώλυμα πρέπει να απορριφθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε και εξέτασε με προσοχή όλα τα θέματα που εγείρονταν σχετικά με αυτό το ζήτημα, κατέληξε στα συμπεράσματά του που αναφέραμε πιο πάνω (σελ. 132). Η κατάληξη του αυτή κρίνουμε πως χωρίς αμφιβολία ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και υποστηριζόταν πλήρως από τη μαρτυρία και θεωρούμε πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας. Αντίθετα, συμφωνούμε απόλυτα με την ορθότητα της κατάληξης αυτής. Θα ήταν και λογικό οι εφεσίβλητοι να καθόριζαν τις τιμές τους με βάση και τα έξοδά τους για ηλεκτρική κατανάλωση που ήταν ένα σημαντικό στοιχείο συναρτώμενο με το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών τους.

Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματός του, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να επικαλεσθούν την αρχή του εξ επιείκειας κωλύματος που βασιζόταν σε συμπεριφορά (estoppel by conduct), εκτός και αν είχαν εφαρμογή στην υπό εκδίκαση υπόθεση οι αρχές που διατυπώθηκαν στην Maritime Electric Co Ltd (πιο πάνω), στην οποία οι εφεσείοντες στήριξαν την υπόθεσή τους.

Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε τις αρχές και τον τρόπο που εφαρμόστηκαν στα γεγονότα στην υπόθεση Maritime Electric Co Ltd αφενός και στην Kenora αφετέρου.

Τα γεγονότα και των δύο πιο πάνω αποφάσεων είναι πανομοιότυπα με εκείνα της υπό κρίση υπόθεσης. Και στις δύο περιπτώσεις ηλεκτροδοτικοί οργανισμοί, εκ λάθους, για αριθμό ετών χρέωναν τους πελάτες τους εφεσίβλητους με ποσά μικρότερα της αξίας του καταναλωθέντος ρεύματος. Και εκεί όπως και στην παρούσα περίπτωση η χρέωση αυτή ήταν αποτέλεσμα παράλειψης χρήσης συγκεκριμένου πολλαπλασιαστή της ένδειξης των μετρητών για να αχθούν στο ορθό ποσό του καταναλωθέντος ρεύματος.

Εισαγωγικά αναφέρουμε πως η γενική αρχή που προκύπτει από τη Maritime, την οποία επικαλέστηκε η εφεσείουσα, είναι ότι, οργανισμός δημόσιας ωφέλειας που έχει υποχρέωση να παρέχει υπηρεσίες στο κοινό και να εισπράττει χρήματα γι’ αυτές, δε μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος να εισπράξει, με επίκληση της αρχής του κωλύματος.

Στη σελ. 753 της απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

[*135]

In such a case - and their Lordships do not propose to express any opinion as to statutes which are not within this category – where, as here, the statute imposes a duty of a positive kind, not avoidable by the performance of any formality for the doing of the very act which the plaintiff seeks to do, it is not open to the defendant to set up an estoppel to prevent it. This conclusion must follow from the circumstance that an estoppel is only a rule of evidence which, in certain special circumstances can be invoked by a party to an action; it cannot, therefore, avail, in such a case, to release the plaintiff from an obligation to obey such a statute, nor can it enable the defendant to escape from a statutory obligation of such a kind on his part.  It is immaterial whether the obligation is onerous or otherwise to the party suing. The duty of each party is to obey the law . . . . . . . . . . . . . .the court should first of all determine the nature of the obligation imposed by the statute, and then consider whether the admission of an estoppel would nullify the statutory provision.”

Σε μετάφραση:

«Σε τέτοια περίπτωση – και δεν προτιθέμεθα να εκφράσουμε γνώμη για νόμους που δεν εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία – όπου, όπως εδώ, ο νόμος επιβάλλει υποχρέωση θετικής φύσης, που δε μπορεί ν’ αποφευχθεί με την εκτέλεση οποιασδήποτε τυπικής ενέργειας για την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πράξης που ο ενάγων ζητά να κάμει, δε μπορεί ο εναγόμενος να εγείρει κώλυμα να την εμποδίσει.  Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από το γεγονός ότι το κώλυμα είναι μόνο κανόνας απόδειξης, που, κάτω από ορισμένες ειδικές περιστάσεις, μπορεί να γίνει αντικείμενο επίκλησης από διάδικο σε αγωγή· δε μπορεί, επομένως, να ισχύει σε τέτοια περίπτωση, για ν’ απαλλάξει τον ενάγοντα από την υποχρέωσή του να συμμορφωθεί με τέτοιο νόμο, ούτε μπορεί να επιτρέψει στον εναγόμενο από τη μεριά του να αποφύγει νομοθετική υποχρέωση αυτής της φύσης. Είναι άσχετο αν η υποχρέωση είναι επαχθής στο διάδικο. Το καθήκον κάθε διάδικου είναι να υπακούει στο νόμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . το δικαστήριο θα πρέπει πρώτα ν΄αποφασίζει τη φύσης της υποχρέωσης που επιβάλλεται από το νόμο και μετά να εξετάζει αν η αποδοχή εφαρμογής κωλύματος θα εξουδετέρωνε τη νομοθετική πρόνοια.»

[*136]Στη Kenora το Δικαστήριο κατέληξε πως το καθήκον που είχε ο ηλεκτροδοτικός οργανισμός να χρεώνει για ηλεκτρικό ρεύμα και να εισπράττει με βάση τη σχετική νομοθεσία, δεν ήταν απόλυτο, όπως αυτό είχε κριθεί στην υπόθεση Maritime και ως εκ τούτου έκρινε πως μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή του κωλύματος.

Πρωτόδικα, όπως φαίνεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά, κρίθηκε η διαφοροποίηση της υπόθεσης αυτής από τη Maritime:

«The trial judge noted that this case was distinguishable from Maritime Electric . . . . . . . .  in this case there was no statutory imperative in any of the relevant Ontario legislation that could be said to include an “absolute duty to charge for all electricity supplied, regardless of human errors in calculation of the account to be charged”. While any municipal commission which supplied electricity at a rate lower than that approved by Ontario Hydro was guilty of an offence, it could not be said that Kenora Hydro had deliberately charged a lesser rate than those prescribed.  It was the multiplier used to determine the level of consumption that was incorrect not the charge per kilowatt hour of power consumed. In the result, the trial judge dismissed the appellant’ s claim.»

Σε μετάφραση:

«Ο πρωτόδικος δικαστής επισήμανε πως αυτή η υπόθεση διαφοροποιόταν από τη Maritime Electric . . . . . . σ’ αυτή την υπόθεση δεν υπήρχε νομοθετική επιταγή σε οποιαδήποτε σχετική νομοθεσία του Ontario που θα μπορούσε να λεχθεί ότι περιείχε «απόλυτη υποχρέωση να χρεώνεται όλη η προμηθευόμενη ηλεκτρική ενέργεια, ασχέτως ανθρώπινου λάθους στον υπολογισμό του ποσού που έπρεπε να χρεώνεται». Ενώ οποιαδήποτε δημοτική επιτροπή που προμήθευε ηλεκτρική ενέργεια σε τιμή χαμηλότερη από την εγκεκριμένη από την Ontario Hydro ήταν ένοχη αδικήματος, δε θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Kenora Hydro είχε εσκεμμένα χρεώσει χαμηλότερη τιμή από τις επιτρεπόμενες. Ήταν ο πολλαπλασιαστής που χρησιμοποιήθηκε για να αποφασιστεί το επίπεδο της κατανάλωσης που ήταν λανθασμένος, όχι η χρέωση κατά κιλοβατόριο καταναλωθείσας ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την απαίτηση του εφεσείοντα.»

[*137]Kατ’ έφεση αποφασίστηκε πως σχετικές νομοθετικές πρόνοιες δεν ήταν εκείνες που αφορούσαν τη χρέωση για την προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος αλλά μάλλον εκείνες που αφορούσαν την είσπραξη καθυστερημένων. Δεν υπήρχε, όπως κρίθηκε, νομοθετικό καθήκον για είσπραξη όλων των καθυστερημένων και δεν δημιουργείτο αδίκημα για την παράλειψη της είσπραξής τους. Όπως λέχθηκε, η παράλειψη είσπραξης του ποσού με το οποίο πελάτης κατά λάθος δεν χρεώθηκε, δεν ισοδυναμεί με παροχή στον πελάτη χαμηλότερης τιμής ή καλύτερων όρων απ’ ότι σε άλλους πελάτες της ίδιας τάξης και έτσι δεν υπήρξε παράνομη, χαμηλότερη χρέωση, απαγορευμένη από το νόμο.

H έφεση από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου απορρίφθηκε από το Καναδικό Εφετείο.

Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου και ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 469 της απόφασης:

“A statute can only affect the operation of the common law principles of restitution and bar the defence of estoppel or change of position where there exists a clear positive duty on the public utility which is incompatible with the operation of those principles. The application of the principles of restitution to the case at bar can be briefly summarized. A benefit in the form of electricity was conferred on the Co-op at the expense of Kenora. The law of restitution would normally force the Co-op to return the value of the benefit to Kenora unless that value was no longer in the Co-op’ s possession because of a change of position. In this case, the Co-op successfully proved that it acted to its detriment in reliance on the billing statements for its own billing and budgetary purposes and that therefore the value of the electricity no longer existed for the purposes of restitutionary relief. Kenora conceded that this was in fact the case in the Court of Appeal and confirmed it before this court.  The defence of estoppel is thus an expression of what the common law has considered to be sufficient justification to release a defendant from liability in the pursuit of fairness, and, applying those principles to this case, the Co-op would no longer be liable to Kenora.

The Power Corporation Act does not express a policy of rate non-discrimination that excludes estoppel or change of position.”

[*138]

Σε μετάφραση:

«Νόμος μπορεί μόνο να επηρεάσει την εφαρμογή των βάσει του κοινού δικαίου αρχών της αποκατάστασης (restitution) και να αποκλείσει την υπεράσπιση του κωλύματος ή της αλλαγής της θέσης (change of position), όπου υπάρχει σαφής θετική υποχρέωση εκ μέρους του οργανισμού δημόσιας ωφέλειας που είναι ασυμβίβαστη με την εφαρμογή εκείνων των αρχών. Η εφαρμογή των αρχών της αποκατάστασης στην υπό εξέταση υπόθεση μπορεί να συνοψιστεί με συντομία. Όφελος με τη μορφή ηλεκτρικής ενέργειας δόθηκε στη Συνεργατική, με κόστος της Kenora.  Η αρχή της αποκατάστασης, υπό κανονικές συνθήκες, θα ανάγκαζε τη Συνεργατική να επιστρέψει την αξία του οφέλους στη Kenora, εκτός αν αυτή η αξία δεν βρισκόταν πια στα χέρια της Συνεργατικής, λόγω αλλαγής της θέσης της. Σ’ αυτή την υπόθεση, η Συνεργατική απέδειξε επιτυχώς ότι ενέργησε προς ζημιά της, βασιζόμενη στους λογαριασμούς, που έπαιρνε, με το να χρεώνει και αυτή ανάλογα και για σκοπούς προϋπολογισμού της και ότι, κατά συνέπεια, η αξία της ηλεκτρικής ενέργειας δεν υπήρχε πια, για σκοπούς θεραπείας αποκατάστασης. Η Kenora δέχτηκε στο Εφετείο ότι αυτές ήταν οι περιστάσεις και το επιβεβαίωσε και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου. Έτσι, η υπεράσπιση του κωλύματος είναι μια έκφραση τού τι το κοινό δίκαιο έχει θεωρήσει ως αρκετό λόγο για να απαλλάξει εναγόμενο από ευθύνη χάριν του τι είναι δίκαιο, και, εφαρμόζοντας εκείνες τις αρχές σ’ αυτή την υπόθεση, η Συνεργατική δεν είναι πια υπεύθυνη στην Kenora.

O περί Ιδρύματος Ενέργειας Νόμος δεν εκφράζει πολιτική μη διάκρισης στις τιμές που να αποκλείει κώλυμα ή αλλαγή θέσης.»

Στην υπό εξέταση έφεση το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με προσοχή τις νομοθετικές πρόνοιες στις οποίες παραπέμφθηκε και έκρινε τελικά πως αυτές δεν δημιουργούσαν απόλυτη υποχρέωση στην εφεσείουσα αναφορικά με τη χρέωση και ειδικά την είσπραξη καθυστερημένων. Παρατήρησε το Δικαστήριο πως πλείστες πρόνοιες ήταν δυνητικής φύσης. (Δέστε, μεταξύ άλλων,  άρθρα 19, 45(2), 48(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170).  Παραπέμπουμε επίσης και στα Άρθρα 53 και 55 του ιδίου Νόμου που προνοούν τα ακόλουθα:

«53. Οι ανάδοχοι δύνανται να χρεώνουν για ενέργεια που πα[*139]ρέχεται σε οποιοδήποτε καταναλωτή (διαφορετικά παρά με συμφωνία) είτε με το πραγματικό ποσό ενέργειας που προμηθεύτηκε με τον τρόπο αυτό ή με την μέγιστη ισχύ που ζητείται σε κάθε δεδομένη περίοδο ή με συνδυασμό των δυό, ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο ως ήθελε εκάστοτε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.»

«55. Τηρουμένων των διατάξεων του Διατάγματος και του Νόμου αυτού, και του δικαιώματος του καταναλωτή να απαιτεί όπως χρεώνεται σύμφωνα με κάποιες άλλες από τις μεθόδους που αναφέρονται πιο πάνω, οι ανάδοχοι δύνανται να κάνουν οποιαδήποτε συμφωνία με τον καταναλωτή ως προς την τιμή που πρέπει να χρεώνεται για ενέργεια, και τη μέθοδο με την οποία αυτές οι επιβαρύνσεις πρέπει να εξακριβώνονται, και δύνανται να χρεώνονται ανάλογα.»

Από τα πιο πάνω καταδεικνύεται η δυνητική φύση πλείστων προνοιών της σχετικής Κυπριακής νομοθεσίας.  Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι και εδώ, όπως και στη Kenora, η νομοθεσία δεν περιέχει πρόνοια που να επιβάλλει απόλυτα την είσπραξη καθυστερημένων που έχει προκύψει από λανθασμένο υπολογισμό στη χρέωση. Επίσης, ούτε και στη δική μας περίπτωση υπήρχε εσκεμμένη χρέωση σε χαμηλότερη τιμή.

Κρίνουμε, κατά συνέπεια των πιο πάνω, πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζονταν οι αρχές που εκφράστηκαν στην υπόθεση Kenora και όχι εκείνες της Maritime.

Όσον αφορά το άρθρο 58 δεν είναι ανάγκη να εκφράσουμε τελική άποψη. Δυσκολευόμαστε όμως να αντιληφθούμε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που αναφέρει πως το πιο πάνω άρθρο δείχνει πως η εφεσείουσα θα μπορούσε να χρεώσει πελάτες με ποσό μικρότερο ή μεγαλύτερο της πραγματικής αξίας του καταναλωθέντος ρεύματος. Περαιτέρω, διερωτόμαστε αν το άρθρο αυτό είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.  Το άρθρο 58 προνοεί τα ακόλουθα:

«58. Αν οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει μεταξύ οποιουδήποτε καταναλωτή και των αναδόχων ως προς το αν οποιοσδήποτε μετρητής, δια του οποίου εξακριβώνεται η αξία της παροχής, είναι ή δεν είναι σε κατάλληλη κατάσταση για την ακριβή καταγραφή αυτής της αξίας, ή ως προς το αν η αξία αυτή έχει καταγραφεί ορθά σε οποιαδήποτε περίπτωση από οποιοδήποτε [*140]μετρητή η διαφορά αυτή θα αποφασίζεται μετά από αίτηση οποιουδήποτε μέρους από Επιθεωρητή με την καταβολή καθορισμένου τέλους. Αν τα σφάλματα που αποκαλύφθηκαν από τον έλεγχο εμπίπτουν εντός των ορίων που καθορίζονται, τα έξοδα του ελέγχου και τα συναφή με τον έλεγχο αυτό βαρύνουν τον καταναλωτή, και αν διαφορετικά, βαρύνουν τους αναδόχους. Τηρουμένων των όσων προαναφέρθηκαν, η καταγραφή του μετρητή αποτελεί αναμφισβήτητη μαρτυρία, της αξίας της παροχής, ελλείψει δόλου.»

Από το πιο πάνω λεκτικό του άρθρου φαίνεται μάλλον  πως τούτο έχει μόνο εφαρμογή σε περιπτώσεις όπου ο μετρητής είναι ελαττωματικός ή σε περιπτώσεις που δεν έχει καταγραφεί ορθά η αξία του ρεύματος και όχι σε περιπτώσεις, όπως στην παρούσα, όπου η λανθασμένη χρέωση έγινε από ανθρώπινο λάθος, δηλαδή από την παράλειψη να χρησιμοποιηθεί ο πολλαπλασιαστής για να ευρεθεί η πραγματική αξία του καταναλωθέντος ρεύματος.  Ο μετρητής ήταν ακριβής στη μέτρησή του. Υπό παρόμοιες περιστάσεις και σε παρόμοια γεγονότα στη Maritime λέχθηκαν τα πιο κάτω:

The meter was accurate, and conformed with the statutory requirements; but, in order to arrive at the correct amount of electric energy, it was necessary to multiply the dial-reading by ten.”

Σε μετάφραση:

«Ο μετρητής ήταν ακριβής, και συμμορφούμενος με τις νομοθετικές απαιτήσεις· αλλά, για να καταλήξει κάποιος στο ορθό ποσό ηλεκτρικής ενέργειας ήταν αναγκαίο να πολλαπλασιάσει τη μέτρησή του επί δέκα.»

(Όλες οι υπογραμμίσεις στα κείμενα είναι δικές μας.).

Καταλήγουμε πως η έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ενόψει του ευρημάτων και συμπερασμάτων μας και ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 58. Το ίδιο και η αντέφεση, που σημασία θα είχε μόνο αν γινόταν αποδεκτή η έφεση.

Όσον αφορά το μέρος εκείνο της αντέφεσης το σχετικό με την πρωτόδικη διαταγή για έξοδα, επισημαίνουμε πως τα έξοδα βρίσκονται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και κρίνουμε πως υπό τις συνθήκες ήταν λογική η κατάληξη του πρω[*141]τόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου, εν όψει της αιτιολόγησης που δόθηκε και δεν χωρεί επέμβασή μας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διάταγμα για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διάταγμα για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο