Scattergood David ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 ΑΑΔ 142

(2005) 1 ΑΑΔ 142

[*142]21 Ιανουαρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

DAVID SCATTERGOOD,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12/2005)

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Δικαιοδοσία Κυπριακού Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκης Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(Ι)/2004 ― Αντικείμενο της ακολουθητέας διαδικασίας έχει ως λόγο την διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων για την κίνηση του διεθνούς μηχανισμού για τη μεταφορά του κατ’ ισχυρισμόν αδικοπραγήσαντος σε άλλη χώρα, για να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του ― Κατά πόσο το Άρθρο 4(3) του Νόμου 133(Ι)/2004 είναι αντισυνταγματικό ― Κατά πόσο η παρούσα διαδικασία αποτελούσε κατάχρηση διαδικασίας επειδή προηγήθηκε άλλη διαδικασία με βάση τον περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμο.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου διέταξε την εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και την παράδοση του εφεσείοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο για να του επιβληθεί ποινή από δικαστήριο σε δύο κατηγορίες προς εισαγωγή απαγορευμένων φαρμάκων στις οποίες είχε παραδεχθεί ενοχή.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η σύλληψη και προσαγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου έγινε με ένταλμα που εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος, αφού αυτό ήταν βασισμένο στα Άρθρα 18 και 44 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως αναφέρεται στην επικεφαλίδα του και όχι στις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών [*143]Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(Ι)/2004.

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα το Κεφ. 155 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση και συνεπώς, χωρίς επίκληση των ορθών νομοθετικών προνοιών δεν παρεχόταν δικαιοδοσία στον Επαρχιακό Δικαστή να εκδώσει ένταλμα σύλληψης εκζητουμένου προσώπου. Τέτοια δικαιοδοσία παρέχεται μόνο από το Άρθρο 16(2) του Νόμου 133(Ι)/2004. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εδράζεται επί του εντάλματος σύλληψης και συνεπώς όλη η ακολουθήσασα διαδικασία, δεν είναι έγκυρη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τη δικαιοδοσία του το Δικαστήριο έλκει από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, το οποίο χαρακτηρίζεται από το Άρθρο 3 του Νόμου ως διάταγμα δικαστικής αρχής, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκης Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, είτε για την άσκηση ποινικής δίωξης, είτε για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας.  Η πιο πάνω θέση ενισχύεται και από το Άρθρο 18 του Νόμου το οποίο προνοεί ότι ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής, μετά τη σύλληψη του εκζητουμένου, αποφασίζει αν είναι σκόπιμο ο συλληφθείς να παραμείνει υπό κράτηση ή να αφεθεί ελεύθερος με επιβολή ή μη περιοριστικών όρων.

2.  Στην παρούσα περίπτωση το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης λανθασμένα αναφέρει στην επικεφαλίδα του τα Άρθρα 18 και 44 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αντί του ορθού Άρθρου 16 του Νόμου 133(Ι)/2004.  Στο ένταλμα αναφέρεται ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ο εφεσείων ενέχεται σε συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι εισαγωγή στη Μεγάλη Βρεττανία ελεγχομένων φαρμάκων, αδικήματα τα οποία όμως, όπως έγινε παραδεκτό, η Κυπριακή Αστυνομία δεν είχε πρόθεση να διερευνήσει.

3.  Το Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε αίτημα για κράτηση του εφεσείοντα για σκοπούς διερεύνησης των αδικημάτων αυτών και κατέληξε ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε ουσιαστικά χωρίς εύλογη αιτία. Έτσι διέταξε όπως ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος και συνέχισε τη διαδικασία εξέτασης έκδοσης διατάγματος εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

[*144]4.      Το εκδιδόμενο βάσει του Άρθρου 16 ένταλμα σύλληψης είναι ουσιαστικά ένα προκαταρκτικό διάβημα που σκοπό έχει να τεθεί ο κατ’ ισχυρισμόν αδικοπραγήσας υπό σύλληψη, ούτως ώστε να αποφασιστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά πόσο θα επιτραπεί η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Δεν παρέχει δικαιοδοτική βάση στη διαδικασία. Δεν είναι ορθή η θέση ότι παρατηρείται παραβίαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος.

5.  Σύμφωνα με το Άρθρο 4(3) το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης θα πρέπει να είναι διατυπωμένο σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας ή στην αγγλική. Στην παρούσα υπόθεση το Ευρωπαϊκό Ένταλμα ήταν συντεταγμένο στα αγγλικά και ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς να μεταφραστεί.  Η θέση του εφεσείοντος ότι η σχετική πρόνοια του Άρθρου 4(3) είναι αντισυνταγματική, επειδή το ένταλμα είναι έγγραφο στο οποίο στηρίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου και σαν τέτοιο δεν επιτρέπεται να είναι σε γλώσσα άλλη της επίσημης, δεν ευσταθεί.  Το Άρθρο 4(3) του Νόμου 133(Ι)/2004 δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και συνεπώς ορθά έγινε δεκτή η κατάθεση του Εντάλματος στην αγγλική.  Το γεγονός ότι επίσημες γλώσσες είναι, σύμφωνα με το Σύνταγμα η ελληνική και τουρκική δεν σημαίνει ότι οποιοσδήποτε νόμος που επιτρέπει τη χρήση άλλης γλώσσας είναι και αντισυνταγματικός.

6.  Η αναφορά στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ότι το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης εκδόθηκε με το «νόμιμο τρόπο» αντί με το «νόμιμο τύπο» αποτελεί παρατυπία άνευ σημασίας.

7.  Δεν σημειώθηκε κατάχρηση διαδικασίας ενόψει του γεγονότος και μόνο της διάρκειας της προηγούμενης διαδικασίας με βάση τον περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμο, η οποία απορρίφθηκε ύστερα από έντεκα μήνες ακρόαση. Η παρούσα διαδικασία, παρά τη συγγένειά της με την έκδοση φυγοδίκων δεν παύει να είναι διαφορετική, βασισμένη σε άλλο νόμο που ψηφίστηκε μέσα στα πλαίσια της εισδοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

8.  Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι η τυχόν απόδοσή του στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του τόσο του ιδίου, όσο και της οικογένειάς του, δεν ευσταθεί. Ο εφεσείων δεν θα χρησιμοποιηθεί πλέον ως μάρτυς κατηγορίας, γεγονός το οποίο γνωρίζουν οι συγκατηγορούμενοί του.

9.  Το Άρθρο 2(2) του Νόμου 133(Ι)/2004 αναφέρει ότι η εφαρμογή [*145]των διατάξεων του Νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η υποχρέωση προστασίας του εκζητουμένου, αν αυτός διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, δεν περιορίζεται μόνο σε πράξεις του κράτους αλλά και σε πράξεις που προέρχονται από ιδιώτες.  Κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο το συγκεκριμένο άτομο διατρέχει κίνδυνο όπως περιγράφεται στο Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα πρέπει, λόγω του απόλυτου χαρακτήρα της πρόνοιας, να εφαρμόζονται αυστηρά κριτήρια.

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τα ενώπιον του στοιχεία, κατέληξε ότι ο εφεσείων στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα διατρέχει κίνδυνο μεγαλύτερο από αυτόν που διατρέχει στην Κύπρο.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

10.  Το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διατάξει την προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με τη δυνατότητα ύπαρξης κινδύνου για τη ζωή του εφεσείοντος. Απλώς δεν ικανοποιήθηκε με τη μαρτυρία που ο εφεσείων έθεσε ενώπιόν του και μέχρις εδώ εξαντλείται η αρμοδιότητά του.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Περέλλα (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1009,

R. v. Governor of Pentonville Prison, ex parte Osman (No.3) [1990] 1 All E.R. 999,

Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261,

Rees v. Secretary of State for the Home Department a.ο. [1986] 2 All E.R. 321,

H.L.R. v. France [1997] 26 EHRR29.

Έφεση.

Έφεση από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 13/1/05 (Αρ. [*146]Αίτησης 1/04) με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του το οποίο απεστάλη στην Κύπρο, κατόπιν παραδοχής της ενοχής του ενώπιον του Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου σε δύο κατηγορίες συνομωσίας προς εισαγωγή απαγορευμένων φαρμάκων, καθώς και η παράδοσή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κόκκινου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου δίδεται από τον Νικολαΐδη, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 3.6.2003 ο εφεσείων παραδέκτηκε ενώπιον δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου ενοχή σε δύο κατηγορίες συνωμοσίας προς εισαγωγή απαγορευμένων φαρμάκων. Απολύθηκε με εγγύηση, αλλά στη συνέχεια παρέλειψε να παρουσιαστεί για επιβολή ποινής.

Εντοπίστηκε στην Κύπρο και εκδόθηκε εναντίον του Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, το οποίο απεστάλη στη χώρα μας για εκτέλεση. Ο εφεσείων συνελήφθη και προσήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου το οποίο τελικά διέταξε την εκτέλεση του Εντάλματος και την παράδοσή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η σύλληψη και προσαγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου έγινε με ένταλμα που εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος, αφού αυτό ήταν βασισμένο στα άρθρα 18 και 44 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως αναφέρεται στην επικεφαλίδα του και όχι στις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν.133(Ι)/2004.

Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα το Κεφ.155 ουδόλως τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση και συνεπώς, χωρίς [*147]επίκληση των ορθών νομοθετικών προνοιών δεν παρεχόταν δικαιοδοσία σε Επαρχιακό Δικαστή να εκδόσει ένταλμα σύλληψης εκζητουμένου προσώπου. Τέτοια δικαιοδοσία παρέχεται μόνο από το άρθρο 16(2) του Νόμου 133(Ι)/2004. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, συνεχίζει το επιχείρημα, εδράζεται επί του εντάλματος σύλληψης και συνεπώς όλη η ακολουθήσασα διαδικασία, δεν μπορεί παρά να είναι άκυρη. Για να υποστηρίξει τη θέση του έκανε αναφορά, μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Περέλλα (Αρ.2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1009.

Δεν θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης συνιστά όρο sine qua non για ανάληψη δικαιοδοσίας. Η υπόθεση Περέλλα (Αρ.2), ανωτέρω, αφορούσε ένταλμα σύλληψης βάσει του άρθρου 8 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/70. Στην παρούσα περίπτωση η ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία αποβλέπει στην έκδοση διατάγματος εκτέλεσης  Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Το εκδιδόμενο από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει του Νόμου 133(Ι)/2004 ένταλμα σύλληψης δεν αντιστοιχεί προς το ένταλμα του άρθρου 8 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου και δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα.

Τη δικαιοδοσία του το Δικαστήριο έλκει από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, το οποίο χαρακτηρίζεται από το άρθρο 3 του Νόμου ως διάταγμα δικαστικής αρχής, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, είτε για την άσκηση ποινικής δίωξης, είτε για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας. Η πιο πάνω θέση ενισχύεται και από το άρθρο 18 του Νόμου το οποίο προνοεί ότι ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής, μετά τη σύλληψη του εκζητουμένου, αποφασίζει αν είναι σκόπιμο ο συλληφθείς να παραμείνει υπό κράτηση ή να αφεθεί ελεύθερος με επιβολή ή μη περιοριστικών όρων.

Στην παρούσα περίπτωση το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης λανθασμένα αναφέρει στην επικεφαλίδα του τα άρθρα 18 και 44 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, αντί του ορθού άρθρου 16 του Νόμου 133(Ι)/2004. Στο ένταλμα αναφέρεται ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ο εφεσείων ενέχεται σε συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι εισαγωγή στη Μεγάλη Βρετανία ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β, αδικήματα τα [*148]οποία όμως, όπως έγινε παραδεκτό, η Κυπριακή Αστυνομία δεν είχε πρόθεση να διερευνήσει.

Το Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε αίτημα για κράτηση του εφεσείοντα για σκοπούς διερεύνησης των αδικημάτων αυτών και κατέληξε ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε ουσιαστικά χωρίς εύλογη αιτία. Έτσι διέταξε όπως ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος και συνέχισε τη διαδικασία εξέτασης έκδοσης διατάγματος εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

Το εκδιδόμενο βάσει του άρθρου 16 ένταλμα σύλληψης είναι ουσιαστικά ένα προκαταρκτικό διάβημα που σκοπό έχει να τεθεί ο κατ’ ισχυρισμόν αδικοπραγήσας υπό σύλληψη, ούτως ώστε να αποφασιστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά πόσο θα επιτραπεί η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (βλέπε κατ’ αναλογία R. v. Governor of Pentonville Prison, ex parte Osman (No.3) [1990] 1 All E.R. 999, 1012). Δεν παρέχει δικαιοδοτική βάση στη διαδικασία. Δεν συμφωνούμε ότι παρατηρείται παραβίαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναφορά στα άρθρα 18 και 44 του Κεφ. 155 έγινε λανθασμένα. Το ένταλμα σύλληψης έπρεπε να εκδοθεί βάσει του Ν.133(Ι)/2004. Όμως, εν όψει των όσων είπαμε πιο πάνω, κρίνουμε ότι η παρατηρηθείσα παρατυπία στο ένταλμα σύλληψης ουδόλως επηρεάζει την περαιτέρω διαδικασία.

Η κεντρική αρχή, δηλαδή το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, μετά τη λήψη του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, αφού ικανοποιηθεί ότι αυτό εκδόθηκε με το νόμιμο τύπο, εκδίδει βάσει του άρθρου 16(1) σχετικό πιστοποιητικό. Τόσο το πιστοποιητικό, όσο και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το άρθρο 4(3) το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης θα πρέπει να είναι διατυπωμένο σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας ή στην αγγλική. Στην παρούσα υπόθεση το Ευρωπαϊκό Ένταλμα ήταν συντεταγμένο στα αγγλικά και ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς να μεταφραστεί. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η σχετική πρόνοια του άρθρου 4(3) είναι αντισυνταγματική και το ένταλμα δεν μπορεί να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε άλλη από την επίσημη γλώσσα, γιατί είναι έγγραφο στο οποίο στηρίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου και σαν τέτοιο δεν επιτρέπεται να είναι σε γλώσσα άλλη της επίσημης. Αλλιώς, συνεχίζει, θα ήταν, αν το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ήταν ένα απλό τεκμήριο.

[*149]

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Δεν βλέπουμε λόγο για τη διάκριση που γίνεται. Ο περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμος του 1988, Ν.67/88, όπως τροποποιήθηκε, επιτρέπει την προσαγωγή εγγράφου σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Το Δικαστήριο αποδέκτηκε την κατάθεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης στα αγγλικά, όπως προνοεί το άρθρο 4 του Νόμου 133(Ι)/2004. Δεν βλέπουμε λόγο διαφοροποίησης, πολύ δε περισσότερο και αντισυνταγματικότητας της νομοθετικής διάταξης, επειδή η δικαιοδοσία του δικαστηρίου βασίζεται επί του Εντάλματος. Κρίνουμε ότι το άρθρο 4(3) του Νόμου 133(Ι)/2004 δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και συνεπώς ορθά έγινε δεκτή η κατάθεση του Εντάλματος στην αγγλική. Το γεγονός ότι επίσημες γλώσσες είναι, σύμφωνα με το Σύνταγμα η ελληνική και τουρκική δεν σημαίνει ότι οποιοσδήποτε νόμος που επιτρέπει τη χρήση άλλης γλώσσας είναι και αντισυνταγματικός. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου έγινε, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία μας, στην ελληνική, ενώ δεν υπάρχει βέβαια ισχυρισμός ότι τα δικαιώματα του εφεσείοντα, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω είναι Άγγλος, επηρεάστηκαν.

Ο εφεσείων, με άλλο λόγο έφεσης, επισημαίνει δύο γεγονότα τα οποία συνδέει. Στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αναφέρεται ότι το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης εκδόθηκε με το «νόμιμο τρόπο» αντί με το «νόμιμο τύπο». Είναι η θέση του ότι ίσως η παράφραση να έγινε σκόπιμα λόγω του ότι από το Ευρωπαϊκό ΄Ενταλμα Σύλληψης που απεστάλη από το Ηνωμένο Βασίλειο έλειπε η πρώτη σελίδα. Εν πάση περιπτώσει, καταλήγει, κακώς, υπό τις περιστάσεις, εκδόθηκε το πιστοποιητικό.

Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το πιστοποιητικό είναι άκυρο είτε γιατί αναφέρεται λανθασμένα σε «νόμιμο τρόπο» αντί «νόμιμο τύπο», παρατυπία σαφώς άνευ σημασίας, είτε γιατί δεν απεστάλη η πρώτη σελίδα του Εντάλματος στην οποία δεν περιέχεται οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην ελλείπουσα σελίδα αναγράφεται απλώς ότι το έγγραφο είναι Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης το οποίο εκδόθηκε από αρμόδια αρχή.

Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του όλα τα στοιχεία που πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 4(1) να περιέχει το Ένταλμα και συνεπώς κρίνουμε ότι η διαδικασία δεν νοσεί λόγω της τυπικής αυτής παράλειψης. Μπορεί επίσης να σημειωθεί, άνκαι αυτό ίσως να μην [*150]έχει και τόση σημασία, ότι σε μεταγενέστερο στάδιο η ελλείπουσα σελίδα ελήφθη και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων υποστήριξε περαιτέρω ότι η παρούσα διαδικασία αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας, αφού προηγήθηκε άλλη με βάση τον περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμο, η οποία ύστερα από έντεκα μήνες ακρόασης απορρίφθηκε. Σαφώς διευκρινίστηκε ότι δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου, αλλά μόνο κατάχρησης της διαδικασίας.

Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261, η διαδικασία η οποία διέπει την έκδοση φυγοδίκου είναι ειδική και ο νόμος δεν απαγορεύει την επανάληψή της, παρ’ όλον ότι αυτή ελέγχεται, προς αποτροπή κατάχρησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Το αντικείμενο της διαδικασίας έκδοσης, όπως και της παρούσας, έχει ως λόγο τη διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων για την κίνηση του διεθνούς μηχανισμού για τη μεταφορά του κατ’ ισχυρισμόν αδικοπραγήσαντος σε άλλη χώρα, για να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του.

Εξ άλλου, στην υπόθεση Rees v. Secretary of State for the Home Department and another [1986] 2 All E.R. 321, 332, αποφασίστηκε  ότι η απόφαση δικαστηρίου που απολύει πρόσωπο σε διαδικασία με βάση τη νομοθεσία για έκδοση φυγοδίκων, δεν αποκλείει την έκδοσή του στο μέλλον σε σχέση με το θέμα για το οποίο έγινε η πρώτη διαδικασία.

Αφού η ύπαρξη προγενέστερης διαδικασίας δεν συνιστά δεδικασμένο, αλλά ούτε καν κώλυμα για την έναρξη άλλης, το μόνο γεγονός για το οποίο παραπονείται ο εφεσείων ισχυριζόμενος κατάχρηση, είναι η διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει από μόνο του ισχυρισμό για κατάχρηση εξουσίας, όχι μόνο γιατί αναφέρεται σε διαδικασία η οποία ανήκει στο παρελθόν, αλλά και γιατί δεν έχουμε στοιχεία που να καταδεικνύουν τους λόγους αυτής της διάρκειας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα διαδικασία, παρά τη συγγένειά της με την έκδοση φυγοδίκων δεν παύει να είναι διαφορετική, βασισμένη σε άλλο νόμο που ψηφίστηκε μέσα στα πλαίσια της εισδοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κατάχρηση διαδικασίας έχουμε συνήθως όταν η διαδικασία καταστρατηγεί την καλή πίστη, είναι άσχετη, εκδικητική ή καταπιεστική. Τίποτε από όλα αυτά δεν παρατηρούνται στην παρούσα [*151]υπόθεση.

Ο εφεσείων υποστήριξε τέλος ότι η τυχόν απόδοση του στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τόσο του ιδίου, όσο και της οικογένειάς του. Ισχυρίζεται ότι υπήρξε στο παρελθόν πληροφοριοδότης των αρχών, με αποτέλεσμα έμποροι ναρκωτικών οι οποίοι απώλεσαν σημαντικά χρηματικά ποσά να επιθυμούν την εξόντωσή του.

Ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκε επίσης ένορκη δήλωση του Frederic Rogers, εργοδοτούμενου στο παρελθόν στη Βρετανική Υπηρεσία Φυλακών, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι κατάδικοι πληροφοριοδότες για σοβαρές υποθέσεις ναρκωτικών βρίσκονται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Σε δήλωση του Αστυνομικού Επιθεωρητή Robert Helm που κατατέθηκε μαζί με το Ένταλμα αναφέρεται μόνο ότι κατά τη διάρκεια της φυγής του εφεσείοντα από το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτός και η οικογένειά του τελούσαν υπό την προστασία της αστυνομίας, γιατί ο εφεσείων είχε πρόθεση, τότε, να καταθέσει εναντίον των συγκατηγορουμένων του, γεγονός για το οποίο ο εφεσείων έλαβε έμμεσες απειλές εναντίον της ασφάλειας του πατέρα του. Σχετική διερεύνηση δεν έφερε σε φως οποιαδήποτε στοιχεία για τέτοιες απειλές. Σύμφωνα με την ίδια δήλωση, κανένας από την οικογένεια ή τους φίλους του εφεσείοντα φαίνεται να απειλήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο και συνεχίζουν απρόσκοπτα τις καθημερινές τους ασχολίες.

Επισημαίνεται επίσης ότι ο εφεσείων δεν θα χρησιμοποιηθεί πλέον ως μάρτυς κατηγορίας, γεγονός το οποίο οι συγκατηγορούμενοί του το γνωρίζουν. Η δήλωση καταλήγει ότι ο εφεσείων αντιμετωπίζει μεγαλύτερο κίνδυνο περπατώντας στους δρόμους της Κύπρου, παρά αν κρατείται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τονίζεται το γεγονός ότι δεν είναι πλέον μάρτυς κατηγορίας στην υπόθεση, ενώ δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία για τους ισχυρισμούς του ότι στο παρελθόν έδωσε πληροφορίες που βοήθησαν στην κατάσχεση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε ότι όσα αναφέρει ο εφεσείων και ο μάρτυράς του αποτελούν δικές τους εκτιμήσεις. Δεν απέκλεισε την ύπαρξη κάποιου κινδύνου, διαπίστωσε όμως ότι ο κίνδυνος για τη ζωή του κατά την παραμονή του στην Κύπρο, δεν είναι μικρότερος από την κράτησή του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Χαρα[*152]κτηριστικά ανέφερε ότι τίποτε σοβαρό δεν έχει τεθεί από τον εφεσείοντα και το μάρτυρά του που να δεικνύει ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρέχεται η απαιτούμενη προστασία.

Το άρθρο 2(2) του Νόμου 133(Ι)/2004, αναφέρει ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο εκζητούμενος δεν εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.

Έχει αποφασιστεί (H.L.R. v. France [1997] 26 EHRR29), ότι η υποχρέωση προστασίας του εκζητουμένου, αν αυτός διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, δεν περιορίζεται μόνο σε πράξεις του κράτους, αλλά προστασία θα πρέπει να παρέχεται ακόμα και όταν ο κίνδυνος προέρχεται από ιδιώτες. Στην ίδια υπόθεση αναφέρεται ότι κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο το συγκεκριμένο άτομο διατρέχει κίνδυνο όπως περιγράφεται στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα πρέπει, λόγω του απόλυτου χαρακτήρα της πρόνοιας, να εφαρμόζονται αυστηρά κριτήρια. Μόνο η ύπαρξη αντικειμενικού κινδύνου ή η ειδική κατάσταση που επικρατεί στο συγκεκριμένο κράτος λαμβάνεται υπ’ όψιν.

Θα πρέπει να αποδειχτούν ουσιαστικοί λόγοι ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο αν εκδοθεί θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο συμπεριφοράς κατά παράβαση του άρθρου 3. Θα πρέπει να αποδειχθεί από τη μια ότι ο κίνδυνος είναι πραγματικός και από την άλλη ότι οι αρχές της χώρας που θα τον δεχθεί, δεν μπορούν να αποτρέψουν τον κίνδυνο παρέχοντάς  του ικανοποιητική προστασία.

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τα ενώπιόν του στοιχεία, κατέληξε ότι ο εφεσείων στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα διατρέχει κίνδυνο μεγαλύτερο από αυτόν που διατρέχει στην Κύπρο. Αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να επέμβουμε στην αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία που να δείχνει ότι ο κατ’ ισχυρισμόν κίνδυνος είναι πραγματικός. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι καταδιώκεται για πληροφορίες που έδωσε στο παρελθόν εναντίον εμπόρων ναρκωτικών δεν έχουν στοιχειοθετηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε και έχουν δοθεί οποιαδήποτε στοι[*153]χεία που να τους δικαιολογούν. Αντίθετα, εξαντλούνται σε γενικότητες και αοριστολογίες. Η μόνη πράξη για την οποία φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο υπόβαθρο ήταν η πρόθεση του εφεσείοντα να καταθέσει εναντίον των συγκατηγορουμένων του, πρόθεση η οποία είναι πλέον άνευ σημασίας. Συνεπώς, καταλήγουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι ο κίνδυνος είναι πραγματικός, αλλά ούτε ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα είναι ικανές να τον αποτρέψουν.

Ο εφεσείων ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Ηνωμένο Βασίλειο και παρ’ όλον ότι είχε τεθεί σε σχέδιο προστασίας μαρτύρων, φαίνεται ότι ουδέποτε έλαβε ουσιαστικά μέτρα να κρύψει τον τόπο διαμονής του. Κανείς από την οικογένειά του ή τους φίλους του δεν φαίνεται να είχε απειληθεί. Εν όψει όλων των πιο πάνω οι σχετικοί ισχυρισμοί θα πρέπει να απορριφθούν.

Ο εφεσείων υποστήριξε τέλος ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ερευνήσει περαιτέρω τη δυνατότητα ύπαρξης κινδύνου για τη ζωή του. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς έξω από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, το οποίο καμιά αρμοδιότητα δεν έχει να διατάξει την προσαγωγή μαρτυρίας. Απλώς δεν ικανοποιήθηκε από τη μαρτυρία που ο εφεσείων έθεσε ενώπιόν του και μέχρις εδώ εξαντλείται η αρμοδιότητά του.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο