Conqueror Developments Ltd ν. Dreamland Developments Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 170

(2005) 1 ΑΑΔ 170

[*170]27 Iανουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

CONQUEROR DEVELOPMENTS LTD,

Εφεσείοντες,

v.

DREAMLAND DEVELOPMENTS LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11781)

 

Συμβάσεις ― Παρανομία ― Σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών είναι άκυρη στις περιπτώσεις στις οποίες η αντιπαροχή ή ο σκοπός της είναι παράνομος ― Άρθρα 23 και 24 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η κρίση της αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.

Συμβάσεις ― Υποχρέωση των συμβαλλομένων ― Η αποκόμιση οφέλους από συμβαλλόμενο μέρος δεν είναι επιτρεπτή χωρίς την ταυτόχρονη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το αντισυμβαλλόμενο μέρος.

Τόκος ― Επιδίκαση νόμιμου τόκου επί ποσού δικαστικής απόφασης ― Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60 και τροποποιήσεων) ― Εφαρμοστέες αρχές.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξίωσαν με αγωγή τους από τους εφεσείοντες-εναγόμενους υπόλοιπο £25.000 το οποίο προέκυψε από συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 27.11.96, δυνάμει της οποίας οι πρώτοι πώλησαν στους δεύτερους τα κτίσματα, υλικά κ.λ.π. για τη συμπλήρωση ημιτελών οικοδομικών εργασιών στο Παραλίμνι.  Οι εν λόγω ημιτελείς εργασίες είχαν αρχίσει από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες δυνάμει γραπτής συμφωνίας αντιπαροχής ημερομηνίας 25.9.95 που συνήψαν με τις ιδιοκτήτριες των κτημάτων.  Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δεν προχώρησαν στην εκτέλεση της συμφωνίας [*171]αντιπαροχής.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι αρνήθηκαν την αξίωση προβάλλοντας λόγους ακυρότητας της συμφωνίας με τους εφεσίβλητους-ενάγοντες. Πρόβαλαν διαζευκτικά ως λόγους ακυρότητας ότι η συμφωνία ήταν μολυσμένη από παρανομία επειδή άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες χωρίς να είχε προηγηθεί η έκδοση άδειας οικοδομής και ότι κατά τη σύναψη της συμφωνίας τα συμβαλλόμενα μέρη τηρούσαν υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης ήτοι, θεωρούσαν ότι οι εφεσίβλητοι ήταν οι ιδιοκτήτες του «αντικειμένου» ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι παρά τις διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων, οι ιδιοκτήτριες των κτημάτων δεν συναινούσαν στη σύναψη με αυτούς νέας συμφωνίας αντιπαροχής με τους ίδιους όρους και για να τις πείσουν να συγκατανεύσουν έκαμαν παραχωρήσεις και υπέστησαν οικονομικό κόστος. Για τη ζημιά που υπέστησαν, αξίωσαν δι’ ανταπαιτήσεως αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και επιδίκασε προς όφελός τους £25.000 ως η απαίτηση, πλέον τόκους και έξοδα. Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση επαναφέροντας προς συζήτηση το θέμα της παρανομίας της επίδικης σύμβασης, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους ίδιους ισχυρισμούς και επιχειρηματολογία που προώθησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Υποστήριξαν επίσης ότι τα απορρέοντα από τη σύμβαση με τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων δικαιώματα των εφεσιβλήτων επί των οικοδομών, ήταν ενοχικά και όχι εμπράγματα και συνεπώς οι εφεσίβλητοι δεν μεταβίβασαν στους εφεσείοντες οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα ικανό να τους επιτρέψει την αξίωση υπολοίπου συμφωνίας πώλησης αντικειμένων ως είναι η βάση της αγωγής.  Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη τη διαπίστωση ότι δεν τερματίστηκε η επίδικη συμφωνία καθώς και τις διαπιστώσεις που αναφέρονται στη συμφωνία αντιπαροχής που συνήψαν με τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων.

Οι εφεσίβλητοι με αντέφεσή τους εισηγούνται την επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και όχι από την ημερομηνία της απόφασης.  Παραπονούνται επίσης ότι το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η δικήγορος τους δήλωσε ότι εγκαταλείπουν το δικαίωμα τους για επιδίκαση νόμιμου τόκου από την καταχώρηση της αγωγής στις 19.1.99 που πηγάζει από το Άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60 και τροποποιήσεων).

Αποφασίστηκε ότι:

[*172]

Α. Έφεση.

1.  Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Στην κρινόμενη υπόθεση, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα στα οποία κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία.

2.  Η επίδικη συμφωνία ήταν καθόλα νόμιμη εφόσον δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που απαγορεύονται από τα Άρθρα 23 και 24 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν εμποδίζονται να διεκδικήσουν το λαβείν τους από τους εφεσείοντες.

3.  Οι εφεσείοντες συνέχισαν να κατέχουν τις ημιτελείς οικοδομές τις οποίες συμπλήρωσαν, γεγονός ενδεικτικό της αποδοχής της ισχύος της συμφωνίας από τους εφεσείοντες. Προδήλως, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να αποκομίζουν οφέλη που θα προέκυπταν από τη διατήρηση της σύμβασης χωρίς να εκπληρούν ταυτόχρονα τις υποχρεώσεις τους προς την άλλη πλευρά.

4.  Ο διευθυντής των εφεσειόντων γνώριζε πολύ καλά την πραγματική κατάσταση αναφορικά με την κυριότητα των ακινήτων και ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας δεν ήταν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων. Άρα οι περί πλάνης ισχυρισμοί τους δεν ευσταθούν.

Β. Αντέφεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επιδίκασε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της καταχώρησης της αγωγής. Γι’ αυτό επιβάλλεται η ανάγκη τροποποίησης της εκκαλούμενης απόφασης κατά το μέρος που αφορά την επιδίκαση τόκων ούτως ώστε το εξ αποφάσεως χρέος των £25.000 να φέρει τόκο προς 8% ετησίως από της καταχωρήσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.

Η έφεση απορρίφθηκε. Η αντέφεση επιτράπηκε με έξοδα. Τα έξοδα σε κάθε περίπτωση θα βαρύνουν τον αποτυχόντα διάδικο.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Αγαθοκλέους κ.ά. ν. Λάππα (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2002.

[*173]Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 22/5/03 (Αρ. Αγωγής 480/99) με την οποία επιδίκασε υπέρ των εναγόντων και εναντίον τους £25.000, ως η απαίτηση των εναγόντων, ως το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό δυνάμει της μεταξύ των διαδίκων έγγραφης συμφωνίας ημερ. 27/11/96 βάσει της οποίας οι εναγόμενοι ανέλαβαν την κατοχή ημιτελούς οικοδομής και οικοδομικών υλικών με σκοπό τη συμπλήρωση του οικοδομικού έργου, επειδή η συμφωνία αντιπαροχής την οποία συνήψαν οι ενάγοντες με τις ιδιοκτήτριες της γης δεν τελεσφόρησε, και απέρριψε την ανταπαίτηση των εναγομένων για παρανομία της επίδικης σύμβασης.

Θ. Κορφιώτης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι ασχολούνται με την ανάπτυξη γης και την εκμετάλλευση ακινήτων. Οι εφεσίβλητοι, DREAMLAND DEVELOPERS LTD δυνάμει γραπτής συμφωνίας αντιπαροχής ημερομηνίας 25.9.1995 που συνήψαν με τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων 158 και 159 του Φ/Σχ. ΧΧΧΙΙΙ/55.Ε.1 στο Παραλίμνι, προχώρησαν στην εκτέλεση οικοδομικών εργασιών επί του τεμαχίου 158. Κατά τη σύναψη της συμφωνίας, τα αρχιτεκτονικά σχέδια ήταν ήδη κατατεθειμένα για έκδοση άδειας οικοδομής. Τα εν λόγω σχέδια, είχαν ετοιμαστεί από τον  αρχιτέκτονα Δημήτρη Έλληνα, μέτοχο και διευθυντή των εφεσειόντων CONQUEROR DEVELOPMENTS LTD ο οποίος, είχε και την επίβλεψη του έργου. Για λόγους που δεν έχουν σημασία στην υπόθεση, η DREAMLAND δεν προχώρησε στην εκτέλεση της συμφωνίας αντιπαροχής και η CONQUEROR επέδειξε ενδιαφέρον μέσω του διευθυντή της κ. Δ. Ελληνα να αναλάβει τη συμπλήρωση των ημιτελών οικοδομικών εργασιών. Ενόψει τούτου, οι διάδικοι συνήψαν μεταξύ τους συμφωνία ημερομηνίας 27.11.96 δυνάμει της οποίας, η DREAMLAND πώλησε στην CONQUEROR τα κτίσματα, υλικά κλπ που βρίσκονταν στο εργοτάξιο για το ποσό των £35.000. Η CONQUEROR πλήρωσε στην DREAMLAND £10.000 ενώ η πληρωμή του υπολοί[*174]που των £25.000 συμφωνήθηκε ότι θα γινόταν με πέντε τμηματικές πληρωμές. Οι εφεσείοντες, παρά τις οχλήσεις των εφεσιβλήτων, αρνήθηκαν να πληρώσουν το υπόλοιπο και οι εφεσίβλητοι κίνησαν εναντίον τους αγωγή με την οποία αξίωσαν το λαβείν τους. Οι εφεσείοντες, κατ’ επίκληση ακυρότητας της συμφωνίας τους με τους εφεσίβλητους, αρνήθηκαν την αξίωση. Πρόβαλαν διαζευκτικά ως λόγους ακυρότητας ότι η συμφωνία ήταν μολυσμένη από παρανομία επειδή άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες χωρίς να είχε προηγηθεί η έκδοση άδειας οικοδομής και ότι κατά τη σύναψη της συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη τελούσαν υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης ήτοι, θεωρούσαν ότι οι εφεσίβλητοι ήταν οι ιδιοκτήτες του «αντικειμένου» της συμφωνίας και ότι είχαν δικαίωμα επί του εν λόγω «αντικειμένου» ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι συμφωνήθηκαν όροι και αιρέσεις, συμπληρωματικοί της γραπτής συμφωνίας που στην πορεία, αθέτησαν οι εφεσίβλητοι. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν, πως παρά τις διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων ότι οι ιδιοκτήτριες των τεμαχίων συναινούσαν στη σύναψη με αυτούς νέας συμφωνίας αντιπαροχής με τους ίδιους όρους, εντούτοις, οι ιδιοκτήτριες αρνήθηκαν να συναινέσουν. Και για να τις πείσουν να συγκατανεύσουν και να συνάψουν μαζί τους νέα συμφωνία αντιπαροχής, τους έκαμαν παραχωρήσεις που είχαν κόστος οικονομικό. Για τη ζημιά που υπέστησαν, αξίωσαν δι’ ανταπαιτήσεως αποζημιώσεις από τους εφεσίβλητους. Στην ανταπαίτηση, συμπεριέλαβαν επίσης αξίωση για ζημιά που είχαν υποστεί ένεκα μεταγενέστερης υποχρέωσης που ανέκυψε και αφορούσε στην υποχρεωτική κατασκευή υποσταθμού της ΑΗΚ και μετρητών ηλεκτρικού ρεύματος.

Το δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και επιδίκασε προς όφελος τους £25.000 ως η απαίτηση, πλέον τόκους και έξοδα. Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε.

Ο Δημήτρης Έλληνας δεν άφησε καλή εντύπωσε στο δικαστήριο. Η μαρτυρία του, για τους λόγους που εξηγούνται λεπτομερώς και με ικανοποιητική επάρκεια κρίθηκε αναξιόπιστη. Εκτιμούμε πως δεν υπάρχει αποχρών λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση προς ανατροπή των ευρημάτων του δικάσαντος δικαστηρίου που αφορούν είτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στην αξιοπιστία των μαρτύρων είτε στα γεγονότα της υπόθεσης.

Οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου επί των γεγονότων για τα οποία υπήρξε αμφισβήτηση με συντομία είναι ότι ο διευθυντής των [*175]εφεσειόντων Δημήτρης Έλληνας πέρα από την επίβλεψη του έργου ανέλαβε και την ευθύνη για την προώθηση της αίτησης προς έκδοση άδειας οικοδομής από την αρμόδια αρχή και γενικά τη λήψη των αναγκαίων διαβημάτων προς κάθε αρμόδια αρχή για την εξασφάλιση της άδειας. Ο κ. Ελληνας ήταν από την αρχή γνώστης των διαδικασιών και της πορείας της αίτησης για την έκδοση της άδειας και οπωσδήποτε γνώριζε τα πάντα σχετικά με αυτό το θέμα κατά το χρόνο υπογραφής της επίδικης σύμβασης. Ειδικά γνώριζε ότι δεν είχε ακόμα εκδοθεί η άδεια οικοδομής.

Οι διάδικοι συνήψαν μεταξύ τους την επίδικη σύμβαση αμέσως μετά την ακύρωση της σύμβασης αντιπαροχής μεταξύ των ιδιοκτητριών της γης και των εφεσιβλήτων ενώ ταυτόχρονα, οι εφεσείοντες συνήψαν νέα σύμβαση αντιπαροχής με τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων. Οι εφεσείοντες πλήρωσαν το ποσό της προκαταβολής και ανέλαβαν την κατοχή των οικοδομών και των άλλων αντικειμένων σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σύμβαση. Ωστόσο, παρέλειψαν να πληρώσουν στους εφεσίβλητους το υπόλοιπο των £25.000 ως είχαν υποχρέωση με βάση τη σύμβαση η οποία, ουδέποτε τερματίστηκε. Το δικαστήριο εξέτασε στη συνέχεια τη θέση των εφεσειόντων αναφορικά με το κύρος της επίδικης σύμβασης σε συνάρτηση βέβαια προς τους ισχυρισμούς που πρόβαλαν περί παρανομίας της σύμβασης ένεκα της μη έκδοσης της άδειας οικοδομής και του γεγονότος ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέκτησαν εμπράγματο δικαίωμα το οποίο με τη σειρά τους θα τους μεταβίβαζαν προς εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί των εφεσειόντων εξετάστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και δικαίως κρίθηκαν αβάσιμοι.

Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι εφεσείοντες, επαναφέρουν προς συζήτηση το θέμα της παρανομίας της επίδικης σύμβασης, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους ίδιους ισχυρισμούς και νομική επιχειρηματολογία που προώθησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Λέγουν συναφώς ότι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη γιατί αφορούσε στην πώληση και παράδοση οικοδομών που κτίστηκαν παράνομα, εφόσον δεν εκδόθηκαν οι προβλεπόμενες από το νόμο άδειες. Λέγουν επίσης ότι τα απορρέοντα από τη σύμβαση με τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων δικαιώματα των εφεσιβλήτων επί των οικοδομών, ήταν ενοχικά και όχι εμπράγματα και συνεπώς οι εφεσίβλητοι δεν μεταβίβασαν στους εφεσείοντες οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα ικανό να τους επιτρέψει την αξίωση υπολοίπου συμφωνίας πώλησης αντικειμένων ως είναι η βάση της αγωγής. Οι εφεσείοντες θεωρούν [*176]λανθασμένη τη διαπίστωση ότι δεν τερματίστηκε η επίδικη συμφωνία και εισηγούνται  πως από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ρητά αλλά και με τις παραστάσεις και τη συμπεριφορά τους, τερμάτισαν την επίδικη συμφωνία. Οι εφεσείοντες, προσβάλλουν ακόμα και τις διαπιστώσεις που αναφέρονται στη συμφωνία της αντιπαροχής που συνήψαν με τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων, ισχυριζόμενοι ότι οι εν λόγω διαπιστώσεις στηρίζονται σε μαρτυρία εξ ακοής. Λέγουν επίσης ότι δεν έχει προβληθεί στις γραπτές προτάσεις ανάλογος ισχυρισμός.

Επαναλαμβάνουμε τη γνωστή αρχή ότι η κρίση αν ένας μάρτυρας είναι ή όχι αξιόπιστος ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Στην κρινόμενη υπόθεση, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα στα οποία κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία. Η εισήγηση των εφεσειόντων περί του αντιθέτου στερείται πειστικών επιχειρημάτων.

Στο άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 απαριθμούνται οι περιπτώσεις στις οποίες η αντιπαροχή ή ο σκοπός μιας συμφωνίας είναι παράνομος. Το άρθρο 24 του ιδίου νόμου προβλέπει πως «αν οποιοδήποτε μέρος μιας και μόνης αντιπαροχής για ένα ή περισσότερους σκοπούς ή μια οποιαδήποτε αντιπαροχή ή οποιοδήποτε μέρος μιας από περισσότερες αντιπαροχές για ένα και μόνο σκοπό, είναι παράνομος, η συμφωνία είναι άκυρη.».

Η επίδικη συμφωνία είχε ως αντικείμενο την πώληση ημιτελών οικοδομών κλπ. που ανήγειραν οι εφεσίβλητοι στο τεμάχιο 158 για το ποσό των £35.000. Πρόκειται για μια καθόλα νόμιμη συμφωνία εφόσον δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που απαγορεύονται από το νόμο. Η φύση της συμφωνίας δεν είναι τέτοια ώστε αν επιτρεπόταν θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, δεν συνιστά απάτη, δεν επιφέρει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου ούτε αντίκειται στα χρηστά ήθη ή την δημόσια τάξη. Το γεγονός ότι η ανέγερση των ημιτελών οικοδομών έγινε χωρίς  να προηγηθεί η έκδοση της άδειας οικοδομής δεν καθιστά, από μόνο του την αντιπαροχή και/ή το σκοπό της συμφωνίας παράνομο και τη συμφωνία άκυρη. Ακολουθεί πως οι εφεσίβλητοι δεν εμποδίζονταν να διεκδικήσουν το λαβείν τους από τους εφεσείοντες. Βλ. Αγαθοκλέους κ.ά. ν. Λάππα (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ., σελ. 2002. Ο αρχιτέκτονας του έργου ήταν ο κ. Δ. Έλληνας, διευθυντής των εφεσειόντων, ο οποίος ήταν ενήμερος από την αρχή και γνώριζε τα πάντα που αφορούσαν στην αίτηση για την άδεια οικοδομής.

[*177]

Οι εφεσίβλητοι με βάση τη συμφωνία αντιπαροχής που είχαν συνάψει με τις ιδιοκτήτριες των τεμαχίων, απέκτησαν δικαίωμα ανέγερσης των εν λόγω οικοδομών στα τεμάχια των ιδιοκτητριών. Με την επίδικη συμφωνία, έγινε πώληση του εν λόγω συμβατικού δικαιώματος των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες. Αυτό το δικαίωμα, αντικείμενο της επίδικης συμφωνίας, περιήλθε στους εφεσείοντες με τη συναίνεση των ιδιοκτητριών των τεμαχίων και αφού οι εφεσείοντες συνήψαν με αυτές νέα συμφωνία αντιπαροχής που αφορούσε στο ίδιο αντικείμενο. Ο,τι λοιπόν απέμεινε σε εκκρεμότητα, ήταν η εξόφληση από τους εφεσείοντες του υπόλοιπου των £25.000 σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της επίδικης συμφωνίας η οποία, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο ουδέποτε τερματίστηκε. Οι εφεσείοντες συνέχισαν να κατέχουν τις ημιτελείς οικοδομές τις οποίες συμπλήρωσαν, γεγονός ενδεικτικό της αποδοχής της ισχύος της συμφωνίας από τους εφεσείοντες. Προδήλως, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να αποκομίζουν οφέλη που θα προέκυπταν από τη διατήρηση της σύμβασης χωρίς να εκπληρούν ταυτόχρονα τις υποχρεώσεις τους προς την άλλη πλευρά.

Οι διάδικοι είχαν σαφή γνώση των θεμάτων στα οποία αφορούσε η επίδικη συμφωνία. Ο διευθυντής των εφεσειόντων ως εκ της θέσεως και του ρόλου του γνώριζε πολύ καλά την πραγματική κατάσταση αναφορικά με την κυριότητα των ακινήτων και ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι κατά το χρόνο της σύναψης της συμφωνίας δεν ήταν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων. Θεωρούμε επομένως ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι οι διάδικοι κατά τη σύναψη της συμφωνίας, τελούσαν υπό πλάνη αναφορικά με την κυριότητα των τεμαχίων.

Αναφορικά με την αντέφεση που έχει ως επίδικο θέμα την επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης, οι αντεφεσείοντες εισηγούνται πως έπρεπε να είχε επιδικαστεί νόμιμος τόκος τουλάχιστο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και ότι το δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η δικηγόρος τους δήλωσε ότι εγκαταλείπουν το δικαίωμά τους για επιδίκαση νόμιμου τόκου από την καταχώρηση της αγωγής στις 19.1.99 που πηγάζει από το άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου (ν. 14/60 και τροποποιήσεων).

Στο παρακλητικό (prayer) της έκθεσης απαίτησης η αξίωση για τόκους διατυπώθηκε ως πιο κάτω:

[*178]«(α) ................................................................................................

(β) τόκο 8,5% ετησίως πάνω στο ποσό των ΛΚ5.000.- από 31.5.97 και από 31.8.97 και από 30.11.97 και από 28.2.98 και από 31.5.98 μέχρι την πλήρη εξόφληση.

(γ) ...................................................................................................

(δ) νόμιμους τόκους.»

Στα πρακτικά της υπόθεσης καταγράφεται η πιο κάτω στιχομυθία μεταξύ της δικαστού και της δικηγόρου των εναγόντων:

«Δικαστήριο: Όσον αφορά το θέμα των τόκων και για τις περιόδους που το ζητάτε σε ποια μαρτυρία παραπέμπετε το δικαστήριο;

κα Νικολάου: Το θέμα των τόκων το εγκαταλείπουμε Εντιμοτάτη δεν έχουμε προσκομίσει μαρτυρία.»

 

Από την πιο πάνω δήλωση της δικηγόρου σαφώς προκύπτει ότι οι ενάγοντες εγκατέλειψαν την αξίωσή τους ως η παρα. (β) του παρακλητικού (ανωτέρω).

Σύμφωνα με το άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου κάθε δικαστική απόφαση φέρει νόμιμο τόκο προς 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής εκτός αν συντρέχουν λόγοι που εξειδικεύονται στην επιφύλαξη της πιο πάνω διάταξης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν φαίνεται ότι συνέτρεχαν λόγοι που θα δικαιολογούσαν άλλη προσέγγιση. Προδήλως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν επιδίκασε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Παρίσταται επομένως ανάγκη τροποποίησης της εκκαλούμενης απόφασης κατά το μέρος που αφορά στην επιδίκαση τόκων. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται έτσι ώστε το εξ αποφάσεως χρέος των £25.000 να φέρει τόκο προς 8% ετησίως από της καταχωρήσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται η δε αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Τα έξοδα σε κάθε περίπτωση θα βαρύνουν τον αποτυχόντα διάδικο.

[*179]Η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα. Τα έξοδα σε κάθε περίπτωση θα βαρύνουν τον αποτυχόντα διάδικο.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο