Τεγκεράκης Βύρων, διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Κορίνας Τεγκεράκη (Χατζηπαναγή Γιαννή) ν. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1 ΑΑΔ 289

(2005) 1 ΑΑΔ 289

[*289]18 Φεβρουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΒΥΡΩΝ ΤΕΓΚΕΡΑΚΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΚΟΡΙΝΑΣ ΤΕΓΚΕΡΑΚΗ (ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ ΓΙΑΝΝΗ),

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11932)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Απόρριψη αίτησης, ο αιτητής απέτυχε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή και επίσης ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου κατά την απόρριψη της αίτησης παραμερισμού ασκήθηκε λανθασμένα.

Στις 7.11.2000 ο εφεσίβλητος - ο Δήμος Λευκωσίας - εξασφάλισε απόφαση ερήμην εναντίον της μητέρας του εφεσείοντος. Στις 11.6.2001, ο εφεσείων υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης, στο μεταξύ μητέρας του, καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους λόγους: (α) Η αποβιώσασα ήταν σχεδόν τυφλή και δεν είχε την δυνατότητα να διαβάσει το κλητήριο ένταλμα όταν της επιδόθηκε, (β) ο ίδιος ο εφεσείων ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και δεν έλαβε γνώση για την έγερση της αγωγής και (γ) υπήρχε καλή υπεράσπιση στην αγωγή καθότι η ζημιά στην οικία της εφεσείουσας την οποία ο εφεσίβλητος επιδιόρθωσε και στη συνέχεια ζητούσε αποζημίωση, προκλήθηκε από τον ίδιο κατά την εκσκαφή δρόμου με τη χρήση βαριών μηχανημάτων.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση του επιδότη, ο οποίος ισχυρίζετο ότι επέδωσε το κλητήριο ένταλμα προσωπικώς στην αποβιώσασα και εκείνη έβλεπε και υπέγραψε την αγωγή και ότι η αποβιώσασα γνώριζε ότι η αγωγή αφορούσε έξο[*290]δα του εφεσίβλητου για επιδιόρθωση επικίνδυνου μέρους της οικίας της.

Ο εφεσείων καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία επισυνάπτονταν ιατρικά πιστοποιητικά αναφορικά με τη νοητική κατάσταση και τη γενική κατάσταση της υγείας της αποβιώσασας μητέρας του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του επιδότη.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα προαναφερόμενα ιατρικά πιστοποιητικά συνιστούσαν εξ ακοής μαρτυρία και δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και απέρριψε την αίτηση παραμερισμού.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας διάφορους λόγους οι οποίοι αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγινε κανονική επίδοση στην αποβιώσασα και ότι η μη εμφάνισή της παρέμεινε αδικαιολόγητη.  Ο εφεσείων υπέβαλε επίσης ότι εσφαλμένα αντιμετωπίσθηκε η προϋπόθεση ύπαρξης καλής υπεράσπισης και εσφαλμένα αποκλείσθηκαν τα ιατρικά πιστοποιητικά.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ερήμην απόφαση είχε εκδοθεί σύμφωνα με τους Θεσμούς και ορθώς διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν θα έπρεπε να παραμεριστεί ex debito justitiae. Ο αιτητής έφερε το βάρος να πείσει ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, κατά την απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, ασκήθηκε λανθασμένα, οπόταν και το Εφετείο δύναται να επέμβει.  Ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το εν λόγω βάρος αποδείξεως.

2.  Πρωταρχικό καθήκον του Δικαστή είναι να διαπιστώσει κατά πόσο ο αιτητής έχει αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.  Επιπλέον αναμένεται από το Δικαστήριο, ότι ο αιτητής θα δώσει και κάποια λογική εξήγηση γιατί δεν έλαβε οποιαδήποτε δικονομικά μέτρα με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση εναντίον του ερήμην.

3.  Στην υπό εξέταση υπόθεση ο εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην αγωγή του εφεσίβλητου Δήμου για αποζημίωση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Έφεση.

[*291]

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 18/12/03 (Αρ. Αγωγής 7778/00) με την οποία απέρριψε την αίτησή του για παραμερισμό της εκδοθείσας στις 7/11/00 απόφασης, ερήμην, εναντίον της αποβιώσασας μητέρας του για αποζημιώσεις λόγω επιδιορθώσεων της ζημίας στην οικία της στις οποίες προέβη ο ενάγων Δήμος, και την οποία καταχώρισε ως διαχειριστής της περιουσίας της.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Π. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 7.11.2000 εκδόθηκε απόφαση, ερήμην, εναντίον της μητέρας του εφεσείοντα αφού αυτή δεν είχε εμφανιστεί στο Δικαστήριο. Στις 11.6.2001 ο εφεσείοντας, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης, στο μεταξύ, μητέρας του, καταχώρησε αίτηση παραμερισμού της προαναφερόμενης απόφασης. Οι λόγοι στους οποίους βασιζόταν η αίτηση παραμερισμού ήταν ότι:

1.  Η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος είχε γίνει στην αποβιώσασα μητέρα του η οποία ήταν σχεδόν τυφλή, όταν της επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, και δεν μπορούσε να το διαβάσει.

2.  Ο εφεσείοντας ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και δεν έλαβε γνώση για την έγερση της αγωγής εναντίον της μητέρας του.

3.  Υπάρχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή του εφεσίβλητου - Δήμου Λευκωσίας – καθότι η ζημιά στην οικία της εφεσείουσας την οποία ο εφεσίβλητος Δήμος επιδιόρθωσε και στη συνέχεια αξιούσε αποζημίωση, προκλήθηκε από τον ίδιο τον εφεσίβλητο Δήμο Λευκωσίας ο οποίος ασχολείτο με την εκσκαφή δρόμου μπροστά από την προαναφερόμενη οικία, χρησιμοποιώντας βαριά μηχανήματα και ως αποτέλεσμα αυτών των εργασιών έγιναν δονήσεις που προκάλεσαν ζημιά στον τοίχο πρόσοψης της κατοικίας.

4.  Παρόλο που η αποβιώσασα Κορίνα Τεγκεράκη ήταν η ιδιοκτήτρια της οικίας εντούτοις, κατά τον εφεσείοντα, η αγωγή [*292]θα έπρεπε να είχε εγερθεί εναντίον του.

Η προαναφερόμενη αίτηση παραμερισμού του εφεσείοντα υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του ιδίου, ημερ. 11.6.2001. Στην ένορκη δήλωση εκείνη ο εφεσείων αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι από το 1993 ο εφεσίβλητος Δήμος είχε εξασφαλίσει διάταγμα τερματισμού των οικοδομικών εργασιών που διεξάγοντο στην προαναφερόμενη οικία καθώς και διάταγμα κατεδάφισης. Περιπλέον ο εφεσείοντας ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωση του ότι κατά το 1992 ή 1993 ο εφεσίβλητος Δήμος προέβη στις προαναφερόμενες εργασίες που είχαν σαν αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρής ζημιάς στον τοίχο πρόσοψης και στην είσοδο της οικίας της μητέρας του.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση και στη συνέχεια κατέθεσαν και συμπληρωματική ένορκη δήλωση του επιδότη Γιαννάκη Κτωρίδη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι επέδωσε το κλητήριο ένταλμα της αγωγής, στην αποβιώσασα, ότι εκείνη έβλεπε και υπέγραψε την αγωγή στην παρουσία του και ότι η αποβιώσασα γνώριζε πως η αγωγή αφορούσε σε έξοδα του εφεσίβλητου Δήμου για επιδιόρθωση επικίνδυνου τμήματος της οικίας της.

Στη συνέχεια ο εφεσείοντας καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία επισυνάπτονται ιατρικά πιστοποιητικά, ημερ. 25.9.2002 και 15.10.2003, τα οποία αναφέρονται στην νοητική κατάσταση και την γενική κατάσταση της υγείας της αποβιώσασας μητέρας του εφεσείοντα.

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αίτησης παραμερισμού αντεξετάστηκε ο επιδότης Γιαννάκης Κτωρίδης επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του και επανέλαβε τους ισχυρισμούς του που περιέχονται στην ένορκη του δήλωση. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής έκρινε ότι η μαρτυρία του δεν είχε αντιφάσεις ούτε και υπερβολές και ότι ήταν αξιόπιστη. Επίσης έκρινε ότι τα προαναφερόμενα ιατρικά πιστοποιητικά συνιστούσαν εξ ακοής μαρτυρία η οποία δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο και ότι, εν πάση περιπτώσει, αφορούσαν σε μεταγενέστερο χρόνο και δεν μπορούσαν να ληφθούν σοβαρά υπόψη αναφορικά με την νοητική κατάσταση και τη γενική κατάσταση της υγείας της αποβιωσάσης Κορίνας Τεγκεράκη, κατά τον ουσιώδη χρόνο που ήταν ο χρόνος της επίδοσης της αγωγής. Στη συνέχεια η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής αναφέρθηκε στις αποφάσεις που εκδίδονται ερήμην, στις οποίες όμως παρατηρείται αντικανονικότητα στη διαδικασία και οι οποίες παραμερίζονται από το Δικαστήριο ex debito justitiae, και [*293]στις περιπτώσεις όπου απόφαση ερήμην εκδίδεται στα πλαίσια κανονικής διαδικασίας. Έκρινε ότι η προκείμενη περίπτωση ήταν περίπτωση όπου η απόφαση εκδόθηκε σε κανονική διαδικασία και ότι ο αιτητής-εφεσείοντας είχε το βάρος να πείσει το Δικαστήριο ότι υπήρχαν γεγονότα τέτοια που στοιχειοθετούσαν την ύπαρξη καλής υπεράσπισης. Αναφέρθηκε σε σχετική Αγγλική και Κυπριακή νομολογία.

Οι λόγοι εφέσεως είναι πέντε:

1.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι έγινε κανονική επίδοση στην αποβιώσασα, ότι αυτή έλαβε γνώση της αγωγής και ότι δεν εξηγήθηκαν οι λόγοι της μη εμφάνισης της.

2.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αντιμετώπισε την προϋπόθεση ύπαρξης καλής υπεράσπισης από την εναγόμενη (μητέρα του εφεσείοντα).

3.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε και δεν αξιολόγησε ή απέκλεισε τα προαναφερόμενα ιατρικά πιστοποιητικά για το λόγο ότι αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία.

4.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως τα προαναφερόμενα ιατρικά πιστοποιητικά δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη καθότι εκδόθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο και δεν αναφέρουν ότι η εναγόμενη δεν είχε σώας τας φρένας κατά τον επίδικο χρόνο, και

5.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι επειδή έκρινε πως η επίδοση ήταν κανονική και η εναγόμενη έλαβε γνώση της αγωγής, η μη εμφάνιση της παρέμεινε αδικαιολόγητη.

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία επεσύναψε στις ένορκες δηλώσεις του ο εφεσείοντας συνιστούσαν πράγματι εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον δεν έγιναν ένορκες δηλώσεις από τους ίδιους τους θεράποντες ιατρούς αλλά οι βεβαιώσεις τους επισυνάφθηκαν σε ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα οι ιατροί που εξέδωσαν τις βεβαιώσεις να μην είναι δυνατόν να αντεξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου.  Θεωρούμε ορθή την απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού να μην λάβει υπόψη την προαναφερόμενη μαρτυρία ως εξ ακοής μαρτυρία, δεδομένου μάλιστα ότι η αίτηση παραμερισμού αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιάμεση αίτηση στην οποία είναι δυνατόν να δοθεί και εξ ακοής μαρτυρία υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Επιπλέον συμφωνούμε με την ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά [*294]που επισύναψε ο εφεσείοντας δεν αφορούσαν στον ουσιώδη χρόνο της επίδοσης της αγωγής.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής βασίστηκε στη μαρτυρία του αρμόδιου επιδότη, ο οποίος είχε προβεί σε ένορκη δήλωση, αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της και η μαρτυρία του κρίθηκε ως καθόλα αξιόπιστη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία εκείνη είχε γίνει προσωπική επίδοση της αγωγής στην εναγόμενη, αποβιώσασα Κορίνα Τεγκεράκη, η οποία έβλεπε και υπέγραψε την αγωγή και μάλιστα από τις διευκρινιστικές ερωτήσεις που υπέβαλε στον επιδότη ο επιδότης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή γνώριζε εις τι αφορούσε η αγωγή. Εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η αποβιώσασα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε σώας τα φρένας. Κατά συνέπεια θεωρούμε πως το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδοση της αγωγής έγινε νομότυπα, σύμφωνα με τους Θεσμούς, και ότι η εκδοθείσα ερήμην απόφαση δεν θα έπρεπε στην προκείμενη περίπτωση να παραμεριστεί ex debito justitiae, ένεκα αντικανονικότητας στη διαδικασία, είναι ορθό.   Συναφώς παρατηρούμε πως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η μαρτυρία του επιδότη Γιαννάκη Κτωρίδη ήταν αξιόπιστη, δεν εφεσιβλήθηκε.

Εφόσον η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην ήταν κανονική, δηλαδή εκδόθηκε σύμφωνα με τους Θεσμούς και ακολουθήθηκε ορθή διαδικασία, ο εφεσείοντας έχει την  υποχρέωση να πείσει ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, η οποία ασκήθηκε με την απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, ασκήθηκε λανθασμένα. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός εάν ικανοποιηθεί σαφώς  ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε λανθασμένα. Εάν είναι απαραίτητο το Εφετείο εξετάζει εξ υπαρχής τα σχετικά γεγονότα και τις συνθήκες που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, στα πλαίσια αναθεώρησης της πρωτόδικης απόφασης.

Το πρωταρχικό καθήκον του Δικαστή, ο οποίος εξετάζει αίτηση παραμερισμού αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην (δυνάμει της Δ.16 θ.14 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), είναι να διαπιστώσει κατά πόσο ο αιτητής έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοια γεγονότα και στοιχεία τα οποία να καταδεικνύουν ότι έχει βάσιμη υπεράσπιση, δηλαδή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης προϋποθέτει και εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση της εκδοχής του αιτητή, δηλαδή προϋποθέτει την προσκόμιση στο Δικαστήριο κάποιων αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυρίας, υπό μορφή ένορκης δήλωσης, που να υποστηρίζουν [*295]την εκδοχή του αιτητή. Επιπλέον αναμένεται από το Δικαστήριο, ότι ο αιτητής θα δώσει και κάποια λογική εξήγηση γιατί δεν έλαβε οποιαδήποτε δικονομικά μέτρα με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση εναντίον του ερήμην.

Στην προκείμενη περίπτωση τα μόνα στοιχεία που ο εφεσείοντας έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν η δική του εκδοχή, υπό μορφή ένορκης δήλωσης, ότι για τη ζημιά που υπέστη η οικία της μητέρας του, την οποία επιδιόρθωσε ο εφεσίβλητος Δήμος και αξιούσε από την ιδιοκτήτρια αποζημίωση, οφειλόταν σε ενέργειες του ίδιου του εφεσίβλητου Δήμου, οι οποίες, κατ’ ισχυρισμό του εφεσείοντα, είχαν γίνει πριν μερικά χρόνια.

Εκτιμούμε ότι με βάση τη μαρτυρία που ο εφεσείοντας έθεσε ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αυτός απέτυχε να ικανοποιήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην αγωγή του εφεσίβλητου Δήμου για αποζημίωση καθότι οι θέσεις του παρέμειναν  απλοί ισχυρισμοί και αόριστα συμπεράσματα και δεν τεκμηριώθηκαν, στο βαθμό που ήταν απαραίτητο για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, με συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα που να τις υποστηρίζουν.

Ο εφεσείοντας, ο οποίος είχε το βάρος της απόδειξης ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα, απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε και όχι μόνον δεν έχουμε πειστεί ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα αλλά εκτιμούμε ότι με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε ορθά και δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί οποιοσδήποτε λόγος εφέσεως.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο