Loukason Ltd και Άλλοι ν. Παναγιώτης Μακεδόνας & Υιοί Λτδ και Άλλων (2005) 1 ΑΑΔ 345

(2005) 1 ΑΑΔ 345

[*345]28 Φεβρουαρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑOY, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11591)

LOUKASON LTD,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

2. VENUS LAUNDRY LTD,

3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11636)

1. C.C.C. LAUNDRIES LTD,

2. ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗΣ,

Εφεσείοντες-Τριτοδιάδικοι,

v.

LOUKASON LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας,

v.

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

2. VENUS LAUNDRY LTD,

3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11591, 11636)

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Ορθός προσδιορισμός επίδικων [*346]θεμάτων, σύνοψη ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα και συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ― Δεν επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα αξιοπιστίας πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Όταν η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται δικαστικά το Εφετείο δεν επεμβαίνει ― Κατά κανόνα τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Η εταιρεία Loukason Ltd καταχώρησε αγωγή εναντίον των εναγομένων αξιώνοντας την καταβολή του ποσού των ΛΚ30.000 ως συμφωνηθείσα ή διαζευκτικά, ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε ως αποτέλεσμα των οποίων επιτεύχθηκε η πώληση και/ή μεταβίβαση αυτοκινήτων, μηχανημάτων, εξοπλισμού κ.λ.π. όπως και η καλή φήμη των επιχειρήσεων πλυντηρίων / καθαριστηρίων των εναγομένων στην εταιρεια CCC Laundries Ltd (τριτοδιάδικοι).

Οι εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν ότι συμφώνησαν να καταβάλουν την πιο πάνω προμήθεια στην ενάγουσα υπό την προϋπόθεση της εξασφάλισης της τιμής  πώλησης την οποία ζητούσαν τότε, ήτοι ΛΚ1.650.000. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα πωλούσαν οτιδήποτε ούτε και θα είχαν υποχρέωση πληρωμής οποιασδήποτε προμήθειας. Όταν η ενάγουσα σε κάποιο στάδιο επανήλθε με προτεινόμενο τίμημα πώλησης ΛΚ1.550.000, οι εναγόμενοι 1 και 2 το αποδέκτηκαν τόνισαν όμως προς την ενάγουσα ότι, σε περίπτωση πώλησης, η προμήθειά της θα ήταν ΛΚ20.000.  Η ενάγουσα δεν δέχθηκε και οι εναγόμενοι 1 και 2 της δήλωσαν ότι δεν ήθελαν την περαιτέρω ανάμειξή της. Τελικά υπογράφηκε η συμφωνία πώλησης αφού προηγήθηκαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της CCC Laundries Ltd και των εναγομένων 1 και 2 και χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίσθηκαν περαιτέρω ότι έθεσαν υπόψη της CCC Laundries Ltd την πιθανή απαίτηση της ενάγουσας για ΛΚ30.000 και η CCC Laundries Ltd, με την προσωπική εγγύηση του τριτοδιάδικου 2, ανέλαβε αποκλειστικά την υποχρέωση διευθέτησης και εξόφλησης οποιασδήποτε απαίτησης της ενάγουσας. Ως αντάλλαγμα, οι εναγόμενοι 1 και 2 αποδέχθηκαν την μείωση του συμφω[*347]νηθέντος τιμήματος πώλησης κατά ΛΚ15.000, ποσό που πληρώθηκε από τους τριτοδιάδικους προς την ενάγουσα.

Οι εναγόμενοι 1 και 2 με την έκθεση απαίτησής τους εναντίον των τριτοδιαδίκων αξίωσαν την αποζημίωση και/ή συνεισφορά τους για οποιοδήποτε ποσό και/ή έξοδα τα οποία ήθελαν υποχρεωθεί να καταβάλουν προς την ενάγουσα.

Με τη δική τους υπεράσπιση, οι τριτοδιάδικοι, αρνήθηκαν ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της ενάγουσας και ότι οι εν λόγω διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή συμφωνίας πώλησης του ακινήτου και της επιχείρησης μεταξύ των εναγομένων 1 και 2 και της Alfa Star (θυγατρικής εταιρείας των εναγομένων στην οποία ανήκει το ακίνητο), αφενός, και των CCC Laundries Ltd, αφετέρου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του εναγομένου 3 και των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης και απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων της ενάγουσας, όπως και του μάρτυρα των τριτοδιαδίκων. Το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει άμεση αιτιώδη σχέση μεταξύ της δικής της μεσολάβησης και της πώλησης και απέρριψε την απαίτηση της ενάγουσας με έξοδα. Στη συνέχεια το Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση των εναγομένων εναντίον των τριτοδιάδικων χωρίς να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή εξόδων. Αναφορικά με την προμήθεια που θα επληρώνετο στην ενάγουσα το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Μ.Υ. 1 δέχθηκε πρόταση του τριτοδιάδικου 2 όπως από το ποσό των ΛΚ1.365.000 στο οποίο οι δύο πλευρές είχαν προκαταρκτικά καταλήξει για την πώληση της επιχείρησης στους τριτοδιάδικους 1, αφαιρεθεί ποσό ΛΚ15.000, το οποίο θα κατεβάλλετο από τους τριτοδιάδικους στην ενάγουσα προς ικανοποίηση τυχόν απαίτησής της για προμήθεια και αν η τελευταία αποδέχετο το εν λόγω ποσό προς πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής της για προμήθεια, τότε οι τριτοδιάδικοι υποχρεούντο να καταβάλουν στους εναγόμενους, πέραν του ποσού που θα κατέβαλλαν στην ενάγουσα, ποσό ΛΚ7.500.

Η ενάγουσα καταχώρησε την έφεση υπ’ αρ. 11591 προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους λόγους:

1) Η πρωτόδικη απόφαση στερείται δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας.

2) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι εσφαλμένη και τα ευρήματα στα οποία το πρωτό[*348]δικο Δικαστήριο κατέληξε είναι επίσης εσφαλμένα.

3) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του ΜΕ1 είναι εσφαλμένη όπως εσφαλμένη είναι και η απόφαση ότι η αμοιβή που θα εδικαιούτο η ενάγουσα σε περίπτωση επιτυχίας της στην αγωγή θα έπρεπε να μειωθεί ανάλογα αφού λήφθηκε υπόψη η πληρωμή σε αυτή από τους τριτοδιάδικους ποσού ΛΚ15.000 καθώς επίσης και ποσού ΛΚ7.500.

4) Η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί για το λόγο ότι υπήρξε μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης και ακολούθως στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης.

Οι τριτοδιάδικοι καταχώρησαν την έφεση υπ’ αρ. 11636 εναντίον της ενάγουσας και των εναγομένων. Το Εφετείο εξέτασε το λόγο έφεσης που εστρέφετο εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει υπέρ τους και εις βάρος των εφεσιβλήτων-εναγομένων τα έξοδα.  Οι τριτοδιάδικοι υποστήριξαν ότι “οι εναγόμενοι αδικαιολόγητα ενέπλεξαν τους τριτοδιαδίκους στη διαδικασία της αγωγής” και γι’ αυτό έπρεπε να καταδικαστούν σε έξοδα.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Έφεση υπ’ αρ. 11591.

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προσδιόρισε τα επίδικα θέματα, συνόψισε το ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας, και, αφού το αξιολόγησε, κατέληξε, με επαρκή αιτιολόγηση, στα ευρήματα και συμπεράσματά του ως προς τα επίδικα θέματα. Και αποφάσισε ανάλογα.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευθύνη της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ1 ως αληθή, ειλικρινή και πειστική αφού την αξιολόγησε στην ολότητά της σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία της υπεράσπισης και ορθώς έκρινε ότι οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του και των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης ήταν φυσιολογικές “ενόψει του χρόνου που διέρρευσε και του μακρού χρόνου που διήρκεσαν οι διαπραγματεύσεις και της πολλαπλότητας των θεμάτων που εγείροντο συχνά”.

3.  Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ1 για τους λόγους που εξηγά, σε έκταση, στην απόφασή του.   Όσον αφορά τα ποσά των ΛΚ15.000 και των ΛΚ7.500 ορθά κρίθηκε από [*349]το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτά, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, θάπρεπε να αφαιρεθούν από την προμήθεια την οποία θα εδικαιούτο η ενάγουσα/εφεσείουσα.

4.  Η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης ήταν δικαιολογημένη, ενόψει της εκτεταμένης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προφορικής και έγγραφης, αλλά και της πολλαπλότητας των επίδικων θεμάτων τα οποία ηγέρθησαν και από τους τρεις διαδίκους.

Β. Έφεση υπ’ αρ. 11636

Δικαιολογημένα οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι ενέπλεξαν τους τριτοδιάδικους στη διαδικασία της αγωγής εφόσον σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι, προτού καταλήξουν σε οριστική συμφωνία με τους τριτοδιάδικους, διευθέτησαν μαζί τους τον τρόπο με τον οποίο θα ικανοποιείτο ενδεχόμενη απαίτηση της ενάγουσας για καταβολή προμήθειας. Στα πλαίσια της διευθέτησης αυτής οι τριτοδιάδικοι ανέλαβαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Επομένως, εύλογα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε στους τριτοδιάδκους τα έξοδά τους.

Η έφεση 11591 απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Η έφεση 11636 απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κολοκασίδης Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 132,

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

Εφέσεις.

Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 23/12/02 (Αρ. Αγωγής 2642/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή της εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3 με την οποία αξίωνε την καταβολή του ποσού των ΛΚ30.000 ως συμφωνηθείσα ή, διαζευκτικά, ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους εναγόμενους, μαζί και/ή στον καθένα ξεχωριστά, ως αποτέλεσμα των οποίων επιτεύχθηκε η πώληση και/ή μεταβίβαση αυτοκινήτων, μηχανημάτων, εξοπλισμού κλπ, όπως και η καλή φήμη, των επιχειρήσεων πλυντηρίων/καθαριστηρίων των εναγόμενων προς την εταιρεία CCC [*350]Laundries Ltd, τριτοδιάδικο/εφεσείουσα 1 στην Π.Ε. 11636, και έφεση από την τριτοδιάδικο κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει υπέρ της και εις βάρος των εφεσίβλητων-εναγόμενων τα έξοδα.

Σ. Φασουλιώτης, για την Εφεσείουσα-Ενάγουσα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11591.

Ν. Πιριλλίδης, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11591.

Κ. Κακουλλή, για τους Εφεσείοντες-Τριτοδιάδικους στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11636.

Σ. Φασουλιώτης, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11636.

Ν. Πιριλλίδης, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11636.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑOY, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ’ αρ. 2642/1997 αγωγή που καταχώρησε στο Ε.Δ. Λεμεσού η ενάγουσα Loukason Ltd (εφεσείουσα στην ΠΕ11591 και εφεσίβλητη στην ΠΕ11636) αξίωσε από τους εναγόμενους 1. Παναγιώτη Μακεδόνα & Υιοί Λτδ, 2. Venus Laundry Ltd και 3. Παναγιώτη Μακεδόνα (εφεσίβλητους στην ΠΕ11591 και ΠΕ11636) την καταβολή του ποσού των ΛΚ30.000 ως συμφωνηθείσα ή, διαζευκτικά, ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους εναγόμενους, μαζί και/ή στον καθένα ξεχωριστά, ως αποτέλεσμα των οποίων επιτεύχθηκε η πώληση και/ή μεταβίβαση αυτοκινήτων, μηχανημάτων, εξοπλισμού κλπ, όπως και η καλή φήμη, των επιχειρήσεων πλυντηρίων/καθαριστηρίων των εναγόμενων προς την εταιρεία CCC Laundries Ltd (τριτοδιάδικο/εφεσείουσα 1 στην ΠΕ11636).

Με την υπεράσπιση οι εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν ότι το ακίνητο όπου στεγαζόταν η επιχείρηση πλυντηρίου/καθαριστηρίου των εναγόμενων 1 και 2 ανήκε σε θυγατρική τους εταιρεία, την Alfa Star Laundry Ltd (η Alfa Star). Ύστερα από μεσολάβηση της ενάγουσας, οι εναγόμενοι 1 και 2 και η Alfa Star ήλθαν σε επαφή με [*351]τους προτιθέμενους αγοραστές του ακινήτου και της επιχείρησης, ήτοι την CCC Laundries Ltd. Πριν τη μεσολάβηση, η ενάγουσα είχε ζητήσει ΛΚ30.000 ως προμήθεια. Οι εναγόμενοι 1 και 2 συμφώνησαν να καταβάλουν την προμήθεια. Έθεσαν, όμως, ως απαραίτητη προϋπόθεση την εξασφάλιση της τιμής πώλησης την οποία ζητούσαν τότε, ήτοι ΛΚ1.650.000. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα πωλούσαν οτιδήποτε ούτε και θα είχαν υποχρέωση πληρωμής οποιασδήποτε προμήθειας. Σε κάποιο στάδιο η ενάγουσα επανήλθε με προτεινόμενο τίμημα πώλησης ΛΚ1.550.000. Οι εναγόμενοι 1 και 2 το αποδέχτηκαν. Τόνισαν, όμως, προς την ενάγουσα ότι, σε περίπτωση πώλησης, η προμήθειά της θα ήταν ΛΚ20.000. Η ενάγουσα δεν δέχθηκε. Ως αποτέλεσμα, οι εναγόμενοι 1 και 2 δήλωσαν, εις μεν τους προτιθέμενους τριτοδιάδικους ότι δεν θα προχωρούσαν στην πώληση, εις δε την ενάγουσα ότι δεν ήθελαν την περαιτέρω ανάμειξή της στην όλη υπόθεση. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της τριτοδιάδικου 1 και των εναγόμενων 1 και 2 επανήρχισαν αργότερα με πρωτοβουλία των τριτοδιάδικων. Αφού συνεχίστηκαν επί μακρόν, χωρίς την  οποιαδήποτε συμμετοχή της ενάγουσας, ολοκληρώθηκαν, με την υπογραφή συμφωνίας πώλησης του ακινήτου και της επιχείρησης μεταξύ των εναγόμενων 1 και 2 και της A Star Laundry Ltd, αφενός, και των CCC Laundries Ltd, αφετέρου. Οι εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν, περαιτέρω, ότι, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους τριτοδιάδικους, έθεσαν υπόψη τους την πιθανή απαίτηση της ενάγουσας για ΛΚ30.000, τονίζοντας ότι δεν την αποδέχθηκαν ούτε και απεδέχοντο ή αναλάμβαναν οποιαδήποτε ευθύνη. Προτιμούσαν, μάλιστα, να μην ολοκληρωθεί η συμφωνία πώλησης αν επρόκειτο να έχουν οποιαδήποτε υποχρέωση πληρωμής προμήθειας προς την ενάγουσα. Συνακόλουθα, η τριτοδιάδικος 1, με την προσωπική εγγύηση του τριτοδιάδικου 2, ανέλαβε αποκλειστικά την υποχρέωση διευθέτησης και εξόφλησης οποιασδήποτε απαίτησης της ενάγουσας με απευθείας διαπραγματεύσεις μαζί της κατά τρόπο απαλλάττοντα πλήρως τους εναγόμενους 1 και 2. Ως αντάλλαγμα, οι εναγόμενοι 1 και 2 αποδέχθηκαν τη μείωση του τελικώς συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης κατά ΛΚ15.000, ποσό το οποίο πληρώθηκε τελικά από τους τριτοδιαδίκους προς την ενάγουσα. Καταλήγοντας, οι εναγόμενοι 1 και 2 αρνήθηκαν ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό προς την ενάγουσα. Αν δε ήθελε αποδειχθεί ότι η ενάγουσα εδικαιούτο σε οποιαδήποτε προμήθεια, τότε, υποστήριξαν, “αυτή δέον  όπως πληρωθεί από τους κ.κ. CCC Laundries Ltd και Σταύρο Γαλαταριώτη, τους οποίους οι εναγόμενοι προτίθενται να προσεπικαλέσουν ως τριτοδιαδίκους....”.

Με την έκθεση απαίτησής τους εναντίον των τριτοδιάδικων, οι εναγόμενοι 1 και 2, αφού επανέλαβαν βασικά τους ισχυρισμούς που [*352]πρόβαλαν στην υπεράσπισή τους, αξίωσαν την αποζημίωση και/ή κάλυψη και/ή συνεισφορά των τριτοδιάδικων για οποιοδήποτε ποσό και/ή έξοδα τα οποία ήθελαν υποχρεωθεί να καταβάλουν προς την ενάγουσα.

Με τη δική τους υπεράσπιση, οι τριτοδιάδικοι, αφού αρνήθηκαν ότι ο τριτοδιάδικος 2 μετείχε στις διαπραγματεύσεις υπό την προσωπική του ιδιότητα, παραδέχθηκαν ότι αγόρασαν ακίνητο “από τους εναγομένους 1 και 2 και/ή τους κ.κ. Alfa Star”. Αρνήθηκαν, όμως, ότι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν σε κάποιο στάδιο, καθώς επίσης και ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 “δήλωσαν στους Ενάγοντες όπως μη αναμειχθούν περαιτέρω στην πώληση”. Αρνήθηκαν, επίσης, ότι, όταν επανάρχισαν οι διαπραγματεύσεις, αυτές συνεχίστηκαν χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της ενάγουσας και ότι οι εν λόγω διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή συμφωνίας πώλησης του ακινήτου και της επιχείρησης μεταξύ των εναγόμενων 1 και 2 και της Alfa Star, αφενός, και των CCC Laundries Ltd, αφετέρου. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς των εναγόμενων 1 και 2 ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι τριτοδιάδικοι πρόβαλαν σειρά δικών τους ισχυρισμών με τους οποίους αμφισβήτησαν την εναντίον τους αξίωση καταλήγοντας ότι “οι Εναγόμενοι εμποδίζονται και ή κωλύονται (are estopped) από του να εγείρουν οποιαδήποτε απαίτηση κατά των Τριτοδιαδίκων 1 και πολύ περισσότερο κατά του Τριτοδιαδίκου 2 που ενεργούσε μόνο με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου των Τριτοδιαδίκων 1.”

Προς υποστήριξη της απαίτησής της η ενάγουσα κάλεσε τρεις μάρτυρες. Το διευθυντή της Λουκά Λουκαΐδη (ΜΕ1), την υπάλληλό της Γεωργία Χριστοφή (ΜΕ2) και τον Αντώνη Μακαρίου (ΜΕ3), ιδιοκτήτη πλυντηρίου/καθαριστηρίου στη Λάρνακα. Για την υπεράσπιση οι εναγόμενοι 1 και 2 κάλεσαν πέντε μάρτυρες. Τον εναγόμενο 3 διευθυντή και σύμβουλο των εναγόμενων 1 και 2 (ΜΥ1), τον Πατρίκιο Παύλου (ΜΥ2), δικηγόρο τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Γιαννάκη Μακεδόνα (ΜΥ3), για τους εναγόμενους 3, μέτοχο και διευθύνοντα σύμβουλο των εναγόμενων 1 και 2, όπως και της Alfa Star, το Γεώργιο Νικολάου (ΜΥ4), ελεγκτή, και το Λούκα Ευσταθίου (ΜΥ5) “γνωστό και συνεργάτη του Λουκά Λουκαϊδη και του εναγόμενου 3”. Για τους τριτοδιάδικους κατέθεσε ένας μάρτυρας, ο Βάσος Λαζαρίδης, ελεγκτής, ιδρυτικό μέλος, διευθυντής και γραμματέας της τριτοδιάδικου 1 CCC Laundries Ltd.

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε την επι[*353]χειρηματολογία των δικηγόρων των διαδίκων, και, αφού αξιολόγησε την προσφερθείσα μαρτυρία, αποδεχόμενο την εκδοχή του εναγομένου 3 και των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης, και απορρίπτοντας τη μαρτυρία των μαρτύρων της ενάγουσας, όπως και του μάρτυρα των τριτοδιάδικων, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

“Οι ενάγοντες, όπως και οι εναγόμενοι 1 και 2, είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, δεόντως εγγεγραμμένες δυνάμει του σχετικού Νόμου. Ο ΜΕ1, ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας των εναγόντων, ενώ ο εναγόμενος 3 (ΜΥ1), ήταν κατά τον ίδιο χρόνο, διευθυντής και σύμβουλος, τόσο των εναγομένων 1 και 2, όσο και της εταιρείας ALPHA STAR LAUNDRY SERVICES LTD. Ούτε η εταιρεία των εναγόντων, ούτε ο ΜΕ1, ήσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο εγγεγραμμένοι κτηματομεσίτες.

Οι Τριτοδιάδικοι 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεόντως εγγεγραμμένη, δυνάμει του σχετικού Νόμου και μέλος του συγκροτήματος εταιρειών του Τριτοδιαδίκου 2.

Κατά το Σεπτέμβριο, 1995, οι εναγόμενοι 1 και 2, ήταν ιδιοκτήτες επιχείρησης πλυντηρίου-καθαριστηρίου (η επιχείρηση), την οποία διεξήγαγαν με επιτυχία, σε ακίνητα τα οποία μίσθωναν από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, ήτοι την εταιρεία ALPHA STAR LAUNDRY SERVICES LTD.

Αρχές Σεπτεμβρίου 1995, ο ΜΕ1, επικοινώνησε τηλεφωνικά με το ΜΥ1 και ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσο ο τελευταίος ήταν πρόθυμος να πωλήσει την επιχείρηση. Σαν αποτέλεσμα της καταφατικής από πλευράς ΜΥ1 απάντησης, ακολούθησε συνάντηση του ΜΕ1 με το ΜΥ1, στο γραφείο του τελευταίου. Κατά την εν λόγω συνάντηση ο ΜΥ1 ανέθεσε στο ΜΕ1 την πώληση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων και των ακινήτων στα οποία αυτή στεγάζετο, στην τιμή του Λ.Κ.1.650.000 Κατά την εν λόγω συνάντηση ο ΜΕ1 πληροφόρησε το ΜΥ1 ότι για τις υπηρεσίες του ζητά το ποσό των Λ.Κ.30.000 σαν προμήθεια. Για πρώτη φορά ο ΜΕ1 έκαμε αναφορά σε θέματα προμήθειας, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιήσει το ποσό, στο τηλεφώνημα που προηγήθηκε της συνάντησης. Ο ΜΥ1 συμφώνησε στην καταβολή του συγκεκριμένου ποσού στους ενάγοντες υπό μορφή προμήθειας, έθεσε όμως σαν όρο για την καταβολή του, την πώληση της επιχείρησης και του ακινήτου στο ποσό που ζητούσε, δηλαδή στο Λ.Κ.1.650.000.

[*354]Κατά τον εν λόγω χρόνο, όπως και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ο μεν ΜΕ1 ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος των εναγόντων, ο δε ΜΥ1 σαν αντιπρόσωπος των εναγομένων 1 και 2.

Ο ΜΕ1, ενεργώντας μέσα στα πλαίσια των εντολών που του είχαν δοθεί από τους εναγόμενους 1 και 2 μέσω του εναγόμενου 3, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 1995, συναντήθηκε και επικοινώνησε με το ΜΥ1 αρκετές φορές. Κατά την εν λόγω περίοδο, ο ΜΕ1 ζήτησε από το ΜΥ1, ο οποίος και τον εφοδίασε με στοιχεία αναγκαία για την εκτέλεση των εντολών του (βλέπε Τεκμήρια 3, 4, 5, 6, 7, 10 και 12). Σε μια από τις αρχικές συναντήσεις τους, ο ΜΕ1 αποκάλυψε στο ΜΥ1 την ταυτότητα του προσώπου που επέδειξε ενδιαφέρον για αγορά της επιχείρησης. Πρόκειτο για τον Τριτοδιάδικο 2.

Σε μια από τις συναντήσεις τους, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την εν λόγω περίοδο, ο ΜΕ1 πληροφόρησε το ΜΥ1, ότι στη δική του πρόταση για πώληση της επιχείρησης στο ποσό των Λ.Κ.1.650.000, ο Τριτοδιάδικος 2 αντιπροτείνει το ποσό των Λ.Κ.1.200.000. Την εν λόγω αντιπρόταση του Τριτοδιαδίκου 2, ο ΜΥ1 απέρριψε ασυζητητί, ενώ ταυτόχρονα κατέστησε σαφές στο ΜΕ1 ότι δεν προτίθεται σε καμιά περίπτωση να πωλήσει την επιχείρηση σε αυτή την τιμή.

Μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου 1995, ο ΜΕ1, ενεργώντας πάντοτε μέσα στα πλαίσια των εντολών του, συνάντησε το ΜΥ1 στο γραφείο του τελευταίου. Παρών κατά την εν λόγω συνάντηση ήταν και ο ΜΥ5. Κατά την εν λόγω συνάντηση ο ΜΕ1, αφού πληροφόρησε τον ΜΥ1 ότι ο τριτοδιάδικος 2 επιμένει στο ποσό της αντιπρότασης του, εισηγήθηκε στο ΜΥ1 μείωση της πρότασης του κατά ΛΚ100.000, ενώ ταυτόχρονα υποσχέθηκε να προσπαθήσει να πείσει τον τριτοδιάδικο 2 να αυξήσει ανάλογα τη δική του προσφορά. Ο ΜΥ1 τότε επισημαίνοντας στον ΜΕ1 ότι με την πάροδο του χρόνου το ποσό της αρχικής πρότασης του μειώνεται, πληροφόρησε τον ΜΕ1 ότι ενόψει του εν λόγω γεγονότος, δεν θα ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει με την πώληση της επιχείρησης εκτός αν οι ενάγοντες αποδέχοντο μείωση της προμήθειας τους κατά ΛΚ10.000 ήτοι από ΛΚ30.000 σε ΛΚ20.000. Ο ΜΕ1 απέρριψε την πιο πάνω εισήγηση του ΜΥ1. Ο τελευταίος, αντιδρώντας έντονα, γνωστοποίησε αμέσως στον ΜΕ1 ότι αποσύρει την πρόταση του για πώληση της επιχείρησης, τερματίζει τις σχετικές διαπραγματεύσεις και τον πληροφόρησε ότι οι υπηρεσίες του τερματίζονται. Παράλληλα, ο ΜΥ1 κοινοποίησε την εν λόγω απόφαση του, τη[*355]λεφωνικά και στον τριτοδιάδικο 2. Σαν αποτέλεσμα οι μέχρι τότε διαξαγόμενες, με την μεσολάβηση του ΜΕ1, μεταξύ του τριτοδιαδίκου 2 και των εναγομένων, διαπραγματεύσεις τερματίστηκαν και οι όροι εντολής που οι εναγόμενοι είχαν δώσει στους ενάγοντες για πώληση της επιχείρησης απεσύρθηκαν.

Μετά παρέλευση 4-5 περίπου εβδομάδων, άρχισαν νέες διαπραγματεύσεις για την πώληση της επιχείρησης μεταξύ εναγομένων 1 και 2 και τριτοδιαδίκου 2. Οι νέες διαπραγματεύσεις άρχισαν χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή είτε του ΜΕ1, είτε των εναγόντων αλλά με αποκλειστική πρωτοβουλία κάποιου Δ. Παπαχαραλάμπους, κοινού φίλου του εναγόμενου 3 και τριτοδιαδίκου 2. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις διεξήγοντο απευθείας μεταξύ του ΜΥ1 και του τριτοδιαδίκου 2 ή αξιωματούχων των εταιρειών του συγκροτήματος του τελευταίου. Σε αυτές λάμβαναν μέρος οι δικηγόροι των δύο πλευρών, μεταξύ των οποίων και ο ΜΥ2, λογιστές, μεταξύ των οποίων και ο ΜΥ4, όπως και αριθμός άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο ΜΥ3, ποτέ όμως ο ΜΕ1.

Παρά το γεγονός ότι και οι νέες διαπραγματεύσεις για διάφορους λόγους, διέτρεξαν αρκετές φορές τον κίνδυνο να ναυαγήσουν οριστικά, τελικά καρποφόρησαν με αποτέλεσμα στις 10.1.96 να, υπογραφεί μεταξύ των εναγομένων 2 και 3 και της εταιρείας Alpha Star Laundry Limited από τη μια, και των τριτοδιαδίκων 1 από την άλλη συμφωνία με την οποία οι τριτοδιάδικοι 1 αγόρασαν την επιχείρηση περιλαμβανομένου του ακινήτου στο οποίο η επιχείρηση στεγαζόταν, αντί του ποσού των ΛΚ1.350.000.

Στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας Τεκ. 30, ο μεν ΜΥ1, ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος και για λογαριασμό των εναγομένων 1 και 2, ο δε τριτοδιάδικος 2 σαν αντιπρόσωπος και για λογαριασμό των τριτοδιαδίκων 1.

Στο τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων προτού όμως οι εμπλεκόμενες πλευρές καταλήξουν σε οριστική συμφωνία, το Τεκ. 30, ο ΜΥ1 ήγειρε θέμα ενδεχόμενης απαίτησης από πλευράς εναγόντων για καταβολή προμήθειας, καθιστώντας σαφές στους τριτοδιαδίκους 1 και 2 ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει σε υλοποίηση της πώλησης εκτός εάν οι τριτοδιάδικοι αναλάβουν υποχρέωση να ικανοποιήσουν τυχόν απαίτηση των εναγόντων για προμήθεια. Ο τριτοδίαδικος 2 τότε πρότεινε στον ΜΥ1, πρόταση την οποία ο τελευταίος απεδέχθη όπως από το πο[*356]σό των ΛΚ1.365.000 στο οποίο οι δύο πλευρές είχαν προκαταρκτικά καταλήξει για την πώληση της επιχείρησης στους τριτοδιαδίκους 1, αφαιρεθεί ποσό ΛΚ15.000, ποσό το οποίο θα κατεβάλλετο από τους τριτοδιαδίκους στους ενάγοντες προς ικανοποίηση τυχόν απαίτησης των τελευταίων για προμήθειες. Σε περίπτωση που οι ενάγοντες θα επέμεναν στην καταβολή μεγαλύτερου ποσού, οι τριτοδιάδικοι ανέλαβαν την υποχρέωση να ικανοποιήσουν εξ ιδίων μια τέτοια απαίτηση των εναγόντων. Σε περίπτωση όμως που οι ενάγοντες θα αποδέχοντο την καταβολή από τους τριτοδιαδίκους του ποσού των ΛΚ15.000 προς πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης τους για προμήθειες, τότε οι τριτοδιάδικοι υποχρεούντο να καταβάλουν στους εναγόμενους, πέραν του ποσού που θα κατέβαλλαν στους ενάγοντες, ποσό ΛΚ7.500.

Μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω διευθέτησης, οι τριτοδιάδικοι, κατέβαλαν στους ενάγοντες, στις 25.4.96, το ποσό των ΛΚ15.000 πλέον ΛΚ1.200 με τη μορφή ΦΠΑ. Σχετικά είναι τα Τεκμήρια 13, 14, 15. Παράλληλα κατέβαλαν στους ενάγοντες το ποσό των ΛΚ7.500. Κατά συνέπεια βρίσκω ότι οι προμήθειες των εναγόντων στις οποίες οι τελευταίοι θα δικαιούνται σε περίπτωση επιτυχίας τους στην παρούσα αγωγή θα είναι μειωμένες ανάλογα. Ανάλογα θα είναι μειωμένο και το ποσό στο οποίο θα δικαιούνται οι εναγόμενοι σε περίπτωση επιτυχίας της αξίωσης τους εναντίον των τριτοδιαδίκων.

Οι ενάγοντες, ήγειραν για πρώτη φορά μετά την ανάκληση της εντολής τους από τους εναγόμενους, απαίτηση για καταβολή προμήθειας, μετά την υπογραφή της συμφωνίας Τεκ. 30. Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να πληρώσουν και παρέπεμψαν το θέμα στους δικηγόρους τους, οι οποίοι με τη σειρά τους επικοινώνησαν με τους τριτοδιαδίκους. Μεταξύ των δικηγόρων των εναγομένων από τη μια και των τριτοδιαδίκων και των δικηγόρων τους από την άλλη, αντηλλάγη σχετική αλληλογραφία.”

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στα ευρήματά του και με οδηγό τις νομικές αρχές στις οποίες έκανε αναφορά, προχώρησε στην εξέταση του βασικού ερωτήματος κατά πόσο η ενάγουσα πέτυχε να αποδείξει άμεση αιτιώδη σχέση μεταξύ της μεσολάβησής της και της πώλησης του ακινήτου και της επιχείρησης και ότι η μεσολάβηση ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας που οδήγησε στην πραγματοποίηση της πώλησης. Η κατάληξή του ήταν η ακόλουθη:

“Έλαβα υπόψη τους όρους εντολής που οι εναγόμενοι έδω[*357]σαν στους ενάγοντες το Σεπτέμβριο 1995, όπως τους έχω βρει πιο πάνω καθώς επίσης και τα πιο κάτω:

(α)  Η καταβολή της συμφωνηθείσας προμήθειας στους ενάγοντες τελούσε υπό τον όρο ότι η επιχείρηση θα πωλείτο στο ΛΚ1.650.000.

(β)  Οι διαπραγματεύσεις που άρχισαν και διεξήγοντο με την μεσολάβηση των εναγόντων τερματίστηκαν οριστικά πριν την επίτευξη συμφωνίας πώλησης με τους τριτοδιαδίκους και οι όροι εντολής που οι εναγόμενοι έδωσαν στους ενάγοντες ανακλήθηκαν οριστικά κατά τον ίδιο χρόνο.

(γ)  Οι νέες διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή του Τεκ. 30 άρχισαν αποκλειστικά με πρωτοβουλία τρίτου προσώπου και συνεχίστηκαν χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη ή εμπλοκή των εναγόντων ή του ΜΕ1.

Κρίνω ότι οι ενάγοντες ναι μεν ήταν τα πρόσωπα που αρχικά έφεραν σε επαφή τους εναγόμενους με τους τριτοδιάδικους, δεν μπορεί όμως υπό τις περιστάσεις που μόλις έχω περιγράψει να θεωρηθεί ότι το αποτέλεσμα (effect) της εν λόγω ενέργειας των εναγόντων παρέμεινε καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε και μέχρι τη σύναψη της συμφωνίας Τεκ. 30. Ο αποφασιστικός κατά την κρίση μου παράγοντας στην έναρξη των νέων διαπραγματεύσεων που οδήγησαν τελικά στη σύναψη της συμφωνίας για αγορά της επιχείρησης ήταν οι ενέργειες τρίτου προσώπου, με αποκλειστική πρωτοβουλία του οποίου άρχισαν οι νέες διαπραγματεύσεις.

Κατά συνέπεια βρίσκω ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν άμεση αιτιώδη σχέση μεταξύ της δικής τους μεσολάβησης και της πώλησης της επιχείρησης των εναγομένων στους τριτοδιαδίκους 1. Η μεσολάβηση των εναγόντων δεν ήταν κατά την κρίση μου ο αποφασιστικός παράγοντας για τη διενέργεια της πώλησης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η απαίτηση των εναγόντων εναντίον των εναγομένων απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εναγομένων και εναντίον των εναγόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η εν λόγω κατάληξη μου σφραγίζει και την μοίρα της αξίωσης των εναγομένων εναντίον των τριτοδιαδίκων, καθότι η απόρριψη της απαίτησης των εναγόντων οδηγεί κατ΄ ανάγκη και στην απόρριψη της απαίτησης των [*358]εναγομένων εναντίον των τριτοδιαδίκων. Κατά συνέπεια, η απαίτηση των εναγομένων εναντίον των τριτοδιαδίκων απορρίπτεται. Αναφορικά με τα έξοδα μεταξύ εναγομένων και τριτοδιαδίκων, κρίνω ότι ενόψει όλων των περιστατικών δεν ενδείκνυται να εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή.”

Η έφεση 11591

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται της δέουσας και ή επαρκούς αιτιολογίας για το λόγο ότι το Δικαστήριο διατυπώνει την κρίση του κατά τρόπο γενικό και αόριστο και χωρίς να εξηγά τους λόγους για τους οποίους αποδέχεται τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης των εφεσίβλητων, σε προτίμηση εκείνης των μαρτύρων της εφεσείουσας.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλει ούτε την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ούτε την αναφορά σε κάθε πτυχή της. Εκείνο που απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα, καθώς και η σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Η έκταση της απαιτούμενης αιτιολογίας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Βλ., μεταξύ άλλων, Κολοκασίδης Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(Ε)Α.Α.Δ. 132 και Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35). Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προσδιόρισε τα επίδικα θέματα, συνόψισε το ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας, και, αφού το αξιολόγησε, κατέληξε, με επαρκή αιτιολόγηση, στα ευρήματα και συμπεράσματά του ως προς τα επίδικα θέματα. Και αποφάσισε ανάλογα.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι “το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 ήταν αληθής, ειλικρινής και πειστική είναι εσφαλμένο.” Και τούτο διότι η μαρτυρία του ΜΥ1 συγκρούεται με την υπόλοιπη μαρτυρία της υπεράσπισης των εφεσίβλητων, την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αληθή.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Είναι γενική αρχή της νομολογίας μας ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να τους ακούσει και παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, παρά μόνο αν τα ευρή[*359]ματα αυτά, όπως και τα συνακόλουθα συμπεράσματα, αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από το σύνολο της μαρτυρίας ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ1 ως αληθή, ειλικρινή και πειστική, αφού την αξιολόγησε στην ολότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία της υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν ευθυγραμμιζόταν απόλυτα με την υπόλοιπη μαρτυρία της υπεράσπισης την οποία, επίσης, αποδέχθηκε ως αληθή, τόνισε, όμως, εύλογα κατά την άποψή μας, ότι οι διαφορές ή και αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του ΜΥ1 και των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης ήταν, όπως τις χαρακτήρισε, “μικροδιαφορές” τις οποίες και έκρινε φυσιολογικές “ενόψει του χρόνου που διέρρευσε και του μακρού χρόνου που διήρκεσαν οι διαπραγματεύσεις και της πολλαπλότητας των θεμάτων που εγείροντο συχνά.”.

Με άλλους λόγους έφεσης προσβάλλονται ως εσφαλμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (α) ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου 1995 ο ΜΥ1 ανέθεσε στο ΜΕ1 την πώληση της επιχείρησης στην τιμή των ΛΚ1.650.000 και συμφώνησε να του καταβάλει ΛΚ30.000, ως προμήθεια, υπό τον όρο, όμως, ότι η επιχείρηση θα επωλείτο σε αυτή και μόνο την τιμή, (β) ότι εκείνο το οποίο ανέλαβε η εφεσείουσα δεν ήταν η παροχή συμβουλών και υπηρεσιών για πραγματοποίηση της πώλησης της επιχείρησης από την εφεσίβλητη 1 στην τριτοδιάδικο 1, αλλά μόνο η εξεύρεση αγοραστή, έργο για το οποίο η εφεσείουσα θα έπαιρνε προμήθεια, και, (γ) ότι ο ΜΥ1 τερμάτισε, μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου 1995, τις υπηρεσίες του ΜΕ1 και ότι, ακολούθως, οι διαπραγματεύσεις για την πώληση της επιχείρησης ξανάρχισαν μετά από τέσσερις έως πέντε εβδομάδες χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή της εφεσείουσας ή του ΜΕ1.

Και αυτοί οι λόγοι είναι αβάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα προσβαλλόμενα ευρήματα αφού πρώτα αξιολόγησε και αποδέχτηκε, στην ολότητά της, τη μαρτυρία κυρίως του ΜΥ1 αλλά και εκείνη των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης, παρά τις μεταξύ τους “μικροδιαφορές”, τις οποίες εύλογα απέδωσε στο διαρρεύσαντα χρόνο και την πολλαπλότητα των εκάστοτε εγειρόμενων θεμάτων.

Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει άμεση αιτιώδη σχέση  μεταξύ της δικής της μεσολάβησης και της πώλησης της επιχείρησης στην τριτοδιάδικο 1 και ότι η μεσολάβηση αυτή [*360]ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για τη διενέργεια της πώλησης.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την εν γένει συμμετοχή της εφεσείουσας στη συναλλαγή, όπως αυτή προέκυπτε από τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, έκρινε ότι “ο αποφασιστικός παράγοντας στην έναρξη των νέων διαπραγματεύσεων που οδήγησαν τελικά στη σύναψη της συμφωνίας για αγορά της επιχείρησης ήταν οι ενέργειες τρίτου προσώπου, με αποκλειστική πρωτοβουλία του οποίου άρχισαν οι νέες διαπραγματεύσεις”. Και, ότι, η μεσολάβηση της εφεσείουσας “δεν ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για τη διενέργεια της πώλησης.”.

Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αγνοήσει το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ3 ως προς τους λόγους για τους οποίους έλαβε μέρος στη συνάντηση της 6.12.1995 στα γραφεία Γαλαταριώτη.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ3 ως προς τους λόγους για τους οποίους έλαβε μέρος στη συνάντηση της 6.12.1995 στα γραφεία Γαλαταριώτη, ενόψει του γεγονότος ότι, όπως τόνισε, οι εν λόγω λόγοι εδράζονταν αποκλειστικά στα όσα φέρεται να είχε πει στο μάρτυρα στο τηλέφωνο, την προηγούμενη νύκτα, ο ΜΕ1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επέτρεψε την απάντηση στην ερώτηση ως πρωτότυπη μαρτυρία, μόνο, δηλαδή, για να καταδείξει τους λόγους για τους οποίους ο ΜΕ3 έλαβε μέρος στη συνάντηση της 6.12.1995, και όχι για να καταδείξει την αλήθεια του περιεχομένου της. Η υπόλοιπη μαρτυρία του ΜΕ3, η οποία και έγινε αποδεκτή, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ελάχιστα προσέθετε, αν προσέθετε οτιδήποτε, στην υπόθεση της εφεσείουσας.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του ΜΕ1 είναι εσφαλμένη, όπως εσφαλμένη είναι και η απόφαση ότι “η αμοιβή την οποία θα δικαιούνταν οι ενάγοντες σε περίπτωση επιτυχίας τους στην αγωγή θα έπρεπε να μειωθεί ανάλογα αφού λήφθηκε υπόψη η πληρωμή σε αυτούς από τους τριτοδιάδικους ποσού ΛΚ15.000 καθώς επίσης και ποσού ΛΚ7.500”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ1 για τους λόγους που εξηγά, σε έκταση, στην απόφασή του και τους οποίους δεν θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε. Όσον αφορά τα ποσά των ΛΚ15.000 και των ΛΚ7.500 ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυ[*361]τά, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, θάπρεπε να αφαιρεθούν από την προμήθεια την οποία θα εδικαιούτο η ενάγουσα/εφεσείουσα.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί για το λόγο ότι υπήρξε αδικαιολόγητη και μακρά καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης και, ακολούθως, στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα της εφεσείουσας, βάσει του Άρθρου 30 του Συντάγματος, όπως και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για διάγνωση των αστικών της δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εντός ευλόγου χρόνου, ως εχέγγυο, για μια δίκαιη δίκη. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, “Η υπόθεση δεν είχε τίποτε απολύτως το περίπλοκο. Σ’ αυτήν εγείρονταν απλά ζητήματα τα οποία άπτονταν σχεδόν εξολοκλήρου στο θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η βασική δε μαρτυρία δόθηκε από μόνο 2 (δύο) μάρτυρες, τους ΜΕ1 και ΜΥ1.”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 28.5.1999 και, μετά από πολλαπλές δικασίμους, όπως φαίνεται στο φάκελο του Δικαστηρίου, ολοκληρώθηκε στις 20.12.2000, με τις τελικές αγορεύσεις των δικηγόρων. Η επιφυλαχθείσα απόφαση εκδόθηκε, πράγματι, με κάποια καθυστέρηση, στις 23.12.2000. Έχουμε, όμως, την άποψη ότι η καθυστέρηση αυτή ήταν δικαιολογημένη, ενόψει της εκτεταμένης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προφορικής και έγγραφης, αλλά και της πολλαπλότητας των επίδικων θεμάτων τα οποία ηγέρθησαν και από τους τρεις διαδίκους.

Η έφεση 11636

Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα όσα προαναφέραμε, η έφεση 11591 είναι απορριπτέα, ο μόνος λόγος έφεσης που παραμένει προς εξέταση στην παρούσα έφεση των τριτοδιάδικων είναι εκείνος που στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει υπέρ τους και εις βάρος των εφεσίβλητων-εναγόμενων τα έξοδα. Και τούτο διότι, από την όλη μαρτυρία, προκύπτει ότι “οι εναγόμενοι αδικαιολόγητα ενέπλεξαν τους τριτοδιαδίκους στη διαδικασία της αγωγής.”

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Δικαιολογημένα οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι ενέπλεξαν τους τριτοδιάδικους στη διαδικασία της αγωγής εφόσον, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία έχουμε παραθέσει, οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι, προτού καταλήξουν σε οριστική συμφωνία με τους τριτοδιάδικους, διευθέτη[*362]σαν μαζί τους τον τρόπο με τον οποίο θα ικανοποιείτο ενδεχόμενη απαίτηση των εναγόντων για καταβολή προμήθειας. Στα πλαίσια της διευθέτησης αυτής, οι τριτοδιάδικοι ανέλαβαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Εύλογα, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε στους τριτοδιάδικους τα έξοδά τους.

Ως αποτέλεσμα, η έφεση 11591 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων. Η έφεση 11636 απορρίπτεται χωρίς όμως, και πάλι, διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η έφεση 11591 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Η έφεση 11636 απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο