Νικολάου Μάρκος Λίμιτεδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 376

(2005) 1 ΑΑΔ 376

[*376]3 Μαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ADAMKO CONSTRUCTIONS LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11963)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.

Οι εφεσίβλητοι, με βάση τις πρόνοιες της Δ.18, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, εξασφάλισαν συνοπτική απόφαση εναντίον των εφεσειόντων σε αγωγή που αφορούσε ποσό £40.000 δυνάμει συναλλαγματικής και/ή ποσό οφειλόμενο δυνάμει «εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους και/ή γραμματίου και/ή άλλως πως», πλέον τόκο 8% ετησίως επί των £40.000 από 30.6.2003 μέχρις εξοφλήσεως.  Οι εφεσείοντες στην ένορκη δήλωση που υπέβαλαν προς υποστήριξη της ένστασής τους, πρόβαλαν τη θέση ότι μέρος του ανταλλάγματος για το οποίο δόθηκε η συναλλαγματική απέτυχε καθότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να εκτελέσουν τις εργασίες που ανέλαβαν να εκτελέσουν σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα που αφορά την ερμηνεία των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα της έκδοσης συνοπτικής απόφασης και την εφαρμογή τους στα γεγονότα της υπόθεσης.  Εισηγήθηκαν ότι λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη ο ισχυρισμός τους ότι έχουν ανταπαίτηση κατά των εφεσιβλήτων απορρέουσα από τη συμφωνία στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η συναλλαγματική παρότι το δικαστήριο δέχτηκε ως αναντίλεκτο τον πιο πάνω ισχυρισμό.

Αποφασίστηκε ότι:

[*377]1.      Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης γίνεται με πολλή φειδώ και με βάση τα καθορισμένα κριτήρια.

2.  Δεν δίδεται άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης σε αγωγή για συναλλαγματική, επιταγή ή άλλο αξιόγραφο που δεν αμφισβητείται καθόλου ή που η αμφισβήτηση δεν είναι σοβαρή.  Στην προκείμενη περίπτωση, η εγκυρότητα της επίδικης συναλλαγματικής παρέμεινε κατ’ ουσία αδιαμφισβήτητη και δεν αποκαλύφθηκε σοβαρός (ισχυρός) λόγος ανταπαίτησης αναγόμενος στη συναλλαγματική.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά την διακριτική του εξουσία και δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ζερβός v. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 A.A.Δ. 1968,

Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 22.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της συνοπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 26/2/04 (Αρ. Αγωγής 376/04) με την οποία άνκαι έκρινε ότι η επίδικη συναλλαγματική δυνάμει της οποίας οι ενάγοντες αξίωναν από τους εφεσείοντες £40.000 και η οποία εκδόθηκε στις 23.11.2001 και ήταν πληρωτέα την 30.6.2003 και/ή ποσό οφειλόμενο δυνάμει “εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους και/ή γραμματίου και/ή άλλως πως”, πλέον τόκο προς 8% ετησίως προέκυπτε από εκτέλεση συμφωνίας δυνάμει της οποίας οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν να εκτελέσουν οικοδομικές εργασίες και ότι η επίδικη συναλλαγματική δόθηκε ως μέρος της συμφωνηθείσας αμοιβής εντούτοις αρνήθηκε να δώσει άδεια στους εφεσείοντες να προβάλουν υπεράσπιση και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση των εναγόντων.

Ε. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Χ” Σέργης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*378]

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο, αξίωσαν από τους εφεσείοντες £40.000 δυνάμει συναλλαγματικής ημερομηνίας 23.11.2001 και πληρωτέας την 30.6.2003 και/ή ποσό οφειλόμενο δυνάμει «εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους και/ή γραμματίου και/ή άλλως πως», πλέον τόκο 8% ετησίως επί των £40.000 από 30.6.2003 μέχρις εξοφλήσεως.

Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 7.10.03 και στις 13.11.03 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση. Η αίτηση υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση του διευθυντή των εφεσιβλήτων στην οποία επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί της έκθεσης απαίτησης. Ο ουσιαστικός ισχυρισμός των εφεσιβλήτων είναι ότι οι εφεσείοντες, έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος ήτοι, αξίας ληφθείσας σε μετρητά, εξέδωσαν την επίδικη συναλλαγματική εις διαταγή και προς όφελος των εφεσιβλήτων. Η εν λόγω συναλλαγματική άνκαι παρουσιάστηκε δεόντως προς πληρωμή δεν τιμήθηκε.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση. Ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε μεταξύ αυτών και των εφεσιβλήτων συμφωνία δυνάμει της οποίας οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν να εκτελέσουν οικοδομικές εργασίες και ότι η επίδικη συναλλαγματική δόθηκε ως μέρος της συμφωνηθείσας αμοιβής τους. Ήταν η θέση τους ότι μέρος του ανταλλάγματος για το οποίο δόθηκε η συναλλαγματική απέτυχε καθότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να εκτελέσουν τις εργασίες που ανέλαβαν να εκτελέσουν σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών τους παρουσίασαν εκθέσεις αρχιτέκτονα και κοστολόγου οι οποίες περιέχουν λεπτομέρειες των κατ’ ισχυρισμό παραλείψεων και κακοτεχνιών των εφεσιβλήτων αλλά και του ποσού που κατ’ εκτίμηση θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση των εν λόγω κακοτεχνιών, παραλείψεων κλπ το οποίο θα ξεπεράσει, καθώς υπολογίστηκε, τις £21.840.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αποδέχθηκε, ως μη αντικρουσθείσα, τη θέση των εφεσειόντων ότι η επίδικη συναλλαγματική αποτελούσε μέρος της αμοιβής των εφεσιβλήτων για την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών και όχι σε αξία ληφθείσα σε μετρητά όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι. Έλαβε επίσης υπόψη τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι οι κακοτεχνίες και παραλείψεις των εφεσιβλήτων μετά την παράδοση του έργου, ανέρχονται καθ’ υπολογισμό στις £21.840. Σημειώνεται επίσης πως δεν υπήρξε από [*379]πλευράς εφεσειόντων αμφισβήτηση ότι εξακολουθούν να οφείλουν στους εφεσίβλητους χρήματα δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας.

Το δικαστήριο ενώ δέχεται ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των διαδίκων που προέκυψε κατά την εκτέλεση της συμφωνίας στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η επίδικη συναλλαγματική εντούτοις έκρινε πως δεν μπορούσε να δοθεί άδεια στους εφεσείοντες να υποβάλουν υπεράσπιση επειδή η απαίτηση των εφεσιβλήτων στηριζόταν σε συναλλαγματική οι δε υπερασπίσεις σε απαιτήσεις αυτής της μορφής είναι περιορισμένες. Κρίθηκε πως η προβληθεισα υπεράσπιση της αποτυχίας της αντιπαροχής δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αρκετή για να δοθεί άδεια καταχώρησης υπεράσπισης εφόσον η αποτυχία δεν ήταν πλήρης αλλά περιορισμένη και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό, δεδομένου ότι η μεταξύ των μερών συμφωνία προέβλεπε ως πληρωμή για το σύνολο των οικοδομικών εργασιών το ποσό των £400.000. Με αυτό το σκεπτικό, απορρίφθηκε η ένσταση και εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόντων/εφεσιβλήτων και εναντίον των εναγομένων/εφεσειόντων για το ποσό της απαίτησης με νόμιμο τόκο και έξοδα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκουν την ανατροπή της. Καταλογίζουν στο δικαστήριο σφάλμα που αφορά στην ερμηνεία των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα της έκδοσης συνοπτικής απόφασης και την εφαρμογή τους στα γεγονότα της υπόθεσης. Εισηγούνται ότι λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη ο ισχυρισμός τους ότι έχουν ανταπαίτηση κατά των εφεσιβλήτων απορρέουσα από τη συμφωνία στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η συναλλαγματική παρότι το δικαστήριο δέχτηκε ως αναντίλεκτο τον πιο πάνω ισχυρισμό.

Η Διαταγή 18, οι πρόνοιες της οποίας αποτέλεσαν τη νομική βάση της διαδικασίας, παρέχει στον ενάγοντα την ευχέρεια να λάβει απόφαση γρήγορα και χωρίς να προηγηθεί η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Ο αποκλεισμός προβολής υπεράσπισης από τον εναγόμενο, κατά παράκαμψη της συνηθισμένης διαδικασίας που προβλέπεται στους θεσμούς, καθιστά επιτακτική την ανάγκη όπως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης γίνεται με πολλή φειδώ και με βάση τα καθορισμένα κριτήρια. Στην Παναγιώτης Ζερβός v. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1968, λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Να υποδείξουμε αυτό που έχει λεχθεί πολλές φορές, και αποκτά μεγαλύτερη σημασία σήμερα ενόψει της ορθής αντίληψης που έχει επικρατήσει, ως προς τα δικαιώματα δηλαδή που έχει ο διά[*380]δικος βάσει των προνοιών του άρθρου 30 του συντάγματος μας και τις ανάλογες διατάξεις της  Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18, Κ1(α) πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.»

Στις περιπτώσεις όπου εγείρεται καλόπιστη ανταπαίτηση που προκύπτει από τα γεγονότα της αγωγής και συνδέεται με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται ολόκληρη ή μέρος της απαίτησης. Βλ. Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22. Αυτή όμως η αρχή μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις ανταπαίτησης εναντίον απαίτησης που στηρίζεται σε μη αμφισβητούμενη συναλλαγματική καθότι, χωρίς ισχυρό λόγο ανταπαίτησης δεν χορηγείται άδεια σε αγωγή για συναλλαγματική, επιταγή ή άλλο αξιόγραφο που δεν αμφισβητείται καθόλου ή που η αμφισβήτηση δεν είναι σοβαρή. Βλ. Annual Practice 1958 σελ. 267. Στην προκείμενη περίπτωση, η εγκυρότητα της επίδικης συναλλαγματικής παρέμεινε κατ’ ουσία αδιαμφισβήτητη και δεν αποκαλύφθηκε σοβαρός (ισχυρός) λόγος ανταπαίτησης αναγόμενος στην συναλλαγματική.

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα μέσα στις παραμέτρους που διαγράφει η νομολογία και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασής μας στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο