Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 408

(2005) 1 ΑΑΔ 408

[*408]18 Μαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

SIGMA RADIO T.V. LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11803, 11804, 11805)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή ― Έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση με την είσπραξη χρηματικών ποσών που επιβλήθηκαν ως αποτέλεσμα διοικητικής απόφασης ― Κατά πόσο η καταχώρηση υπεράσπισης μπορεί να αποστερήσει τον ενάγοντα από το δικαίωμά του να υποβάλει αίτηση για συνοπτική απόφαση.

Σύνταγμα ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998, Ν. 7(Ι)/98 και συγκεκριμένα η πρόνοια για παροχή εξουσίας στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου για επιβολή διοικητικών προστίμων σε τηλεοπτικούς σταθμούς είναι αντισυνταγματική.

Διοικητικό Δίκαιο ― Εκτελεστή διοικητική πράξη ― Επιβολή διοικητικών προστίμων σε τηλεοπτικούς σταθμούς από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με διοικητική προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Στην υπόθεση αυτή η ενάγουσα-εφεσίβλητη (η εφεσίβλητη), αρχή που ιδρύθηκε με βάση τις πρόνοιες του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, όπως τροποποιήθηκε, επέβαλε διοικητικό πρόστιμο στην εναγόμενη-εφεσείουσα, στην οποία η εφεσίβλητη είχε παραχωρήσει άδεια ίδρυσης, λειτουργίας και εγκατάστασης παγκύπριου τηλεοπτικού σταθμού.  Το πρόστιμο επιβλήθηκε για παραβιάσεις της εφεσείουσας.

[*409]

Η εφεσίβλητη καταχώρησε τρεις αγωγές με τις οποίες αξίωνε από την εφεσείουσα τα ποσά που είχαν επιβληθεί ως διοικητικά πρόστιμα, με νόμιμο τόκο και έξοδα. Η εφεσείουσα καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και έκθεση υπεράσπισης. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση στις αγωγές. Η εφεσείουσα καταχώρησε ενστάσεις στις οποίες ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι έχει καλές υπερασπίσεις στις αγωγές, τονίζοντας ότι η απονομή της δικαιοσύνης είναι πλήρης μόνον όταν ακουστούν τα επιχειρήματα όλων των διαδίκων σε πλήρη έκταση, ότι οι αξιώσεις των εναγόντων-εφεσιβλήτων και οι καταχωρήσεις των τριών αγωγών στηρίζονται σε αντισυνταγματικό νόμο, ότι οι διατάξεις για επιβολή των χρηματικών ποινών και οι αξιώσεις των συγκεκριμένων χρηματικών ποινών στηρίζονται σε αντισυνταγματικό νόμο και άρα διεκδικούνται αντισυνταγματικά και χωρίς νόμιμη αιτία και ότι είναι ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες και όχι διοικητικό πρόστιμο, αποτέλεσμα νόμιμης διοικητικής διαδικασίας. Επομένως καταστρατηγείται το Σύνταγμα το οποίο παρέχει εξουσία επιβολής ποινών μόνο στα Δικαστήρια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακρόαση έκρινε ότι τα όσα τέθηκαν από τους εφεσείοντες ενώπιόν του δεν αποκάλυπταν συζητήσιμη υπεράσπιση και εξέδωσε αποφάσεις υπέρ της εφεσίβλητης για τα ποσά που διεκδικούσε, με τόκο και έξοδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά σε διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες κρίθηκε ο Νόμος 7(Ι)/98 και συγκεκριμένα η παροχή εξουσίας στους εφεσίβλητους για επιβολή διοικητικών προστίμων δεν είναι αντισυνταγματική ούτε και συνιστά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Εναντίον των πιο πάνω αποφάσεων οι εφεσείοντες άσκησαν τις παρούσες εφέσεις.  Οι λόγοι εφέσεως είναι: (α) ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι στερήθηκαν του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη κατά παράβαση των Άρθρων 30 και 35 του Συντάγματος δεδομένου ότι εκδόθηκαν αποφάσεις εις βάρος τους στη βάση της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία καταστρατηγεί το συνταγματικό δικαίωμα των εφεσειόντων να προσφύγουν στο Δικαστήριο και να παρουσιάσουν πλήρως τις υπερασπίσεις τους και (β) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως οι εφεσείοντες στερούνταν καλής υπεράσπισης, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου (Ν. 7(Ι)/98) εκκρεμούσε για εκδίκαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια αναθεωρητικών εφέσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

[*410]1.      Σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο σε υποθέσεις όπου ο εναγόμενος αποτυγχάνει να αποδείξει ότι έχει συζητήσιμη υπεράσπιση, εκδίδεται συνοπτική απόφαση εναντίον του.

2.  Οι αποφάσεις των εφεσιβλήτων ήταν για επιβολή διοικητικών προστίμων στους εφεσείοντες δυνάμει του Ν.7(Ι)/98 και αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων μπορεί να γίνει μόνο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Μέχρι την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης αυτή παραμένει ισχυρή και παράγει έννομα αποτελέσματα.  Στην προκείμενη περίπτωση οι διοικητικές πράξεις δεν ακυρώθηκαν.

3.  Οι χρηματικές αξιώσεις των εφεσιβλήτων, στις προαναφερόμενες αγωγές, βασίζονται απόλυτα στις προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις.  Οι εφεσείοντες δεν κατάφεραν να δείξουν, δίνοντας μάλιστα και επαρκείς λεπτομέρειες, όπως όφειλαν (εφόσον οι εφεσιβλητοι είχαν ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της Δ.18), ότι έχουν συζητήσιμες υπερασπίσεις.

4.  Κάθε νόμος τεκμαίρεται ότι είναι συνταγματικός μέχρις αποδείξεως του εναντίου.  Ο νόμος αυτός δεν κρίθηκε αντισυνταγματικός.

5.  Η καταχώρηση υπεράσπισης από ένα εναγόμενο δεν μπορεί να αποστερήσει τον ενάγοντα από το δικαίωμα του να υποβάλει αίτηση για συνοπτική απόφαση, στην κατάλληλη περίπτωση όπως ήταν η προκείμενη.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Χρίστου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1847.

Εφέσεις.

Εφέσεις από την εναγόμενη εταιρεία, ιδιοκτήτρια τηλεοπτικού σταθμού, κατά της συνοπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/8/03 (Αρ. Αγωγών 5188/02 κ.ά.) με την οποία απέρριψε τις εκθέσεις υπεράσπισής της και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση της ενάγουσας Αρχής για τα ποσά των διοικητικών προστίμων τα οποία επέβαλε στην εναγόμενη για παραβάσεις των προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτι[*411]κών Σταθμών Νόμου, Ν. 7(Ι)/98, και των σχετικών Κανονισμών.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Χριστοφίδης με Β. Χριστοδουλίδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την 20.5.2002 καταχωρήθηκαν από τους εφεσίβλητους οι αγωγές 5188/2002 (αντικείμενο της Π.Ε. 11803), 5197/2002 (αντικείμενο της Π.Ε. 11804) και 5187/2002 (αντικείμενο της Π.Ε. 11805), στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και έκθεση υπεράσπισης στις 27.5.2002. Την 1.8.2002 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αιτήσεις για συνοπτική απόφαση, στις προαναφερόμενες αγωγές, οι οποίες ορίστηκαν στις 22.10.2002. Οι εφεσείοντες, στη συνέχεια, καταχώρησαν ενστάσεις την 21.10.2002. Έγινε ακρόαση των αιτήσεων για συνοπτική απόφαση στις 29.1.2003 και εκδόθηκαν αποφάσεις την 21.8.2003, υπέρ των εφεσιβλήτων.

Στις εκθέσεις απαιτήσεως η ενάγουσα-εφεσίβλητη περιγράφεται ως ανεξάρτητη αρχή που ιδρύθηκε δεόντως και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο του 1998, όπως τροποποιήθηκε, και μεταξύ άλλων χορηγεί άδειες για ίδρυση, λειτουργία και εγκατάσταση τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σταθμών. Η εναγόμενη-εφεσείουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στην οποία η ενάγουσα παραχώρησε άδεια ίδρυσης, λειτουργίας και εγκατάστασης παγκύπριου τηλεοπτικού σταθμού. Η ενάγουσα-εφεσίβλητη, μετά από αυτεπάγγελτη εξέταση και διερεύνηση παραβάσεων της εναγομένης-εφεσείουσας και αφού άκουσε την εναγόμενη, απεφάσισε να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο στην εναγόμενη-εφεσείουσα ύψους £500.- στην περίπτωση της Αγωγής 5188/2002 στις 15.11.2000, £2.500.- στην περίπτωση της Αγωγής 5179/2002 στις 5.4.2000 και £500.- στην περίπτωση της Αγωγής 5187/2002 στις 15.11.2000.   Στη συνέχεια η ενάγουσα-εφεσίβλητη με επιστολές της κάλεσε την εναγόμενη-εφεσείουσα να καταβάλει τα προαναφερόμενα διοικητικά πρόστιμα που της επιβλήθηκαν, όμως η εναγόμενη-εφεσείουσα παρέλειψε και/ή αμέλησε να το πράξει, με αποτέλεσμα να οφείλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη τα προαναφερόμενα ποσά. Στα παρακλητικά των τριών αγωγών η ενάγουσα-εφεσίβλητη αξιώνει από την εναγόμενη-εφεσείουσα τα προα[*412]ναφερόμενα ποσά, ως διοικητικά πρόστιμα, με νόμιμο τόκο και έξοδα.

Στις υπερασπίσεις που καταχωρήθηκαν, η εναγόμενη-εφεσείουσα εγείρει προδικαστικές ενστάσεις ισχυριζόμενη ότι οι αξιώσεις και οι καταχωρήσεις των προαναφερομένων αγωγών στηρίζονται σε αντισυνταγματικό νόμο και άρα οι αξιώσεις θα πρέπει να απορριφθούν. Σύμφωνα με την εναγόμενη-εφεσείουσα οι διατάξεις για επιβολή διοικητικών προστίμων και οι αξιώσεις που βασίζονται στις συγκεκριμένες χρηματικές ποινές είναι αντισυνταγματικές.

Οι αιτήσεις για συνοπτική απόφαση συνοδεύονται από ένορκες δηλώσεις του κ. Μάριου Λύωνα, ο οποίος περιγράφεται ως Λογιστικός Λειτουργός των εναγόντων-εφεσιβλήτων. Στις ένορκες δηλώσεις γίνεται επαλήθευση των οφειλομένων ποσών, επισυνάπτεται κατάσταση των οφειλομένων ποσών και οι επιστολές των εναγόντων-εφεσιβλήτων με τις οποίες απαιτείτο το διοικητικό πρόστιμο, καθώς και οι αποφάσεις των εφεσιβλήτων για επιβολή του διοικητικού προστίμου.

Στις ενστάσεις τους οι εφεσείοντες αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι έχουν καλές υπερασπίσεις στις αγωγές, τονίζοντας ότι η απονομή της δικαιοσύνης είναι πλήρης μόνον όταν ακουστούν τα επιχειρήματα όλων των διαδίκων σε πλήρη έκταση, ότι οι αξιώσεις των εναγόντων-εφεσιβλήτων και οι καταχωρήσεις των τριών αγωγών στηρίζονται σε αντισυνταγματικό νόμο, ότι οι διατάξεις για επιβολή των χρηματικών ποινών και οι αξιώσεις των συγκεκριμένων χρηματικών ποινών στηρίζονται σε αντισυνταγματικό νόμο και άρα διεκδικούνται αντισυνταγματικά και χωρίς νόμιμη αιτία και ότι είναι ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες και όχι διοικητικό πρόστιμο, αποτέλεσμα νόμιμης διοικητικής διαδικασίας.  Επομένως καταστρατηγείται το Σύνταγμα το οποίο παρέχει εξουσία επιβολής ποινών μόνο στα Δικαστήρια. Τις ενστάσεις των εφεσειόντων συνοδεύουν ένορκες δηλώσεις του κ. Πέτρου Ζαχαριάδη, ο οποίος περιγράφεται ως ένας εκ των Διευθυντών των εφεσειόντων. Στις ένορκες δηλώσεις του ο κ. Ζαχαριάδης αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως το θέμα της συνταγματικότητας του σχετικού νόμου εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αριθμό αναθεωρητικών εφέσεων.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, στις αποφάσεις της, αναφέρθηκε στις αιτήσεις για συνοπτική απόφαση και στις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν καθώς και στις Διαταγές 18 και 48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αναφέρθηκε επίσης στις ενστάσεις [*413]και στις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν και στις θέσεις και εισηγήσεις των μερών και ανέπτυξε τη νομική πτυχή αναφερόμενη και σε σχετική νομολογία. Στη συνέχεια ανέλυσε τις προκαταρκτικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να έχει το Δικαστήριο την απαραίτητη δικαιοδοσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι ότι το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο, ο εναγόμενος πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση και πρέπει να υπάρχει ένορκη δήλωση του ενάγοντα ή άλλου προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται και δηλώνει ότι πιστεύει πως δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Με την ικανοποίηση των προαναφερομένων προϋποθέσεων το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου, ο οποίος οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκαμε αναφορά σε σχετική Κυπριακή και Αγγλική νομολογία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις προκείμενες περιπτώσεις οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ικανοποίησαν και τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18, θ.1 και κατά συνέπεια το βάρος αποδείξεως μετατοπίστηκε στους ώμους των εναγομένων-εφεσειόντων. Αναφορικά με την απόσειση του βάρους αυτού και πάλι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς σε σχετική Κυπριακή και Αγγλική νομολογία, σύμφωνα με την οποία συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο πως ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως στην ένορκη δήλωση του εναγομένου δίνονται αρκετές λεπτομέρειες που δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαίτησης, το οποίο θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο πως ο εναγόμενος έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση και/ή ότι αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να του δίδεται το δικαίωμα της υπεράσπισης.

Στη συνέχεια η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής προχώρησε και εξέτασε τα όσα ήγειραν οι εναγόμενοι-εφεσείοντες σύμφωνα με τα οποία υπέβαλαν ότι είχαν καλή υπεράσπιση στην αγωγή.  Αυτά συνοψίστηκαν ως εξής:

(α) Η αξίωση και συνεπώς η αγωγή στηρίζονται σε αντισυνταγματικό νόμο.

(β) Είναι ποινή που επιβλήθηκε στους εναγόμενους-εφεσείοντες [*414]και όχι διοικητικό πρόστιμο, και

(γ) Με την ποινή που επιβλήθηκε παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και το άρθρο 12 του Συντάγματος επειδή οι εφεσίβλητοι έγιναν κατήγοροι, μάρτυρες και Δικαστές.

Στις πρωτόδικες αποφάσεις αναλύθηκαν οι αρμοδιότητες των εφεσιβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 3 (2) του Νόμου 7/98 με τον οποίο καθιδρύθηκε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου. Επίσης έγινε αναφορά και στους σχετικούς Κανονισμούς 41 και 47.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις των εφεσιβλήτων με τις οποίες επιβάλλονταν διοικητικά πρόστιμα στους εφεσείοντες συνιστούσαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες παρήγαν έννομα αποτελέσματα μέχρι την τυχόν ακύρωση τους από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Στην πρωτόδικη απόφαση έγινε αναφορά στην υπόθεση Χρίστου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1847, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεκύρωσε την απόφαση του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση σε σχέση με την είσπραξη χρηματικού ποσού που επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα διοικητικής απόφασης, εκκρεμούσης προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης έκαμε αναφορά σε διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες κρίθηκε ότι ο Νόμος 7(Ι)/98 και συγκεκριμένα η παροχή εξουσίας στους εφεσίβλητους για επιβολή διοικητικών προστίμων δεν είναι αντισυνταγματική ούτε και συνιστά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Καθοδηγούμενο από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με τα όσα τέθηκαν από τους εναγομένους-εφεσείοντες ενώπιον του δεν αποκαλύφθηκε συζητήσιμη υπεράσπιση και προχώρησε και έκδωσε αποφάσεις υπέρ των εφεσιβλήτων για τα ποσά που διεκδικούσαν, με τόκο και έξοδα.

Οι λόγοι εφέσεως είναι: (α) ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι στερήθηκαν του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη κατά παράβαση των άρθρων 30 και 35 του Συντάγματος δεδομένου ότι εκδόθηκαν αποφάσεις εις βάρος τους στη βάση της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία καταστρατηγεί το συνταγματικό δικαίωμα των εφεσειόντων να προσφύγουν στο Δικαστήριο και να παρουσιάσουν πλήρως τις υπερασπίσεις τους και (β)  ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως οι εφεσείοντες στερούνταν καλής υπεράσπισης, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου [*415](Ν. 7/98) εκκρεμούσε για εκδίκαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια αναθεωρητικών εφέσεων.

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα:

(α) Η διαδικασία για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, η οποία προβλέπεται από τη Δ.18  των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, διασφαλίζει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και παρέχει επαρκή εχέγγυα στους διαδίκους για παρουσίαση της υπόθεσης τους μέσα σε καθορισμένα πλαίσια. Συναφώς παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο σε υποθέσεις όπου ο εναγόμενος αποτυγχάνει να δείξει ότι έχει συζητήσιμη υπεράσπιση, εκδίδεται συνοπτική απόφαση εναντίον του. 

(β) Οι αποφάσεις των εφεσιβλήτων ήταν για επιβολή διοικητικών προστίμων στους εφεσείοντες δυνάμει του Ν. 7(Ι)/98 και συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων μπορεί να γίνει μόνο σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μέχρι την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης αυτή παραμένει ισχυρή και παράγει έννομα αποτελέσματα.  Στην προκείμενη περίπτωση οι διοικητικές πράξεις δεν ακυρώθηκαν.

(γ) Οι χρηματικές αξιώσεις των εφεσιβλήτων, στις προαναφερόμενες αγωγές, βασίζονται απόλυτα στις προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις. Οι εφεσείοντες δεν κατάφεραν να δείξουν, δίνοντας μάλιστα και επαρκείς λεπτομέρειες, όπως όφειλαν (εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της Δ.18), ότι έχουν συζητήσιμες υπερασπίσεις.

(δ) Αναφορικά με τη συνταγματικότητα του Νόμου 7(Ι)/98 παρατηρούμε πως κάθε νόμος τεκμαίρεται ότι είναι συνταγματικός μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Ο νόμος αυτός δεν κρίθηκε ως αντισυνταγματικός.

Θεωρούμε τις αποφάσεις του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως ορθές και τους λόγους εφέσεως ως αβάσιμους. Οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ενώ οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι είχαν καλήν υπεράσπιση στις αξιώσεις των εφεσιβλήτων ή να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοια στοιχεία που να δείχνουν ότι ήταν ορθό και δίκαιο να τους επιτραπεί να προβάλουν τις υπερασπίσεις τους. Ορθά, επίσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις [*416]ήδη καταχωρηθείσες εκθέσεις υπερασπίσεως των εφεσειόντων εφόσον σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι εκείνα που παρατίθενται,  με τον ορθό δικονομικά τρόπο, στην αίτηση και στην ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν. Η καταχώρηση υπεράσπισης από ένα εναγόμενο δεν μπορεί να αποστερήσει τον ενάγοντα από το δικαίωμα του να υποβάλει αίτηση για συνοπτική απόφαση, στην κατάλληλη περίπτωση όπως ήταν η προκείμενη.

Για τους προαναφερόμενους λόγους και οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο