Θεμιστοκλέους Ανδρέας ν. Αθηνάς Λεωνίδου (2005) 1 ΑΑΔ 417

(2005) 1 ΑΑΔ 417

[*417]21 Μαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΑΝΙΚΑΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1996,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΘΗΝΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11900)

 

Ανίκανα πρόσωπα ― Διαχείριση περιουσίας ανικάνων προσώπων ― Ο περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμος του 1996 ― Έχει σαν στόχο την προστασία της περιουσίας του ανικάνου και κατ’ επέκταση την ευημερία του ― Πλαίσιο και μορφή εξουσίας του Δικαστηρίου ― Η διαδικασία που ακολουθείται έχει χαρακτήρα ερευνητικό ― Αντικατάσταση διαχειριστή λόγω κακοδιαχείρισης ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποδέχθηκε, κατόπιν δίκης, αίτηση της εφεσίβλητης για διορισμό της ιδίας ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αδελφού της, ο οποίος είναι ανίκανο πρόσωπο, σε αντικατάσταση του μέχρι τότε διαχειριστή που είναι ο άλλος αδελφός των πιο πάνω, του εφεσείοντος.  Ο τελευταίος αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και με την παρούσα έφεση επιδιώκει την ανατροπή της.

Ο εφεσείων διορίστηκε διαχειριστής τον Φεβρουάριο του 1997 και αντικατέστησε τον πατέρα του ο οποίος ήταν ο διαχειριστής από το Σεπτέμβριο 1975.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι κατά την περίοδο που ήταν διαχειριστής ο πατέρας, παρόλον ότι δεν είχαν υποβληθεί λογαριασμοί και υπήρξε παράλειψη ελέγχου συντήρησης των όρων που [*418]έθετε το Δικαστήριο, ο διαχειριστής συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του ανικάνου και διαχειρίσθηκε την περιουσία του με τρόπο που αποσκοπούσε, όσο ήταν δυνατό, προς όφελος του ανικάνου.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε κακοδιαχείριση της περιουσίας του ανικάνου από τον Φεβρουάριο 1997 όταν ο εφεσείων αντικατέστησε τον προηγούμενο διαχειριστή, αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων ότι ο εφεσείων καρπώθηκε λεφτά που αποσύρθηκαν από το λογαριασμό του ανικάνου, χωρίς να υλοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίο αποσύρθηκαν.  Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη την παράλειψη του εφεσείοντος να υποβάλει απογραφή μέσα σε 30 ημέρες και λογαριασμούς μέσα σε 12 μήνες αφότου διορίστηκε διαχειριστής.  Το Δικαστήριο θεώρησε ακόμα πιο σοβαρή την απόσυρση από τον εφεσείοντα ποσού £31.500 χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, από το λογαριασμό του ανικάνου, ποσό που πήρε ο ίδιος ως «προσωπικό δάνειο» για να εξασφαλίσει, όπως είπε, το εισόδημα του ανικάνου.  Το εν λόγω ποσό δόθηκε σε χρηματιστή για επένδυση.

Οι λόγοι έφεσης έχουν ως κοινή συνιστάμενη την αμφισβήτηση της ορθότητας της αξιολόγησης της μαρτυρίας στη βάση της οποίας το Δικαστήριο κατέληξε στο τελικό συμπέρασμα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην ορθή απόφαση και απέρριψε την έφεση με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/11/03 (Αρ. Αιτ. 6/75) με την οποία ενέκρινε την αίτηση της αιτήτριας, αδελφής του καθ’ ου η αίτηση, και διόρισε αυτήν ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αδελφού των διαδίκων ο οποίος κηρύκτηκε ως “ανίκανο πρόσωπο” στην έννοια του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμου του 1996 (Ν. 23(Ι)/96) και απάλλαξε από τα καθήκοντα αυτά τον καθ’ ου η αίτηση.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Τσαρκατζιής για Χρ. Πατσαλίδη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι έχουν αδελφό ο οποίος είναι «ανίκανο πρόσωπο» στην έννοια* του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμου του 1996 (νόμος 23(Ι)/96). Το Φεβρουάριο 1997 αρμόδιο δικαστήριο διόρισε τον εφεσείοντα ως διαχειριστή της περιουσίας του ανίκανου προσώπου σε αντικατάσταση του πατέρα του που λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν μπορούσε να ασκεί πλέον τα καθήκοντά του.

Η εφεσίβλητη με αίτηση που υπέβαλε τον Ιούλιο 2001 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ζήτησε την παύση του διαχειριστή και διορισμό της ιδίας ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που θα κρινόταν κατάλληλο από το δικαστήριο για να αναλάβει το συγκεκριμένο καθήκον. Κατόπιν δίκης, η αίτηση εγκρίθηκε και το δικαστήριο διόρισε την εφεσίβλητη ως διαχειρίστρια του ανίκανου προσώπου σε αντικατάσταση του εφεσείοντα. Ο τελευταίος, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και με την παρούσα έφεση επιδιώκει την ανατροπή της.

Η εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων διαχειρίστηκε την περιουσία του αδελφού τους δολίως και/ή αμελώς με αποτέλεσμα να επηρεασθούν δυσμενώς τόσο η περιουσία όσο και το πρόσωπο του ανίκανου προσώπου. Στην ένορκη δήλωσή της αποκαλύφθηκαν σοβαρά στοιχεία και γεγονότα τα οποία συνιστούν κακοδιαχείριση. Ο εφεσείων αρνήθηκε τις κατηγορίες και ό,τι άλλο η εφεσίβλητη καταλόγισε εναντίον του για κακοδιαχείριση της περιουσία του αδελφού τους. Στην ένορκη δήλωσή του προσπάθησε με αναφορά στα επιμέρους γεγονότα, να ανατρέψει και σε ορισμένες περιπτώσεις να μετριάσει την αρνητική σε βάρος του εικόνα που δημιουργήθηκε από το περιεχόμενο της δήλωσης της αιτήτριας.

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης οι διάδικοι αντεξετάστηκαν και η μαρτυρία που δόθηκε, έχυσε φως στα διαδραματισθέντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με προσοχή τη μαρτυρία και ενδελεχώς ερεύνησε το φάκελο της διαχείρισης που φυλάγεται στο πρωτοκολλητείο. Ο φάκελος της διαχείρισης, περιέχει στοιχεία και γε[*420]γονότα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περιήλθαν σε γνώση του δικαστηρίου και του πρωτοκολλητή και αποτελούν μέρος του ιστορικού της διαχείρισης. Τα εν λόγω στοιχεία, παρέχουν ένδειξη του τρόπου της διαχείρισης και εν πολλοίς αποτελούν το κριτήριο του βαθμού καταλληλότητας του διαχειριστή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, επικέντρωσε την προσοχή του σε δύο κρίσιμα ζητήματα που προέκυψαν,

(α)   κατά πόσο ο διαχειριστής (εφεσείων), παρέλειψε να υποβάλει ως είχε υποχρέωση, σωστούς λογαριασμούς διαχείρισης και να ικανοποιήσει παρατηρήσεις του πρωτοκολλητή που αφορούσαν στη διεξαγωγή της διαχείρισης.

(β)   κατά πόσο ο διαχειριστής απέσυρε από λογαριασμό του ανικάνου χιλιάδες λίρες χωρίς άδεια του δικαστηρίου.

Προέκυψε από τα στοιχεία που το δικαστήριο είχε ενώπιόν του ότι ο πρώτος κύκλος της διαχείρισης άρχισε το Σεπτέμβριο 1975 όταν διαχειριστής της περιουσίας του ανικάνου διορίστηκε ο πατέρας του. Ο πρώτος κύκλος έκλεισε το Φεβρουάριο 1997. Κατά τη χρονική αυτή περίοδο δεν υποβλήθηκαν λογαριασμοί και υπήρξε παράλειψη ελέγχου τήρησης των όρων που έθετε το δικαστήριο κατά την έγκριση αιτήσεων που είχαν  κατά καιρούς υποβληθεί. Παρά την ανησυχία και τον προβληματισμό που προκάλεσε αυτή η κατάσταση, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο διαχειριστής, πατέρας του ανικάνου, έκανε ότι μπορούσε για να αποκτήσει ο ανίκανος περιουσία και έσοδα και να του εξασφαλίσει, όσο ήταν δυνατό, την ευημερία του. Ο διαχειριστής όχι μόνο δεν εισέπραττε £100.- μηνιαίως για τη συντήρηση του ανίκανου ως είχε δικαίωμα σύμφωνα με το διάταγμα του δικαστηρίου αλλά επωμιζόταν και όλα τα έξοδα της συντήρησής του και επιπρόσθετα, κατέθετε εξ ιδίων χρήματα σε λογαριασμούς που είχε ανοίξει ο ίδιος στο όνομα του ανικάνου. Διαπιστώθηκε επίσης ότι στις 10.6.94 υπήρχε γραμμάτιο προς όφελος του ανικάνου, αξίας £38.792,28.

Ο δεύτερος κύκλος της διαχείρισης που άρχισε το Φεβρουάριο 1997 όταν o εφεσείων αντικατέστησε τον προηγούμενο διαχειριστή, χαρακτηρίζεται από το πρωτόδικο δικαστήριο ως επικίνδυνος σε ό,τι αφορούσε τη διαχείριση της περιουσίας του ανικάνου. Το δικαστήριο, επισημαίνει σοβαρές ανακρίβειες στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα που συνόδευε την αίτησή του για διορισμό που αφορούσαν στα περιουσιακά στοιχεία του ανικάνου. Ο εφεσείων δήλωσε ότι ο ανίκανος είχε ένα κτήμα στη Βυζακιά και κανένα έσο[*421]δο για τη συντήρησή του και ότι ο ίδιος (ο εφεσείων), επωμιζόταν τα εν λόγω έξοδα. Οι πιο πάνω δηλώσεις, κατ’ αντιπαραβολή προς τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, αποδείχθηκαν αναληθείς. Οταν υποβλήθηκε η αίτηση διορισμού του εφεσείοντα το Φεβρουάριο 1997 το ανίκανο πρόσωπο εκτός από το κτήμα στη Βυζακιά διατηρούσε λογαριασμό με σημαντικό ποσό χρημάτων και είχε επίσης δικαίωμα είσπραξης του ενοικίου ενός καταστήματος στη Λευκωσία που ήταν εγγεγραμμένο στον εφεσείοντα. Έντονη ήταν η υποψία του δικάσαντος δικαστηρίου ότι ο εφεσείων προτού αναλάβει τη διαχείριση, παρακίνησε τον προηγούμενο διαχειριστή να υποβάλει αίτηση για να αποσυρθούν από το λογαριασμό του ανικάνου £13.500 προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση δωματίου για τη στέγαση του ανικάνου και του πατέρα του. Ο διαχειριστής απέσυρε το ποσό και το παρέδωσε στον εφεσείοντα για να χρησιμοποιηθεί για τον πιο πάνω σκοπό. Ο εφεσείων καρπώθηκε τα χρήματα χωρίς να υλοποιηθεί ο σκοπός. Άλλη διαπίστωση αφορά στην ενέργεια του εφεσείοντα να ζητήσει στις 21.12.98 την ανάληψη £2.200 για έξοδα που κατ΄ ισχυρισμό επωμίσθηκε για τη συντήρηση του ανικάνου από τις 3.2.97. Εύλογη θεωρούμε την απορία του ευπαίδευτου πρωτόδικου δικαστή για το πώς ο εφεσείων συντηρούσε τον ανίκανο αδελφό του ενόσω ο τελευταίος ζούσε με τον πατέρα του και ο ίδιος (ο εφεσείων), απουσίαζε στο εξωτερικό κατά την πιο πάνω περίοδο.

Η παράλειψη του εφεσείοντα να υποβάλει απογραφή μέσα σε 30 ημέρες και λογαριασμούς μέσα σε 12 μήνες αφότου διορίστηκε διαχειριστής καθώς και η συνεχισθείσα παράλειψή του να συμμορφωθεί, παρά τη σχετική ειδοποίηση του πρωτοκολλητή, είναι ένα ακόμη στοιχείο που ορθά κατά τη γνώμη μας, έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο. Οι λογαριασμοί υποβλήθηκαν τελικά στις 15.5.01 χωρίς ωστόσο να είχε ικανοποιηθεί ο πρωτοκολλητής ο οποίος επισήμανε κενά. Παρά το γεγονός ότι δόθηκε χρόνος για συμμόρφωση στις παρατηρήσεις που έγιναν, ο εφεσείων παρέμεινε αδιάφορος.

Το δικαστήριο θεώρησε ακόμα πιο σοβαρή την ενέργεια του εφεσείοντα να αποσύρει χωρίς προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου £31.500 από το λογαριασμό του ανικάνου, ποσό που πήρε ο ίδιος υπό μορφή «προσωπικού δανείου» για να εξασφαλίσει περαιτέρω, όπως είπε, το εισόδημα του ανικάνου. Το εν λόγω ποσό δόθηκε σε χρηματιστή για επένδυση. Ο εφεσείων για να δικαιολογήσει την πράξη του, είπε ότι υπέγραψε ο ίδιος γραμμάτιο προς εξασφάλιση του ανικάνου και ο χρηματιστής υπέγραψε δήλωση ότι θα επέστρεφε τα χρήματα αν δεν εύρισκε καλή περίπτωση για επένδυση. Τα [*422]χρήματα επιστράφηκαν τελικά στη διαχείριση όμως η πράξη του εφεσείοντα, ορθά κρίθηκε πως ήταν νομικά επιλήψιμη. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 10(1) του νόμου, ο διαχειριστής μπορεί να επενδύσει εισόδημα του ανικάνου χωρίς έγκριση του δικαστηρίου, μόνο σε αξιόγραφα του δημοσίου. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η πιο πάνω παράνομη ενέργεια του εφεσείοντα  έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο το σύνολο σχεδόν των χρημάτων του ανικάνου.

Οι λόγοι έφεσης που προώθησε ο εφεσείων έχουν ως κοινή συνισταμένη την αμφισβήτηση της ορθότητας της αξιολόγησης της μαρτυρίας στη βάση της οποίας το δικαστήριο κατέληξε στο τελικό συμπέρασμα. Προβάλλεται ότι το δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να αξιολογήσει το χαρακτήρα της εφεσίβλητης και ότι δεν δόθηκε μαρτυρία ότι το ποσό των £13.500 που ο προηγούμενος διαχειριστής απέσυρε από το λογαριασμό του ανικάνου ήταν το ίδιο με αυτό που του δώρισε. Εισηγείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε επαρκώς τη μαρτυρία σύμφωνα με την οποία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του ανικάνου αποκτήθηκε χάριν των δικών του ενεργειών και ότι το εισόδημά του προερχόταν από δική του δωρεά προς τον ανίκανο. Προβάλλεται ακόμα ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η επένδυση στο χρηματιστήριο, που τελικά δεν έγινε, ήταν στοιχείο δόλου ή αμέλειας έστω και αν η συγκεκριμένη ενέργεια ήταν παράτυπη και χωρίς την έγκριση του δικαστηρίου καθότι για την προστασία της περιουσίας δόθηκε λογική εξασφάλιση.

Ο περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμος του 1996 αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας του ανικάνου και κατ’ επέκταση στην ευημερία του. Ο νόμος, παρέχει στα δικαστήρια σειρά εξουσιών για τον όσο το δυνατό αποτελεσματικό έλεγχο της δράσης του διαχειριστή. Στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου εναπόκειται η ανάθεση του ελέγχου των λογαριασμών από κατάλληλο πρόσωπο διοριζόμενο από το δικαστήριο (βλ. άρθρο 9(5) του νόμου) καθώς και ο διορισμός ερευνητή με εντολή εξέτασης όλων των περιστάσεων της υπόθεσης προτού το δικαστήριο προχωρήσει στην έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του νόμου (βλ. άρθρο 13 του νόμου). Η διαδικασία που ακολουθείται σε κάθε περίπτωση, έχει χαρακτήρα ερευνητικό. Η αντιπαράθεση δεν είναι συμβατή με το αντικείμενο και τους σκοπούς του νόμου. Το δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του δεν ενεργεί ως δικαστήριο επίλυσης διαφορών μεταξύ αντιδίκων σε κατ’ αντιμωλία δίκη  αφού σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο προστασία της περιουσίας του ανικά[*423]νου προσώπου και η ευημερία του ιδίου και της οικογένειάς του. Η καθιέρωση πρακτικού και ευέλικτου συστήματος ελέγχου και έρευνας, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη συστηματική παρακολούθηση της πορείας της διαχείρισης από το δικαστήριο και την έγκαιρη επέμβασή του όπου διαπιστώνονται σημεία κακοδιαχείρισης.

Το αντικείμενο της διαδικασίας στην κρινόμενη υπόθεση ήταν ο δικαστικός έλεγχος της δράσης του διαχειριστή, ανάγκη που προέκυψε ύστερα από τις συγκεκριμένες καταγγελίες της εφεσίβλητης. Μέσα από τον έλεγχο προέκυψαν στοιχεία τα οποία, κατόπιν ορθής εκτίμησης, κρίθηκε ότι συνιστούσαν συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή της περιουσίας του ανικάνου προσώπου και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε την απαλλαγή του εφεσείοντα από τα καθήκοντα και τη θέση που κατείχε. Η ενέργεια του εφεσείοντα να αποσύρει χωρίς προηγούμενη έγκριση του δικαστηρίου σεβαστό ποσό χρημάτων από τα κεφάλαια του ανικάνου προσώπου με σκοπό να τα επενδύσει στο χρηματιστήριο αναμφίβολα συνιστά πράξη αμέλειας και οπωσδήποτε ικανή αιτία απαλλαγής του εφεσείοντα από τα καθήκοντά του. Σοβαρό στοιχείο κακοδιαχείρισης συνιστούν επίσης η δυστροπία του να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις και οδηγίες του πρωτοκολλητή και η παράλειψή του να εκτελέσει τις υποχρεώσεις  που ο νόμος επιβάλλει στο διαχειριστή.

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε πως η περαιτέρω ενασχόλησή μας με τις λεπτομέρειες των επιμέρους ισχυρισμών και εισηγήσεων του εφεσείοντα που αφορούν ξεχωριστά στον κάθε λόγο έφεσης δεν θα εξυπηρετήσει κανένα σκοπό αφού η διαπίστωσή μας είναι ότι το δικαστήριο, στην όψη των πραγμάτων κατέληξε στην ορθή απόφαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο