Halin Houssein ν. Naime Timour και Άλλων (2005) 1 ΑΑΔ 424

(2005) 1 ΑΑΔ 424

[*424]21 Μαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ TURHAN KAZIM SHEMSETTIN,

HOUSSEIN HALIN,

Εφεσείων,

v.

NAIME TIMOUR,

SERAP TIMOUR,

SERGIOUL TIMOUR,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2005)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Παρακοή διατάγματος ― Η αίτηση για τιμωρία του εφεσείοντα για παρακοή διατάγματος, βασίζεται στο Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, το οποίο συνάδει με το Άρθρο 162 του Συντάγματος ― Η διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοια αίτηση είναι ταυτόσημη με τη διαδικασία σε ποινική δίκη.

Ο εφεσείων κατά παράβαση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με το οποίο εμποδιζόταν να αποσύρει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κατατεθειμένο στους λογαριασμούς της διαχείρισης, ενόσω εκκρεμούσε αίτηση για αντικατάστασή του ως διαχειριστή, απέσυρε ποσό £35.530,00 από το λογαριασμό της διαχείρισης. Το Δικαστήριο του επέβαλε μετά από ακροαματική διαδικασία ποινή φυλάκισης 30 ημερών για παρακοή διατάγματος.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι (α) δεν παραβίασε το διάταγμα επειδή είχε υποχρέωση να αποσύρει το πιο πάνω ποσό και να το δώσει σε τρίτο πρόσωπο, (β) ελλείπει η υποκειμενική υπόσταση απαραίτητο στοιχείο για τη διάπραξη του αδικήματος, με το οποίο κατηγορήθηκε, και (γ) δεν είχε δίκαιη δίκη γιατί η αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να αντεξεταστεί, παρόλον ότι εκδόθηκε προς τούτο σχετικό διάταγμα.

[*425]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το διάταγμα του Δικαστηρίου ήταν σαφέστατο και το περιεχόμενό του δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα.

2.  Η υποκειμενική υπόσταση αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από την ίδια την πράξη του εφεσείοντος.  Ο εφεσείων αποσύροντας το πιο πάνω ποσό άφησε μόνο ένα υπόλοιπο £6 στο λογαριασμό της διαχείρισης.

3.  Η κλήση προς την αιτήτρια εκδόθηκε αλλά δεν της επιδόθηκε.  Επιπλέον ο συνήγορος του εφεσείοντος σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά πόσο έθετε θέμα αναβολής της ακρόασης για να επιδοθεί η σχετική κλήση για να παρευρεθεί η αιτήτρια για σκοπούς αντεξέτασης, απάντησε αρνητικά. Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, είχε την ευκαιρία, με τη δική του ένορκη δήλωση να αντικρούσει και αντέκρουσε την αίτηση της αιτήτριας.  Ό,τι περιείχαν οι ένορκες δηλώσεις δεν άπτονταν άμεσα του αντικειμένου της δίκης.  Το μοναδικό ζήτημα που είχε ενώπιόν του το δικαστήριο, που ήταν και αδιαμφισβήτητο, ήταν το διάταγμα που εξέδωσε, και το οποίο παραβιάστηκε με τον απροκάλυπτο τρόπο, που ουσιαστικά παραδέκτηκε ο ίδιος ο εφεσείων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 28/2/05 (Αρ. Αίτ. 184/02) με την οποία του επέβαλε ως τιμωρία για την ηθελημένη παρακοή του διατάγματος ημερ. 19/1/04, σύμφωνα με το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση εφεσείων εμποδιζόταν να αποσύρει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο κατατεθειμένο στους λογαριασμούς της διαχείρισης ενόσω εκκρεμούσε αίτηση για αντικατάστασή του ως διαχειριστή, την ποινή των 30 ημερών φυλάκισης.

Μ. Βλαδιμήρου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους.

(Εx tempore)

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 19.1.04 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση [*426]εφεσείων εμποδιζόταν να αποσύρει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κατατεθειμένο στους λογαριασμούς της διαχείρισης, ενόσω εκκρεμούσε αίτηση για αντικατάστασή του ως διαχειριστή. Ο εφεσείων όμως στις 28.7.04, και ενώ το διάταγμα ήταν σε ισχύ, απέσυρε ποσό £35.530,00 από το λογαριασμό της διαχείρισης, το οποίο και έδωσε σε τρίτο πρόσωπο. Το δικαστήριο, αφού διαπίστωσε την ηθελημένη παράβαση του διατάγματος του, μετά από ακροαματική διαδικασία του επέβαλε, την επιεικέστατη ποινή, των 30 ημερών φυλάκισης.

Η αίτηση για τιμωρία του εφεσείοντα για παρακοή  διατάγματος, βασίζεται στο άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, το οποίο συνάδει με το άρθρο 162 του Συντάγματος. Η διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοια αίτηση είναι ταυτόσημη με τη διαδικασία σε ποινική δίκη.

Με την παρούσα έφεση ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγείται πως η απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο καθ’ ου η αίτηση βρέθηκε ένοχος για παρακοή στο σχετικό διάταγμα, είναι εσφαλμένη. Η βασική επιχειρηματολογία του εστιάστηκε στην εισήγηση πως ο εφεσείων δεν παραβίασε το διάταγμα. Ο εφεσείων, κατά το συνήγορο, είχε υποχρέωση να αποσύρει αυτό το ποσό και να το δώσει στο τρίτο πρόσωπο, γιατί, πριν από την έκδοση του διατάγματος, είχε ακυρωθεί σύμβαση πώλησης ακινήτου μεταξύ του, ως διαχειριστή, και του τρίτου προσώπου, και επομένως όφειλε να επιστρέψει την προκαταβολή που εισέπραξε. Η εισήγηση αυτή δεν έχει καθόλου έρεισμα. Το διάταγμα του δικαστηρίου ήταν σαφέστατο, και το περιεχόμενό του δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα, ο οποίος διατασσόταν να μη αποσύρει οποιοδήποτε ποσό, που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της διαχείρισης, μέχρις ότου εκδικαστεί η αίτηση που αφορούσε στην απομάκρυνση του ως διαχειριστή. Στην ουσία ο πιο πάνω ισχυρισμός αποδεικνύει από μόνος του τη σκόπιμη παραβίαση του διατάγματος.

Έγινε επίσης εισήγηση πως ελλείπει η υποκειμενική υπόσταση, απαραίτητο στοιχείο για τη διάπραξη του αδικήματος, με το οποίο κατηγορήθηκε ο εφεσείων. Η υποκειμενική όμως υπόσταση αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από την ίδια την πράξη του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος, όπως είπαμε πιο πάνω, ηθελημένα, και παραβιάζοντας τους ρητούς όρους του διατάγματος, απέσυρε το ποσό που βρισκόταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της διαχείρισης. Πρέπει δε να αναφέρουμε πως αυτό το ποσό που αποσύρθηκε ήταν και το μοναδικό που βρισκόταν στο λογαριασμό της διαχείρισης γιατί, καθώς μας λέχθηκε, παρέμεινε μόνο ένα υπόλοιπο £6.

[*427]

Δεν θα ασχοληθούμε εκτενώς με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, που αφορούν κυρίως στην εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα πως το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε από δικαστή που δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης. Το επίμαχο διάταγμα δεν υπήρξε αντικείμενο αμφισβήτησης με οποιοδήποτε νομικό διάβημα, μήτε και είναι αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Διατείνεται επίσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα πως δεν είχε δίκαιη δίκη γιατί η αιτήτρια δεν παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο για να αντεξεταστεί, μολονότι εκδόθηκε προς τούτο σχετικό διάταγμα του δικαστηρίου. Από το πρακτικό της διαδικασίας  αποδεικνύεται πως ναι μεν εκδόθηκε κλήση προς την αιτήτρια, για να παρουσιαστεί στη δίκη και αντεξεταστεί, αλλά η κλήση δεν της επιδόθηκε. Επιπλέον, το δικαστήριο ρώτησε το συνήγορο του εφεσείοντα, κατά την έναρξη της διαδικασίας, κατά πόσο έθετε θέμα αναβολής της ακρόασης για να επιδοθεί η σχετική κλήση για να παρευρεθεί η αιτήτρια για σκοπούς αντεξέτασης. Ο τελευταίος όμως απάντησε πως δεν έθετε τέτοιο θέμα. Επί της ουσίας όμως  θα πρέπει να πούμε και τα εξής: Ο εφεσείων είχε την ευκαιρία, με τη δική του ένορκη δήλωση να αντικρούσει και αντέκρουσε, την αίτηση της αιτήτριας. Ό,τι περιείχαν οι ένορκες δηλώσεις δεν άπτονταν άμεσα του αντικειμένου της δίκης. Το μοναδικό ζήτημα που είχε ενώπιόν του το δικαστήριο, που ήταν και αδιαμφισβήτητο, ήταν το διάταγμα που εξέδωσε, και το οποίο παραβιάστηκε με τον απροκάλυπτο τρόπο, που ουσιαστικά παραδέκτηκε ο ίδιος ο εφεσείων.

Η έφεση  επομένως απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο