Χαράκης Κωνσταντίνος Π. ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ύστερα από εξουσιοδότηση της Hella LisisHarakis (2005) 1 ΑΑΔ 519

(2005) 1 ΑΑΔ 519

[*519]8 Απριλίου, 2005

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΧΑΡΑΚΗΣ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ HELLA LISIS HARAKIS,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Έφεση Αρ. 203)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Αλλοδαπή απόφαση ― Απόφαση για εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης του High Court of Justice, Family Division της Αγγλίας ― Ο περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμος του 2000 (Ν. 121(Ι)/00) ― Εφαρμοστέες αρχές.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Ο ενδεδειγμένος τρόπος έγερσης θέματος αντισυνταγματικότητας νόμου είναι η γραπτή διατύπωσή του και η υποστήριξη από λεπτομέρειες γιατί ο νόμος είναι αντισυνταγματικός.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ― Κατά πόσο έχει δικαιοδοσία να εξετάζει θέματα αντισυνταγματικότητας νόμων.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εγκρίθηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, η εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης του High Court of Justice, Family Division της Αγγλίας ημερ. 8.6.02, αναφορικά με την υποχρέωση του εφεσείοντος-καθ’ ου η αίτηση για διατροφή των τεσσάρων παιδιών του. Οι λόγοι έφεσης συνοψίζονται ως ακολούθως:

1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) δεν παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 5(1)(ε) [*520]του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου του 2000 (Ν. 121(Ι)/00), (β) δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων είχε συμμορφωθεί μερικώς με την απόφαση του Αγγλικού δικαστηρίου αφού είχε ήδη καταβάλει συγκεκριμένο ποσό στην πρώην σύζυγό του και ότι η μη καταβολή του υπολοίπου οφείλεται στην κακή οικονομική του κατάσταση και (γ) δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε καταχωρήσει στο εν λόγω Αγγλικό Δικαστήριο σχετική αίτηση για τροποποίηση του επιδίκου διατάγματος διατροφής η οποία εκκρεμούσε για εκδίκαση.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και αρχές που διέπουν το θέμα εγγραφής, αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων και ιδιαίτερα τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Matrimonial Causes Act του 1973 ότι η σύζυγος του εφεσείοντος δεν νομιμοποιείται να αξιώνει οποιοδήποτε ποσό στο Ηνωμένο Βασίλειο για καθυστερημένες δόσεις πέραν των 12 μηνών, εκτός αν εξασφαλίσει πρώτα την άδεια του Αγγλικού Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο ισχυρισμός για παραπομπή του θέματος αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 5(1)(ε) του Ν. 121(Ι)/00 δεν είχε εγερθεί στους λόγους της ένστασης και επίσης είχε εγκαταλειφθεί από τη συνήγορο του εφεσείοντος. Έπεται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε να μη παραπέμψει τούτο προς εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

2.  Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 5(1)(ε) του Ν. 121(Ι)/00, δηλαδή, κατά πόσο αυτό αντίκειται προς το Άρθρο 30.2 και το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, αφού μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει αποκλειστικά θέματα συνταγματικότητας νόμων.  Ούτε η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να παραπεμφθεί τέτοιο θέμα από το παρόν Δικαστήριο προς κρίση και απόφαση, στο Ανώτατο Δικαστήριο.

3.  Το γεγονός ότι εκκρεμούσε αίτηση στο Αγγλικό Δικαστήριο για τροποποίηση του επίδικου διατάγματος διατροφής, είναι άσχετο με την παρούσα αίτηση.

4.  Στους προβλεπόμενους από το σχετικό νόμο λόγους ένστασης κατά της εγγραφής δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της κακής οικονομικής κατάστασης του καθ’ ου η αίτηση ή της μερικής συμμόρ[*521]φωσης προς την απόφαση.

5.  Στην καταχωρηθείσα ένσταση κατά την πρωτόδικη διαδικασία δεν είχε εγερθεί λόγος αναφορικά με το Άρθρο 32 του Matrimonial Causes Act 1973 της Αγγλίας και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να εντοπίσει από μόνο του το θέμα και να το εξετάσει αυτεπάγγελτα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045,

Γιωργαλλάς ν. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2060,

Ζένιου ν. Ζένιου (Αρ. 1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 445.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 6/5/04 (Αρ. Αιτ. 2/03) με την οποία, κατόπιν αίτησης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ύστερα από εξουσιοδότηση της Hella Lisis Harakis μητέρας των 4 παιδιών της ιδίας και του πρώην συζύγου της, καθ’ ου η αίτηση, το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε την εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης του High Court of Justice, Family Division της Αγγλίας ημερ. 8.6.02 με την οποία ο καθ’ ου η αίτηση διατάσσετο όπως καταβάλλει διατροφή £8.750 το χρόνο για το καθένα από τα τέσσερα παιδιά του πληρωτέες με μηνιαίες δόσεις £729.16 για το καθένα, σύμφωνα με το Άρθρο 5(1)(ε) του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου του 2000 (Ν. 121(Ι)/00).

Δ. Κυνηγοπούλου για Α. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα-Καθ’ ου η αίτηση.

Μ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Εφεσίβλητο-Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα [*522]δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με σχετική αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ύστερα από εξουσιοδότηση της Hella Lisis Harakis μητέρας των 4 παιδιών της ιδίας και του πρώην συζύγου της Κωνσταντίνου Π. Χαράκη, από τη Λεμεσό (καθού η αίτηση), το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε, μετά από ακροαματική διαδικασία, την εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης του High Court of Justice, Family Division της Αγγλίας ημερ. 8.6.02 με την οποία ο καθού η αίτηση διατάσσεται όπως καταβάλλει διατροφή £8.750 το χρόνο για το καθένα από τα τέσσερα παιδιά του πληρωτέες με μηνιαίες δόσεις £729.16 για το καθένα, όπως με λεπτομέρεια φαίνεται στην εν λόγω απόφαση.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων-καθού η αίτηση, προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Στο εφετήριο περιέχονται 5 λόγοι έφεσης που περιληπτικά μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

Με τους δυο πρώτους λόγους έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστηρίου θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 5(1)(ε) του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου του 2000(Ν. 121(Ι)/00).

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε καταχωρήσει στο εν λόγω Αγγλικό Δικαστήριο σχετική αίτηση για τροποποίηση του επιδίκου διατάγματος διατροφής η οποία εκκρεμούσε για εκδίκαση.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων είχε συμμορφωθεί μερικώς με την απόφαση του Αγγλικού δικαστηρίου αφού είχε ήδη καταβάλει στην πρώην σύζυγο του το ποσό των αγγλικών λιρών 38.333,33 και ότι η μη καταβολή του υπολοίπου οφείλεται στην κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο καθού η αίτηση.

Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις σχετικές  νομοθετικές διατάξεις και τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα εγγραφής, αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων και ιδιαίτερα ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32 του [*523]Matrimonial Causes Act του 1973 η σύζυγος του εφεσείοντα δε νομιμοποιείται να αξιώνει οποιοδήποτε ποσό στο Ηνωμένο Βασίλειο για καθυστερημένες δόσεις πέραν των 12 μηνών, εκτός αν εξασφαλίσει πρώτα την άδεια του Αγγλικού δικαστηρίου.

Στην υπόθεση έχουν καταχωρηθεί περιγράμματα αγορεύσεων τα οποία κατά την ακρόαση της παρούσας έφεσης οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων απλώς υιοθέτησαν.

Εξετάσαμε με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις. Αναφορικά με τους δυο πρώτους λόγους έφεσης που αφορούν παράπονο γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο να μην παραπέμψει για εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5(1)(ε) του προαναφερθέντος Ν. 121(Ι)/00, φαίνεται ότι τούτο δεν ευσταθεί για το λόγο που εξηγεί και το πρωτόδικο δικαστήριο. Δηλαδή εκτός του ότι στους λόγους της ένστασης που είχε καταχωρηθεί δεν είχε εγερθεί τέτοιο θέμα, όταν τούτο είχε εγερθεί με την αγόρευση της συνηγόρου του εφεσείοντα και της ζητήθηκε από το δικαστήριο να διευκρινίσει σε ποιό Άρθρο του Συντάγματος προσκρούει η εν λόγω νομοθετική πρόνοια για να δυνηθεί να παραπέμψει το θέμα για εξέταση, η συνήγορος δήλωσε ρητά ότι εγκαταλείπει τον ισχυρισμό αυτό. Δικαιολόγησε μάλιστα αυτή της την απόφαση στο ότι δεν εγείρετο το θέμα με την ένσταση. Έτσι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της πλευράς του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εμπόδισε την κα Βασιλείου να αναπτύξει το θέμα.  Το γεγονός ότι σε αργότερο στάδιο άλλος δικηγόρος ζήτησε να επαναφέρει το θέμα, κρίνουμε ότι ορθά αντιμετωπίστηκε από το δικαστήριο ως ενέργεια καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας. Ακόμα και η αναφορά από την πλευρά του εφεσείοντα στο σύγγραμμα «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» του κ. Α. Ν. Λοΐζου σελ. 314 υποστηρίζει ότι, είτε στο αρχικό στάδιο με το δικόγραφο, είτε σε κατοπινό στάδιο που επιθυμεί ένας διάδικος να εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας, τούτο θα πρέπει κανονικά να διατυπώνεται γραπτώς και να υποστηρίζεται από λεπτομέρειες γιατί ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Παρόλο που η απαίτηση αυτή δεν είναι αυστηρή,  εντούτοις με τα όσα εκεί αναφέρονται και ιδιαίτερα λαμβανόμενου υπόψη ότι η δικηγόρος του εφεσείοντα εγκατέλειψε τον ισχυρισμό αυτό, καταλήγουμε ότι με τα γεγονότα όπως ήταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ορθά κατάληξε τούτο να μη παραπέμψει τέτοιο θέμα για εξέταση.

Αναφορικά με τους ίδιους λόγους έφεσης, η πλευρά του εφεσείοντα αναφέρουν στην αγόρευση τους ότι συνεχίζουν να έχουν την ίδια θέση και ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Δε διευκρινίζουν [*524]αν ζητούν όπως το θέμα αντισυνταγματικότητας εξεταστεί σ’ αυτό το στάδιο από το Δικαστήριο τούτο, αφού, σύμφωνα με την εισήγηση τους, ως θέμα δημόσιας τάξης τούτο μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα και αυτεπάγγελτα ή αν θα πρέπει το δικαστήριο τούτο να παραπέμψει το θέμα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Προώθησαν και τώρα τη θέση (όπως ζήτησε να προωθήσει στην πρωτόδικη διαδικασία ο δικηγόρος κ. Λοΐζου) ότι το λεκτικό του άρθρου 5(1)(ε) του Ν. 121(Ι)/00 είναι «άμεσα ή έμμεσα» όπως το είπαν, αντίθετο με τις πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος αφού περιορίζουν το δικαίωμα του διαδίκου να προσφύγει στο δικαστήριο και/ή να έχει ανεπηρέαστη ακροαματική διαδικασία. Περαιτέρω υποβλήθηκε, για πρώτη φορά σ’ αυτό το στάδιο, ότι παραβιάζονται και οι πρόνοιες του Άρθρου 30.3.(β) του Συντάγματος αφού εμποδίζεται ο εφεσείων να προβάλει «όλους τους ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστηρίου για σκοπούς προώθησης και/ή παρουσίασης της υπόθεσης».

Αν με τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα εννοούν να εξεταστεί το θέμα από αυτό το δικαστήριο, τότε τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το δικαστήριο τούτο, ως Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, μπορεί να εξετάσει θέμα αντισυνταγματικότητας.

Στην υπόθεση Ναυσικά Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045 στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για διατάγματα της φύσεως prohibition, certiorari και  mandamus στη σελ 1058 ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) ανάφερε τα ακόλουθα αναφορικά με την υπόσταση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου:

«Είναι φανερό από την προηγηθείσα ανάλυση πως το δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν διαθέτει το συνταγματικό στίγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο καθιδρύθηκε και λειτουργεί από το 1964 ως το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Τούτο είναι το μόνο όργανο που είναι αποκλειστικά επιφορτισμένο με την εξέταση και τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Έπεται ότι η πρόσβαση των αιτητών στο Ανώτατο Δικαστηρίο με τη διαδικασία του άρθρου 144 δεν μπροούσε να αποκλεισθεί. Η νομιμοποίηση τους για το σκοπό αυτό και για τους λόγους που έχουν εκτεθεί είναι απόλυτα θεμελιωμένη.»

Με το σκεπτικό αυτό στην υπόθεση Γιωργαλλάς ν. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2060 το θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 11(1)(α) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική [*525]Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν. 187(Ι)/91) που έθετε προθεσμία στην υποβολή αίτησης για αποκήρυξη πατρότητας τέκνου, εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Ολομέλεια) και όχι το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.

Στην υπόθεση Ζένιου ν. Ζένιου (2002) 1 Α.Α.Δ. 445, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο παρέπεμψε τέτοιο θέμα, προς κρίση και απόφαση, στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να εξετάσει το θέμα αντισυνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου. Επομένως τίθεται το ερώτημα αν το δικαστήριο τούτο θα παραπέμψει το θέμα αυτό στο Ανώτατο Δικαστήριο. Από τη στιγμή που έχουμε καταλήξει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά θεώρησε ως καταχρηστική τη στάση της πλευράς του εφεσείοντα με τον ένα δικηγόρο να αποσύρει τέτοιο αίτημα και με τον άλλο να προσπαθεί να το προωθήσει, καταλήγουμε ότι δεν είναι κατάλληλη υπόθεση για να παραπέμψουμε το θέμα στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης για εγγραφή και εκτέλεση της αλλοδαπής απόφασης ότι εκκρεμούσε αίτηση στο Αγγλικό Δικαστήριο που ο εφεσείων καταχώρησε στις 12.2.03 για τροποποίηση της, συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση ότι το γεγονός αυτό είναι άσχετο. Πρώτο δεν είναι μέσα στα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος 121(Ι)/00 και δεύτερο, όπως ορθά έθιξε και η δικηγόρος του εφεσίβλητου, η εν λόγω αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε μετά την καταχώρηση της αίτησης για εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης.

Με το ίδιο σκεπτικό, δηλαδή ότι στους προβλεπόμενους από το σχετικό νόμο λόγους ένστασης κατά της εγγραφής δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της κακής οικονομικής κατάστασης του καθού η αίτηση ή της μερικής συμμόρφωσης προς την απόφαση, αλλά αντίθετα από το κείμενο του νόμου προκύπτει ότι η συμμόρφωση θα πρέπει να είναι πλήρης, απορρίπτεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης. Άλλωστε η εγγραφείσα απόφαση θα ισχύει για το μέρος που έμεινε ανικανοποίητο.

Τέλος έχουμε τον πέμπτο λόγο έφεσης ότι δηλαδή δεν έπρεπε να επιτραπεί η εκτέλεση της απόφασης εδώ στην Κύπρο εφόσον στην Αγγλία, όπου εκδόθηκε η απόφαση, δεν είχε προηγηθεί αίτηση ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου ώστε να επιτραπεί εκεί η εκτέλεση της, δεδομένου ότι η απόφαση αφορούσε καθυστερημένες δόσεις [*526]πέραν των 12 μηνών. Έγινε σχετική επίκληση του άρθρου 32 του Matrimonial Causes Act 1973 της Αγγλίας. Στην καταχωρηθείσα ένσταση κατά την πρωτόδικη διαδικασία δεν είχε εγερθεί τέτοιος λόγος είτε στην εν λόγω ένσταση, είτε στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση αλλά ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία (αγορεύσεις). Προβλήθηκε ενώπιον μας η θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να εντοπίσει από μόνο του αυτό το ζήτημα και να το εξετάσει αυτεπάγγελτα. Η εισήγηση αυτή είναι προδήλως αβάσιμη και απορρίπτεται.

Αναφορικά με τη θέση της δικηγόρου του εφεσίβλητου ότι η αιτήτρια απαίτησε από το Οικογενειακό Δικαστήριο απλώς την αναγνώριση της αγγλικής απόφασης και όχι την πληρωμή καθυστερημένων δόσεων, σημειώνουμε ότι η αίτηση ήταν για την «εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση» της αλλοδαπής απόφασης και έτσι έχει εγκριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο