K.A. ν. Δ.Κ. (2005) 1 ΑΑΔ 527

(2005) 1 ΑΑΔ 527

[*527]8 Απριλίου, 2005

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

Κ. Α.,

Εφεσείουσα,

v.

Δ. Κ.,

Εφεσιβλήτου.

(Έφεση Αρ. 192)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Πατρότητα και προσβολή της ― Τεκμήριο πατρότητας υπέρ συζύγου της μητέρας, δυνάμει του Άρθρου 6 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν. 187/91) ― Το τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί εντός ενός έτους αφότου ο σύζυγος πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη δεν έγινε από αυτόν ― Άρθρο 11(1)(α) του Ν. 187/91.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση του εφεσίβλητου με την οποία ζητούσε όπως αναγνωρισθεί ότι δεν είναι ο πατέρας των παιδιών Ανδρέα και Νεφέλης, τα οποία γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου με την εφεσείουσα, ήταν εμπρόθεσμη.

Ήταν κοινο έδαφος, όπως κατέληξε το Οικογενειακό Δικαστήριο, ότι τα ανήλικα δεν έχουν βιολογικό πατέρα τον εφεσίβλητο αλλά τρίτο πρόσωπο, με το οποίο η εφεσείουσα διατηρούσε ερωτική σχέση.  Το εύρημα αυτό δεν προσβάλλεται με την έφεση.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε απορρίψει τη μαρτυρία της εφεσείουσας, για τον λόγο ότι αυτή «..... περιέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων ανάμεσα στην υπεράσπιση που καταχώρησε και στην προφορική της μαρτυρία».

[*528]Η εφεσείουσα εισηγείται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν είναι ορθή.  Το γεγονός ότι αρνήθηκε, με την υπεράσπισή της, ισχυρισμούς του εφεσίβλητου είναι μια δυνατότητα που παρέχεται δικονομικά και δεν μπορούσε να λειτουργήσει εναντίον της.

Το Εφετείο αφού σημείωσε ότι δεν είναι δικό του έργο η αξιολόγηση εξ υπαρχής της μαρτυρίας, αλλά έργο που ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και αφού αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Δεν έχει διαπιστωθεί οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Οικογενειακό Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Το γεγονός ότι παρέχεται δυνατότητα διαζευκτικών υπερασπίσεων στο δικόγραφο δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο εμποδίζεται, ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης, να αναφερθεί και να αξιολογήσει μαρτυρία με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην υπεράσπιση.

2.  Το τεκμήριο πατρότητας, που δημιουργεί το Άρθρο 6 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91), σε σχέση με τέκνο που γεννιέται κατά τη διάρκεια του γάμου, είναι μαχητό, αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 8, μπορεί να αμφισβητηθεί δικαστικά και να ανατραπεί, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε από το σύζυγό της, ή ότι, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, ήταν αδύνατο να συλλάβει από αυτόν.  Η ανατροπή του μαχητού αυτού τεκμηρίου από το σύζυγο της μητέρας μπορεί να γίνει, εντός ενός έτους αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν. Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσίβλητος απέκτησε γνώση των περιστατικών στις 19.3.2000, επομένως η αποσβεστική προθεσμία, σύμφωνα με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αρχίζει από τότε. Ο αιτητής εμπρόθεσμα στις 28.2.01 καταχώρησε την παρούσα αίτηση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 691.

Έφεση.

[*529]

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 20/1/04 (Αρ. Αίτ. 4/01) με την οποία, κατόπιν αίτησής του, αναγνωρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ο πατέρας των δύο ανηλίκων, που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου του με την εφεσείουσα.

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.

Γ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν είναι ο πατέρας των ανηλίκων Α. και Β., που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου του με την εφεσείουσα.

Ο εφεσίβλητος, με αίτηση, που υπέβαλε στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ζήτησε όπως αναγνωρισθεί ότι δεν είναι ο πατέρας των παιδιών Α. και Β., τα οποία γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου του με την εφεσείουσα. Για πρώτη φορά πληροφορήθηκε ότι δεν ήταν ο πατέρας των ανηλίκων στις 19/3/2000, όταν του κοινοποιήθηκαν τα αποτελέσματα εξέτασης D.N.A. και, συνεπώς, η αίτησή του ήταν εμπρόθεσμη.

Η εφεσείουσα, με την Υπεράσπισή της, απέρριψε ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας των ανηλίκων.  Διαζευκτικά, ισχυρίστηκε ότι αυτός γνώριζε για τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προέκυπτε το γεγονός πριν από τη γέννηση των ανηλίκων και, εν πάση περιπτώσει, γνώριζε ότι δεν ήταν ο πατέρας πριν από τις 28/2/2000.

Οι θέσεις των διαδίκων, όπως δόθηκαν με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε πρωτόδικα, έχουν, σε συντομία, ως ακολούθως:-

Εφεσείουσα και εφεσίβλητος παντρεύτηκαν το 1995 και χώρισαν με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 31/1/2001.  Ήταν η θέση του εφεσίβλητου ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 1998, που έφυγε από το σπίτι, με την εφεσείουσα ζούσαν ως σύζυγοι και [*530]είχαν ελεύθερες ερωτικές επαφές. Το Σεπτέμβριο του 1997 και ενώ η εφεσείουσα βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης της, του ανέφερε ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τρίτο πρόσωπο, αποφάσισαν όμως, μετά από σκέψη, να μη διαλύσουν το γάμο τους. Τον Αύγουστο, μάλιστα, του 1998 ταξίδεψαν στο εξωτερικό, όπου, με σκοπό να αποκτήσουν δεύτερο παιδί, είχαν ελεύθερες ερωτικές σχέσεις. Τα πράγματα άλλαξαν το Σεπτέμβριο του 1998, όταν διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα δεν είχε διακόψει το δεσμό της.  Έφυγε από το σπίτι, συνέχισε, όμως, την επικοινωνία, γιατί πίστευε ότι ο Α. ήταν παιδί του. Δύο - τρεις εβδομάδες μετά που έφυγε, πληροφορήθηκε από την εφεσείουσα ότι ήταν έγκυος. Παρά τις πιέσεις που δέχθηκε, δεν επέστρεψε στην οικογένειά του. Ασκούσε, όμως, τα δικαιώματά του ως πατέρας. Μετά τη γέννηση της Β., επειδή πίστευε ότι τα παιδιά ήταν δικά του, καταχώρισε αίτηση για να πάρει την επιμέλειά τους, η εφεσείουσα, όμως, καταχώρισε αίτηση, με την οποία πρόσβαλλε την πατρότητα των παιδιών, αναφέροντάς του ότι υπήρχαν αποτελέσματα εξετάσεων D.N.A. Δεν πίστεψε και ζήτησε να γίνουν νέες εξετάσεις, οι οποίες και έγιναν.  Στις 19/3/2000, όταν έμαθε τα αποτελέσματα, συμφώνησε με την αίτηση, η εφεσείουσα, όμως, ζήτησε και την απέσυρε. Η απόσυρση από την εφεσείουσα τον ανάγκασε να προχωρήσει ο ίδιος με νέα αίτηση.

Η θέση της εφεσείουσας ήταν εντελώς διαφορετική. Από την αρχή, ισχυρίστηκε, ο εφεσίβλητος γνώριζε ότι ο Α. δεν ήταν δικό του παιδί, όπως και η Β., της οποίας η σύλληψη έγινε μετά την οριστική τους διάσταση. Για τον Α., του το είπε ξεκάθαρα από το στάδιο της εγκυμοσύνης, όταν αυτός πληροφορήθηκε ότι διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση. Συμφώνησαν, όμως, να συνεχίσουν το γάμο τους, μετά που του υποσχέθηκε ότι θα διακόψει το δεσμό της. Με τη γέννηση του Α., άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα, λόγω επεμβάσεων του βιολογικού πατέρα. Οι σχέσεις τους βελτιώθηκαν αργότερα και ταξίδεψαν μαζί για διακοπές, μεταξύ 27/7/98 - 1/8/98. Οριστική διάσταση επήλθε τον Αύγουστο του 1998. Στη μαρτυρία της εξήγησε ότι ο λόγος που καταχώρισε αίτηση, προσβάλλοντας την πατρότητα, ήταν γιατί ο εφεσίβλητος ζητούσε την επιμέλεια των παιδιών. Την απέσυρε, γιατί έκρινε ότι, αφού τα παιδιά γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εφεσίβλητο, θα έπρεπε να τον έχουν πατέρα.

Ήταν κοινό έδαφος, όπως κατέληξε το Οικογενειακό Δικαστήριο, ότι τα ανήλικα δεν έχουν βιολογικό πατέρα τον εφεσίβλητο αλλά τρίτο πρόσωπο, με το οποίο η εφεσείουσα διατηρούσε ερωτική σχέση. Το εύρημα αυτό δεν προσβάλλεται με την έφεση. Ό,τι προσβάλλεται, είναι η ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου, η [*531]οποία σχετίζεται με το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσείουσας, η απόρριψη της οποίας καθιστούσε την αίτηση του εφεσίβλητου εμπρόθεσμη.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας, για το λόγο ότι αυτή «... περιέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων ανάμεσα στην υπεράσπιση που καταχώρησε και στην προφορική της μαρτυρία.». Έδωσε, μάλιστα αριθμό τέτοιων αντιφάσεων.

Η αξιολόγηση αυτή, εισηγείται η εφεσείουσα, δεν είναι ορθή.  Το γεγονός ότι αρνήθηκε, με την Υπεράσπισή της, ισχυρισμούς του εφεσίβλητου είναι μια δυνατότητα που παρέχεται δικονομικά και δεν μπορούσε να λειτουργήσει εναντίον της.

Δε συμφωνούμε με την εφεσείουσα και ούτε διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Οικογενειακό Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της. Με εκτεταμένη αιτιολογία, απέρριψε τη μαρτυρία της ως αναξιόπιστη, όχι μόνο λόγω των αντιφάσεων με τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης αλλά και λόγω αντιφάσεων μεταξύ των όσων είπε στην προφορική μαρτυρία της. Με μεγάλη λεπτομέρεια παρατίθενται στην απόφαση οι αντιφάσεις, στις οποίες περιέπεσε η εφεσείουσα και οι οποίες οδήγησαν το Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας της. Το γεγονός ότι παρέχεται δυνατότητα διαζευκτικών υπερασπίσεων στο δικόγραφο δε σημαίνει ότι εμποδίζεται το Δικαστήριο, ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης, να αναφερθεί και να αξιολογήσει μαρτυρία με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Υπεράσπιση.

Σημειώνουμε ότι δεν είναι έργο του Εφετείου η αξιολόγηση εξ υπαρχής της μαρτυρίας, έργο που ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και ούτε το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας, εκτός εάν διαπιστώσει ότι αυτά είναι, εξ αντικειμένου, ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, κάτι που δε συμβαίνει εδώ - (βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321 και Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691).

Το Άρθρο 6 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91), δημιουργεί τεκμήριο πατρότητας, σε σχέση με τέκνο που γεννιέται κατά τη διάρκεια του γάμου, τεκμήριο, όμως, που είναι μαχητό, αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 8, μπορεί να αμφισβητηθεί δικαστικά και να ανατραπεί, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δε συνέλαβε από το σύζυγό της, ή ότι, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, ήταν αδύνατο να συλλάβει από αυτόν. Η [*532]ανατροπή, βέβαια, του μαχητού αυτού τεκμηρίου από το σύζυγο της μητέρας μπορεί να γίνει, εντός ενός έτους αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν - (Άρθρο 11(1)(α) του Νόμου).

Το Οικογενειακό Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, κατέληξε ως εξής:-

«... αποτελεί εύρημά μου ότι είναι στις 19.3.2000 που ο Αιτητής πληροφορήθηκε τα περιστατικά από τα οποία προέκυψε ότι η σύλληψη δεν έγινε απ’ αυτόν. Προηγουμένως, αν και υπήρχε η παραδοχή της Καθ’ ης η αίτηση ότι είχε εξωσυζυγικό δεσμό πριν τη γέννηση του ……, παρόλο που υπήρχαν οι παρενοχλήσεις του ……..., εντούτοις είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής είχε σεξουαλικές σχέσεις με την Καθ’ ης η αίτηση κατά τους ουσιώδεις χρόνους σύλληψης και δεύτερο είχε τις διαβεβαιώσεις της Καθ’ ης η αίτηση ότι τα παιδιά είναι δικά του. Ο Αιτητής επίσης αμφισβήτησε την εγκυρότητα των εξετάσεων DNA που έγιναν στο εξωτερικό. Γνώση των ακριβών περιστατικών έγινε μόνο στις 19.3.2000, επομένως η αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από τότε. Ο Αιτητής εμπρόθεσμα στις 28.2.01 καταχώρησε την παρούσα αίτηση.»

Είναι η γνώμη μας ότι η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο