Κτωρίδη Έλλη Μιχαήλ ν. Επάρχου Λεμεσού και Άλλων (2005) 1 ΑΑΔ 541

(2005) 1 ΑΑΔ 541

[*541]8 Απριλίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΛΗ ΜΙΧΑΗΛ ΚΤΩΡΙΔΗ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

 

1. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

    ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΚΡΗ,

3. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ,

4. ΜΑΡΙΤΣΑΣ Β. ΣΑΚΙΔΗ,

5. ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΪΖΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11590)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Αποφάσεις Διευθυντή Κτηματολογίου ― Δικαστικός έλεγχος ― Αντικείμενο έφεσης βάσει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, είναι ο έλεγχος όχι μόνο της νομιμότητας αλλά και της ορθότητας της απόφασης του Διευθυντή ― Το βάρος αποδείξεως ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν λανθασμένη το φέρει ο εφεσείων.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αίτηση/έφεση εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου αναφορικά με την επίλυση συνοριακής διαφοράς ― Αποτελούσαν απόρροια ενδελεχούς θεώρησης και αξιολόγησης της μαρτυρίας και δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή τους.

Η εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια κτήματος στον Παλαιόμυλο, καταχώρησε αίτηση/έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου με την οποία ο Διευθυντής αποφάνθηκε τόσο υπέρ του κτήματος των εφεσιβλήτων, το οποίο συνόρευε με το κτήμα της, όσο και προς όφελος του δημοσίου δρόμου, με αποτέλεσμα η κατοικία που ανήγειρε στο κτήμα της να επενέβαινε στο κτήμα των εφεσιβλήτων και στο δημόσιο δρόμο.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση/έφεση.

[*542]Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας κατά κύριο λόγο την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Υποστήριξε ότι τα ευρήματα ή συμπεράσματα του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας αξιολογήθηκαν εσφαλμένα και/ή ότι ήταν αδικαιολόγητα και δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία.  Πρόβαλε επίσης τη θέση ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη με ιδιαίτερη αναφορά (1) στο θέμα της ειδοποίησης για επιτόπια εξέταση, (2) στην αποδοχή της μαρτυρίας του χωρομέτρη ο οποίος εξέτασε την επίδικη διαφορά χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, το χωρομετρικό βιβλίο και σύγχρονα όργανα ακριβείας και (3) στη μη αποδοχή της προηγούμενης εργασίας του κτηματολόγου ο οποίος χρησιμοποίησε απλώς μετροταινία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Μερικά από τα θέματα που απασχόλησαν πρωτοδίκως, και κατ’ επέκταση και κατ’ έφεση, και δη εκείνο της ειδοποίησης για επιτόπια εξέταση και των δύο ημερομηνιών 8.3.2000 και 17.3.2000, εκείνο της εμβέλειας της ειδοποίησης για επιτόπια εξέταση ως προς την αντιδικία, και εκείνο της ημερομηνίας που έφεραν οι ειδοποιήσεις, δεν ηγέρθησαν καν στην έφεση/αίτηση και προφανώς ανακαλύφθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο και χρησιμοποιήθηκαν ως βάθρο για περαιτέρω επίθεση κατά της απόφασης του Διευθυντή.

2.  Η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που είχε να καταδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι λανθασμένη, ένα εγχείρημα που δεν είναι εύκολο και που έχει τη δυνατότητα να επιτύχει μόνο αν συντρέχουν ισχυροί λόγοι που να το στηρίζουν.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 1, ως μόνου εμφανιζόμενου στην έφεση, και εναντίον της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 23/12/02 (Γεν. Αιτ. 269/00) με την οποία απορρίφθηκε αίτηση-έφεσή της κατά της απόφασης με την οποία ο Διευθυντής του Κτηματολογίου κατόπιν αίτησής της για επίλυση συνοριακής διαφοράς του κτήματός της με αυτό των καθ’ ων η αίτηση στον Παλαιόμυλο Λεμεσού αποφάνθηκε προς όφελος των καθ’ ων η αίτηση με αποτέλεσμα η κατοικία την οποία είχε ανεγείρει στο κτήμα της να κριθεί ότι επενέβαινε στο κτήμα [*543]των Εφεσιβλήτων και στο δημόσιο δρόμο.

Ν. Λοΐζου, για την Εφεσείουσα.

Στ. Χαραλάμπους, για τον Eφεσίβλητο 1.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με αίτηση προς το Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού η Εφεσείουσα είχε ζητήσει επίλυση συνοριακής διαφοράς που αφορούσε αφ’ ενός το κτήμα της Φ/Σ 33/42, Τεμάχιο 92, και αφ’ ετέρου το κτήμα των Εφεσιβλήτων 2, 3, 4 και 5, Φ/Σ 37/42, τεμάχιο 93, και δημόσιο δρόμο και αργάκι, των οποίων κατά νόμο ιδιοκτήτης είναι ο Εφεσίβλητος 1, στον Παλαιόμυλο. Ο Διευθυντής απεφάνθη προς όφελος τόσο του τεμαχίου 93 όσο και προς όφελος του δημοσίου δρόμου, με αποτέλεσμα η κατοικία την οποία είχε ανεγείρει η Εφεσείουσα στο κτήμα της να επενέβαινε στο κτήμα των Εφεσιβλήτων και στο δημόσιο δρόμο. Αίτηση/έφεση της Εφεσείουσας κατά της εν λόγω απόφασης του Διευθυντή απερρίφθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο, την απόφαση του οποίου και η Εφεσείουσα προσβάλλει με την παρούσα έφεση.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης διατυπώνεται παράπονο ότι τα ευρήματα ή συμπεράσματα του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας αξιολογήθησαν εσφαλμένα. Τι εννοείται δεν είναι σαφές. Εν πάση περιπτώσει όμως, η αιτιολογία του λόγου έφεσης δεν βοηθά, ούτε και το περίγραμμα το οποίο ουσιαστικά την επαναλαμβάνει απλώς. Η απλή αναφορά ότι “αξιολογήθηκε εσφαλμένα ότι όλοι οι μάρτυρες είναι αξιόπιστοι” δεν είναι βέβαια δυνατό να σχολιασθεί αφού και δεν αναπτύσσεται και στερείται κατεύθυνσης. Λέγεται έπειτα ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά το ότι στην ειδοποίηση για επιτόπια έρευνα που απέστειλε ο Διευθυντής αναφέρετο ως αντίδικο κτήμα μόνο το τεμάχιο 93 και όχι και ο δρόμος και το αργάκι.  Του θέματος αυτού επελήφθη πλήρως ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής και δεν θα μπορούσαμε χρήσιμα να προσθέσουμε οτιδήποτε στα όσα ο ίδιος είπε στη σ. 35:

“Προκύπτει διάχυτα από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι η αιτήτρια γνώριζε πολύ καλά ότι η εξέταση της 8.3.00, θα κάλυπτε και το αργάκι και το δημόσιο δρόμο.

[*544]Κατ’ αρχάς η αίτηση που υπέβαλε αφορούσε και αυτή τη πτυχή της διαφοράς. Επιπλέον ειδοποιήθηκε προφορικά περί τούτου από τον κ. Σολομωνίδη ενώ επί τόπου, πριν αρχίσει η εξέταση, υπέδειξε η ίδια στον κ. Παφίτη όλα τα σημεία της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με το αργάκι και το δημόσιο δρόμο. Ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή προέβαλε οποιαδήποτε ένσταση στο να εξετασθεί αυτή η διαφορά. Τουναντίον πλήρωσε και όλα τα σχετικά τέλη που της ζητήθηκαν για την διεξαγωγή της εξέτασης."

Δεν υπάρχει ίχνος εξήγησης στο περίγραμμα γιατί η κατάληξη αυτή να θεωρηθεί λανθασμένη.

Το ίδιο ισχύει για την εισήγηση ότι δεν αξιολογήθηκε το γεγονός ότι οι γραπτές ειδοποιήσεις για επιτόπια εξέταση ήταν για τις 8.3.2000 ενώ η ουσιαστική εξέταση έγινε στις 17.3.2000 για την οποία ημερομηνία δεν εδόθησαν γραπτές ειδοποιήσεις. Απλώς παραθέτουμε με επιδοκιμασία τη σχετική παρατήρηση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή (σ. 35):

“Είναι πρόδηλο ότι η εξέταση της 17.3.00 ήταν η συνέχεια και ολοκλήρωση αυτής που άρχισε στις 8.3.00, ημερομηνία κατά την οποία έγινε η προεργασία στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Παφίτης. Τα μέρη γνώριζαν ότι η εξέταση θα συνέχιζε στις 17.3.00 αφού πληροφορήθηκαν σχετικά επί τόπου στις 8.3.00. Άλλη υποχρέωση δεν υπήρχε.”

Μη χρήζον σχολίου, πέραν και πάλι της παράθεσης της σχετικής παρατήρησης του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή (σ.35) με την οποία συμφωνούμε, είναι και άλλο παράπονο ως προς τις ειδοποιήσεις, δηλαδή ότι η ημερομηνία αποστολής δεν ήταν η ίδια σε όλες (σ. 36):

"Παρενθετικά κλείνοντας με το θέμα της ειδοποίησης (τεκμήριο 2) να τονίσω ότι ουδέν μεμπτό προκύπτει από την αλλαγή της ημερομηνίας της ειδοποίησης αυτής από 10.1.2000 σε 4.2.2000 που επίσης τέθηκε από τον κ. Τόκα.  Η αλλαγή, ως εξήγησε ο κ. Σολομωνίδης, έγινε απλά για να αντικατοπτρίζεται η ημερομηνία ταχυδρόμησης (4.2.2000) που σε σχέση με την σύνταξη, καθυστέρησε."

Μια άλλη εισήγηση στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης ως προς την αξιολόγηση του Τεκμηρίου 16 δεν προσφέρει καν τα δεδομένα και την κατεύθυνση για εξέτασή της.

[*545]Λέγεται τέλος ότι το Δικαστήριο δεν είχε τις αναγκαίες τεχνικές γνώσεις για να κατανοήσει τη συγκριτική αποτελεσματικότητα των οργάνων που χρησιμοποιήθησαν. Η εισήγηση αυτή γίνεται χωρίς περαιτέρω συγκεκριμένο πραγματικό υπόβαθρο παρά μόνο την αναφορά ότι κακώς το Δικαστήριο απέρριψε τη χρήση των παλαιών μεθόδων, με αναφορά προφανώς στη μαρτυρία που προσέφερε η Εφεσείουσα. Και πάλι όμως, ουδέν λέγεται που να δικαιολογεί ανατροπή της προσέγγισης του Δικαστηρίου, τα λεχθέντα από το οποίο (σελίδες 32-33) δίδουν πλήρη απάντηση:

"Πέραν της υποβολής για επίλυση της συνοριακής διαφοράς από τον κ. Μιχαήλ, υπήρξε και εισήγηση ότι η δική του εργασία εν πάση περιπτώσει ήταν καλή και θα πρέπει να προτιμηθεί αυτής του κ. Παφίτη. Με όλο το σεβασμό τόσο προς τον κ. Μιχαήλ όσο και προς τον συνήγορο που υπέβαλε αυτή τη θέση, είμαι της γνώμης ότι απ’ όποια πλευρά και να ιδωθούν οι δύο εργασίες, αυτή του κ. Μιχαήλ υστερεί αυτής του κ. Παφίτη.

Πέραν του ότι ο κ. Παφίτης, ως χωρομέτρης, εξ’ ορισμού είναι πιο αρμόδιος για χωρομετρικές εργασίες παρά ο κ. Μιχαήλ που είναι κτηματολόγος, ο κ. Παφίτης τεκμηρίωσε με πληρέστερο τρόπο τις θέσεις του. Απ’ εκεί και πέρα, ως ήδη ανέφερα, ο κ. Μιχαήλ σε αντίθεση με τον κ. Παφίτη δεν εξέτασε την συνοριακή διαφορά στην ολότητα της. Επιπλέον ο κ. Παφίτης προέβη στην εξέταση ουσιαστικά μόνος του. Βοηθήθηκε απλώς στις μετρήσεις, ως ο ίδιος ανέφερε, από τον κοινοτάρχη που έτυχε να παρίστατο. Αντιθέτως ο κ. Παφίτης προέβη στην εξέταση σε συνεργασία με τον κ. Σολομωνίδη και με τη βοήθεια άλλων δύο υπαλλήλων του κτηματολογίου. Ο κ. Παφίτης χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, το χωρομετρικό βιβλίο και σύγχρονα όργανα ακριβείας, ενώ ο κ. Μιχαήλ χρησιμοποίησε απλώς μετροταινία. Επί του σημείου αυτού θα πρέπει να διαφωνήσω με τον κ. Τόκα ο οποίος αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία που παρέθεσα πιο πριν, υπέβαλε ότι η ορθή διαδικασία θα ήταν η διαφορά να εξετασθεί με μετροταινία ή ακόμα και με αλυσομέτρηση.

Η αποδοχή μιας τέτοιας θέσης θα ισοδυναμούσε με απάρνηση της προόδου και ανάπτυξης που κατά κανόνα προσφέρει η τεχνολογία. Ζούμε σε μια σύγχρονη εποχή όπου υπάρχουν πλέον τα εφόδια που παρέχουν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να κατορθώνουν πράγματα που στο παρελθόν φάνταζαν δύσκολα έως ακατόρθωτα. Σ’ αυτή την κατηγορία εμπίπτουν ασφαλώς και τα ηλεκτρονικά χωρομετρικά όργανα ακριβείας που, ως ανέφερε ο κ. Παφίτης, σε συνάρτηση με την επεξεργασία που γίνεται στον [*546]ηλεκτρονικό υπολογιστή προσφέρουν καλύτερα αποτελέσματα, τόσο από πλευράς ταχύτητας όσο και από πλευράς ακρίβειας. Αλίμονο εάν παραγνωρισθούν αυτά τα πλεονεκτήματα και συνεχισθούν οι χωρομετρήσεις με αλύσους απλά και μόνο διότι έτσι έγινε το 1920. Τότε οι άνθρωποι αυτά τα μέσα είχαν στη διάθεσή τους και αυτά χρησιμοποιούσαν.

Κλείνοντας με αυτό το θέμα επισημαίνω ότι στο βαθμό που η μαρτυρία του κ. Παφίτη αντίκειται σ’ αυτή του κ. Μιχαήλ, αποδέχομαι για τους λόγους που ήδη εξήγησα, αυτή του κ. Παφίτη."

Το παράπονο που διατυπώνεται στο δεύτερο λόγο έφεσης είναι ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι αδικαιολόγητα και δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Εν πολλοίς επαναλαμβάνονται θέματα που εγέρθησαν και απαντήθησαν στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης και βεβαίως δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω.  Κατά τα λοιπά γίνεται εισήγηση ότι, καθ’ όσον δεν κατατέθησαν οι υπολογισμοί για τα εμβαδά των κτημάτων, οι συντεταγμένες, οι διαφάνειες και οι κάρτες των τριγωνομετρικών σημείων, δεν μπορεί να θεωρείται ορθή η απόφαση του Διευθυντή, τοσούτο μάλλον αφού δεν υπήρξε παρά μόνο εξ ακοής μαρτυρία ότι η εργασία είχε ελεγχθεί. Και αυτά με ιδιαίτερη αναφορά στη μαρτυρία του κ. Παφίτη στην οποία το Δικαστήριο βασίσθηκε. Η σύντομη απάντηση σε αυτό είναι ότι όχι μόνο υπήρξε η μαρτυρία του ΜΥ3 ως προς τον έλεγχο της ορθότητας της εργασίας του κ. Παφίτη [τεκμ. 16, παρ. 13(3)], αλλά και η ίδια η ορθότητα της εργασίας του κ. Παφίτη έγινε δεκτή από το Δικαστήριο με την αποδοχή της μαρτυρίας του, οποιαδήποτε επί μέρους αμφισβήτηση της οποίας από πλευράς Εφεσείουσας ήταν θέμα αντεξέτασης περιλαμβανομένων των εν λόγω στοιχείων στα οποία βασίσθηκε.

Η άλλη ουσιαστική πτυχή του δεύτερου λόγου έφεσης αφορά τη θέση της Εφεσείουσας ότι η εν λόγω συνοριακή διαφορά είχε ήδη επιλυθεί με προηγούμενη επιτόπια εξέταση. Πλήρη αναφορά και απάντηση, που μας βρίσκει καθ’ όλα σύμφωνους, εδόθη και σε αυτό το θέμα από τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή (σελίδες 31-32):

"Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας κατά νου τα πιο πάνω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν λήφθηκε απόφαση του Διευθυντή κατόπιν της εξέτασης που έλαβε χώρα στις 6.8.99.  Κατ’ αρχάς η διαφορά δεν εξετάστηκε στην ολότητα της. Αποτελείτο από τρεις πτυχές αλλά εξετάσθηκε μόνον η μια και μάλιστα σε περιορισμένη έκταση. Η διαφορά με το τεμάχιο 93 δεν εξετάστηκε. Ούτε και η διαφορά με το αργάκι. Εξετάστηκε μόνον η [*547]διαφορά με το δημόσιο δρόμο και στον περιορισμένο βαθμό που αφορούσε το ενδεχόμενο επέμβασης του τοίχου της αιτήτριας σ’ αυτόν. Επ’ αυτού ο Χαράλαμπος Μιχαήλ ήταν κατηγορηματικός. Ανέφερε ότι εξέτασε μόνον τη διαφορά με τον τοίχο. Άλλη διαφορά δεν του επιδείχθηκε επί τόπου από την αιτήτρια. Ακόμα και εάν έβλεπε άλλη επέμβαση, συνέχισε, δεν θα την υπεδείκνυε αφού "δεν δημιουργούν συνοριακή διαφορά".  Το γεγονός ότι η αιτήτρια υπέγραψε αυθημερόν και μονομερώς στο καφενείο του χωριού το σχέδιο-τεκμήριο 8 (δηλώνοντας ότι θα προέβαινε σε κατεδάφιση του τοίχου) δεν προσδίδει δεσμευτικότητα στα ευρήματα του κ. Μιχαήλ, ούτε και τα μετατρέπει σε οριστική απόφαση του Διευθυντή. Με το ίδιο σκεπτικό ούτε και η φερόμενη πληροφόρηση του Επάρχου, σχετικά με την ανάληψη από μέρους της αιτήτριας να κατεδαφίσει τον τοίχο, που περιέχεται στην επιστολή-τεκμήριο 10, δεν μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα.

Τα ευρήματα του κ. Χαράλαμπου Μιχαήλ δεν επικυρώθηκαν και δεν υιοθετήθηκαν σε καμία στιγμή από τον Διευθυντή.  Η εργασία του δεν ελέγχθηκε και κατ’ επέκταση δεν επιβεβαιώθηκε η ορθότητα της από τον χαρτογραφικό κλάδο. Ούτε και ο Διευθυντής (μέσω εκπροσώπου του) πληροφόρησε ποτέ τα μέρη ότι επιλύθηκε η συνοριακή διαφορά βάσει της εξέτασης του κ. Μιχαήλ. Τουναντίον η εργασία του δεν κρίθηκε ικανοποιητική και διατάχθηκε επανεξέταση. Δέχομαι ότι οι λόγοι που οδήγησαν σε επανεξέταση ήταν αυτοί που ανέφερε ο αρμόδιος υπάλληλος Αυγουστίνος Φραγκίσκος.

Ο κ. Τόκας αμφισβήτησε σφοδρά αυτούς τους λόγους, αφήνοντας αιχμές καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ότι τα πραγματικά κίνητρα που οδήγησαν σε επανεξέταση και τα μετέπειτα ευρήματα που προέκυψαν δεν ήσαν γνήσια αλλά αλλότρια. Αφέθηκε δε να νοηθεί ότι σκοπός ήταν να ευνοηθεί συγκεκριμένος ιδιοκτήτης παρακείμενου τεμαχίου. Ως χαρακτηριστικά ανέφερε η αιτήτρια κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της  και επανέλαβε ο κ. Τόκας στην αγόρευσή του, τα συμπεράσματα "ήταν κατόπιν εντολής". Η θέση αυτή παρέμεινε αστήρικτη, ατεκμηρίωτη και συνεπώς μέχρι τέλους μετέωρη. Τίποτε δεν παρουσιάσθηκε που να στηρίζει έστω και χαλαρά μια τέτοια κατηγορία. Εν πάση περιπτώσει πιστεύω πως αυτό το ενδεχόμενο δεν θα μπορούσε να εξετασθεί στα πλαίσια της υπό εξέτασης αίτησης. Εάν η αιτήτρια ήθελε να προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή, στηριζόμενη σε αλλότρια κίνητρα κτηματολογικού υπαλλήλου, θα έπρεπε να καταχωρήσει αγωγή και όχι αίτηση/έφεση βάσει του Άρθρου 58 [*548](βλ. Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844).

Παρενθετικά να τονίσω ότι ίσως να δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα εκατέρωθεν στους πέντε λόγους του κ. Φραγκίσκου, αφού ως προανέφερε το σημαντικό γεγονός ήταν ότι δεν προηγήθηκε απόφαση του Διευθυντή και όχι το τι οδήγησε σε επανεξέταση του θέματος κατά τρόπο ενδελεχή και πλήρη."

Να παρατηρήσουμε μόνο, συμπληρωματικά, ότι στα πλαίσια του άρθρου 58(3) είναι ακριβώς ο Διευθυντής με δική του αιτιολογημένη απόφαση που επιλύει τη συνοριακή διαφορά.

Στον τρίτο λόγο έφεσης αναφέρεται ότι η μαρτυρία όχι μόνο δεν δικαιολογούσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση αλλά και δικαιολογούσε απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας. Τα εγειρόμενα σε αυτό το λόγο έφεσης έχουν ήδη εξετασθεί, ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με την αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Παφίτη έναντι της μαρτυρίας του κ. Μιχαήλ.

Στον τέταρτο και στον πέμπτο λόγο έφεσης γίνεται αναφορά σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 58(ι), με ειδική αναφορά στα ήδη εξετασθέντα θέματα της ειδοποίησης για επιτόπια εξέταση και των ημερομηνιών διεξαγωγής της - 8.3.2000 και 17.3.2000.  Περαιτέρω σχολιασμός περιττεύει.

Στον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη με ιδιαίτερη αναφορά και επανάληψη (1) στο θέμα της ειδοποίησης για επιτόπια εξέταση των εν λόγω ημερομηνιών διεξαγωγής της, (2) στην αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Παφίτη και (3) στη μη αποδοχή της προηγούμενης εργασίας που έκανε ο κ. Μιχαήλ. Όλα είναι θέματα που έχουν καλυφθεί πλήρως.

Καταληκτικά να παρατηρήσουμε μόνο, όπως παρατήρησε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι μερικά από τα θέματα που απασχόλησαν πρωτοδίκως, και κατ’ επέκταση και κατ’ έφεση, και δη εκείνο της ειδοποίησης για επιτόπια εξέταση και των δύο ημερομηνιών 8.3.2000 και 17.3.2000, εκείνο της εμβέλειας της ειδοποίησης για επιτόπια εξέταση ως προς την αντιδικία, και εκείνο της ημερομηνίας που έφεραν οι ειδοποιήσεις, δεν ηγέρθησαν καν στην Έφεση/Αίτηση και, όπως το έθεσε (σελίδες 33-34):

“Προφανώς ανακαλύφθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο, ίσως και κατά την ακροαματική διαδικασία και χρησιμοποιήθηκαν ως βάθρο για περαιτέρω επίθεση κατά της απόφασης του Διευ[*549]θυντή.”

Να παρατηρήσουμε όμως και κάτι άλλο. Όπως τόνισε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, με πλήρη επίγνωση των αρχών που διέπουν το θέμα, αν και κατά το δικαστικό έλεγχο που προσφέρει το άρθρο 80 το Δικαστήριο υπεισέρχεται στην ίδια την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή και δεν περιορίζεται στην εξωτερική νομιμότητα της, το βάρος είναι στον Εφεσείοντα/Αιτητή να καταδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή, ως του κατ’ εξοχήν αρμόδιου στο πράγμα, είναι λανθασμένη, εγχείρημα όχι ευχερές και μέλλον να επιτύχει μόνο αν συντρέχουν ισχυροί λόγοι που να το στηρίζουν. Το βάρος αυτό, όπως ορθά διαπίστωσε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, δεν απέσεισε η Εφεσείουσα.

Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου 1, ως μόνου εμφανιζόμενου στην έφεση, και εναντίον της Εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 1, ως μόνου εμφανιζόμενου στην έφεση, και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο