Φάντης Άκης ν. Εuroinvestment & Finance Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 550

(2005) 1 ΑΑΔ 550

[*550]8 Απριλίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΚΗΣ ΦΑΝΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΕUROINVESTMENT & FINANCE LIMITED,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11915)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απόφαση η οποία εκδίδεται ερήμην εναγομένου στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση ― Κατά πόσο αποτελεί απόφαση που εκδόθηκε ερήμην εντός των πλαισίων της Δ.26, θ.14 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και η οποία μπορεί να παραμεριστεί από το Δικαστήριο.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση, εναντίον του εφεσείοντος-εναγόμενου, στην απουσία του.  Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης στηριζόμενη στη Δ.17, θ.10, Δ.26, θ.14 και Δ.33, θ.5 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση στη βάση της απόφασης του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Spira v. Spira [1939] 3 All E.R. 924, στην οποία έγινε δεκτό ότι συνοπτική απόφαση που εκδόθηκε βάσει του τότε ισχύοντος Αγγλικού Ο.14, r. 1 δεν συνιστά απόφαση που εκδόθηκε ερήμην (on default) και συνεπώς το O.27, r.15 που αντιστοιχεί στη δική μας Δ.26, θ.14, την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσείων, δεν ετύγχανε εφαρμογής.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ανεξαρτήτως από το κατά πόσο ο εναγόμενος είχε εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση ή όχι, για να εκδοθεί απόφαση θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1.  Σε τέτοια περίπτωση το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στον εναγόμενο, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει ότι διαθέτει καλή υπεράσπιση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η πιο πάνω αίτηση παραμερισμού και υποστήριξε ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι η έκδοση απόφασης σε αίτηση για συνοπτική απόφαση, όταν ο ενα[*551]γόμενος δεν εμφανίζεται, δεν συνιστά απόφαση που λήφθηκε ερήμην.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η υπόθεση Spira v. Spira υιοθετήθηκε στην απόφαση Dsane v. Hagan and Another [1961] 3 All E.R. 380 όπου επαναλήφθηκε ότι απόφαση που εξασφαλίστηκε δυνάμει του Ο.14 δεν ήταν απόφαση ερήμην εντός των πλαισίων του Ο.27, r.15, αφού για τους σκοπούς εξασφάλισης μιας τέτοιας απόφασης ήταν άσχετο κατά πόσο ο εναγόμενος είχε ή όχι καταχωρήσει εμφάνιση.

2.  Στην Αγγλία, μετά την τροποποίηση του Ο.14, r.11, απόφαση που λήφθηκε δυνάμει του Ο.14, εναντίον απόντος διάδικου, μπορεί να παραμεριστεί από το Δικαστήριο.  Τέτοια τροποποίηση δεν έγινε στους δικούς μας θεσμούς και συνεπώς η νομική θέση όπως έχει διατυπωθεί στην Spira v. Spira και Dsane v. Hagan and Another, παραμένει.

3.  Ούτε η Δ.26, θ.14, αλλά ούτε η Δ.33, θ. 5 τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Εξ άλλου, η αίτηση για παραμερισμό απόφασης βάσει της Δ.33, θ.5, θα πρέπει να γίνει μέσα σε 15 μέρες από τη δίκη, κάτι που δεν τηρήθηκε στην παρούσα περίπτωση.

4.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έκδοση συνοπτικής απόφασης θα μπορούσε να αμφισβητηθεί με έφεση, αλλά όχι, με αίτηση για παραμερισμό, είναι ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Spira v. Spira [1939] 3 All E.R. 924,

Dsane v. Hagan a.ο. [1961] 3 All E.R. 380.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 25/11/03 (Αρ. Αγωγής 6584/02) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του, στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση η οποία βασίστηκε στη Δ.17, θ.10, Δ.26, θ.14 και Δ.33, θ.5 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[*552]

Μ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Αβρααμίδης για Ν. Πελίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου δίδεται από τον Νικολαΐδη, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εφεσείοντα-εναγόμενου για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του, στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση.

Στις 22.4.2003 που η αίτηση για συνοπτική απόφαση ήταν ορισμένη δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγόμενου, παρ’ όλον ότι του είχε σταλεί προσωπικά σχετική ειδοποίηση, μια και οι δικηγόροι του είχαν αποσυρθεί προηγουμένως και είχαν πάψει να τον αντιπροσωπεύουν. Το δικαστήριο αφού έλαβε υπ’ όψιν το περιεχόμενο της αίτησης των εφεσιβλήτων-εναγόντων, καθώς και το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν προώθησε την ένστασή του, εξέδωσε απόφαση εναντίον του.

Η αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης βασίστηκε στη Δ.17, θ.10, Δ.26, θ.14 και Δ.33, θ.5 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ανεξαρτήτως από το κατά πόσο ο εναγόμενος είχε εμφανιστεί κατά την ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση ή όχι, για να εκδοθεί απόφαση, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1. Σε μια τέτοια περίπτωση το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στον εναγόμενο, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει ότι διαθέτει καλή υπεράσπιση.

Το δικαστήριο βασίστηκε στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Spira ν. Spira [1939] 3 All E.R. 924, στην οποία έγινε δεκτό ότι συνοπτική απόφαση που εκδόθηκε βάσει του τότε ισχύοντος Αγγλικού O.14, r.1 δεν συνιστά απόφαση που εκδόθηκε ερήμην (on default) και συνεπώς το O.27, r.15 που αντιστοιχεί στη δική μας Δ.26, θ.14, την οποία επικαλείται ο εφεσείων, δεν τυγχάνει εφαρμογής.

[*553]Με την παρούσα έφεση προβάλλεται το επιχείρημα ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι η έκδοση απόφασης σε αίτηση για συνοπτική απόφαση, όταν ο εναγόμενος δεν εμφανίζεται, δεν συνιστά απόφαση που ελήφθη ερήμην. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα λανθασμένα το δικαστήριο βάσισε το συμπέρασμά του στην υπόθεση Spira v. Spira, στην οποία έμεινε ανοικτό το ερώτημα του κατά πόσο η έκδοση απόφασης σε αίτηση για συνοπτική απόφαση, σε περίπτωση μη εμφάνισης του εναγόμενου, συνιστά απόφαση ερήμην.

Το πιο πάνω επιχείρημα δεν ευσταθεί. Παρ’ όλον ότι ο Δικαστής Du Parcq L.J. αναφέρει ότι το θέμα του κατά πόσο απουσία διαδίκου συνιστά παράλειψη εμφάνισης (default) παραμένει ανοικτό, διατυπώνει την άποψη ότι μια τέτοια απουσία δεν συνιστά παράλειψη. Εισηγείται δε στη συνέχεια ότι ενδείκνυται ο σχετικός διαδικαστικός κανονισμός να ξεκαθαρίσει, επισύροντας συνάμα την προσοχή της αρμόδιας Επιτροπής Κανονισμών σ’ αυτό το σημείο. Παραμένει, όμως, ότι το κύριο σημείο της υπόθεσης Spira ήταν ότι δεν υπήρξε παράλειψη (default) στη διαδικασία, όπως προνοεί το Ο.27, r.15. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρηθεί ακόμα ότι δεν είναι ορθή η διαπίστωση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η απόφαση στην υπόθεση Spira v. Spira ελήφθη κατά πλειοψηφία.

Η υπόθεση Spira v. Spira υιοθετήθηκε στην απόφαση Dsane v. Hagan and Another [1961] 3 All E.R. 380, όπου επαναλήφθηκε ότι απόφαση που εξασφαλίστηκε δυνάμει του Ο.14 δεν ήταν απόφαση ερήμην εντός των πλαισίων του Ο.27, r.15, αφού για τους σκοπούς εξασφάλισης μιας τέτοιας απόφασης ήταν άσχετο κατά πόσο ο εναγόμενος είχε ή όχι καταχωρήσει εμφάνιση. Το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν έδωσε στον εαυτό του την ευκαιρία να δείξει γιατί θα έπρεπε να του επιτραπεί να υπερασπιστεί, δεν συνιστά παράλειψη εκ μέρους του όπως αυτή εννοείται στο Ο.27, r.15.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ίδια υπόθεση, αν ο ενάγων, στην αναγκαία ένορκη δήλωση, επιβεβαιώνει το αγώγιμό του δικαίωμα και δηλώνει ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, το δικαστήριο ενδιαφέρεται να εξακριβώσει κατά πόσο ο εναγόμενος θα δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία να δείξει λόγο για τον οποίο θα πρέπει να του επιτραπεί να καταχωρήσει υπεράσπιση. Αν ο εναγόμενος παραλείψει να το πράξει, το δικαστήριο δεν ενδιαφέρεται, σύμφωνα με το σχετικό δικονομικό κανόνα, να διαπιστώσει κατά πόσο ο εναγόμενος καταχώρησε ή όχι εμφάνιση. Όταν εκδοθεί απόφαση στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση, η παράλειψη του εναγόμενου να εμφανιστεί δεν συνιστά λόγο επί του [*554]οποίου ο ενάγων βασίζεται για να εξασφαλίσει την απόφασή του. Έτσι, μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση που ελήφθη ερήμην.

Το κενό που επισημάνθηκε στην υπόθεση Spira v. Spira και η εισήγηση του Δικαστή Du Parcq να μελετηθεί το θέμα, έφερε την τροποποίηση του θεσμού (Ο.14, r.11), που θεράπευσε την ανωμαλία. Έκτοτε στην Αγγλία, απόφαση που λήφθηκε δυνάμει του O.14, εναντίον διάδικου απόντος, μπορεί να παραμεριστεί από το δικαστήριο (βλέπε The Annual Practice, 1964, σελ. 211 και 212). Μια τέτοια τροποποίηση, ως είναι γνωστό, δεν έχει γίνει στους δικούς μας θεσμούς και συνεπώς η νομική θέση όπως έχει διατυπωθεί στην Spira v. Spira και Dsane v. Hagan and Another, παραμένει.

Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι λανθασμένα το δικαστήριο ανεφέρθη στη Δ.17, θ.10 η οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής. Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων πρωτοδίκως περιόρισε την αίτησή του στις Δ.26, θ.14 και Δ.33, θ.5. Ούτε η Δ.26, θ.14, αλλά ούτε η Δ.33, θ.5, τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Η Δ.26, θ.14 αναφέρεται σαφώς σε απόφαση που ελήφθη ερήμην, που, όπως είδαμε, δεν είναι αυτή η περίπτωση. Η Δ.33, θ.5, αναφέρεται στην ευχέρεια του δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση η οποία εξασφαλίζεται, όταν ένας από τους διάδικους δεν εμφανίζεται κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση έχουμε απόφαση που ελήφθη στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση βάσει της Δ.18 και συνεπώς ούτε η Δ.33, θ.5 μπορεί να εφαρμοστεί. Εξ’ άλλου, η αίτηση για παραμερισμό απόφασης βάσει της Δ.33, θ.5, θα πρέπει να γίνει μέσα σε 15 μέρες από την δίκη, κάτι που δεν τηρήθηκε στην παρούσα περίπτωση.

Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και δεν διέταξε παραμερισμό της απόφασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε εξουσία να χορηγήσει την αιτούμενη θεραπεία γιατί, για να παραμερίσει την εκδοθείσα απόφαση θα έπρεπε να καταλήξει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο εναγόμενος δεν διέθετε υπεράσπιση. Όμως, αν προέβαινε σε μια τέτοια διαπίστωση, θα ενεργούσε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού μια τέτοια αμφισβήτηση θα έπρεπε να εγερθεί στα πλαίσια έφεσης και όχι στα πλαίσια αίτησης για παραμερισμό της απόφασης.

Παρ’ όλα αυτά το δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε γιατί, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν θα ικανοποιούσε, εν πάση περιπτώσει, το αίτημα του εφεσείοντα.

[*555]Η διαπίστωση του δικαστηρίου είναι ορθή. Πράγματι, η έκδοση συνοπτικής απόφασης θα μπορούσε να αμφισβητηθεί με έφεση, αλλά, όχι, όπως είδαμε και προηγουμένως, με αίτηση για παραμερισμό. Έτσι, οι σκέψεις του δικαστηρίου, για τη δυνατότητά του, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει ή όχι παραμερισμό της απόφασης, καθίστανται καθαρά υποθετικές.

Καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο