Κωστοπούλλου Μαρούλλα Α. και Άλλη ν. Παντελή Λοΐζου και Άλλου (2005) 1 ΑΑΔ 576

(2005) 1 ΑΑΔ 576

[*576]22 Απριλίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΜΑΡΟΥΛΛΑ Α. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΛΟΥ,

2. ΗΒΗ Ι. ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

Εφεσείουσες,

v.

1. ΠΑΝΤΕΛΗ ΛΟΪΖΟΥ,

2. ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11999)

 

Δίκαιο Επιείκειας ― Δικαστικές θεραπείες ― Απόδοση λογαριασμού ― Παρέχεται όπου δεν είναι δυνατή, χωρίς πρώτα την απόδοση λογαριασμού, η απόδειξη του τι δικαιούται να λάβει ο ενάγων ο οποίος άλλως δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει και να αποδείξει οτιδήποτε ― Κατά πόσο η θεραπεία του λογαριασμού μπορεί να παρασχεθεί μεταξύ συνιδιοκτητών κτήματος.

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Δικαιώματα συνιδιοκτητών κτήματος στους καρπούς και στο νερό που παρέχει το κτήμα τους ― Άρθρο 21(α) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Κατά πόσο οι ενάγουσες, συνιδιοκτήτριες κτήματος, απέδειξαν τι ποσό είχε εισπράξει ο εναγόμενος, συνιδιοκτήτης τους, ως προς τους καρπούς και το νερό, ούτως ώστε να δικαιούνται κατ’ αναλογία του μεριδίου τους, στους καρπούς και στο νερό στο κτήμα.

Παρανομία ―  Προϋποθέσεις εξέτασης θέματος παρανομίας από το Δικαστήριο.

Δεδικασμένο ― Προϋποθέτει τελική απόφαση επί της ουσίας.

Οι εφεσείουσες είναι εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες κατά 1/8 μερίδιο εκάστη, κτήματος στην Περιστερώνα.  Ο εφεσίβλητος 1 είναι συνιδιοκτήτης του εν λόγω κτήματος κατά 1/4 μερίδιο.  Με αγωγή τους εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2, οι εφεσείουσες ζήτησαν διατάγματα [*577]για απόδοση λογαριασμού σχετικά με την πώληση νερού από τη διάτρηση εντός του κτήματος και απόφαση για είσπραξη του αναλογούντος 1/4 μεριδίου τους στα ποσά από την πώληση του νερού και γενικά, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους ανέρχονταν στις £20.000 ή/και απόφαση για το ποσό αυτό.  Ο εφεσίβλητος 1 με την υπεράσπισή του αρνήθηκε ότι προέβη στην οποιαδήποτε πώληση νερού, ισχυριζόμενος ότι αντλούσε νερό από τη διάτρηση μόνο για τις ανάγκες του δικού του μεριδίου στο κτήμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί τι ποσό εισέπραξε ο εφεσίβλητος 1 από το 1996 που οι εφεσείουσες ενεγράφησαν ως συνιδιοκτήτριες ώστε να μπορεί να επιδικασθεί σ’ αυτές η αναλογία του μεριδίου τους.  Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η θεραπεία για λογαριασμό δεν μπορούσε να επιτύχει μεταξύ συνιδιοκτητών.

Η απαίτηση ως προς το νερό δεν μπορούσε να επιτύχει, καθώς έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και για τον πρόσθετο λόγο ότι η διάτρηση από την οποία αντλείτο ήταν παράνομη, όπως παράνομη ήταν κατά συνέπεια και η πώληση του νερού, ώστε να μη ήταν δυνατή η στήριξη απαίτησης σε παράνομη πώληση νερού.  Τέλος το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση εναντίον του εφεσίβλητου 2 δεν μπορούσε να επιτύχει και για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτός ήταν εργοδοτούμενος του εφεσίβλητου 1 και δεν προσεπορίσθη προσωπικά οτιδήποτε από την εν λόγω εκμετάλλευση του κτήματος.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση.  Οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν ότι υπήρχε δεδικασμένο, το οποίο εδημιουργείτο από την απόρριψη πανομοιότυπης έφεσης, εναντίον της εν λόγω απόφασης, η οποία είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη κατόπιν σχετικής εισήγησης των εφεσιβλήτων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση, αφού η απόφαση του Εφετείου δεν συναρτάτο με απόφαση επί της ουσίας αλλά με το εκπρόθεσμο της έφεσης.

Αναφορικά με την ουσία της έφεσης, η οποία συνοψίζεται στο συσχετισμό του Άρθρου 21(α) του Κεφ. 224 προς την αρχή του κοινοδικαίου, αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 21(α) ενισχύεται και από το Άρθρο 22(2)(β)(γ) όσο και από το Άρθρο 2.  Το Άρθρο 21(α) έχει λοιπόν ευθέως εφαρμογή χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε κανόνα του κοινοδικαίου.  Και δυνάμει του Άρθρου 21(α) οι εφεσείουσες είχαν εκάστη δικαίωμα στο 1/8 της παραγωγής του κτήματος και του αντλούμενου νερού που ήταν το κατ’ αναλογία αντίστοιχο μερίδιο του εξ αδιαιρέτου με[*578]ριδίου εκάστης στην ιδιοκτησία του κτήματος, και ακόλουθο δικαίωμα σε οποιαδήποτε θεραπεία μπορούσε να ήταν κατάλληλη για αποκατάσταση του δικαιώματος τους.

2.  Η διαπίστωση παρανομίας είναι εκτός των άλλων, και πολύ σοβαρό θέμα ως προς τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του στα δικαιώματα των διαδίκων και πρέπει να υποστηρίζεται από τα δικόγραφα, τη μαρτυρία και τη νομική βάση, πράγμα που δεν έχει συμβεί στην παρούσα υπόθεση.

3.  Οι εφεσείουσες επανήλθαν στην απαίτηση για λογαριασμό όταν απέτυχε η προσπάθεια απόδειξης της ζημιάς, ως η απόδοση λογαριασμού να ήταν πλέον εναλλακτική θεραπεία.  Αυτό όμως δεν μπορούσε και δεν μπορεί πλέον να γίνει, αφού άλλη ήταν η επιλεγείσα πορεία.  Απόδοση λογαριασμού σε αυτό το στάδιο θα ισοδυναμούσε με παραγνώριση των προηγηθέντων και παροχή δεύτερης ευκαιρίας στις εφεσείουσες να λάβουν εκείνο το οποίο οι ίδιες επέλεξαν να αποδείξουν με μαρτυρία χωρίς τη βοήθεια του Δικαστηρίου στη λήψη λογαριασμού ως του πρώτου και αναγκαίου βήματος προς είσπραξη του λαβείν τους.

4.  Εκείνο που απομένει να εξεταστεί μετά τον αποκλεισμό της δυνατότητας παροχής λογαριασμού σ’ αυτό το στάδιο είναι κατά πόσο ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να αποδείξουν το ποσό που εισέπραξε ο εφεσίβλητος 1 και έτσι και το δικό τους μερίδιο σ’ αυτό.  Η κατάληξη αυτή είναι ορθή.  Οι υπολογισμοί τους οποίους οι εφεσείουσες είχαν καλέσει το Δικαστήριο να κάνει προς τούτο ήσαν όντως επισφαλείς και ως προς τη βάση του υπολογισμού του αντληθέντος νερού αλλά και διότι δεν ήταν δυνατό να καθορισθεί το κέρδος που απεκόμισε ο εφεσίβλητος 1 αφαιρουμένων των εξόδων.

5.  Από την προσαχθείσα μαρτυρία δεν προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος 2 επενέβη παράνομα στο κτήμα.  Τουναντίον η μαρτυρία αποκάλυπτε νόμιμη εκμετάλλευση του κτήματος από τον εφεσίβλητο 1 ως συνιδιοκτήτη, όσο και από τον εφεσίβλητο 2 ως εργοδοτούμενό του.

Η έφεση ως προς τον εφεσίβλητο 1 επιτυγχάνει μόνο ώστε να αναγνωρίζεται ότι οι εφεσείουσες είχαν δικαίωμα στο 1/8 μερίδιο έκαστη στις καλλιέργειες και στο νερό, χωρίς το δικαίωμα αυτό να επηρεάζεται από οποιαδήποτε παρανομία στην άντληση και διάθεση του νερού, αλλά αποτυγχάνει ως προς την απόδειξη της αξίας του εν λόγω μεριδίου τους και την απόδοση λογαριασμού.  Ως προς τον εφεσίβλητο 2, η έφεση αποτυγχάνει.

[*579]

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω με το ήμισυ των εξόδων των εφεσειουσών πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον του εφεσίβλητου 1.

Έφεση.

Έφεση από τις ενάγουσες-συνιδιοκτήτριες κτήματος με τον εναγόμενο 1 στην Περιστερώνα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 28/3/02 (Αρ. Αγωγής 14400/97) με την οποία, παρά τη διαπίστωση ότι ο εναγόμενος 1 καλλιεργούσε το κτήμα και εκαρπούτο την παραγωγή μέρος δε του  νερού της διάτρησης πωλούσε επ’ αμοιβή σε τρίτους, εργοδοτώντας για το σκοπό αυτό τον εναγόμενο 2 απέρριψε την αξίωσή τους για απόδοση λογαριασμού για την πώληση του νερού και του αναλογούντος προς αυτές μεριδίου από την πώληση αυτή επειδή έκρινε ότι ούτε ως προς τους καρπούς ούτε ως προς το νερό απεδείχθη τι ποσό είχε εισπράξει ο εφεσίβλητος 1 ώστε να μπορεί να επιδικασθεί στις εφεσείουσες η αναλογία του μεριδίου τους.

Γ. Κορφιώτης, για τις Εφεσείουσες.

Φρ. Χατζηχάννας για Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες είναι από το 1996 εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες κατά 1/8 μερίδιο εκάστη κτήματος στην Περιστερώνα. Ο Εφεσίβλητος 1 είναι συνιδιοκτήτης του εν λόγω κτήματος κατά 1/2 μερίδιο, ενώ μέχρι το 1999 ήταν συνιδιοκτήτης κατά το 1/4 μερίδιο. Με αγωγή τους εναντίον του Εφεσίβλητου 1 όσο και του Εφεσίβλητου 2 οι Εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι ο Εφεσίβλητος 1, σε συνεργασία με τον Εφεσίβλητο 2, από το 1982 εκμεταλλεύτηκαν το κτήμα καλλιεργώντας το και πουλώντας νερό από διάτρηση σε αυτό χωρίς να δίδουν λογαριασμό στις Εφεσείουσες παρά την απαίτηση τους όπως πράξουν τούτο. Με την αγωγή οι Εφεσείουσες ζήτησαν διατάγματα για απόδοση λογαριασμού σχετικά ιδιαίτερα με την πώληση του νερού αλλά και γενικά και απόφαση για καταβολή σε αυτές του αναλογούντος 1/4 μεριδίου τους στα ποσά από την πώληση του νερού και γενικά, που οι ίδιες [*580]υπολόγιζαν να είναι της τάξης των £20,000, ή και απόφαση για το ποσό αυτό. Ο Εφεσίβλητος 1 με την υπεράσπιση του αρνήθηκε ότι προέβη στην οποιαδήποτε πώληση νερού, ισχυριζόμενος ότι αντλούσε νερό από τη διάτρηση μόνο για τις ανάγκες του δικού του μεριδίου στο κτήμα.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου συζητήθηκε η υπόθεση εδέχθη τη μαρτυρία των Εφεσειουσών και απέρριψε εκείνη των Εφεσιβλήτων. Οι διαπιστώσεις του σε αυτή τη βάση ήσαν ότι πράγματι από το 1982 ο Εφεσίβλητος 1 καλλιεργεί το κτήμα και καρπούται την παραγωγή του, αντλεί δε νερό από τη διάτρηση το οποίο εν μέρει χρησιμοποιεί για σκοπούς άρδευσης των καλλιεργειών του και εν μέρει πωλεί προς τρίτους, με τιμή πώλησης κατά τα τελευταία 6 έτη £3 ανά ώρα παροχής. Για τον Εφεσίβλητο 2 η διαπίστωση ήταν ότι αυτός εργοδοτείται επ’ αμοιβή από τον Εφεσίβλητο 1 για τις εν λόγω ασχολίες του Εφεσίβλητου 1.

Παρά ταύτα, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε την αγωγή. Αν και αναγνώρισε ότι, δυνάμει του άρθρου 21(α) σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 του Κεφαλαίου 224, οι Εφεσείουσες είχαν δικαίωμα κατ’ αναλογία του μεριδίου τους στους καρπούς και στο νερό στο κτήμα, εν τούτοις έκρινε ότι ούτε ως προς τους καρπούς ούτε ως προς το νερό απεδείχθη τι ποσό είχε εισπράξει ο Εφεσίβλητος 1 από το 1996 που οι Εφεσείουσες ενεγράφησαν ως συνιδιοκτήτριες ώστε να μπορεί να επιδικασθεί στις Εφεσείουσες η αναλογία του μεριδίου τους. Ως προς την απαίτηση για λογαριασμό, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε ότι είχε εφαρμογή η αρχή του Αγγλικού κοινοδικαίου όπως εκφράζεται σε σχετικό απόσπασμα από το Megarry, The Law of Real Roperty, s. 371, το οποίο και παρέθεσε, ότι, όπως το αντελήφθη, δεν μπορεί να απαιτείται τέτοια θεραπεία μεταξύ συνιδιοκτητών.

H απαίτηση ως προς το νερό, έκρινε περαιτέρω ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, δεν μπορούσε να επιτύχει και για τον πρόσθετο λόγο ότι η διάτρηση ήταν χωρίς άδεια και έτσι παράνομη, όπως παράνομη ήταν κατά συνέπεια και η πώληση του νερού, ώστε να μην ήταν δυνατή η στήριξη απαίτησης σε παράνομη πώληση νερού, παραπέμποντας στην υπόθεση Συμεού ν. Μιχαήλ (1999) 1 Α.Α.Δ. 16.

Τέλος, ως προς τον Εφεσίβλητο 2, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε ότι η απαίτηση εναντίον του δεν μπορούσε να επιτύχει και για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτός ήταν εργοδοτούμενος του Εφεσίβλητου 1 και δεν προσεπορίσθη προσωπικά οτιδήποτε από την εν λόγω εκμετάλλευση του κτήματος.

[*581]

Της εξέτασης της ουσίας της έφεσης προέχει ένα άλλο θέμα το οποίο εγείρουν οι Εφεσίβλητοι. Παραπέμπουν σε προηγούμενη και πανομοιότυπη έφεση των Εφεσειουσών (Πολιτική Έφεση 11374) εναντίον της εν λόγω απόφασης η οποία απερρίφθη από το Εφετείο ως εκπρόθεσμη κατόπιν σχετικής εισήγησης των Εφεσιβλήτων. Υπάρχει, ως εκ τούτου, εισηγούνται οι Εφεσίβλητοι, τόσο θέμα δεδικασμένου στη βάση κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής (cause of action estoppel) όσο και θέμα κατάχρησης της διαδικασίας, συναρτώμενα προς την αρχή της τελεσιδικίας, που δεν μπορούν να αποφευχθούν με αναφορά στο ότι οι Εφεσείουσες, μετά την απόρριψη της έφεσης 11374, εξασφάλισαν παράταση χρόνου για καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση αυτή. Η απόρριψη της έφεσης 11374 δεν δημιούργησε δεδικασμένο αφού αυτή συναρτάτο όχι σε απόφαση επί της ουσίας αλλά στο εκπρόθεσμο της έφεσης.  Όπως μάλιστα παρατήρησε το Εφετείο στην απόφαση του ημερομηνίας 19.3.2004 (σ. 2):

“Το εμπρόθεσμο της έφεσης είναι όρος για τη γέννηση της και την ανάληψη δικαιοδοσίας.”

Με την εξασφάλιση άδειας για παράταση του χρόνου καταχώρισης της παρούσας έφεσης το δικαστήριο για πρώτη φορά καλείται να αποφασίσει επί της ουσίας εμπρόθεσμης τώρα έφεσης. Για τους ίδιους λόγους, ούτε και θέμα κατάχρησης της διαδικασίας υφίσταται. Επιλαμβανόμενοι της παρούσας έφεσης, δεν μπορούμε να κρίνουμε τη νομιμότητα της απόφασης με την οποία εδόθη άδεια για παράταση του χρόνου καταχώρισης της. Ενεργούμε λοιπόν με βάση τη δεδομένη νομιμότητα της απόφασης εκείνης. Οι Εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να είχαν εφεσιβάλει την απόφαση για παράταση του χρόνου και εκεί να είχαν ισχυρισθεί ότι η παράταση συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Δεν το έπραξαν όμως και δεν τους είναι πλέον δυνατό να αγνοούν την απόφαση για παράταση του χρόνου όπως δεν είναι δυνατό για εμάς να πάμε πίσω από αυτή. Η απόφαση για παράταση του χρόνου νομιμοποιεί τις Εφεσείουσες στην καταχώριση της παρούσας έφεσης άνευ ετέρου.

Προχωρούμε λοιπόν να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης η οποία συνοψίζεται στο συσχετισμό του άρθρου 21(α) προς την αρχή του κοινοδικαίου. Επ’ αυτού υπήρξε σφάλμα εκ μέρους του ευπαίδευτου Προέδρου ότι η θεραπεία του λογαριασμού δεν μπορεί να παρασχεθεί μεταξύ συνιδιοκτητών. Κατ’ αρχή, η δυνατότητα συνι[*582]διοκτήτη για θεραπεία έναντι άλλου συνιδιοκτήτη συναρτάται προς τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος του και όχι προς το είδος της θεραπείας που ζητείται. Αν οι Εφεσείουσες, έχοντας δικαίωμα στο νερό, μπορούσαν να αποζημιωθούν ως προς το μερίδιο τους στο νερό, μπορούσαν να ζητήσουν και λογαριασμό ως προς τούτο. Ήταν αντιφατικό για το Δικαστήριο αφ’ ενός να αναγνωρίσει το δικαίωμα τους στο νερό βάσει του άρθρου 21(α) και αφ΄ετέρου να αρνηθεί το δικαίωμα τους σε λογαριασμό ως προς αυτό τούτο το δικαίωμα. Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε την εμβέλεια της αρχής του κοινοδικαίου όπως διατυπώνεται στο παρατεθέν από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο απόσπασμα από το Megarry, το οποίο εν πάση περιπτώσει εμπεριέχει τους δικούς του περιορισμούς. Το άρθρο 21(α) παρέχει ρητή όσο και σαφή νομοθετική ρύθμιση των δικαιωμάτων των συνιδιοκτητών στους καρπούς και στο νερό που παρέχει το κτήμα τους. Το άρθρο 21(α) ενισχύεται και από το άρθρο 22(2)(β)(γ) όσο και από το άρθρο 2. Το άρθρο 21(α) έχει λοιπόν ευθέως εφαρμογή χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε κανόνα του κοινοδικαίου. Και δυνάμει του άρθρου 21(α) οι Εφεσείουσες είχαν εκάστη δικαίωμα στο 1/8 της παραγωγής του κτήματος και του αντλούμενου νερού που ήταν το κατ΄αναλογία αντίστοιχο μερίδιο του εξ αδιαιρέτου μεριδίου εκάστης στην ιδιοκτησία του κτήματος, και ακόλουθο δικαίωμα σε οποιαδήποτε θεραπεία μπορούσε να ήταν κατάλληλη για αποκατάσταση του δικαιώματος τους.

Στην επιτυχία της απαίτησης των Εφεσειουσών δεν είναι εμπόδιο η κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου ότι η διάτρηση ήταν χωρίς άδεια ώστε να υφίστατο παρανομία στην άντληση και πώληση του νερού. Στην έκθεση υπεράσπισης δεν ετέθη θέμα παρανομίας. Υπήρχε μόνο μια ασαφής ως προς το πραγματικό αποτέλεσμα της αναφορά ότι “Η εν λόγω διάτρηση περιγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας εξαιρουμένου του νερού και δεν υπάρχει σχετική άδεια λάκκου.” Δεν υπήρχε επαρκές δικογραφικό υπόβαθρο για να θεωρηθεί ότι εγείρετο για απόφαση θέμα παρανομίας που να επηρέαζε την όλη νομιμότητα της απαίτησης των Εφεσειουσών.  Αλλά ούτε και οι αναφορές που έγιναν στο θέμα της εγγραφής της διάτρησης στη μαρτυρία, σποραδικές και κάθε άλλο παρά στοχευμένες στο θέμα της παρανομίας, δικαιολογούσαν τη διαπίστωση του ευπαίδευτου Προέδρου ότι η διάτρηση ήταν παράνομη. Έχουμε μάλιστα υπ’ όψη ότι η αναφορά σε παρανομία της άντλησης νερού προήλθε ουσιαστικά από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο 1, τον οποίο το Δικαστήριο έκρινε γενικά αναξιόπιστο, η δε αναφορά του ΜΥ1, υπαλλήλου του Κτηματολογίου, στο θέμα κάθε άλλο παρά οδηγεί σε συμπέρασμα παρανομίας της διάτρησης ή της άντλησης του νερού αφού από αυτόν ουσιαστικά εζητήθη να ερμηνεύσει τον τίτλο ιδιοκτησίας, και [*583]μάλιστα εν όψει των προνοιών των άρθρων 21(α), 22(2)(β)(γ) και 2. Ούτε έγινε αναφορά στη μαρτυρία στις συνθήκες υπό τις οποίες απαιτείται άδεια διάτρησης ή άντλησης νερού, η δε αναφορά του ευπαιδεύτου Προέδρου σε παρανομία της διάτρησης συσχετίσθηκε γενικά και αόριστα με “το Κεφ. 351” χωρίς άλλη ειδική αναφορά. Η διαπίστωση παρανομίας όμως είναι, πλην των άλλων, και πολύ σοβαρό θέμα ως προς τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του στα δικαιώματα των διαδίκων για να γίνεται με τόση γενικότητα ως προς τα δικόγραφα, τη μαρτυρία και τη νομική βάση.

Δοθέντος του δικαιώματος των Εφεσειουσών, η υπόλοιπη πτυχή της έφεσης αφορά τις θεραπείες τις οποίες δικαιούνται. Οι Εφεσείουσες στήριξαν την απαίτηση τους τόσο στη βάση λογαριασμού όσο και στη βάση συγκεκριμένης χρηματικής απαίτησης για το ποσό που αντιστοιχούσε στο μερίδιο τους στο νερό και στις καλλιέργειες. Προώθησαν δε την απαίτησή τους ουσιαστικά στη δεύτερη βάση, προσκομίζοντας μαρτυρία για να αποδείξουν την ποσότητα και την αξία του νερού το οποίο, όπως ισχυρίζοντο, είχε αντλήσει και πωλήσει ο Εφεσίβλητος 1, εγχείρημα στο οποίο, σύμφωνα με την κατάληξη του ευπαίδευτου Προέδρου, απέτυχαν.

Η όλη πορεία της υπόθεσης ήταν όμως ανορθόδοξη και αντιφατική. Η θεραπεία του λογαριασμού, ως θεραπεία του δικαίου της επιείκειας (equitable remedy), παρέχεται όπου δεν είναι δυνατή, χωρίς πρώτα την απόδοση λογαριασμού, η απόδειξη του τι δικαιούται να λάβει ο ενάγων ο οποίος άλλως δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει και να αποδείξει οτιδήποτε. Παρέχει με αυτή το δικαστήριο την ευχέρεια να διευκρινισθεί το πραγματικό υπόβαθρο ώστε να ακολουθήσει επ’ αυτού ο υπολογισμός του νομικού δικαιώματος, συμπληρώνοντας και υποβοηθώντας έτσι το κοινοδίκαιο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε αυτό. Με την πρωτοβουλία των Εφεσειουσών και την ανοχή του Δικαστηρίου οι όροι αντεστράφησαν και η υπόθεση προωθήθηκε ως εάν το βασικό επίδικο θέμα να ήταν η απόδειξη της άλλης πτυχής της απαίτησης προς εξασφάλιση συγκεκριμένης απόφασης. Αυτοαναιρέθηκε έτσι η απαίτηση για λογαριασμό, για να επανέλθουν σε αυτή οι Εφεσείουσες και το Δικαστήριο όταν η προσπάθεια απόδειξης της ζημιάς απέτυχε, ως η απόδοση λογαριασμού να ήταν πλέον εναλλακτική θεραπεία. Αυτό όμως δεν μπορούσε και δεν μπορεί πλέον να γίνει, αφού άλλη ήταν η επιλεγείσα πορεία. Απόδοση λογαριασμού σε αυτό το στάδιο θα ισοδυναμούσε με παραγνώριση των προηγηθέντων και παροχή δεύτερης ευκαιρίας στις Εφεσείουσες να λάβουν εκείνο το οποίο οι ίδιες επέλεξαν να αποδείξουν με μαρτυρία χωρίς τη βοήθεια του Δικαστηρίου στη λήψη λογαριασμού ως του πρώτου και αναγκαίου [*584]βήματος προς είσπραξη του λαβείν τους.

Ο αποκλεισμός της δυνατότητας παροχής λογαριασμού σε αυτό το στάδιο δεν είναι βεβαίως το τέλος της υπόθεσης.  Απομένει να εξετασθεί κατά πόσο ήταν ορθή η κατάληξη του ευπαίδευτου Προέδρου ότι οι Εφεσείουσες απέτυχαν να αποδείξουν το ποσό που εισέπραξε ο Εφεσίβλητος 1 και έτσι και το δικό τους μερίδιο σε αυτό.

Είναι γεγονός ότι ως προς την καλλιέργεια του κτήματος οι Εφεσείουσες δεν απέδειξαν το κέρδος από την καλλιέργεια ώστε να μπορούσε να τους επιδικασθεί το ανάλογο μερίδιό τους και επ’ αυτού είναι ορθή η διαπίστωση του ευπαιδεύτου Προέδρου. Εξ άλλου, ούτε στην έκθεση απαίτησης υπήρχε συγκεκριμένη αναφορά και απαίτηση ως προς τις καλλιέργειες. Ως προς το νερό, αν και η σχετική διατύπωση της απαίτησης στα δικόγραφα ήταν λιγότερο ανεπαρκής, και πάλι δεν προκύπτει να είναι λανθασμένη η κατάληξη του ευπαίδευτου Προέδρου ότι δεν απεδείχθη η αξία του πωληθέντος νερού ώστε να μπορούσε να αποδοθεί στις Εφεσείουσες η αξία του μεριδίου τους. Οι υπολογισμοί τους οποίους οι Εφεσείουσες είχαν καλέσει το Δικαστήριο να κάνει προς τούτο ήσαν όντως επισφαλείς και ως προς τη βάση του υπολογισμού του αντληθέντος νερού αλλά και διότι δεν ήταν δυνατό να καθορισθεί το κέρδος που απεκόμισε ο Εφεσίβλητος 1 αφαιρουμένων των εξόδων. Δεν εκπλήττει λοιπόν που και οι Εφεσείουσες στους λόγους έφεσης όσο και στο περίγραμμα τους ουσιαστικά δεν παραπονούνται για την απόρριψη της απαίτησης τους για την αξία του μεριδίου τους παρά μάλλον για την απόρριψη της απαίτησης τους για την απόδοση λογαριασμών.

Παραμένει το θέμα της ευθύνης του Εφεσίβλητου 2. Επ’ αυτού, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Η όλη θέση των Εφεσειουσών ως προς τον Εφεσίβλητο 2 βασίζεται στην εισήγηση ότι αυτός είχε επέμβει παράνομα στο κτήμα. Όχι όμως μόνο δεν υπήρχε παράνομη επέμβαση αλλά και η όλη μαρτυρία απεκάλυπτε νόμιμη εκμετάλλευση του κτήματος από τον Εφεσίβλητο 1, ως συνιδιοκτήτη (έστω και αν οι Εφεσείουσες εδικαιούντο αναλογία επί της εν λόγω εκμετάλλευσης), όσο και από τον Εφεσίβλητο 2 ως εργοδοτούμενο του. Ούτε ο Εφεσίβλητος 1 ούτε ο Εφεσίβλητος 2 λοιπόν ήσαν παρανόμως επεμβαίνοντες, η δε ουσιαστική απαίτηση των Εφεσειουσών δεν βασίζεται σε παράνομη επέμβαση αλλά σε δικαιώματα παρεχόμενα από το νόμο σε αυτές ως συνιδιοκτήτριες στην παραγωγή του κτήματος και στο νερό.

Η έφεση λοιπόν, ως προς τον Εφεσίβλητο 1, επιτυγχάνει μόνο [*585]ώστε να αναγνωρίζεται ότι οι Εφεσείουσες είχαν δικαίωμα στο 1/8 μερίδιο έκαστη στις καλλιέργειες και στο νερό, χωρίς το δικαίωμα αυτό να επηρεάζεται από οποιαδήποτε παρανομία στην άντληση και διάθεση του νερού, αλλά αποτυγχάνει ως προς την απόδειξη της αξίας του εν λόγω μεριδίου τους και την απόδοση λογαριασμού. Ως προς τον Εφεσίβλητο 2, η έφεση αποτυγχάνει.

Ως προς τα έξοδα, έχοντας υπ’ όψη την όλη τροπή της έφεσης, κρίνουμε ορθό όπως, παραμεριζομένης της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα, ο Εφεσίβλητος 1 καταβάλει το ήμισυ των εξόδων των Εφεσειουσών πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω με το ήμισυ των εξόδων των εφεσειουσών πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον του εφεσίβλητου 1.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο