Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλοι ν. Χαράλαμπου Ταλιαδώρου και Άλλων (2005) 1 ΑΑΔ 586

(2005) 1 ΑΑΔ 586

[*586]25 Απριλίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11381)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ,

2. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

3. ΗΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

_________________________

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11403)

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΣ,

2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

3. ΗΛΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11381, 11403)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Ακύρωση διοικητικής απόφασης ― Αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος ― Προϋποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων ― Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δεν θεμελιώνει αφ’ εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση ― Προϋποθέσεις δημιουργίας αγώγιμου δικαιώματος επιτυχόντος αιτητή για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος ― Κατά πόσο η ηθική βλάβη συνιστά άμεση συνέπεια ακυρωθείσας παράνομης πράξης και καλύπτεται από τις πρόνοιες 146.6 του Συντάγματος.

[*587]Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Καθίσταται οριστική και αμετάκλητη εάν δεν προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Ανάγκη εξειδίκευσης και απόδειξης.

Οι εφεσείοντες στην Π.Ε. 11403, οι οποίοι υπηρετούσαν ως Αξιωματικοί της Αστυνομίας, και παύθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πόρισμα ερευνητικής επιτροπής ότι προέβησαν σε κακομεταχείριση και βασανισμό έντεκα ατόμων για σκοπούς ανάκρισης, καταχώρησαν προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία και ακύρωσε τις αποφάσεις τερματισμού των υπηρεσιών των εφεσειόντων με το σκεπτικό ότι αυτές παραβιάζουν το Σύνταγμα, τον περί Αστυνομίας Νόμο, Κεφ. 285 και επίσης ότι λήφθηκαν καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.  Οι προσφυγές επιτράπηκαν με έξοδα.  Στη συνέχεια οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απαιτώντας δίκαιη και/ή εύλογη αποζημίωση δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος για ζημιές και/ή βλάβη και/ή απώλεια που υπέστησαν συνεπεία της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

1) Οι εφεσείοντες είχαν απευθύνει την αξίωσή τους για αποζημιώσεις προς αρμόδια αρχή και η αρμόδια αρχή δεν ανταποκρίθηκε.

2) Οι εφεσείοντες δεν δικαιούνταν, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, σε τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

3) Οι εφεσείοντες δεν δικαιούντο στα ποσά που διεκδικούσαν για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας εφόσον για την περίοδο που στερήθηκαν τους μισθούς τους είχαν πάρει χρηματικά ποσά πολύ μεγαλύτερα των ποσών που διεκδικούσαν.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση των εφεσειόντων για το ποσό £9.000 που ο κάθε ένας τους διεκδικούσε ως έξοδα.

     Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες θα έπρεπε να αποδείξουν τη ζημιά τους αυστηρά ως ειδική ζημιά και θα έπρεπε να διαχωρίσουν τα ποσά των εξόδων που αφορούσαν στην υπεράσπιση τους ενώπιον των αρμοδίων σωμάτων και στην υποβολή παραστάσεων στο Υπουργικό Συμβούλιο και εκείνα για τη διεκπεραίωση της δι[*588]καστικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τα οποία τους είχαν ήδη επιδικαστεί), πράγμα που απέτυχαν να πράξουν.

4) Η απαίτηση των εφεσειόντων για αποζημίωση για απώλεια πιθανοτήτων προαγωγής δεν μπορούσε να επιτύχει αφού δεν ήταν σίγουρο ότι αυτοί θα προάγονταν έστω και αν ήταν υποψήφιοι.

5) Οι εφεσείοντες δικαιούνται σε αποζημίωση για τον τραυματισμό του ψυχικού τους κόσμου.  Το Δικαστήριο επιδίκασε στον κάθε ένα από τους εφεσείοντες 1 και 2 £7.500.- και στον εφεσείοντα 3 £5.000.

6) Ο συμψηφισμός των ποσών που πληρώθηκαν στους εφεσείοντες κατά τον παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών τους (και τα οποία αυτοί δεν επέστρεψαν όταν επαναπροσλήφθηκαν), με τα δικαιώματα αφυπηρέτησής τους, συνιστούσε διοικητική πράξη την οποία δεν προσέβαλαν με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την ανταπαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, εφεσίβλητου στην Π.Ε. 11403, εναντίον του Θ. Στυλιανού (ο οποίος ακόμα δεν έχει αφυπηρετήσει), με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας διεκδικούσε τα ποσά που ο κ. Στυλιανού πήρε κατά τον παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών του και τα οποία δεν επέστρεψε παρά την επάνοδό του στο Αστυνομικό Σώμα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας με την Π.Ε. 11381 προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος οι προαναφερόμενοι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δικαιούνταν σε αποζημιώσεις για ηθική βλάβη (ζημιά) ή ψυχικό επηρεασμό και επιδίκασε τις προαναφερόμενες αποζημιώσεις υπέρ τους, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.

Οι εφεσείοντες με την Π.Ε. 11403 προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι τα πιο πάνω ποσά των αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν στον καθένα από αυτούς, υπό μορφή αποζημίωσης δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, κατ’ ισχυρισμό, είναι έκδηλα ανεπαρκή.  Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη και για τους πρόσθετους λόγους ότι: (α) δεν επιδικάσθηκαν εναντίον της Δημοκρατίας τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις και (β) δεν επδικάσθηκε στον καθένα από αυτούς το ποσό των εξόδων (που επιδικάσθηκε ως έξοδα στις προαναφερόμενες προσφυγές τους ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου).  Τέλος προσβάλλεται ως εσφαλμένο το [*589]συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο συμψηφισμός των ποσών που πληρώθηκαν στους εφεσείοντες κατά τον παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών τους (και τα οποία αυτοί δεν επέστρεψαν όταν επαναπροσλήφθηκαν), με τα δικαιώματα αφυπηρέτησής τους, συνιστούσε διοικητική πράξη την οποία δεν προσέβαλαν με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Πολιτική Έφεση 11381

1.  Προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημίωσης ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.6 αποτελεί η ακύρωση της διοικητικής πράξης που προκάλεσε τη ζημιά.  Το πολιτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης.  Το δικαίωμα όμως της αποζημίωσης δεν γεννάται ipso facto από την ακυρωτική απόφαση.  Η ζημιά πρέπει να αποδειχθεί.  Συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη την οποία ο ενάγων υφίσταται λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα.

2.  Η ηθική βλάβη δεν συνιστά άμεσο αποτέλεσμα ή άμεση συνέπεια της ακυρωθείσας παράνομης πράξης και δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Β. Πολιτική Έφεση 11403

1.  Ο λόγος εφέσεως αναφορικά με την ανεπάρκεια των αποζημιώσεων είναι αβάσιμος σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Π.Ε. 11381.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν επεδίκασε τιμωρητικές αποζημιώσεις υπέρ των εφεσειόντων για τους λόγους που ανέφερε.

3.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποσό των £9.000 που διεκδικείτο ως έξοδα, είναι ορθή.  Το ποσό αυτό θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί αυστηρά ως ειδική ζημιά από τους εφεσείοντες, οι οποίοι απέτυχαν να το αποδείξουν, και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο διακανονισμός των δικαιωμάτων των εφεσειόντων 1 και 2 με τον συμψηφισμό των χρημάτων που πήραν κατά τον παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών τους με τα λεφτά που δικαιούνταν κατά την αφυπηρέτηση τους, συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη την οποία οι προαναφερόμενοι δεν προσέβαλαν ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου.  Εν πάση περιπτώσει τέτοιος συμψηφισμός μπορούσε και ήταν δίκαιο υπό τις περιστά[*590]σεις να γίνει.

Η Π.Ε. 11381 επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η Π.Ε. 11403 απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μαυρονίχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612,

Μαρκίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424,

Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342,

Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697.

Εφέσεις.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα-εναγόμενο (Π.Ε. 11381) κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/4/02 (Αγ. Αγωγών 169/98, 170/98 & 171/98) με την οποία έκρινε ότι οι τρείς ενάγοντες, απολυθέντα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, βάσει του Άρθρου 13(β) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, οι οποίοι κατόπιν επιτυχούσας προσφυγής τους κατά της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 7/3/96 καταχώρισαν τις πιο πάνω αγωγές βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, εδικαιούντο σε αποζημιώσεις για ηθική βλάβη ή ψυχικό επηρεασμό και επιδίκασε ποσά αποζημιώσεων υπέρ τους, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση και έφεση από τους ενάγοντες (Π.Ε. 11403)  ότι τα ποσά τα οποία επιδίκασε στον καθένα από αυτούς υπό μορφή αποζημίωσης ήταν έκδηλα ανεπαρκή, ότι εσφαλμένα δεν επιδικάστηκαν τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις κατά της Δημοκρατίας ούτε το ποσό των εξόδων των προσφυγών τους, ο διακανονισμός των χρημάτων με το συμψηφισμό των δικαιωμάτων αφυπηρέτησης των δύο εναγόντων και των χρημάτων για παράνομο τερματισμό υπηρεσιών ήταν εκτελεστή πράξη την οποία οι προαναφερόμενοι δεν προσέβαλαν και με την οποία απέρριψε την ανταπαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα στην Πολιτική Έφεση 11403 [*591]για επιστροφή των χρημάτων τα οποία ο ενάγοντας κ. Στυλιανού πήρε όταν παράνομα τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του και τα οποία δεν επέστρεψε παρά την επάνοδό του στο Αστυνομικό Σώμα.

Μ. Φλωρέντζος, για τον Εφεσείοντα στην 11381 και Εφεσίβλητο στην 11403.

Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους στην 11381 και Εφεσείοντες στην 11403.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 7.3.1996 το Υπουργικό Συμβούλιο,αφού έτυχε σχετικής γνωματεύσεως από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και ενεργώντας βάσει των προνοιών του άρθρου 13(β) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, απεφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών των  τριών εφεσειόντων στην ενώπιον μας Πολιτική Έφεση υπ’ αρ. 11403, οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν ως Αξιωματικοί της Αστυνομίας, για τους εξής εξειδικευμένους λόγους:

(α) Την προστασία του κύρους του Κράτους και του αγώνα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Λαού για την αποκατάσταση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο το έδαφος της επικράτειας, δικαιωμάτων που μαζικά παραβιάστηκαν και παραβιάζονται από την Τουρκία, ιδιαίτερα ενόψει της ανησυχίας που γραπτώς και επίσημα έχει εκφραστεί από Διεθνή Όργανα, για την κακομεταχείριση και τους βασανισμούς από Αστυνομικά Όργανα στην Κύπρο.

(β) Την υποχρέωση της Πολιτείας για αποτελεσματικό σεβασμό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα πλαίσια του Συντάγματος, των Διεθνών Συνθηκών και των Νόμων της και ιδιαίτερα την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δυνάμει του άρθρου 35 του Συντάγματος, του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του άρθρου 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων, και

(γ) Την προστασία του κύρους της Αστυνομίας, μιας νευραλγικής σημασίας κρατικής υπηρεσίας η οποία  έχει τρωθεί με σοβαρές συνέπειες στην εκπλήρωση της αποστολής της και την [*592]απομάκρυνση από τις τάξεις της ατόμων που σύμφωνα με την έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής μετέρχονταν συστηματικά τα αποτρόπαια μέσα που αναφέρονται στην έκθεση.

Οι προαναφερόμενοι τρεις εξειδικευμένοι λόγοι για τους οποίους τερματίστηκαν οι υπηρεσίες των εφεσειόντων στην ενώπιον μας προαναφερόμενη πολιτική έφεση ίσχυαν για τους εφεσείοντες Χαράλαμπο Ταλιαδώρο και Θεόδωρο Στυλιανού ενώ για τον εφεσείοντα Ηλία Κυριακίδη ίσχυαν οι προαναφερόμενοι λόγοι (α) και (β).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά από παράπονα που έγιναν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας Ατόμων, το Υπουργικό Συμβούλιο προέβη στη σύσταση τριμελούς ερευνητικής επιτροπής, δυνάμει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, Κεφ. 44, η οποία αφού εξέτασε παράπονα από έντεκα άτομα για κακομεταχείριση και βασανισμό κατά την κράτηση τους για σκοπούς ανάκρισης, υπέβαλε σχετική έκθεση προς το Υπουργικό Συμβούλιο στις 3.11.1995. Η προαναφερόμενη ερευνητική επιτροπή διαπίστωσε ότι τα παράπονα και των έντεκα παραπονουμένων ευσταθούσαν. Επίσης η Επιτροπή προέβη σε εύρημα ότι κατονομαζόμενα μέλη του Αστυνομικού Σώματος άσκησαν βία και υπέβαλαν σε βασανισμό τους  παραπονούμενους. Όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού ασκείτο συστηματικά βία εις βάρος των κρατουμένων. Οι μέθοδοι και τα μέσα που χρησιμοποιούνταν για το σκοπό αυτό ήταν αποτρόπαια και πρωτοφανή, στα κυπριακά δεδομένα, σύμφωνα με τα ευρήματα της Επιτροπής. Μεταξύ των προσώπων που, σύμφωνα με την Επιτροπή, ενέχονταν στα προαναφερόμενα ήταν οι εφεσείοντες Θεόδωρος Στυλιανού και Χαράλαμπος Ταλιαδώρος, Υπεύθυνος και Βοηθός Υπεύθυνος του ΤΑΕ Λεμεσού αντίστοιχα κατά τους ουσιώδης χρόνους.  Σύμφωνα με τα ευρήματα της Επιτροπής ο εφεσείων Ηλίας Κυριακίδης, ο οποίος ήταν τότε Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού, ήταν υπόλογος επειδή δεν εμπόδισε τις προαναφερόμενες ενέργειες που γίνονταν από τους υφισταμένους του.

Οι Θεόδωρος Στυλιανού και Χαράλαμπος Ταλιαδώρος, πριν τη σύσταση της ερευνητικής επιτροπής, διώχθηκαν ποινικά ενώπιον αρμοδίου Κακουργιοδικείου για τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς πράξεις κακοποίησης και βασανισμού. Οι κατηγορίες στηρίχθηκαν στον περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικό) Νόμο του 1990 (Ν. 235/90).

[*593]

Οι προαναφερόμενοι αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Μετά την προαναφερόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τερματισμό των υπηρεσιών των τριών εφεσειόντων στην ενώπιον μας Πολιτική Έφεση 11403, οι προαναφερόμενοι προσέβαλαν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 7.3.1996, με προσφυγές υπ’ αρ. 298/96, 299/96 και 300/96, οι οποίες συνεκδικάστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο με απόφαση του ημερ. 26.11.1997 κατέληξε στα εξής:

«Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν έχει ως λόγο τις λειτουργικές ανάγκες της υπηρεσίας αλλά την αποπομπή μελών της δύναμης για ασύγγνωστη εγκληματική διαγωγή, αντινομική προς το αστυνομικό καθήκον και αποστολή. Η απόφαση πλήττει τη μακρά υπηρεσία των αιτητών στην Αστυνομική Δύναμη και τους αποστερεί το δικαίωμα να συνεχίσουν να υπηρετούν στις τάξεις της Αστυνομίας μέχρι την αφυπηρέτησή τους. Αποδίδονται, στους αιτητές, εγκληματικές πράξεις κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας και κατ’ αντίθεση προς τις συνταγματικές αρχές και τις επάλληλες αρχές που καθιερώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η απόφαση πλήττει επίσης τις διατάξεις του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, που αποκλείουν την εκ δευτέρου κρίση οποιουδήποτε των αθωωθέντων και απαλλαγέντων από αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, Στυλιανού και Ταλιαδώρου. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λαμβάνει ως δεδομένα και παραδεχτά, υπό το πρίσμα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, τα ευρήματα της Ερευνητικής Επιτροπής για την ενοχή των Στυλιανού και Ταλιαδώρου παρά την αθώωσή τους από το Κακουργιοδικείο. Το Υπουργικό Συμβούλιο λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τις εξουσίες που του παρέχονται βάσει του άρθρου 13Β και τη δυνατότητα αποπομπής, κάτω από τις διατάξεις του, μελών της Αστυνομικής Δύναμης για παρέκκλιση από το καθήκόν τους. Τέτοια εξουσία δεν παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο τερματισμός των υπηρεσιών του Κυριακίδη έχει ως πραγματικό υπόβαθρο τη διάπραξη από τους υφισταμένους του Στυλιανού και Ταλιαδώρου, των εγκληματικών πράξεων που τους καταμαρτυρούνται και ως λόγο την πλημμελή άσκηση των διευ[*594]θυντικών του καθηκόντων ως προϊσταμένου της Αστυνομικής Δύναμης Λεμεσού. Και ο Κυριακίδης απολύθηκε από τις τάξεις της Αστυνομίας για κακή άσκηση των καθηκόντων του έξω από το πλαίσιο του πειθαρχικού κώδικα και χωρίς να διεξαχθεί πειθαρχική δίκη με όλα τα εχέγγυα που του εξασφαλίζει το Σύνταγμα για την υπεράσπισή του.

Η απόφαση για τον τερματισμό των υπηρεσιών των Στυλιανού και Ταλιαδώρου, παραβιάζει:

(α) Το Σύνταγμα Άρθρα 12.2, 12.4, 12.5 και Άρθρο 30.

(β) Το Νόμο, συγκεκριμένα το άρθρο13Β, διότι συνιστά άσκηση πειθαρχικής εξουσίας μη προβλεπόμενης από τις πρόνοιές του, και

(γ) Λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας διότι αφενός, ασκήθηκε εξουσία την οποία δεν παρείχε ο νόμος και αφετέρου, η εξουσία η οποία εναποτίθετο στο Υπουργικό Συμβούλιο ασκήθηκε για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους είχε παρασχεθεί.

Για όμοιους λόγους είναι ακυρωτέα και η απόφαση για τον τερματισμό των υπηρεσιών του Κυριακίδη, εξαιρουμένων εκείνων που σχετίζονται άμεσα με την αθώωση των άλλων δύο αιτητών από το Κακουργιοδικείο.

Οι προσφυγές (η κάθε μια από αυτές), επιτυγχάνουν με έξοδα.  (Όπου οι εμφανίσεις ήταν επάλληλες επιτρέπονται έξοδα για μια μόνο εμφάνιση).

Η επίδικη διοικητική απόφαση, σε κάθε μια από τις τρεις προσφυγές, ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει του Άρθρου 146.6(β).»

Μετά την επιτυχία των εφεσειόντων (στην ενώπιον μας Πολιτική Έφεση 11403) στις τρεις προσφυγές τους ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι τρεις εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απαιτώντας δίκαιη και/ή εύλογη αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για ζημιές και/ή βλάβη και/ή απώλεια που υπέστησαν συνεπεία της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 7.3.1996, η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις [*595]26.11.1997.

Με την αγωγή του ο κ. Χαράλαμπος Ταλιαδώρος διεκδίκησε ποσό £22.775.- ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Ο κ. Θεόδωρος Στυλιανού διεκδίκησε ποσό £34.054.- ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος και ο κ. Ηλίας Κυριακίδης διεκδίκησε ποσό £34.648.54 σ. ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του ημερ. 30.4.2002, παρατήρησε πως η αιτία αγωγής βασιζόταν ουσιαστικά στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Αφού αναφέρθηκε σε σχετική Κυπριακή νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 146.6 του Συντάγματος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είχαν απευθύνει την αξίωση τους για αποζημιώσεις προς την αρμόδια αρχή και ότι η αρμόδια αρχή δεν ανταποκρίθηκε. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν δικαιούνταν σε τιμωριτικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις. Όσον αφορά το ζήτημα της διαφοράς μισθών που ζητούσε ο καθένας από τους τρεις προαναφερομένους, για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας (£13.775.- ο κ. Χαράλαμπος Ταλιαδώρος, £25.054.- ο κ. Θεόδωρος Στυλιανού και £25.648,54 ο κ. Ηλίας Κυριακίδης), ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προαναφερόμενοι δεν δικαιούνταν στα ποσά που διεκδικούσαν εφόσον για την περίοδο που στερήθηκαν τους μισθούς τους είχαν πάρει χρηματικά ποσά πολύ μεγαλύτερα των ποσών που διεκδικούσαν. Ως προς το ζήτημα των εξόδων, που ο καθένας από τους προαναφερόμενους διεκδικούσε και ανέρχονταν στο ποσό των £9.000.- για τον καθένα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εφόσον το ποσό εκείνο διεκδικείτο όχι μόνο για τις παραστάσεις τους ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά και για «δαπάνη και έξοδα για την προστασία των συμφερόντων τους και υπεράσπιση τους ενώπιον των αρμοδίων σωμάτων, την υποβολή παραστάσεων προς το Υπουργικό όπως και για την προώθηση και διεκπεραίωση της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου» οι εφεσείοντες θα έπρεπε να αποδείξουν τη ζημιά τους αυστηρά ως ειδική ζημιά και θα έπρεπε να διαχωρίσουν τα ποσά των εξόδων που αφορούσαν στην υπεράσπιση τους ενώπιον των αρμοδίων σωμάτων και στην υποβολή παραστάσεων στο Υπουργικό Συμβούλιο και εκείνα για τη διεκπεραίωση της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τα οποία τους είχαν ήδη επιδικαστεί), πράγμα που απέ[*596]τυχαν να πράξουν και επομένως απέρριψε την αξίωση τους γι’ αυτά τα ποσά.

Όσον αφορά την απώλεια των πιθανοτήτων και/ή των ευκαιριών των εφεσειόντων για προαγωγή ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε  στην απλή προσδοκία προαγωγής των εφεσειόντων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση των εφεσειόντων για αποζημίωση δεν μπορούσε να επιτύχει αφού δεν ήταν σίγουρο ότι αυτή θα προάγονταν έστω και αν ήταν υποψήφιοι.

Αναφορικά με το ζήτημα του τραυματισμού του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου και του διασυρμού του ονόματος των εφεσειόντων, λόγω των χαρακτηρισμών τους ως εγκληματιών, εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προαναφερόμενοι εφεσείοντες δεν είχαν οποιοδήποτε μερίδιο ευθύνης στο ζήτημα αυτό. Ολόκληρη την ευθύνη τη φέρει το Υπουργικό Συμβούλιο που, παρά το ότι οι δύο εφεσείοντες Στυλιανού και Ταλιαδώρος είχαν αθωωθεί από το Κακουργιοδικείο χωρίς καν να κληθούν σε απολογία, απέδωσε σ’ αυτούς τις προαναφερόμενες εγκληματικές πράξεις (στις οποίες αναφέρθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο στην προαναφερόμενη απόφαση του).  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα πως η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε και οδήγησε στον τερματισμό των υπηρεσιών των εφεσειόντων, η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε ως παράνομη από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήταν τέτοια που όλη την ευθύνη (για τα αποτελέσματα της) είχε η Διοίκηση, δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο.   Παρατήρησε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, πως το άρθρο 146 του Συντάγματος δεν θέτει ρητά οποιοδήποτε περιορισμό.  Αφού έλαβε υπόψη του τα σχετικά κριτήρια συμπέρανε πως κανένας καλός λόγος συνέτρεχε γιατί το Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση στην οποία με αποκλειστική ευθύνη της Διοίκησης οι ενάγοντες εκδιώχθηκαν από τις εργασίες τους με χαρακτηρισμούς που «σίγουρα τους επηρέασαν ψυχικά, όπως και οι ίδιοι ισχυρίστηκαν», να μη επιδικάσει κάποια αποζημίωση για τον εν λόγω τραυματισμό του ψυχικού τους κόσμου.  Θεώρησε τον τραυματισμό αυτό ως ζημιά προερχόμενη άμεσα από την ακυρωθείσα απόφαση και επιδίκασε ποσά £7.500.- για τον καθένα από τους εφεσείοντες Στυλιανού και Ταλιαδώρο και £5.000.- για τον εφεσείοντα Κυριακίδη, με τόκο 8% ετησίως από 30.10.98, ημερ. καταχώρισης των εκθέσεων απαιτήσεως τους, μέχρις εξοφλήσεως και έξοδα.

Σε σχέση με τον διακανονισμό στον οποίο προέβη μονομερώς η Διοίκηση, υπολογίζοντας τα δικαιώματα των εφεσειόντων Ταλια[*597]δώρου και Κυριακίδη κατά τις αντίστοιχες αφυπηρετήσεις τους, και λαμβάνοντας υπόψη και συμψηφίζοντας ουσιαστικά τα ποσά που τους είχαν πληρωθεί κατά τον παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών τους (και τα οποία οι προαναφερόμενοι δεν επέστρεψαν όταν επαναπροσλήφθηκαν), με τα προαναφερόμενα δικαιώματα αφυπηρέτησής τους, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως ο διακανονισμός εκείνος συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη την οποία οι προαναφερόμενοι δεν προσέβαλαν με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την ανταπαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, εφεσίβλητου στην ενώπιον μας Πολιτική Έφεση 11403, εναντίον του κ. Θεόδωρου Στυλιανού (ο οποίος δεν έχει ακόμα αφυπηρετήσει), με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας διεκδικούσε τα ποσά που ο κ. Στυλιανού πήρε όταν παράνομα τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του και τα οποία δεν επέστρεψε παρά την επάνοδο του στο Αστυνομικό Σώμα.

Με την ενώπιον μας Πολιτική Έφεση υπ. αρ. 11381 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος οι προαναφερόμενοι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δικαιούνταν σε αποζημιώσεις για ηθική βλάβη (ζημιά) ή ψυχικό επηρεασμό και επιδίκασε τις προαναφερόμενες αποζημιώσεις υπέρ τους, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.

Με την ενώπιον μας Πολιτική Έφεση υπ’ αρ. 11403 οι προαναφερόμενοι τρεις ενάγοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι τα ποσά των £7.500.- που επεδίκασε στον καθένα από τους εφεσείοντες Στυλιανού και Ταλιαδώρο και το ποσό των £5.000.- που επεδίκασε στον εφεσείοντα Κυριακίδη, υπό μορφή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος, είναι έκδηλα ανεπαρκή. Η πρωτόδικη απόφαση επίσης προσβάλλεται ως λανθασμένη και για το ότι δεν επιδικάστηκαν τιμωριτικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις εναντίον της Δημοκρατίας. Περιπλέον η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται και για το ότι δεν επιδικάστηκε στον καθένα από τους εφεσείοντες το ποσό των £9.000.- (μείον ποσό £995,10 σ. που επιδικάστηκε ως έξοδα στις προαναφερόμενες προσφυγές τους ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου) ως έξοδα για την προστασία των συμφερόντων τους με την υπέρασπιση τους ενώπιον των αρμοδίων  σωμάτων και την υποβολή παραστάσεων ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου.  Τέλος προσβάλλεται ως λανθασμένο και το συμπέρασμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο ισχυ[*598]ριζόμενος διακανονισμός των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, με τον συμψηφισμό των ποσών που έλαβαν κατά τον παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών τους με τα ποσά που δικαιούνταν κατά την αφυπηρέτηση τους οι εφεσείοντες Ταλιαδώρος και Κυριακίδης, συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία  μπορούσε να προσβληθεί μόνον με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Το πρώτο ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι το κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τις προαναφερόμενες αποζημιώσεις για ηθική βλάβη ή ψυχικό επηρεασμό των εφεσιβλήτων στην ενώπιον μας Πολιτική Έφεση 11381.

Το άρθρο 146.6 του Συντάγματος προνοεί ότι κάθε πρόσωπο ζημιωθέν εξ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την 4η παράγραφο του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφόσον η αξίωση του δεν ικανοποιήθηκε από το επηρεαζόμενο όργανο, αρχή ή πρόσωπο, να επιδιώξει δικαστικά αποζημίωση ή άλλη θεραπεία με σκοπό όπως επιδικαστεί εις αυτό δίκαιη και εύλογη αποζημίωση καθοριζόμενη από το Δικαστήριο ή παρασχεθεί εις αυτό άλλη δίκαιη και εύλογη θεραπεία την οποία το Δικαστήριο έχει την εξουσία να παράσχει.

Η παράγραφος 6 του άρθρου 146 του Συντάγματος συνιστά ρητή συνταγματική διάταξη που παρέχει σε άτομο που ζημιώθηκε από απόφαση, πράξη ή παράλειψη που κηρύχθηκε άκυρη σύμφωνα με την 4η παράγραφο του άρθρου 146, το δικαίωμα να επιδιώξει δικαστικά αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από πολιτικό δικαστήριο, το οποίο έχει εξουσία να παράσχει δίκαιη και εύλογη αποζημίωση εφόσον η αξίωση του αιτητή δεν ικανοποιήθηκε από το όργανο, την αρχή ή το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση. Η αξίωση, που εφόσον δεν ικανοποιηθεί δημιουργεί δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη. Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης, μόνον εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπειά της – Δέστε:  Μαυρονίχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612 και Μαρκίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424.

Η ευθύνη της Πολιτείας είναι κατά κύριο λόγο ευθύνη δημοσίου δικαίου. Η υποχρέωση της Διοίκησης σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση συνίσταται στην εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης δηλαδή σε αποκατάσταση της προηγούμενης  κατάστασης πραγμάτων. Η αποκατάσταση πρέπει να είναι πλήρης, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα ζημιογόνα αποτελέσματα της [*599]ακυρωθείσας πράξης, εξ αρχής.

Το ίδιο το διοικητικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε αποκατάσταση και ανόρθωση της ζημιάς που προξενήθηκε κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της ισχύος της παράνομης πράξης. Ο ζημιωθείς αποτείνεται στα συνήθη πολιτικά δικαστήρια με αγωγή αποζημιώσεως της οποίας γενεσιουργός αιτία είναι η ζημιά που προξενήθηκε από την παράνομη πράξη (Δέστε: Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν Ασκήσεως Αιτήσεως Ακυρώσεως» 1988, σελ. 233-235).

Η παράλειψη εξάλειψης της ακυρωθείσας πράξης δεν τεκμηριώνει από μόνη της ζημιά. Η ζημιά πρέπει να αποδειχθεί. Συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη την οποία ο ενάγων υφίσταται λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο παρέχει η παράγραφος 6 του άρθρου 146 του Συντάγματος είναι ιδιόμορφο (cause sui generis) και οι κανόνες καθορισμού των αποζημιώσεων είναι διαφορετικοί από εκείνους του κοινοδικαίου (Δέστε: Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342).

Στην υπόθεση Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420 καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση αποζημίωσης για ζημιά απορρέουσα από παράνομη διοικητική πράξη. Προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσης ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146.6 αποτελεί η ακύρωση της διοικητικής πράξης που προκάλεσε τη ζημιά. Το πολιτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης. Το δικαίωμα όμως της αποζημίωσης δεν γεννάται ipso facto από την ακυρωτική απόφαση.  Η ζημιά πρέπει να αποδειχθεί.  Συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη την οποία ο ενάγων υφίσταται λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα (Δέστε, επίσης, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, ανωτέρω).

Στη Θεοδωρίδη (ανωτέρω) έγινε αναφορά και σε προγενέστερη Κυπριακή νομολογία και ιδιαίτερα στην απόφαση Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,   ενώ το ζήτημα του κατά πόσο ο όρος ζημία (ζημιωθέν) στο άρθρο 146.6 περιορίζεται μόνο σε υλικές ζημιές ή επεκτείνεται και σε κάθε μορφής ζημιά η οποία μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, όπως τραυματισμός του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου του παραπονουμένου, παρέμεινε ανοικτό.

[*600]H ηθική βλάβη, κατά την εκτίμησή μας, δεν συνιστά άμεσον αποτέλεσμα ή άμεση συνέπεια της ακυρωθείσας παράνομης πράξης και δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Δεν αποφαινόμαστε όμως αναφορικά με οποιαδήποτε δικαιώματα που δυνατόν να έχουν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι στην ενώπιον μας Πολιτική Έφεση 11381, δυνάμει άλλων άρθρων του Συντάγματος ή άλλων νομικών προνοιών, αναφορικά με την ηθική βλάβη που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν.

Όσον αφορά την ενώπιον μας Πολιτική Έφεση 11403, ο πρώτος λόγος εφέσεως που αφορά στην ανεπάρκεια των αποζημιώσεων για ηθική βλάβη είναι αβάσιμος σύμφωνα με την  προαναφερόμενη απόφαση μας στην ενώπιον μας Πολιτική Έφεση 11381.  Αναφορικά με το δεύτερο λόγο εφέσεως, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν επεδίκασε τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις υπέρ των εναγόντων για τους λόγους που ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά και με τον τρίτο και τέταρτο λόγο εφέσεως.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των £9.000.- που διεκδικείτο ως έξοδα, θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί αυστηρά, ως ειδική ζημιά, από τους ενάγοντες, οι οποίοι απέτυχαν να το αποδείξουν, και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο διακανονισμός των δικαιωμάτων των κ.κ. Ταλιαδώρου και Κυριακίδη, με τον συμψηφισμό των χρημάτων που πήραν κατά τον παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών τους με τα λεφτά που δικαιούνταν κατά την αφυπηρέτηση τους, συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη την οποία οι προαναφερόμενοι δεν προσέβαλαν ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει τέτοιος συμψηφισμός μπορούσε και ήταν δίκαιο υπό τις περιστάσεις να γίνει.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η Πολιτική Έφεση υπ. αρ. 11381 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται κατά την έκταση που αφορά στην επιδίκαση αποζημιώσεων για ηθική βλάβη, τόκον και έξοδα. Οι εφεσίβλητοι στην Πολιτική Έφεση 11381 θα καταβάλουν τα έξοδα της διαδικασίας πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η Πολιτική Έφεση υπ. αρ. 11403 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, επίσης με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον των εφεσειόντων.

Η Π.Ε. 11381 επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η Π.Ε. 11403 απορρίπτεται με έξο[*601]δα εναντίον των εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο