Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ. και Άλλος ν. Ανδρέα Βασιλείου (2005) 1 ΑΑΔ 683

(2005) 1 ΑΑΔ 683

[*683]24 Mαΐου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,

2. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11600)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Συνήθης και φυσική σημασία των λέξεων ― Κατά πόσο χρειάζεται η μαρτυρία του ενάγοντος και των μαρτύρων του ως προς το κατά πόσο δημοσιεύματα αναφέρονται στον ενάγοντα και είναι δυσφημηστικά γι’ αυτόν ― Κατά πόσο δύο δημοσιεύματα εφημερίδας χωρίς ονομαστική αναφορά στον ενάγοντα και φωτογραφία στην οποία εμφανιζόταν ο ενάγων, ήταν, στη συνήθη και φυσική τους έννοια, δυσφημηστικά για τον ίδιο ― Το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει στο σύνολό του το κάθε δημοσίευμα και να έχει υπ’ όψιν ότι η κατ’ ισχυρισμόν δυσφήμηση πρέπει να προκύπτει από τη φυσική έννοια του ιδίου του δημοσιεύματος.

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι Λοχίας της Αστυνομίας, καταχώρησε αγωγή για δυσφήμιση που κατ’ ισχυρισμόν περιείχετο σε δύο δημοσιεύματα της εφημερίδας “ΠΟΛΙΤΗΣ”, της οποίας η εφεσείουσα 1 είναι ιδιοκτήτης και εκδότης και ο εφεσείων 2 κατά νόμο υπεύθυνος. Το ένα δημοσίευμα έγινε στις 9.10.99 και αναφέρετο σε καταγγελίες βουλευτή για διαρροές των θεμάτων εξετάσεων της Αστυνομίας και στο διορισμό ποινικών ανακριτών για διερεύνησή τους. Το άλλο δημοσίευμα έγινε στις 6.11.1999 και αναφέρετο σε διαμαρτυρίες για ευνοιοκρατικές προαγωγές στην Αστυνομία βάσει κομματικών κριτηρίων που είχαν γίνει την προηγούμενη μέρα.  Και τα δύο δημοσιεύματα συνοδεύοντο από την ίδια φωτογραφία εξετάσεων της Αστυνομίας το 1995 στις οποίες εμφανίζετο ο εφεσίβλητος, ο οποίος παρακάθησε στις εν λόγω εξετάσεις.  Τα δημοσιεύματα δεν παρετέθησαν αυτούσια είτε στο κλητήριο ένταλμα είτε στην έκθεση απαίτησης.  Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι τα δημοσιεύματα αναφέ[*684]ρονταν και έγιναν αντιληπτά ότι αναφέρονταν στον ίδιο και άφηναν, μεταξύ άλλων, να νοηθεί ότι ήταν ακατάλληλος να κατέχει θέση Λοχία ή/και άλλο αξίωμα στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου.

Η υπεράσπιση των εφεσειόντων είχε ως άξονα τη θέση ότι ουδόλως προέκυπτε συσχετισμός του εφεσίβλητου προσωπικά με τις καταγγελίες για διαρροή θεμάτων και ότι εν πάση περιπτώσει δεν ήσαν δυσφημηστικά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε χωριστά τα επίδικα θέματα που συνοψίζοντο ουσιαστικά, σε δύο: 1. Το κατά πόσο τα δημοσιεύματα αναφέροντο στον εφεσίβλητο και 2. Το κατά πόσο ήσαν δυσφημηστικά γι’ αυτόν.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημηστικά στη συνήθη και φυσική τους έννοια και όχι μέσω innuendo και επιδίκασε ποσό £2.000 στον εφεσίβλητο.  Για το Δικαστήριο εβάρυνε ιδιαίτερα η απουσία σχολίου στη φωτογραφία.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το κάθε δημοσίευμα πρέπει να κρίνεται στο σύνολό του για να αποφασισθεί κατά πόσο οι αναφορές για τις οποίες διατυπώνεται παράπονο είναι δυσφημηστικές και παράλληλα η κατ’ ισχυρισμό δυσφήμιση πρέπει να προκύπτει από τη φυσική έννοια των δημοσιευμάτων.

2.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.  Κατ’ άρχήν, ήταν αναιτιολόγητη η από κοινού εξέταση των δημοσιευμάτων. Δεν υπήρχε το αναγκαίο υπόβαρθρο για την ενιαία εξέτασή τους. Το ερώτημα θα έπρεπε να ήταν όχι αν τα δημοσιεύματα, εξεταζόμενα από κοινού, συνιστούσαν δυσφήμιση του εφεσίβλητου, αλλά αν το κάθε δημοσίευμα χωριστά ήταν δυσφημηστικό γι’ αυτόν.

3.  Ήταν λάθος για το Δικαστήριο ν’ ακούσει μαρτυρία ως προς το πώς ο εφεσίβλητος και οι μάρτυρές του εξέλαβαν τα δημοσιεύματα να αναφέρονται και να είναι δυσφημηστικά για τον εφεσίβλητο αφού επρόκειτο για δυσφήμιση που κατ’ ισχυρισμό προέκυπτε όχι μέσω innuendo αλλά στη βάση της φυσικής έννοιας των δημοσιευμάτων.

4.  Δεν ήταν δυνατό να κριθεί δυσφημηστικό το κάθε δημοσίευμα στη βάση της φυσικής του έννοιας.  Το κείμενο το πρώτου δημοσιεύ[*685]ματος ανακοίνωσε το γεγονός του διορισμού δύο ποινικών ανακριτών για να εξετάσουν τις καταγγελίες κατονομαζόμενου βουλευτή αναφορικά με διαρροή θεμάτων εξετάσεων της Αστυνομίας.  Η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε με το κείμενο στη φυσική της έννοια αναιρούσε τον συσχετισμό ότι ο εφεσίβλητος είχε ωφεληθεί των διαρροών, αν αυτές όντως υπήρξαν.  Πολύ πιο φυσική ήταν η έννοια ότι επρόκειτο για μια τυχαία άποψη των αστυνομικών εξετάσεων που σχετίζετο με το κείμενο μόνο κατά το ότι αφορούσε τις εξετάσεις ως το θέμα του κειμένου χωρίς ιδιαίτερο νόημα.

Η δημοσίευση της φωτογραφίας στο δεύτερο δημοσίευμα δεν αποτελούσε δυσφήμιση, κατά τη φυσική της έννοια, ότι ο εφεσίβλητος είχε προαχθεί αναξιοκρατικά  για τους ακόλουθους λόγους: (α) η φυσική έννοια της φωτογραφίας ήταν η απεικόνιση μιας μερίδας των εξεταζομένων και όχι η μη αξιοκρατική προαγωγή και των δέκα προσώπων που φαίνονταν σ’ αυτή, και (β) ο εφεσίβλητος δεν περιλαμβάνεται στον πλήρη κατάλογο των προαχθέντων που περιέχεται στο ίδιο το υπόλοιπο κείμενο, στο οποίο και πάλι δεν έγινε αναφορά στην έκθεση απαίτησης ή από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 8/1/03 (Αρ.�Αγωγής 2320/00) με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του ενάγοντα ποσό Λ.Κ. 2.000.- σε αγωγή του εναντίον των εναγομένων, ιδιοκτήτη και κατά νόμο υπεύθυνου της εφημερίδας “ΠΟΛΙΤΗΣ” για δυσφήμιση του ενάγοντα περιεχόμενη σε δύο δημοσιεύματα δημοσιογράφου της εφημερίδας ημερ. 9/10/99 και 6/11/99.

Μ. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται απόφαση με την οποία επεδικάσθη ποσό £2,000 στον Εφεσίβλητο σε αγωγή του εναντίον [*686]των Εφεσειόντων για δυσφήμιση περιεχόμενη σε δύο δημοσιεύματα της εφημερίδας "ΠΟΛΙΤΗΣ", της οποίας η Εφεσείουσα 1 είναι ιδιοκτήτης και εκδότης και ο Εφεσείων 2 κατά νόμο υπεύθυνος, στις 9.10.1999 και 6.11.1999. Συντάκτης των εν λόγω δημοσιευμάτων ήταν ο δημοσιογράφος της εφημερίδας κ. Καλαντζής.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης, το πρώτο δημοσίευμα είχε τίτλο "Διαψεύδουν Κόσης-Αγγελίδης" και ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

"Δύο ποινικούς ανακριτές διόρισε χθες το Υπουργικό Συμβούλιο για να εξετάσουν τις καταγγελίες του βουλευτή του ΑΚΕΛ, Κώστα Παπακώστα αναφορικά με διαρροή θεμάτων εξετάσεων στην αστυνομία. ............ Ο Αρχηγός της Αστυνομίας υποστήριξε ότι κάποτε υπήρχαν διαρροές και επειδή ανάγονται σε άλλες εποχές προσπαθούν να τα αποδώσουν στην παρούσα εποχή."

Συνοδεύετο δε από φωτογραφία των εξετάσεων της Αστυνομίας στην οποία εμφανίζετο ο Εφεσίβλητος.

Το δεύτερο δημοσίευμα είχε τίτλο "Αστυνομία: προαγωγές και διαμαρτυρίες" και ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

"Διαμαρτυρίες προκάλεσαν (και πάλι) οι προαγωγές στην αστυνομία που ανακοινώθηκαν χθες. Αρκετοί αστυνομικοί επικοινώνησαν με τα γραφεία του "Π" υποστηρίζοντας ότι αδικήθηκαν λόγω του ότι δεν ανήκουν στα κυβερνώντα κόμματα. Κάποιοι μάλιστα εξέφρασαν την πρόθεση να παραιτηθούν "γιατί δεν μπορούν να υπηρετούν κάτω από τις διαταγές συναδέλφων τους οι οποίοι έχουν πολλά χρόνια υπηρεσίας λιγότερα από τα δικά τους."

Συνοδεύετο και αυτό από φωτογραφία των εξετάσεων της Αστυνομίας στην οποία εμφανίζετο ο Εφεσίβλητος.

Έτσι ακριβώς είναι που παρατίθενται τα δημοσιεύματα στην έκθεση απαίτησης, συνιστώντας και προσδιορίζοντας το όλο υπόβαθρο του ακόλουθου ισχυρισμού για δυσφήμιση. Τα δημοσιεύματα δεν παρετέθησαν (ούτε και επισυνάφθησαν) αυτούσια είτε στο κλητήριο ένταλμα είτε στην έκθεση απαίτησης. Αναφέρεται δε περαιτέρω ότι η δημοσιευθείσα φωτογραφία, που προκύπτει να είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις, είναι φωτογραφία από εξετάσεις στις οποίες παρακάθισε ο Εφεσίβλητος κατά ή περί το [*687]1995.

Το παράπονο του Εφεσίβλητου, ο οποίος είναι Λοχίας της Αστυνομίας, ήταν ότι τα δημοσιεύματα αναφέροντο και έγιναν αντιληπτά ότι αναφέροντο ειδικά στον ίδιο και ότι εννοούσαν ή άφηναν να εννοείται:

"α)  ότι ο ενάγοντας ήταν ακατάλληλος και/ή ανίκανος να κατέχει τη θέση του Αστυφύλακα και/ή του Λοχία και/ή οποιοδήποτε άλλο αξίωμα της Αστυνομίας Κύπρου.

β)   Ότι ο ενάγοντας οποιεσδήποτε επιτυχίες και/ή προαγωγές είχε τις εξασφάλισε με αθέμιτα μέσα και/ή εις βάρος άλλων συναδέλφων του και/ή άλλων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

γ)   Ότι υπάρχουν συναισθήματα πικρίας και αίσθημα αδικίας κατά του ενάγοντα από άλλους συναδέλφους του.

δ)   Ο ενάγοντας ως το μόνο πρόσωπο που εμφανίζεται ευδιάκριτα στα εν λόγω δημοσιεύματα είναι το συγκεκριμμένο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δημοσιεύματα.

ε)    Ότι ο ενάγοντας είναι ελεεινό πρόσωπο και/ή ελεεινό υποκείμενο και/ή ανάξιο πρόσωπο να κατέχει οιανδήποτε θέση στις τάξεις της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου ή οιουδήποτε άλλου σώματος."

Και έτσι ότι ήσαν δυσφημιστικά για τον Εφεσίβλητο.

Η υπεράσπιση των Εφεσειόντων είχε ως άξονα τη θέση ότι ουδόλως προέκυπτε συσχετισμός του Εφεσίβλητου προσωπικά με τις καταγγελίες για διαρροή θεμάτων και ότι εν πάση περιπτώσει δεν ήσαν δυσφημιστικά. Τα δημοσιεύματα, λέγουν, αναφέροντο στο διορισμό ποινικών ανακριτών σε σχέση με συγκεκριμένη καταγγελία βουλευτή για διαρροή θεμάτων στις εξετάσεις της Αστυνομίας που διαψεύσθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης (κ. Κόση) και τον Αρχηγό της Αστυνομίας (κ. Αγγελίδη), ότι ουδεμία αναφορά έγινε στο πρόσωπο του Εφεσίβλητου ως αθεμίτως ευνοηθέντος με προαγωγές και ότι η φωτογραφία που χρησιμοποιήθηκε, παριστάνουσα τις εξετάσεις της Αστυνομίας το 1995, ήταν από το αρχείο της εφημερίδας, σταλείσα από το Γραφείο Τύπου του Αρχηγείου της Αστυνομίας, και ουδόλως συσχέτιζε προσωπικά τον Εφεσίβλητο με τις καταγγελίες και τα παράπονα για άδικες [*688]προαγωγές.

Κατά την ακρόαση εδόθη και μαρτυρία. Από πλευράς Εφεσίβλητου για να καταδειχθεί, ουσιαστικά, ότι ουδέν το μεμπτό έπραξε κατά τη σταδιοδρομία του και ότι συνάδελφοι του, συγχωριανοί και άλλοι αντέδρασαν προς τα δημοσιεύματα συνδέοντας τον με εύνοια ως προς τα θέματα των εξετάσεων και τις προαγωγές. Και από πλευράς Εφεσειόντων για να καταδειχθεί, ουσιαστικά, ότι ουδείς προσωπικός συσχετισμός του Εφεσείοντα με τα θέματα που αφορούσαν τα δημοσιεύματα υπήρχε, ότι η εν λόγω φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε γενικά ως προς το θέμα, δηλαδή τις εξετάσεις της Αστυνομίας, και καθόλου σε σχέση με τα πρόσωπα τα οποία φαίνονται σε αυτή και ότι ουδεμία πρόθεση αναφοράς ή δυσφήμισης του Εφεσίβλητου υπήρχε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μια 82σέλιδη απόφαση, ανάλωσε χρόνο και κόπο για να παραθέσει σε έκταση τα δικόγραφα, τη μακρά μαρτυρία, τις θέσεις και εισηγήσεις των μερών, τη νομική πτυχή της δυσφήμισης, την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα "ευρήματα" του ως προς τα γεγονότα. Όλα αυτά κατά γενικό, χρονολογικό και περιγραφικό τρόπο, χωρίς ιδιαίτερη στόχευση, κατεύθυνση και συνεχή συνάρτηση με τα επίδικα θέματα που συνοψίζοντο, ουσιαστικά, σε δύο: 1. Το κατά πόσο τα δημοσιεύματα  αναφέροντο στον Εφεσίβλητο και 2. Το κατά πόσο ήσαν δυσφημιστικά για αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε χωριστά τα δύο.  Το σκεπτικό του ήταν ως εξής (σελίδες 58-59):

"Από το σύνολο του υλικού σε κάθε ένα από τα δυο δημοσιεύματα (τίτλος, φωτογραφία, κείμενο) λαμβάνοντας υπόψη ότι το μεν πρώτο αναφέρεται σε θέματα διαρροών στις αστυνομικές εξετάσεις που διερευνούνται με ποινικούς ανακριτές και ότι το δε δεύτερο αναφέρεται σε προαγωγές στην Αστυνομία και διαμαρτυρίες άλλων Αστυνομικών σε συνδυασμό και τα δυο με τη φωτογραφία που πλαισιώνει τόσο του αντίστοιχους τίτλους όσο και τα σχετικά κείμενα των δημοσιευμάτων προκύπτει αβίαστα ότι ο ορθά σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα και θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο Ενάγων ο οποίος ευδιάκριτα ξεχωρίζει και στις δυο φωτογραφίες σε πρώτο πλάνο συνδέεται και/ή σχετίζεται αφενός με τις διαρροές στις αστυνομικές εξετάσεις και αφετέρου με προαγωγές στην Αστυνομία που εξασφαλίστηκαν όχι με θεμιτά μέσα αλλά εις βάρος των συναδέλφων του και υπό διαμαρτυρία."

Και τούτο στη βάση ότι τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά στη συνήθη και φυσική έννοια και όχι μέσω innuendo και χωρίς [*689]αναφορά στο πως έγιναν αντιληπτά από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο ή τους μάρτυρες του. Για το Δικαστήριο εβάρυνε ιδιαίτερα η απουσία σχολίου στη φωτογραφία. Όπως είπε (σ. 60):

"Σημειώνω ότι στα επίδικα δημοσιεύματα δεν υπάρχει στο κείμενο τους οποιαδήποτε διευκρίνηση ότι η επίμαχη φωτογραφία δεν σχετίζεται με το θέμα των διαρροών ή προαγωγών υπό διαμαρτυρία και ειδικότερα τα πρόσωπα που εικονίζονται σ’ αυτά και ότι είναι φωτογραφία αρχείου όπως ήταν και η θέση του Μ.Υ.1 η οποία κρίθηκε πιστευτή. Δηλαδή μπορεί να μην υπήρχε συσχετισμός στο κείμενο της επίμαχης φωτογραφίας με τα θέματα των διαρροών και των προαγωγών αντιστοίχως αλλά ούτε και το αντίθετο, υπήρξε, δηλαδή η διευκρίνηση που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω η οποία θα μπορούσε να απομακρύνει και να αποτρέψει την εντύπωση που θα μπορούσε το όλο δημοσίευμα να δημιουργήσει στον ορθά σκεπτόμενο άνθρωπο όπως αναφέραμε ανωτέρω."

Στη βάση των λόγων έφεσης, οι οποίοι καλύπτουν όλες τις σημαντικές πτυχές της απόφασης, διαπιστώνουμε ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Κατ’ αρχή, ήταν αναιτιολόγητη η από κοινού εξέταση των δημοσιευμάτων. Το πρώτο δημοσίευμα αναφέρετο σε καταγγελίες βουλευτή για διαρροές των θεμάτων εξετάσεων της Αστυνομίας και στο διορισμό ποινικών ανακριτών για διερεύνησή τους. Το δεύτερο, ένα μήνα σχεδόν μετά από το πρώτο, αναφέρετο σε διαμαρτυρίες για ευνοιοκρατικές προαγωγές στην Αστυνομία βάσει κομματικών κριτηρίων που είχαν γίνει την προηγούμενη μέρα. Δεν υπήρχε το αναγκαίο υπόβαθρο για ενιαία εξέταση των δημοσιευμάτων.  Το ερώτημα θα έπρεπε να ήταν λοιπόν όχι αν τα δημοσιεύματα, εξεταζόμενα από κοινού, συνιστούσαν δυσφήμιση του Εφεσίβλητου, αλλά αν το κάθε ένα δημοσίευμα χωριστά ήταν δυσφημιστικό για τον Εφεσίβλητο.

Έπειτα, ήταν λάθος για το Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία ως προς το πώς ο Εφεσίβλητος και οι μάρτυρες του εξέλαβαν τα δημοσιεύματα να αναφέρονται και να είναι δυσφημιστικά για τον Εφεσίβλητο. Όπως το ίδιο το Δικαστήριο ορθά υπέδειξε στην απόφαση, οι απόψεις αυτές ήσαν εντελώς άσχετες εφ’ όσον επρόκειτο για δυσφήμιση που κατ΄ισχυρισμό προέκυπτε όχι μέσω innuendo αλλά στη βάση της φυσικής έννοιας αυτών τούτων των δημοσιευμάτων. Όχι μόνο λοιπόν σπαταλήθηκε χρόνος άσκοπα αλλά και ενδεχομένως να δημιουργήθησαν εντυπώσεις ως εκ της εκτροπής της ακρόασης από την ορθή πορεία της.

[*690]

Αυτό μας οδηγεί στην ουσία του πράγματος. Δεν ήταν δυνατό να κριθεί δυσφημιστικό το κάθε δημοσίευμα στη βάση της φυσικής έννοιας του. Ας σημειωθεί κατ’ αρχή ότι οι κατ’ ισχυρισμό δυσφημίσεις αναφέροντο σε μέρος μόνο των δημοσιευμάτων. Το κάθε δημοσίευμα όμως πρέπει να κρίνεται στο σύνολο του για να αποφασισθεί κατά πόσο οι αναφορές για τις οποίες διατυπώνεται παράπονο είναι δυσφημιστικές. Και παράλληλα να είναι πάντοτε υπ’ όψη ότι η κατ’ ισχυρισμό δυσφήμιση πρέπει να προκύπτει από τη φυσική έννοια του ιδίου του δημοσιεύματος.  Για τι δημοσιεύματα όμως επρόκειτο;

Το πρώτο δημοσίευμα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ανακοίνωση ενός γεγονότος: ότι το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε δύο ποινικούς ανακριτές για να εξετάσουν τις καταγγελίες κατονομαζόμενου βουλευτή αναφορικά με διαρροή θεμάτων εξετάσεων της Αστυνομίας. Στο υπόλοιπο μάλιστα δημοσίευμα, το οποίο δεν αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης ή από το Δικαστήριο, εδίδοντο πληροφορίες ως προς το ποιοι ήσαν οι εν λόγω ανακριτές, τι ενέργειες είχε κάνει ο εν λόγω βουλευτής για να θέσει τα στοιχεία που είχε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα, και ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και ο Αρχηγός της Αστυνομίας είχαν διαψεύσει τα περί διαρροής. Το ίδιο το κείμενο του δημοσιεύματος δεν περιείχε ίχνος δυσφήμισης για οποιονδήποτε. Η δημοσιευθείσα με το κείμενο φωτογραφία στην οποία εμφανίζεται ο Εφεσίβλητος εστερείτο υποβάθρου για θεμελίωση δυσφήμισης. Η φωτογραφία δεν συνδέετο λογικά με τις καταγγελθείσες διαρροές για να ακολουθήσει συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα εννοούσε, στη φυσική έννοια του, ότι ο Εφεσίβλητος είχε ωφεληθεί των διαρροών, αν αυτές όντως υπήρξαν.  Η ίδια δε η φωτογραφία, στη φυσική έννοια της, αναιρούσε τέτοιο συσχετισμό. Στη φωτογραφία φαίνονται έξι άλλα άτομα, εκτός από τον Εφεσίβλητο, να παρακάθονται προφανώς σε εξετάσεις της Αστυνομίας. Δεν μπορεί να είναι η φυσική έννοια της φωτογραφίας ότι, άνευ ετέρου, όλα τα πρόσωπα που φαίνονται σε αυτή είχαν ωφεληθεί από διαρροή των θεμάτων, που βεβαίως θα έπρεπε να ήταν αν η φυσική έννοια της φωτογραφίας ήταν ότι ο Εφεσίβλητος είχε έτσι ωφεληθεί, δοθέντος ότι τίποτα δεν απομόνωνε τον Εφεσίβλητο από τους άλλους. Ακόμα λοιπόν και η απουσία σχολίου στη φωτογραφία, στην οποία βασίσθηκε το Δικαστήριο, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια κατάληξη, αφού το ερώτημα παρέμενε ως προς το ποία ήταν η φυσική έννοια της ίδιας της φωτογραφίας στο πλαίσιο του κειμένου. Πολύ πιο φυσική ήταν η έννοια ότι επρόκειτο για μια τυχαία άποψη των αστυνομικών εξετάσεων [*691]που σχετίζετο με το κείμενο μόνο κατά το ότι αφορούσε τις εξετάσεις ως το θέμα του κειμένου χωρίς ιδιαίτερο νόημα - ασφαλώς και χωρίς δημοσιογραφική διάκριση, αλλά εν πάση περιπτώσει όχι δυσφημιστική.

Το δεύτερο δημοσίευμα ήταν, όπως είπαμε, διαφορετικό.  Αναφέρετο σε παράπονα προς την εφημερίδα από αστυνομικούς που ισχυρίζοντο ότι είχαν αδικηθεί από τις προαγωγές που είχαν ανακοινωθεί την προηγούμενη μέρα λόγω του ότι δεν ανήκαν στα κυβερνώντα κόμματα. Η δημοσίευση της φωτογραφίας συνιστούσε κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο δυσφήμιση διότι εννοείτο, πάντοτε κατά φυσική έννοια, ότι ο Εφεσίβλητος είχε προαχθεί αναξιοκρατικά διότι ανήκε στα κυβερνώντα κόμματα.  Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να προκύπτει για δύο λόγους.  Πρώτο, το ίδιο θα έπρεπε να ίσχυε, αν ήταν έτσι, για όλα τα πρόσωπα που εμφανίζοντο στη φωτογραφία (που αυτή τη φορά ήσαν 10 αφού η φωτογραφία ήταν ευρύτερο πλάνο της προηγούμενης), που ασφαλώς δεν μπορούσε να ήταν η φυσική έννοια μιας φωτογραφίας η οποία απεικόνιζε μια μερίδα των εξεταζόμενων. Δεύτερο, το ίδιο το υπόλοιπο κείμενο, στο οποίο και πάλι δεν έγινε αναφορά στην έκθεση απαίτησης ή από το Δικαστήριο, περιέχεται πλήρης κατάλογος των προαχθέντων στους οποίους δεν περιλαμβάνεται ο Εφεσίβλητος. Οτιδήποτε άλλο περιττεύει να λεχθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Η αγωγή απορρίπτεται. Ο Εφεσίβλητος θα καταβάλει τα έξοδα των Εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο