(2005) 1 ΑΑΔ 704
[*704]26 Μαΐου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
INVESTYLIA LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
LIVADHIOTIS BROS INVESTMENTS LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11802)
Χρηματιστήριο ― Αγωγή για επιστροφή χρημάτων που κατέβαλε αγοραστής για αγορά μετοχών σε δημόσια εταιρεία της οποίας η αίτηση για εισαγωγή των τίτλων των μετοχών της στο Χρηματιστήριο δεν έγινε αποδεκτή ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τον χρόνο δημιουργίας του αγώγιμου δικαιώματος ― Άρθρο 58(Α) 3(β) και Άρθρο 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 42(Ι)/2000 ― Συνταγματικότητα του Άρθρου 58(Α) 3(β) του Ν. 42(Ι)/2000 ― Κατά πόσο το εν λόγω Άρθρο αντίκειται προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αγόρασαν μετοχές από τους εφεσείοντες-εναγόμενους, όταν οι τελευταίοι μετατράπηκαν σε δημόσια εταιρεία συνολικής αξίας £12.020, ποσό το οποίο και κατέβαλαν ως ακολούθως: £1.200 πριν από την ισχύ του Ν.42(Ι)/2000 και £10.820 μετά την έναρξη της ισχύος του. Οι μετοχές αγοράσθηκαν με προοπτική να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο, αλλά αυτό δεν έγινε, και επομένως δεν ετύγχαναν διαπραγμάτευσης. Το ποσό αυτό οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν από τους εφεσείοντες στη βάση των προνοιών του Άρθρου 58(Α) 3(β) και του Άρθρου 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 42(Ι)/2000. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εκδίκασε την αγωγή και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτησή τους.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους δύο λόγους έφεσης:
α) Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αγώγιμο δικαίωμα στη βάση των άρθρων [*705]που επικαλούνται γιατί θα έπρεπε να είχαν ζητήσει γραπτώς την επιστροφή των χρημάτων τους πριν από την κατάργηση του Άρθρου 58(Α) 3(β) του Ν. 42(Ι)/2000 από το Ν. 9(Ι)/2001, ενώ η σχετική επιστολή για επιστροφή των χρημάτων τους είχε αποσταλεί στις 12.5.2001 όταν πλέον δεν ήταν σε ισχύ το Άρθρο 58(Α) 3(β) του Ν. 42(Ι)/2000.
β) Οι διατάξεις του επίμαχου άρθρου είναι αντισυνταγματικές, γιατί προσκρούουν στο Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Άρθρο 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000 ισχύει στις περιπτώσεις όπου η αντιπαροχή για την αγορά των τίτλων καταβλήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου, δηλαδή 7.4.2000, ενώ το Άρθρο 58Α 3(β) εφαρμόζεται για του ίδιου είδους δοσοληψίες που γίνονται από την ισχύ του Νόμου. Στην παρούσα περίπτωση το ποσό των £1.200 είχε δοθεί πριν από την ισχύ του Νόμου, ενώ το υπόλοιπο των £10.820 μετά την έναρξη της ισχύος του.
2. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το αγώγιμο δικαίωμα δημιουργείται μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης. Και τούτο ασχέτως από την ημερομηνία που αποστέλλεται η επιστολή με την οποία ζητείται η επιστροφή των χρημάτων. Ορθή είναι επίσης και η υπόδειξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Ν. 9(Ι)/2001 διατήρησε με το Άρθρο 58Γ αυτού τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν με τις σχετικές διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, Ν. 4/2000.
3. Το επίμαχο Άρθρο 58(Α) 3(β) είναι στην ουσία πανομοιότυπο με τις πρόνοιες του Άρθρου 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000. Οι τελευταίες κρίθηκαν συνταγματικές στην Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683. Το ίδιο ισχύει και για τις πρόνοιες του Άρθρου 58(Α) 3(β).
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χριστοδουλίδη κ.ά. ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Προσφυγή 603/2001, ημερ. 31.5.2002,
Μακρίδης ν. Cyber Group Ltd (2005) 2 Α.Α.Δ. 57,
[*706]
Harvest Capital Management Ltd ν. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 30/7/03 (Αρ.�Αγωγής 2780/01) με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή των χρημάτων τα οποία διεκδίκησαν οι ενάγοντες από την εναγόμενη εταιρεία ύψους £12.020 στη βάση των προνοιών του Άρθρου 58(Α) 3(β) και του Άρθρου 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 42(Ι)/2000 για μετοχές της εναγόμενης εταιρείας οι οποίες παρά την υποβολή αίτησης δεν είχαν εισαχθεί στο Χ.Α.Κ. και συνεπώς δεν έτυχαν διαπραγμάτευσης.
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Κουκούνης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες διεκδίκησαν από τους εφεσείοντες-εναγόμενους ποσό £12.020, στη βάση των προνοιών του άρθρου 58(Α) 3(β) και του άρθρου 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 42(Ι)/2000. Η αγωγή εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Η δικαστής αποφάσισε υπέρ των εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση τους.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ήσαν ουσιαστικά παραδεκτά. Το Γενάρη του 2000 οι εφεσείοντες μετατράπηκαν σε δημόσια εταιρεία και το Μάρτη του ίδιου χρόνου απηύθυναν δημόσια πρόσκληση για αγορά από το κοινό τίτλων ή μετοχών της. Όταν οι εφεσείοντες έγιναν δημόσια εταιρεία, οι εφεσίβλητοι, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, υπέβαλαν αίτηση σ’ αυτούς για να αγοράσουν μετοχές συνολικής αξίας £12.020. Η αίτηση έγινε αποδεκτή από τους εφεσείοντες. Οι εφεσίβλητοι πλήρωσαν στους εφεσείοντες, τον Ιανουάριο του 2000, £1.200 και σε λίγους μήνες αργότερα, Μάιο του 2000, το υπόλοιπο £10.820. Τον Ιούνιο του 2000 οι εφεσείοντες μεταβίβασαν στους εφεσίβλητους τις πιο πάνω μετοχές και τους παρέδωσαν και τα σχετικά πιστοποιητικά. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν, τον Ιούνιο του 2000, αίτηση για εισαγωγή των τίτ[*707]λων τους στο ΧΑΚ, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή. Μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης οι μετοχές των εφεσειόντων δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ, και επομένως δεν τύγχαναν διαπραγμάτευσης. Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους στους εφεσείοντες, ημερ. 12.5.2002, ζήτησαν την επιστροφή των χρημάτων που είχαν καταβάλει, συνολικά £12.020 πλέον τόκους. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν και αμφισβητούν την αξίωση των εφεσιβλήτων.
Όπως είπαμε πιο πριν, η απαίτηση των εφεσιβλήτων, όπως δικογραφείται, στηρίζεται αποκλειστικά στις πρόνοιες του άρθρου 58(Α), 3(β), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Νόμου 42(Ι)/2000, και στο άρθρο 3(3) του ίδιου τροποποιητικού νόμου. Το επίμαχο άρθρο, 58(Α) 3(β) έχει ως ακολούθως:
«Ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο για την αγορά μετοχών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω ή άλλως πως δύναται μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή ανταλλάγματος εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο. Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να το επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο και να επιστρέψει τους σχετικούς τίτλους εφόσον έχουν εκδοθεί και δοθεί στους ενδιαφερόμενους αγοραστές:
Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), το συμβούλιο δύναται να αποκλείσει εκδότη ή εταιρεία που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την εισαγωγή των τίτλων του στο Χρηματιστήριο.»
Το άρθρο 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000 ισχύει στις περιπτώσεις όπου η αντιπαροχή για την αγορά των τίτλων καταβλήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου, δηλαδή 7.4.2000, ενώ το άρθρο 58Α 3(β) εφαρμόζεται για του ίδιου είδους δοσοληψίες που γίνονται από την ισχύ του Νόμου. Στην περίπτωση που εξετάζουμε το [*708]ποσό των £1.200 είχε δοθεί πριν από την ισχύ του Νόμου, ενώ το υπόλοιπο των £10.820 μετά την έναρξη της ισχύος του.
Στο πρωτόδικο Δικαστήριο προβλήθηκε ο ισχυρισμός εκ μέρους των εφεσειόντων πως, όταν οι εφεσίβλητοι απέστειλαν στους εφεσείοντες τη σχετική επιστολή, 12.5.2001, με την οποία ζητούσαν την επιστροφή των χρημάτων τους, το άρθρο 58(Α) 3(β) του Ν. 42(Ι)/2000 δεν ήταν σε ισχύ, γιατί είχε ήδη καταργηθεί από το Ν. 9(Ι)/2001. Επομένως, εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αγώγιμο δικαίωμα.
Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων, που εισηγήθηκε πως το αγώγιμο δικαίωμα τους δημιουργήθηκε τρεις μήνες μετά την υποβολή της αίτησης από τους εφεσείοντες για την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, συγκεκριμένα στις 14.6.2000.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν επίσης πως οι πρόνοιες του επίμαχου άρθρου 58(Α) 3(β) είναι αντισυνταγματικές, γιατί αντιβαίνουν τα άρθρα 12, 21, 23, 25(1) και 26(1) του Συντάγματος.
Κατά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης ο δικηγόρος των εφεσειόντων, ενεργώντας με επιμέλεια, περιόρισε τους λόγους έφεσης σε δύο σημεία
(α) ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αγώγιμο δικαίωμα, στη βάση των άρθρων που επικαλούνται, γιατί οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν ζητήσει γραπτώς την επιστροφή των χρημάτων τους πριν από την κατάργηση της εν λόγω πρόνοιας, η οποία πράγματι καταργήθηκε με το άρθρο 4 του Νόμου 9(Ι)/2001 και
(β) ότι οι διατάξεις του επίμαχου άρθρου είναι αντισυνταγματικές, γιατί προσκρούουν στο άρθρο 23 του Συντάγματος.
Η εισήγηση δηλαδή για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου περιορίστηκε με αναφορά μόνο στο πιο πάνω άρθρο του Συντάγματος.
Ως προς την εισήγηση (α) πιο πάνω, η πρωτόδικος δικαστής, αφού αναφέρθηκε και άντλησε ορθή καθοδήγηση από την απόφαση του δικαστή Κωνσταντινίδη στην Προσφυγή 603/2001, Δημήτρη Ι. Χριστοδουλίδη κ.ά. ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, ημερ. 31.5.2002, έκρινε πως το αγώγιμο δικαίωμα δημιουργείται [*709]μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης. Και τούτο ασχέτως από την ημερομηνία που αποστέλλεται η επιστολή, με την οποία ζητείται η επιστροφή των χρημάτων. Υπέδειξε επίσης πολύ ορθά, πως ο Ν. 9(Ι)/2001 με ρητή διάταξή του (άρθρο 58Γ), διατήρησε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν με τις σχετικές διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου αξιών Κύπρου Νόμου, Ν. 4/2000. Συνεπώς, απέρριψε την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων.
Η κρίση της δικαστού είναι κατά τη γνώμη μας ορθή. Το ζήτημα όντως πραγματεύεται με λεπτομέρεια ο δικαστής Κωνσταντινίδης στην πιο πάνω προσφυγή. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση.
«Ο Νόμος θέσπισε κατ’ αρχάς το άρθρο 58Α με περιεχόμενο τους όρους, μεταξύ άλλων, της είσπραξης χρηματικών ποσών με αντικείμενο την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής τίτλων στο ΧΑΚ. Αυτά τα ποσά, σύμφωνα με το άρθρο 58Α(3)(β), είναι δυνατό να διεκδικηθούν από τον ενδιαφερόμενο αγοραστή που τα κατέβαλε μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ ή νωρίτερα, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης. Αυτό, εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή, ενώ του δόθηκαν, αυτοί δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο για οποιοδήποτε λόγο. Οπότε ο εκδότης των τίτλων, η εταιρεία ή το πρόσωπο που τα εισέπραξε, οφείλει να τα επιστρέψει, με τόκο, εντός δέκα ημερών.
Το άρθρο 3 του νόμου ρυθμίζει όμοιας φύσης ζητήματα αλλά σε σχέση με ποσά που είχαν ήδη εισπραχθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Επιβάλλει την ίδια υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, ίσως επειδή δεν ήταν γνωστή η υποχρέωση επιστροφής κατά την είσπραξή τους, παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία παροχής λογικής παράτασης, νοουμένου ότι συντρέχουν όσα ρητά προσδιορίζονται στη σχετική επιφύλαξη.»
Ως προς το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας, το οποίο όπως αναφέραμε πιο πάνω, ο δικηγόρος των εφεσειόντων το περιόρισε με αναφορά στο άρθρο 23 του Συντάγματος μόνο. Η εισήγηση αυτή προωθήθηκε στη βάση της απόφασης του εφετείου μας στην Μακρίδης ν. Cyber Group Ltd (2005) 2 Α.Α.Δ. 57.
[*710]
Δεν συμφωνούμε με τη θέση που υιοθετεί ο δικηγόρος των εφεσειόντων. Η πιο πάνω απόφαση αφορούσε ποινική υπόθεση και σ’ αυτή εξετάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε επενδυτές Νόμου Ν. 168(Ι)/2000. Ο πιο πάνω νόμος ποινικοποιούσε συγκεκριμένη παράλειψη προσώπου, η οποία ανέκυπτε από τη λειτουργία ιδιωτικής σύμβασης, στη σφαίρα δηλαδή του αστικού δικαίου.
Το θέμα που μας απασχόλησε στην παρούσα έφεση καλύπτεται πλήρως από την απόφαση του εφετείου στην Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683, όπου συζητήθηκαν σε έκταση οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) του Ν.42(Ι)/2000, που στην ουσία είναι πανομοιότυπες με το επίμαχο άρθρο 58(Α) 3(β). Το Δικαστήριο έκρινε στην πιο πάνω υπόθεση ότι οι πρόνοιες του σχετικού άρθρου είναι συνταγματικές. Το ίδιο, φρονούμε πως ισχύει και για τις πρόνοιες του άρθρου 58(Α) 3(β). Να παραθέσουμε πιο κάτω ορισμένα κρίσιμα αποσπάσματα από την πιο πάνω απόφαση.
«Κρίνουμε πως και στην παρούσα περίπτωση, το τι έχει γίνει με την επίδικη νομοθεσία είναι η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ συμβαλλομένων αποκλείοντας έτσι εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 23 (του Συντάγματος). Έστω και αν εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να λεχθεί, αν είχε εφαρμογή το άρθρο αυτό, ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) τέθηκαν για προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, όπως επιτρέπεται από την παράγραφο 3 του πιο πάνω άρθρου του συντάγματος».
Και παρακάτω:
«Εν πάση περιπτώσει, όπως έχει λεχθεί και στην Chimonides (πιο πάνω), είναι επιτρεπτές νομοθετικές πρόνοιες και ρυθμίσεις που σκοπό έχουν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και την προστασία του κοινού και των πολιτών. Το ίδιο το άρθρο προνοεί για την πρόληψη εκμετάλλευσης από πρόσωπα που διαθέτουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύ, κάτι που κατά την άποψη μας θα είχε απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση μας, όπου και ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας στην ενώπιον μας προφορική αγόρευση του αναφέρθηκε εκτενώς στα προβλήματα και τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν με την εισδοχή εταιρειών στο ΧΑΚ κατά την ουσιώδη περίοδο. Εν πάση όμως περιπτώσει, στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ [*711]Home Building and Loan Association v. John H. Blaisdell [1933] 290 U.S. 398 στη σελίδα 434 λέχθηκε, σε μετάφραση: «η Πολιτεία επίσης εξακολουθεί να έχει εξουσία να διασφαλίζει τα ζωτικά συμφέροντα του λαού της. Δεν έχει σημασία αν νομοθεσία κατάλληλη που εξυπηρετεί το σκοπό αυτό έχει το αποτέλεσμα τροποποίησης ή κατάργησης συμβάσεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ, Stephenson v. Binford, 287 U.S. 251, 276».
Ενόψει των όσων συζητούμε πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο