Νεάρχου Παναγιώτης και Άλλος ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. (2005) 1 ΑΑΔ 818

(2005) 1 ΑΑΔ 818

[*818]17 Ιουνίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΙΝΟΥ,

Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,

v.

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Eναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11694)

――――――――――――――

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση από υπάλληλο της ενάγουσας τράπεζας ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής του γνώσης ― Κρίθηκε ικανοποιητική.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι παρέλειψαν να εκπληρώσουν συμβατικές τους υποχρεώσεις προς τους εφεσίβλητους-ενάγοντες για καταβολή οφειλόμενων υπολοίπων δυνάμει Συμβάσεων Δανείου και Εγγύησης ανερχομένων συνολικά στο ποσό των £258.408,46, και οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον τους.  Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση υπαλλήλου της ενάγουσας τράπεζας, υπεύθυνου του Τμήματος Χορηγήσεων του Υποκαταστήματος 540 και όλες οι σχετικές συμβάσεις (που είχαν επισυναφθεί ως τεκμήρια), φέρουν την υπογραφή του. Ο εν λόγω υπάλληλος διευκρινίζει στην ένορκη του δήλωση ότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης και από το 1999 και μετά ήταν υπεύθυνος του Τμήματος Καθυστερήσεων του εν λόγω καταστήματος.

Από πλευράς των εφεσειόντων-εναγομένων η σχετική ένσταση [*819]υποστηρίζεται από τις ένορκες δηλώσεις του εναγομένου 1 που γίνεται και εκ μέρους του εναγομένου 2, εγγυητή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ικανοποιούσαν τα κριτήρια για έκδοση συνοπτικής απόφασης και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων ως η έκθεση απαίτησης.  Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού παρέθεσε συνοπτικά τη νομική πτυχή που διέπει αιτήσεις όπως η παρούσα απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κ.κ. 1-5, όπως αυτά εξετάστηκαν τόσο στην αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου.

2.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει τον ενόρκως δηλούντα για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες ως κατάλληλο πρόσωπο να προβεί στις σχετικές ένορκες δηλώσεις συνάδει με τα όσα έχουν αποφασιστεί στις υποθέσεις Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, Ευάγγελου Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1051 και Γεωργίου Γεώργιος Αγαθαγγέλου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 274.

3.  Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την The Chain Gulf Traders Ltd κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1168 την οποία επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι.

4.  Τα γεγονότα που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι δεν ήταν τέτοια που να δείχνουν ότι είχαν καλή υπεράσπιση.  Πουθενά δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι έχουν εξοφληθεί τα οφειλόμενα ποσά ή ότι πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό έναντι αυτών.  Απλώς προβάλλεται ισχυρισμός ότι η αγωγή είναι πρόωρη.

5.  Δεν χρειάζεται η αυστηρή τήρηση των προνοιών του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως αυτό είχε προστεθεί με το Ν. 54(Ι)/94, σε διαδικασία για συνοπτική απόφαση, εκτός εάν η αίτηση στηρίζεται αποκλειστικά σε δήλωση εγγράφου που παράγεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή.  Αυτό που χρειάζεται είναι ο ενόρκως δηλών να έχει τέτοια γνώση των γεγονότων που να είναι σε θέση να ορκιστεί πάνω σε αυτά και εδώ ο ομώσας ήταν σε τέ[*820]τοια θέση.

6.  Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων-εναγομένων ότι το έγγραφο με το οποίο η εφεσίβλητη τράπεζα πληροφορεί τον εφεσείοντα 1 για την διαφοροποίηση του επιτοκίου με την εφαρμογή του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, δεν καλύπτεται από την έκθεση απαίτησης, δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Robert v. Plant [1895] 1 Q.B. 597,

Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966)1 Α.Α.Δ. 265,

Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130,

Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333,

Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239,

Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782,

Rck Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074,

Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22,

Λαζάρου κ.ά. ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817,

Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1968,

Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408,

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Χατζηνέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. 204,

Καζαμίας ν. Ρωμαϊκά Κεραμουργεία (1990) 1 Α.Α.Δ. 752,

Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου (2001) 1 [*821]Α.Α.Δ. 1051,

Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 274,

The Chain Gulf Traders Ltd κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1168,

D. & G. Products Ltd v. Premixco Asphalting Co. Ltd (1999) 1 (A) A.A.Δ. 263,

Μαρσέλ ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1858.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 6/5/05 (Αρ. Αγωγής 8479/01) με την οποία αποδέκτηκε σχετική αίτηση της ενάγουσας Τράπεζας ως η έκθεση απαίτησής της για το συνολικό ποσό των £258,408.86 πλέον τόκους ως υπόλοιπο οφειλόμενο προς αυτήν από τους εναγόμενους δυνάμει Συμβάσεων Δανείου.

Π. Κλεοβούλου, για τους Εφεσείοντες-Εναγομένους.

Κ. Κακουλλή, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή 8479/01 με την οποία εκδόθηκε εναντίον τους συνοπτική απόφαση για το συνολικό ποσό των £258,408.86 πλέον τόκους, όπως διευκρινίζεται πιο κάτω.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες στις 10/12/01 καταχώρησαν εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων την προαναφερθείσα αγωγή με την οποία αξίωναν ως ακολούθως:

Εναντίον του εναγομένου 1:

(Α) £107.844,80 ως υπόλοιπο οφειλόμενο δυνάμει Σύμβασης [*822]Δανείου ημερ. 23/4/97.

(Β) Τόκος προς 12% ετησίως επί του πιο πάνω ποσού από 26/9/01 κεφαλαιοποιούμενου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου, εκάστου έτους μέχρι εξοφλήσεως.

(Γ) £52.766,63 υπόλοιπο οφειλόμενο δυνάμει 2ης Σύμβασης Δανείου ημερ. 18/6/98.

(Δ) Τόκους προς 12% ετησίως επί του πιο πάνω ποσού από 26/9/01 κεφαλαιουποιούμενου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι εξοφλήσεως.

Εναντίον των εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά

(Α) £97.797,43 υπόλοιπο οφειλόμενο και πληρωτέο δυνάμει της 1ης Σύμβασης Δανείου και Εγγύησης ημερ. 24/2/98,

(Β) Τόκους προς 12% επί του πιο πάνω ποσού από 26/9/01 κεφαλαιουποιούμενου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρις εξοφλήσεως.

Στις 22/1/02 οι εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και στις 5/2/02 οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία υποστηρίχθηκε από την ένορκη δήλωση του Απόστολου Στυλιανίδη, υπαλλήλου της ενάγουσας τράπεζας.  Σε συμπληρωματική του ένορκη δήλωση διευκρινίζει ότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης αφού από το 1996 – 1999 ήταν υπεύθυνος του Τμήματος Χορηγήσεων του Υποκαταστήματος 540 και όλες οι σχετικές συμβάσεις (που είχαν επισυναφθεί και ως τεκμήρια), φέρουν την υπογραφή του και από το 1999 και μετά ήταν ο υπεύθυνος του Τμήματος Καθυστερήσεων του εν λόγω υποκαταστήματος.

Από πλευράς των εφεσειόντων/εναγομένων η σχετική ένσταση υποστηρίζεται από τις ένορκες δηλώσεις, αρχική και συμπληρωματική, του Παναγιώτη Νικολάου, εναγομένου 1 που γίνεται και εκ μέρους του εναγομένου 2, εγγυητή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποιούσαν τα κριτήρια για έκδοση συνοπτικής απόφασης και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων ως η έκθεση απαίτησης.

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν την παρούσα έφεση στην οποία [*823](όπως και  στο περίγραμμα αγόρευσης τους) διατυπώνουν 8 λόγους έφεσης ως ακολούθως:

«Πρώτος λόγος έφεσης:

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένα ως μαρτυρία απλούς ισχυρισμούς περί χρέους, οι οποίοι παρέμειναν αρχήθεν ως απλοί ισχυρισμοί, αστήρικτοι και συνακόλουθα στερούμενοι αποδεικτικής αξίας και ο Ομώσας δεν ήταν πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υποθέσεως.

Δεύτερος Λόγος Έφεσης:

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένα πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 5 Α του περί Αποδείξεως Νόμου, χωρίς αυτό να πληροί το τυπικό που καθορίζει ο Νόμος.

Τρίτος λόγος Έφεσης:

Το Δικαστήριο εσφαλμένα εδέχθη έγγραφα τα οποία εισήγαγε ο Ομώσας, χωρίς αυτά να είναι δικογραφημένα στην Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων και επίσης χωρίς ο Ομώσας να ήτο ο συντάκτης των.

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

Το Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε υπέρ των Εναγόντων, μετά τον τερματισμό των Συμβάσεων, τόκο προς 12% ετησίως, επί των οφειλομένων ποσών, κεφαλοποιουμένου δύο φορές κάθε χρόνο. Το Δικαστήριο μετά τον τερματισμό όφειλε να επιδικάσει μόνο αποζημιώσεις.

Πέμπτος Λόγος Εφέσεως:

Το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στον προσδιορισμό του ύψους του επιτοκίου δηλαδή στο 12%.

Έκτος Λόγος Έφεσης:

Το Δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη την αιτούμενη αξίωση των Εναγόντων, η οποία αξίωση περιείχε παράνομο ανατοκισμό.

Έβδομος Λόγος Έφεσης:

Εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι οι Εναγόμενοι δεν αποκάλυψαν καλόπιστη υπεράσπιση και δεν τους παραχώρησε άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης.

Όγδοος Λόγος Έφεσης:

Εσφαλμένα το Δικαστήριο στην σελίδα 12 της απόφασης του [*824]αποφαίνεται ότι οι Αιτητές στην διαδικασία της συνοπτικής απόφασης δεν είχαν υποχρέωση να παραθέσουν τη μαρτυρία.»

Προτού εξετάσουμε τους πιο πάνω λόγους, οι οποίοι υποστηρίζονται και από σχετική αιτιολογία, το θεωρούμε ορθό όπως παραθέσουμε συνοπτικά τη νομική πτυχή που διέπει τέτοιες αιτήσεις:

Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Robert v. Plant [1895] 1 Q.B.597, το Αγγλικό Σύγγραμμα The Annual Practice 1970 σελ. 126, Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Τrans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239,  Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Rck Sports v. Persona Advertising Ltd. (1996) 1 A.A.Δ. 1074, Subotic v. Στυλιανίδη  (1998) 1 Α.Α.Δ. 22, Ευάγγελος Λαζάρου και άλλος ν. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817 και πιο πρόσφατα Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment &�Finance Ltd., (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1968 και Sigma Radio T.V. Ltd. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 A.A.Δ. 408).

Τα εν λόγω κριτήρια, όπως εξάγονται τόσο από το λεκτικό της Δ.18 όσο και από τις πιο πάνω αυθεντίες, περιληπτικά είναι τα εξής:-

(α) Το κλητήριο πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο σε Δ.2, Κ.6.

(β)   Ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή.

(γ)   Η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης για συνο[*825]πτική απόφαση πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί  θετικά για τα γεγονότα  της υπόθεσης, και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ’ ότι  πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Banka S.A. πιο πάνω, σελ. 136-138) όπου γίνεται αναφορά και σε αγγλική νομολογία).  Αυτές είναι βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιήσει ο ενάγων-αιτητής προτού το Δικαστήριο ασκήσει την εξουσία αν θα εκδώσει ή όχι συνοπτική απόφαση.

Με το ίδιο θέμα δηλαδή το τι πρέπει να περιέχει μια ένορκη δήλωση για συνοπτική απόφαση, ιδιαίτερα εκεί που ο ενάγων είναι νομικό πρόσωπο, είναι και τα όσα αναφέρονται στη προαναφερθείσα υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ σελ. 790-794 (απόφαση πλειοψηφίας) όπου δίνονται και παραδείγματα (με αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις) πότε μια ένορκη δήλωση κρίθηκε ικανοποιητική και πότε όχι.

Από πλευράς Εναγομένου (εκτός από το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που μπορεί να εγερθεί σε όλες τις περιπτώσεις), και νοουμένου ότι ο ενάγων ικανοποιεί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, θα πρέπει και αυτός να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με τα ακόλουθα:

(α) ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή

(β) ότι αποκαλύπτονται τέτοια γεγονότα που του δίνουν το δικαίωμα να  υπερασπισθεί ή τουλάχιστον η υπεράσπιση να μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή. (Λαζάρου ν. Μακεδόνας, πιο πάνω).

Επίσης ο Εναγόμενος/καθού η αίτηση πρέπει να διευκρινίζει αν η υπεράσπιση του αφορά ολόκληρο ή μέρος της απαίτησης και αν αφορά μέρος, να καθορίζει ποιό μέρος από την απαίτηση του Ενάγοντα αμφισβητεί. (Βλ. γενικά τη Δ.18, Κ.3 και την υπόθεση Hermes Ins. Co Ltd v. Julios Theodorides πιο πάνω, σελ. 338-339 όπου φαίνονται με λεπτομέρεια τα κριτήρια τα οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη του). Από τη στιγμή που ο Ενά[*826]γων/Αιτητής ικανοποιεί τα κριτήρια για να ζητήσει συνοπτική απόφαση τότε (όπως  ήδη αναφέραμε) το βάρος μετατοπίζεται στον Εναγόμενο/καθού η αίτηση να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση και/ή ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί. (Βλ. επίσης Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Ν. Χατζηνέστωρος, (1989) 1 A.A.Δ. 204, Καζαμίας ν. Ρωμαϊκά Κεραμουργεία (1990) 1 Α.Α.Δ., σελ. 752, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.)) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ., σελ. 239).

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Rck Sports v. Persona Advertising Ltd ο Δικαστής Καλλής με αναφορά στο Αγγλικό σύγγραμμα The Annual Practice 1967 διατύπωσε τις αρχές ως εξής:

«Αρχές που διέπουν  την έκδοση  συνοπτικής  απόφασης:

Συνοψίζονται ως πιο κάτω στο Annual  Practice, 1967, σελ. 121:

`H εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης, δυνάμει της Δ.14,  εφαρμόζεται  στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι  απρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπισθεί  απλώς για λόγους καθυστέρησης (Jones v. Stones [1984] A.C. 122). Aποτελεί γενική αρχή ότι οσάκις ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι έχει μια καλόπιστη υπεράσπιση  πρέπει να του δοθεί άδεια να υπερασπισθεί (Saw v. Hakim, 5 T.L.R. 72, Ironclad, etc., Co. v. Gardner, 4 T.L.R. 18, Ward v. Plumbley, 6 T.L.R.  198, Yorkshire Banking Co. v. Beatson, 4 C,P.D. 213, Ray  v. Banker, 4 Ex.D.279).

Πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση εκτός εάν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες  ζήτημα για  εκδίκαση (Godd v. Delap  [1905] 92 L.T. 510, H.L.), και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση (Jones v. Stone [1894] A.C. 122, Thompson v. Marshall, 41 L.T. 720, C.A. Jacobs n. Booth’ s Distillery Co. [1901] 85 L.T. 262 H.L., Lindsay v. Martin, 5 T.L.R. 322).”

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, προχωρούμε να εξετάσουμε την παρούσα έφεση. Κρίνουμε ότι οι 1ος, 6ος, 7ος και 8ος λόγοι είναι συναφείς και θα τους εξετάσουμε μαζί. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόμενο ουσιαστικά στις ίδιες πιο πάνω νομικές αρχές κατά[*827]ληξε (α) ότι ο ενόρκως δηλών για τους ενάγοντες/εφεσίβλητους ήταν αρμόδιος για να προβεί στις σχετικές ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν την αίτηση αφού ήταν πρόσωπο που είχε προσωπική γνώση των γεγονότων και (β) ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποιούσαν όλα τα κριτήρια ούτως ώστε το βάρος μετατοπιζόταν στους εφεσείοντες/εναγόμενους να δώσουν τέτοιες λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι είχαν μια καλόπιστη υπεράσπιση.

Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να θεωρήσει τον ενόρκως δηλούντα για τους εφεσίβλητους ως κατάλληλο πρόσωπο να προβεί στις σχετικές ένορκες δηλώσεις συνάδει με τα όσα έχουν αποφασιστεί στις υποθέσεις Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, Ευάγγελου Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1051 και Γεωργίου Γεώργιος Αγαθαγγέλου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 274.

Η υπόθεση Τhe Chain Gulf Traders Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1168 που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες διαφοροποιείται καθότι εκεί η υπάλληλος που είχε ορκιστεί περιορίστηκε να αναφέρει ότι γνώριζε τα γεγονότα από έγγραφα που κατέχει λόγω της θέσης της χωρίς να εξειδικεύει ή επισυνάπτει αυτά στην ένορκη δήλωση της. Εδώ ο ενόρκως δηλών, εκτός από τη διατύπωση της προσωπικής του γνώσης την οποία δικαιολογεί λόγω της όλης εμπλοκής του στις επίδικες συμβάσεις, επισυνάπτει ως τεκμήρια τα έγγραφα τα οποία επικαλείται στην ένορκη δήλωση του. 

Όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω οι εφεσείοντες είχαν πρωτόδικα την υποχρέωση να δείξουν αν η υπεράσπιση αφορούσε ολόκληρο ή μέρος της απαίτησης και να καθορίσουν τούτο με ακρίβεια. Από τη μαρτυρία που έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, φαίνεται ότι αναφορικά με τον ισχυρισμό τους για παράνομες χρεώσεις (π.χ. έξοδα μελέτης, ανατοκισμούς κ.λ.π.) τα ποσά αυτά ανέρχονται στο συνολικό ποσό των £26.641 σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των £258.408,46 που αξίωναν οι εφεσίβλητοι. Έτσι από αυτής της άποψης και αν ακόμα θα έπρεπε να τους δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης, αυτό θα περιοριζόταν για το ποσό αυτό των £26.641. Όμως τα γεγονότα που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες δεν ήταν τέτοια που να δείχνουν ότι είχαν καλή υπεράσπιση ή εν πάση περιπτώσει «κάτι περισσότερο από σκιώδη αλλά λιγότερο από πιθανή υπεράσπιση» όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Λαζάρου ν. Μακεδόνας πιο πάνω. Έτσι οι 1ος , 6ος, 7ος και 8ος λόγοι απορρίπτονται. Πουθενά δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι έχουν εξοφληθεί [*828]τα οφειλόμενα ποσά ή ότι πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό έναντι αυτών. Απλώς γίνεται ισχυρισμός ότι η αγωγή είναι πρόωρη.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δέχθηκε πιστοποιητικό δυνάμει των προνοιών του άρθρου 5 Α του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τούτο είχε προστεθεί με το Ν. 54(Ι)/94. Εξετάζοντας τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου είμαστε της άποψης ότι αυτές αναφέρονται σε μαρτυρία κατά την κανονική δίκη. Παρέχουν δηλαδή την ευχέρεια όπως αντί προφορικής μαρτυρίας εισαχθεί γραπτή μαρτυρία υπό μορφή δήλωσης σε έγγραφο που παράγεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) (α)-(δ). Για σκοπούς της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση, που όπως ήδη αναφέραμε δεν αποτελεί κανονική δίκη, δεν χρειάζεται η αυστηρή τήρηση των προνοιών του εν λόγω άρθρου εκτός βέβαια αν η αίτηση στηρίζεται αποκλειστικά σε τέτοια δήλωση. Αυτό που χρειάζεται είναι ο ενόρκως δηλών να έχει τέτοια γνώση των γεγονότων που να είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά πάνω σε αυτά και εδώ κρίναμε ότι ο ομώσας ήταν σε τέτοια θέση.  Η αναφορά του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων στην υπόθεση D & G. Products Ltd. v. Premixco Asphalting Co. Ltd. (1999) 1 (A) A.A.Δ. 263, ότι ανατράπηκε η έκδοση συνοπτικής απόφασης διότι δεν υπήρχε συμμόρφωση με το εν λόγω άρθρο είναι εσφαλμένη, καθότι εκεί επρόκειτο περί κανονικής δίκης. Το ίδιο ίσχυε και στην υπόθεση Μπούλος Μαρσέλ ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1858. Επρόκειτο δηλαδή για κανονική δίκη και όχι για αίτηση για συνοπτική απόφαση. Απορρίπτεται λοιπόν και αυτός ο λόγος.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε έγγραφα τα οποία το πρόσωπο που ορκίστηκε για τους αιτητές εισήγαγε με την ένορκη δήλωση του χωρίς αυτά να είναι δικογραφημένα στην έκθεση απαίτησης και χωρίς αυτός να ήταν ο συντάκτης τους. Γίνεται αναφορά ότι τέτοιο έγγραφο είναι το τεκμήριο ΓΓ ημερ. 6/3/01 στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Απόστολου Στυλιανίδη. Είναι έγγραφο με το οποίο η εφεσίβλητη τράπεζα πληροφορεί τον εφεσείοντα Παναγιώτη Νεάρχου ότι με την εφαρμογή του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου τα υφιστάμενα δάνεια και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις που έχει με την τράπεζα θα χρεωθούν αναδρομικά από 1/1/2001 (α) με βασικό επιτόκιο προς 7% το χρόνο (β) με πρόσθετο επιτόκιο προς 3% το χρόνο δηλαδή σύνολο επιτοκίου 10% το χρόνο επί των ημερησίων χρεωστικών υπολοίπων λογιζόμενο κατά την κρίση της τράπεζας και καταλογιζόμενο σ’ [*829]αυτόν ή καταβαλλόμενο από αυτόν την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου εκτός αν του γνωστοποιηθεί διαφορετικά από την τράπεζα.

Ο ισχυρισμός ότι το έγγραφο ΓΓ δεν καλύπτεται από την έκθεση απαίτησης, δεν ευσταθεί. Το έγγραφο αφορά απλώς γνωστοποίηση στον εναγόμενο 1 περί διαφοροποίησης του επιτοκίου, δικαίωμα το οποίο είχαν οι εφεσίβλητοι με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία και για το οποίο δικαίωμα αναφέρονται ρητά στις παραγράφους 8, 11, 13 και 14 της έκθεσης απαίτησης. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι το έγγραφο δεν φέρει την υπογραφή του ενόρκως δηλούντα, θεωρούμε ότι από τη στιγμή που υπάρχει σ’ αυτό η υπογραφή του εφεσείοντος 1 Παναγιώτη Νεάρχου ότι αποδέχονται «τα πιο πάνω» δηλαδή τα αναφερόμενα στην εν λόγω επιστολή, το έγγραφο είναι αποδεκτό.

Με τους 4ο και 5ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η επιδίκαση από το Δικαστήριο τόκων προς 12% ετησίως κεφαλαιουμένου 2 φορές το χρόνο δηλαδή την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου ενώ σύμφωνα με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων έπρεπε να ήταν απλώς νόμιμος τόκος δηλαδή 8% από της καταχώρησης της αγωγής.  Εξετάσαμε το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου και κρίνουμε ότι η απόφαση του υποστηρίζεται από τις μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες, όπως ρητά αναφέρεται και στην έκθεση απαίτησης.

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο