Συκοπετρίτης Ευρυπίδης Λτδ ν. Λάμπρου Αθηνάκη (2005) 1 ΑΑΔ 844

(2005) 1 ΑΑΔ 844

[*844]21 Ιουνίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ΛΑΜΠΡΟΥ ΑΘΗΝΑΚΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11657)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Εργασιακές σχέσεις ― Κριτήρια και προϋποθέσεις που απαιτούνται για θεμελίωση της σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου ― Κλασσικό κριτήριο για διαφοροποίηση ενός εργοδοτουμένου από τον ανεξάρτητο εργολάβο είναι το κριτήριο του ελέγχου, δηλαδή το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει τη μέθοδο εργασίας.

Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Απώλεια εισοδημάτων ― Στον καθορισμό των ειδικών αποζημιώσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το καθαρό εισόδημα του ενάγοντος μετά από αφαίρεση από το κερδαινόμενο εισόδημά του των φορολογικών του υποχρεώσεων ― Ο ενάγων έχει καθήκον να αποδείξει την πραγματική του απώλεια ― Το Δικαστήριο υποχρεούται να προβεί το ίδιο σε υπολογισμό των φορολογικών υποχρεώσεων του ενάγοντος, καθοδηγούμενο από τις πρόνοιες των σχετικών νόμων και με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.

Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Ανάγκη για εξειδίκευση και αυστηρή απόδειξη.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Ενάγων ηλικίας 62 ετών είχε υποστεί συντριπτικό κάταγμα μεσότητας δεξιάς κλείδας και αιμάτωμα, διάστρεμμα αριστερού ώμου ― Είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε πλάκα και βίδες και οστικό μόσχευμα από τη λεκάνη ― Το κάταγμα της κλείδας επουλώθηκε μετά πάροδο 4 μηνών περίπου όμως λόγω των έντονων ενοχλημάτων, της αδυναμίας και του πόνου κατά τις κινήσεις του αριστερού ώμου υπεβλήθη σε αποσυμπίεση η οποία έγινε κάτω από γενική νάρκωση ― Μόνιμα κατάλοιπα: Ενοχλήματα και πόνος περιοδι[*845]κά στην περιοχή τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού ώμου ο οποίος θα επιτείνεται μετά από κινήσεις και χειρωνακτική εργασία και πιθανότητα ανάπτυξης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £15.000 ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Μείωση εισοδηματικής ικανότητας ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Υπολογίσθηκε κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων λόγω απουσίας δυνατότητας εφαρμογής της μεθόδου του πολλαπλασιαστή.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων.

Αποζημιώσεις ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων.

Στις 30.3.1999, ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε κατά την εκφόρτωση κιβωτίων από container. Ήταν 62 ετών, ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο χρησιμοποιούσε για μεταφορές εμπορευμάτων, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις φορτοεκφορτώσεις. Εργοδοτείτο από τους εφεσείοντες σε διάφορα χρονικά διαστήματα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων και επομένως η ευθύνη των εφεσειόντων έπρεπε να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν την σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος. Αμφισβητείται επίσης η ορθότητα της απόφασης σε σχέση με:

1) Το ποσό των £12.125,00 που έχει επιδικασθεί στον εφεσίβλητο υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

2) Την παράλειψη υπολογισμού του καθαρού εισοδήματος του εφεσίβλητου.

     Με αντέφεση ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι το ποσό των £15.000,00 το οποίο έχει επιδικασθεί υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, και το ποσό των £5.000,00 ως αποζημιώσεις για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας, είναι χαμηλά και δικαιολογούν επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για αύξησή τους.

Αποφασίστηκε ότι:

[*846]

Α. Έφεση

1.  Οι εφεσείοντες δεν έχουν προτείνει οτιδήποτε που να αποδυναμώνει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το εύρημα ότι υπήρχε σχέση εργοδότησης μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητου.  Οι εφεσείοντες είχαν τον έλεγχο της μεθόδου εργασίας, καθόριζαν το ωράριο, παρείχαν τα αναγκαία εργαλεία, κατέβαλλαν αμοιβή και είχαν δικαίωμα να διακόψουν την εργοδότηση.

2.  Σε σχέση με το ζήτημα των εισοδημάτων, υπήρχε μαρτυρία που δικαιολογούσε το εύρημα.  Η κατάληξη όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του εφεσίβλητου ανερχόταν στο ποσό των £1.150,00 δεν ικανοποιούσε την αρχή της νομολογίας ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εκτίθενται με ακρίβεια στο δικόγραφο και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία.  Ο εφεσίβλητος έκαμε γενικές αναφορές στα εισοδήματά του τόσο στην έκθεση απαίτησης όσο και στη μαρτυρία του.  Δεν διευκρίνησε, ούτε κατά προσέγγιση, παρόλο που ρωτήθηκε επανειλημμένα κατά την αντεξέταση, τι ποσά κατέβαλλε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, για φόρο εισοδήματος και κοινωνικές ασφαλίσεις.

Από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη, κατά τον υπολογισμό της εισοδηματικής απώλειας του εφεσίβλητου, οι φορολογικές του υποχρεώσεις, ως και οι άλλες υποχρεώσεις του, σε αντίθεση με τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980.

Το ποσό των £100,00 το μήνα είναι αρκετό για να καλύψει τις εν λόγω υποχρεώσεις του.  Με την αφαίρεσή του, το καθαρό εισόδημα καθορίζεται στις £1.050,00 το μήνα και η απώλεια απολαβών από £12.650,00 σε £11.550,00.

Ακολουθώντας την ίδια μέθοδο που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το ποσό των ειδικών ζημιών μειώνεται από £12.125,00 σε £11.025,00.

Β. Αντέφεση.

1.  Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων βρίσκεται εντός των πλαισίων της εύλογης αποζημίωσης.  Η υπόθεση Ομήρου ν. Παναγίδου την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου είναι πολύ πιο σοβαρή από την παρούσα.

[*847]

2.  Δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή για προσδιορισμό των αποζημιώσεων για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσίβλητου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά λοιπόν υπολόγισε την απώλεια απολαβών κατ’ εφαρμογή της μεθόδου επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων.  Από το ύψος, μάλιστα, του επιδικασθέντος ποσού, συνάγεται ότι ορθά θεώρησε ότι , επειδή ο εφεσίβλητος σε μερικούς μήνες θα συνταξιοδοτείτο, αυτό δε σήμαινε αυτόματα και το τέλος της δυνατότητάς του για εργασία.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Η αντέφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Christofides v. Redundant Employees Fund (1978) 1 C.L.R. 208,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. ν. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 298,

Ηρακλέους ν. Πέτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,

Ηρακλέους ν. Ταχύπλοου Σκάφους «Νίκη» κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 510,

Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980,

Ομήρου ν. Παναγίδου (2002) 1 Α.Α.Δ. 986,

Cristodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R. 130,

Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Poullou v. Constantinou (1973) 1 C.L.R. 177,

Telemachou v. Papakyriakou (1986) 1 C.L.R. 705.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχια[*848]κού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 21/2/03 (Αρ.�Αγωγής 1579/00) με την οποία επιδίκασε υπέρ του ενάγοντα και εναντίον τους διάφορα ποσά γενικών και ειδικών αποζημιώσεων σαν αποτέλεσμα του τραυματισμού του ενάγοντα σε εργατικό ατύχημα κατά το χρόνο της εργοδότησής του από τους εναγόμενους και αντέφεση με την οποία ο ενάγων υποστηρίζει ότι το ποσό των £15.000,00, το οποίο έχει επιδικασθεί υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, και το ποσό των £5.000,00, ως αποζημιώσεις για μείωση της εισοδηματικής ικανότητάς του, είναι χαμηλά και δικαιολογούν επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για αύξησή τους.

Ε. Τσολάκη με Δ. Νικολάτου για Γ. Σαββίδη, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Νικολάου, για Παύλου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφασή του, ημερομηνίας 21/2/2003, στην Αγωγή Αρ. 1579/00, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου (ενάγοντα) και εναντίον των εφεσειόντων (εναγομένων) αποζημιώσεις ως ακολούθως:-

«(α) Λ.Κ.15,000.- γενικές αποζημιώσεις, πλέον τόκο 8% από 30/03/99 ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι εξόφλησης.

  (β) Λ.Κ.5,000.- γενικές αποζημιώσεις, για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του Ενάγοντα με νόμιμο τόκο από σήμερα.

  (γ) Λ.Κ.12,125.- ειδικές αποζημιώσεις. Από το πιο πάνω ποσό, το ποσό των Λ.Κ.12,050.- απώλεια απολαβών από 30/03/99 - 28/02/00 θα φέρει τόκο 8% ετησίως από 09/03/00 ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής μέχρι 30/09/00 που είναι το ήμισυ της περιόδου περίπου. Ακολούθως θα φέρει νόμιμο τόκο από σήμερα μέχρι εξόφλησης ...»

Τα πιο πάνω ποσά επιδικάσθηκαν στον εφεσίβλητο ως αποτέλεσμα τραυματισμού του σε εργατικό ατύχημα, το οποίο συνέβηκε σε χρόνο που αυτός εργοδοτείτο από τους εφεσείοντες.

[*849]

Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με:-

1    Το συμπέρασμα ότι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, υπήρχε μεταξύ εφεσίβλητου και εφεσειόντων σχέση εργοδότησης.

2.   Το ποσό των £12.125,00, που έχει επιδικασθεί στον εφεσίβλητο υπό μορφή ειδικών ζημιών.

3.   Την παράλειψη υπολογισμού του καθαρού εισοδήματος του εφεσίβλητου ή την παράλειψη αφαίρεσης από το επιδικασθέν ποσό των ειδικών ζημιών του ποσού που αντιστοιχεί σε υποχρεώσεις του εφεσίβλητου για πληρωμή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς, εισφοράς στο Ταμείο Αμυντικής Θωράκισης, ως και των τελών κοινωνικών ασφαλίσεων.

Με αντέφεση, ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι το ποσό των £15.000,00, το οποίο έχει επιδικασθεί υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, και το ποσό των £5.000,00, ως αποζημιώσεις για μείωση της εισοδηματικής ικανότητάς του, είναι χαμηλά και δικαιολογούν επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για αύξησή τους.

Τα επίδικα θέματα, που εδώ ενδιαφέρουν, θα αναδειχθούν καλύτερα, εάν πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα που συνθέτουν τη διαφορά, επαναλάβουμε τα ευρήματα της προσβαλλόμενης απόφασης και διαγράψουμε τις θέσεις των μερών.

Ο εφεσίβλητος, στις 30/3/1999, κατά τη διάρκεια ενασχόλησής του με εκφόρτωση κιβωτίων από container, τραυματίστηκε. Ήταν τότε 62 ετών, ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο χρησιμοποιούσε για μεταφορές εμπορευμάτων, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις φορτοεκφορτώσεις. Εργοδοτείτο από τους εφεσείοντες σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Τα τελευταία τρία έως τέσσερα χρόνια, όταν υπήρχε εργασία, τον ειδοποιούσαν μέσω του οδηγού του container.

Τη συγκεκριμένη ημέρα, ο εφεσίβλητος ασχολείτο, με ακόμη ένα πρόσωπο, με την εκφόρτωση από ανοικτό container ξύλινων κιβωτίων, βάρους δύο τόνων περίπου το καθένα, που περιείχαν γυαλιά. Ολοκλήρωσαν την εκφόρτωση του πρώτου κιβωτίου και, ενώ προχωρούσε η διαδικασία για την εκφόρτωση του δευτέρου, στην παρουσία πάντοτε του κ. Συκοπετρίτη, ο οποίος, ως άμεσα υπεύθυνος της εταιρείας, έδιδε τις οδηγίες, προμήθευε τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την εκφόρτωση και τον πλήρωνε, ένα από τα κιβώτια μετακινήθηκε και τον κτύπησε, ενώ βρισκόταν μέσα στο container, αφήνοντάς τον αιμόφυρτο.

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι δεν εργοδοτούσαν τον εφεσίβλητο, αλλά ότι τον καλούσαν όταν υπήρχε εκφόρτωση, για να βοηθήσει. Σύμφωνα με το μάρτυρα, κ. Συκοπετρίτη, τα εργαλεία και οι οδηγίες για το άνοιγμα και την εκφόρτωση του container δίδονταν πάντοτε από τον ίδιο.

Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες συνέβηκε το ατύχημα, δεν ενδιαφέρουν, αφού το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ποίος ευθύνεται δεν προσβάλλεται και το εύρημα ήταν ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα την φέρουν οι εφεσείοντες.

Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για θεμελίωση της σχέσης εργοδότη - εργοδοτουμένου, όπως διαγράφονται από τη νομολογία* και συνοψίζονται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παράγραφος 223, κατέληξε ως ακολούθως:-

«Στην κρινόμενη υπόθεση εδόθη μαρτυρία από τον Ενάγοντα ότι ο κ. Συκοπετρίτης τον καλούσε όποτε είχε container για να προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά την εκφόρτωση. Την πιο πάνω θέση του Ενάγοντα επιβεβαίωσε ο Συκοπετρίτης, αναφέροντας στη μαρτυρία του ότι κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία έδωσε οδηγίες στον Κοσμά (οδηγό του container) να φέρει το ‘Λάμπρο’ (Ενάγοντα) για να βοηθήσει τον Πουρίκκο.

Για τις υπηρεσίες του όπως κατέθεσε τον πλήρωνε ο κ. Συκοπετρίτης υπεύθυνος της Εναγόμενης εταιρείας. Ακόμη αυτός είχε τον έλεγχο και του έδινε οδηγίες καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του. Περαιτέρω και όπως ανέφερα πιο πάνω οι Εναγόμενοι στην υπεράσπιση τους δέχονται ότι καλούσαν τον Ενάγοντα, να προσφέρει τις υπηρεσίες του όποτε είχαν container.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχουν όλα τα πιο πάνω κριτήρια που θέτει η νομολογία.

[*851]Κατά συνέπεια θεωρώ ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Ενάγοντας βρισκόταν στην υπηρεσία των Εναγομένων και επομένως η ευθύνη των Εναγομένων θα κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν την σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου.»

Την κατάληξη αυτή είναι που προσβάλλουν ως αδικαιολόγητη οι εφεσείοντες με τον πρώτο λόγο έφεσης.

Η αιτιολογία, την οποία παρέθεσαν προς υποστήριξή του, είναι ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν γενική, αόριστη και ασαφής, σε βαθμό που δεν εδικαιολογείτο το Δικαστήριο να καταλήξει ότι συνέτρεχαν τα κριτήρια και/ή οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ύπαρξη σχέσης εργοδότη - εργοδοτουμένου. Ο εφεσίβλητος, με τη γενική αναφορά στο όνομα Συκοπετρίτης, δε συνέδεσε τους εφεσείοντες με το συγκεκριμένο ατύχημα.

Όπως αναφέρθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. ν. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718:-

«Το κλασσικό κριτήριο για διαφοροποίηση ενός εργοδοτούμενου από τον ανεξάρτητο εργολάβο είναι το κριτήριο του ελέγχου, δηλαδή το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει τη μέθοδο εργασίας.  Αν σύμφωνα με τη σύμβαση εργοδότησης ένα πρόσωπο πράγματι αποκτά το δικαίωμα ελέγχου της μεθόδου εργασίας του άλλου, τότε η σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας και το πρόσωπο που εργοδοτείται, εργοδοτούμενος (Market Investigations Ltd. v. Minister of Social Security [1968] 3 All E.R. 732). Το θέμα του ελέγχου επεκτείνεται όχι μόνο στο κατά πόσο ο εργοδότης ελέγχει τη μέθοδο εργασίας, αλλά κατά πόσο ελέγχει και τις ώρες εργασίας (βλέπε W.H.P.T. Housing Association Ltd. v. Secretary of State for Social Services [1981] 1 I.C.R. 737).

Είναι όμως ασφαλέστερο να εξετάζονται περισσότεροι παράγοντες. Όλες οι παράμετροι της σχέσης θα πρέπει να αξιολογούνται. Η νομολογία υπογραμμίζει την ανάγκη για αναγνώριση σε μια δεδομένη εργατική σχέση της οικονομικής πραγματικότητας. Ο έλεγχος, η ιδιοκτησία των εργαλείων και εξοπλισμού, η δυνατότητα προσπορισμού κέρδους και ο κίνδυνος απώλειας κρίθηκαν ως σημαντικοί παράγοντες κατά την αξιολόγηση της οικονομικής πραγματικότητας (Montreal v. Montreal Locomotive Works Ltd [1947] D.L.R. 161, 169).»

[*852]Δε συμμεριζόμαστε την άποψη των εφεσειόντων. Τα όσα πρότειναν δεν αποδυναμώνουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το εύρημα ότι υπήρχε σχέση εργοδότησης μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητου. Ένα από τα σημεία των εφεσειόντων ήταν ότι ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του αναφέρθηκε γενικά σε κάποιο κ. Συκοπετρίτη, χωρίς να τον συνδέσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με τους εφεσείοντες. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με σαφήνεια και λεπτομέρεια, κατέγραψαν τα σημεία της αξιόπιστης μαρτυρίας και των παραδοχών στην Υπεράσπιση των εφεσειόντων, από τα οποία συνάγεται η σύνδεση εφεσειόντων και εφεσίβλητου και, συνακόλουθα, η σχέση εργοδότησης. Οι εφεσείοντες είχαν τον έλεγχο της μεθόδου εργασίας, καθόριζαν το ωράριο, παρείχαν τα αναγκαία εργαλεία, κατέβαλλαν αμοιβή και είχαν δικαίωμα να διακόψουν την εργοδότηση. Συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις και δε διακρίνουμε οτιδήποτε, που να δικαιολογεί παρέμβασή μας.

Κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και τον απορρίπτουμε.

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 είναι σχετικοί μεταξύ τους, γι’ αυτό θα τους εξετάσουμε ταυτόχρονα.

Ο εφεσίβλητος την αξίωσή του για ειδικές ζημιές την διατύπωσε στο δικόγραφό του ως εξής:-

«1.  Απώλεια εισοδήματος από την εργασίαν του ως οδηγός φορτηγού για γενικές μεταφορές από 30/3/99 μέχρι 30/2/2000 δηλ. 11 μήνες προς Λ.Κ. 800.- σύνολον Λ.Κ. 8,800.-

  2. Απώλεια εισοδήματος από την εργασίαν του ως εργάτου και/ή άλλως από 30/3/99 μέχρι 30/2/2000 δηλ. 11 μήνες προς Λ.Κ. 350.- σύνολον Λ.Κ. 3,850.-

  3. Τέλη διά την έκδοσιν Ιατρικού πιστοποιητικού Λ.Κ. 75.-

Σύνολον ειδικών ζημιών Λ.Κ. 12.725.-»

Πρωτόδικα θεωρήθηκε ότι το συνολικό καθαρό μηνιαίο εισόδημα του εφεσίβλητου ήταν £1.150,00.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το επιδικασθέν ποσό των £12.125,00 - (η διαφορά του αξιούμενου στην Έκθεση Απαίτησης ποσού και του επιδικασθέντος οφείλεται σε αφαιρέσεις ποσών που [*853]εισέπραξε ο εφεσίβλητος, η ορθότητα των οποίων δεν αμφισβητείται) - για ειδικές ζημιές είναι λανθασμένο, για το λόγο ότι, καίτοι ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι είναι αυτοεργοδοτούμενος με μηνιαίες απολαβές £1.150,00, δεν παρουσίασε οτιδήποτε που να το αποδεικνύει. Περαιτέρω, και να γίνει δεκτό ότι με την προφορική μαρτυρία υπήρξε απόδειξη του εισοδήματός του, η παράλειψη του εφεσίβλητου να διευκρινίσει εάν επρόκειτο για καθαρό εισόδημα μετά την πληρωμή φόρου εισοδήματος και εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δέχθηκε ότι πλήρωνε, καθιστά αδικαιολόγητη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αντίθετη με όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396.

Αντίθετη ήταν η εισήγηση του εφεσίβλητου.  Υποστήριξε ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του από το Δικαστήριο ήταν αρκετή. Η έλλειψη, άλλωστε, αντεξέτασης επί του συγκεκριμένου ζητήματος παρείχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να καταλήξει ότι το ποσό των £1.150,00 ήταν το καθαρό μηνιαίο εισόδημά του.

Η αρχή, η οποία ακολουθείται από τη νομολογία, είναι ότι οι ειδικές ζημιές πρέπει να εκτίθενται με ακρίβεια στο δικόγραφο και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία - (βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298. Ηρακλέους ν. Πέτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239. Ηρακλέους ν. Ταχύπλοου Σκάφους «Νίκη» κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 510, 523. Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (πιο πάνω)).

Έχουμε εξετάσει με προσοχή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις θέσεις των διαδίκων, με αναφορά στην αξιόπιστη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του. Καταλήγουμε ότι, σε σχέση με το ζήτημα των εισοδημάτων, υπήρχε μαρτυρία, που δικαιολογούσε το εύρημα. Δεν απαιτείτο παρουσίαση αποδείξεων ή άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας, για να κριθεί ότι ο εφεσίβλητος έχει αποδείξει τον ισχυρισμό του. Δεν ισχύουν, όμως, τα ίδια ως προς την κατάληξη ότι το ποσό των £1.150,00 ήταν το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του εφεσίβλητου. Τόσο στην Έκθεση Απαίτησης όσο και στη μαρτυρία του οι αναφορές στα εισοδήματά του ήταν γενικές.  Δε διευκρίνισε, ούτε κατά προσέγγιση, καίτοι επανειλημμένα ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση, τι ποσά κατέβαλλε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, για φόρο εισοδήματος και κοινωνικές ασφαλίσεις.

Από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, φαίνεται ότι δε λήφθηκαν υπόψη, κατά τον υπολογισμό της εισοδηματικής απώλειας του εφεσίβλητου, οι φορολογικές του υποχρεώσεις, ως και [*854]οι άλλες υποχρεώσεις του, σε αντίθεση με τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:- (σελ. 991)

«Όμως ο υπολογισμός που έκαμε του καθαρού εισοδήματος είναι λανθασμένος. Ο εφεσίβλητος είχε καθήκον να αποδείξει την πραγματική ζημιά που υπέστη, αφαιρουμένων των φορολογικών του επιβαρύνσεων και δεν το έπραξε. Το Δικαστήριο, όμως, έπρεπε να προβεί το ίδιο σε ένα υπολογισμό, όχι κατ’ ανάγκη ακριβή, με βάση τους σχετικούς νόμους που αφορούν την πληρωμή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς, έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και κοινωνικών ασφαλίσεων και να καταλήξει στο καθαρό ποσό των εισοδημάτων του.»

Τα στοιχεία, τα οποία υπάρχουν ενώπιόν μας για τον εφεσίβλητο, δεν  επιτρέπουν ακριβή υπολογισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων. Γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν 62 ετών, νυμφευμένος, με θυγατέρες, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Με δεδομένο όμως το μηνιαίο εισόδημά του και τους σχετικούς περί Φορολογίας των Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους, καταλήγουμε, στη βάση γενικού υπολογισμού, έχοντας υπόψη ότι ήταν ελεύθερος επαγγελματίας,  ότι ποσό £100,00 το μήνα είναι αρκετό για να καλύψει τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις του. Με την αφαίρεση αυτή, το καθαρό εισόδημα καθορίζεται στις £1.050,00 το μήνα και η απώλεια απολαβών από £12.650,00 σε ΛΚ11.550,00.

Ακολουθώντας την ίδια μέθοδο που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μειώνουμε το ποσό των ειδικών ζημιών από £12.125,00 σε Λ.Κ.11.025,00.

Αντέφεση:

Υποστηρίχθηκε από τον εφεσίβλητο ότι το επιδικασθέν ποσό των £15.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις δεν είναι ικανοποιητικό.

Χρειάζεται πρώτα να παραθέσουμε τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τον τραυματισμό και τα συνακόλουθα, με βάση τα οποία θα ελέγξουμε την ορθότητα του επιδικασθέντος ποσού των γενικών αποζημιώσεων:- 

«Συγκεκριμένα, ο Ενάγοντας υπέστη 1) συντριπτικό κάταγμα μεσότητας δεξιάς κλείδας, και 2) αιμάτωμα, διάστρεμμα αριστερού ώμου. Εξετάστηκε από τον γιατρό Σιμιλλίδη αμέσως μετά το ατύχημα την ίδια ημέρα στο ιατρείο του όπου και διαπίστωσε τα πιο πάνω. Το κάταγμα μεσότητας δεξιάς κλείδας [*855]εκτός του ότι ήταν πολύ επώδυνο, υπήρχε κίνδυνος οι οστικές δοκίδες να διαπεράσουν το δέρμα. Γι’ αυτό το λόγο του συνέστησε αμέσως χειρουργική επέμβαση, η οποία και έγινε στην Πολυκλινική Υγεία την επόμενη ημέρα το πρωί. Κατά τη διάρκεια της, χρησιμοποιήθηκε πλάκα και βίδες και οστικό μόσχευμα από τη λεκάνη. Παρέμεινε στην κλινική για μια εβδομάδα και ακολούθως παρακολουθείτο σαν εξωτερικός ασθενής. Το κάταγμα της δεξιάς κλείδας επουλώθηκε μετά πάροδο 4 περίπου μηνών, όμως ο Ενάγοντας εξακολουθούσε να έχει έντονα ενοχλήματα στον αριστερό ώμο, όπως νυκτερινό πόνο, αδυναμία και πόνο κατά τις κινήσεις του αριστερού ώμου. Για το λόγο αυτό συνεστήθη στον Ενάγοντα, όπως υποστεί αποσυμπίεση του αριστερού ώμου η οποία και έγινε κάτω πάλι από γενική νάρκωση στις 09/07/99. Κατά την επέμβαση διαπιστώθηκε τραυματική ρήξη του υπερακάνθιου τένοντα ο οποίος και συρράφηκε. Επίσης έγινε και μερική αφαίρεση του ακρομίου που σκοπό είχε την αποσυμπίεση του αριστερού ώμου. Η μετεγχειρητική πορεία ήταν καλή και στις δυο εγχειρήσεις. Ως εκ των πιο πάνω τραυμάτων ο Ενάγοντας υπέφερε και θα υποφέρει περιοδικά από πόνο στην περιοχή τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού ώμου ο οποίος πόνος επιτείνεται με διάφορες κινήσεις ή μετά από χειρωνακτική εργασία καθώς επίσης και σε αλλαγές καιρού. Τα ενοχλήματα αυτά παρόλο που έχουν βελτιωθεί θα παραμείνουν μόνιμα και δεν θα επιτρέπουν στον Ενάγοντα να ασχοληθεί με βαριά χειρωνακτική εργασία, υπό την έννοια ότι θα είναι καλύτερα για τον ίδιο να ασχολείται με πιο ελαφριά εργασία και η οποία να μην απαιτεί μεταφορά βαρών.

Βρίσκω περαιτέρω ότι ο Ενάγοντας υπέστη μεγάλη ταλαιπωρία και πόνο συνεπεία των ανωτέρω τραυματισμών και των χειρουργικών επεμβάσεων στις οποίες υποβλήθηκε και οι οποίες σκοπό είχαν την αποκατάσταση των βλαβών που υπέστη από το ατύχημα.

Βρίσκω ακόμη ότι η πιθανότητα ανάπτυξης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας είναι περισσότερη στον αριστερό παρά στον δεξί ώμο γιατί η κάκωση που υπέστη ήταν ενδοαρθρική.»

Ο εφεσίβλητος, επικαλούμενος την υπόθεση Ομήρου ν. Παναγίδου (2002) 1 Α.Α.Δ. 986, όπου για συντριπτικό κάταγμα κνήμης ποσό £17.000,00 αυξήθηκε σε £22.000,00, εισηγήθηκε ότι δικαιολογείται και εδώ επέμβαση του Εφετείου.

Έχει, κατ’ επανάληψη, τονιστεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με το [*856]ύψος των αποζημιώσεων, εκτός εάν πεισθεί ότι αυτό ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου, ή εάν το ποσό το οποίο έχει επιδικασθεί είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές, ώστε ο υπολογισμός των αποζημιώσεων να καθίσταται λανθασμένος - (βλ. Kyriakos Cristodoulides v. Matheos Kyprianou (1968) 1 C.L.R. 130).

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, υπάρχει, μέσα από τη νομολογία, σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, χωρίς να παραγνωρίζεται η αρχή δικαίου ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές. Στην ίδια υπόθεση, τονίστηκε ότι:- (σελ. 75)

«Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία, αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων.»

Στην παρούσα περίπτωση, δε διαπιστώνουμε το ποσό των γενικών αποζημιώσεων να βρίσκεται εκτός των πλαισίων της εύλογης αποζημίωσης. Η περίπτωση, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, είναι πολύ πιο σοβαρή από την παρούσα. Εκεί επρόκειτο για νεαρή μαθήτρια Λυκείου, η οποία υποβλήθηκε σε τέσσερις εγχειρήσεις (συντριπτικό κάταγμα κνήμης), καθηλώθηκε για τρεις μήνες σε αναπηρικό καροτσάκι και για σχεδόν δύο χρόνια χρησιμοποιούσε βακτηρία. Πέραν των πιο πάνω, ο τραυματισμός της άφησε δυσμορφία της κνήμης και ουλές.

Ο πρώτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.

Παραμένει το τελευταίο ζήτημα, το οποίο αφορά στο επιδικασθέν ποσό των £5.000,00, για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσίβλητου.

Ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος, μετά το δυστύχημα, ήταν ικανός για ελαφρά εργασία, όχι όμως για βαριά χειρωνακτική. Συνακόλουθα και ελλείψει μαρτυρίας για ακριβή προσδιορισμό της μελλοντικής απώλειας του εισοδήματος και κατ’ εφαρμογή υπολογισμού της απώλειας στο πλαίσιο των γενικών αποζημιώσεων, επιδικάστηκε το υπό αμφισβήτηση ποσό των £5.000,00. Λήφθηκε υπόψη ότι ήταν τότε 62 ετών και σε μερικούς μήνες συνταξιοδοτήθηκε, το είδος της εργασίας με το οποίο ασχολείτο, τα κατάλοιπα των κακώσεων και ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκτελεί βαριά χειρωνακτική εργασία.

[*857]Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως το γεγονός ότι δεν εργοδοτήθηκε μέχρι και την ακρόαση της υπόθεσής του αποτελούσε μαρτυρία, η οποία παρείχε δυνατότητα προσδιορισμού των αποζημιώσεων με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή. Δε διακρίνουμε από αυτό και μόνο το γεγονός δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου που εισηγείται ο εφεσίβλητος. Η κατά γενικό τρόπο αναφορά του ότι αναζήτησε, αλλά δεν βρήκε ελαφρά εργασία, χωρίς ο,τιδήποτε περαιτέρω, δεν προσδιορίζει ποιο θα ήταν το αναμενόμενο εισόδημά του από την ελαφρά εργασία και ποια η επίδραση στα εισοδήματά του, δεδομένου μάλιστα ότι λίγους μήνες αργότερα συνταξιοδοτήθηκε και εισέπραττε, καθώς ανέφερε, £285,00 σύνταξη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά λοιπόν υπολόγισε την απώλεια απολαβών κατ’ εφαρμογή της μεθόδου επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων. Από το ύψος, μάλιστα, του επιδικασθέντος ποσού, συνάγεται ότι ορθά θεώρησε ότι, επειδή ο εφεσίβλητος σε μερικούς μήνες θα συνταξιοδοτείτο, αυτό δε σήμαινε αυτόματα και το τέλος της δυνατότητάς του για εργασία - (βλ. Spyros Cl. Poullou v. Stylianos Constantinou (1973) 1 C.L.R. 177· και Telemachou v. Papakyriakou (1986) 1 C.L.R. 705, στη σελ. 723).

Ούτε αυτός ο λόγος αντέφεσης ευσταθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου τροποποιείται και το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων των £12.125,00 αντικαθίσταται με το ποσό των £11.025,00.

Σ’ ό,τι αφορά τα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε διαταγή.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η αντέφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο