Κούλλουρου Ελένη ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αθηαίνου (2005) 1 ΑΑΔ 987

(2005) 1 ΑΑΔ 987

[*987]14 Ιουλίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΛΛΟΥΡΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΘΗΑΙΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12010)

 

Διαιτησία — Διαιτητική απόφαση εκδοθείσα υπέρ της εφεσίβλητης συνεργατικής πιστωτικής εταιρείας στην απουσία της εφεσείουσας — Αίτηση υπό της εφεσείουσας υπό μορφή έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 52(4) των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων — Η μη δεόντως δικαιολογηθείσα παράλειψη της εφεσείουσας να παρουσιασθεί κατά τη διαιτητική διαδικασία και να υποβάλει τις θέσεις της επί της απαίτησης της εφεσίβλητης απέβη μοιραία για την τύχη της αίτησης τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση — Η διαιτησία δεν είναι και δεν αποτελεί προστάδιο για την προσφυγή στο Δικαστήριο αλλά αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη διαδικασία με τους δικούς της διαδικαστικούς και αποδεικτικούς κανόνες.

Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση υπό μορφή έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 52(4) των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων, εναντίον διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της για £22.998,52 δυνάμει γραμματίου ημερομηνίας 25.10.1994. Η εφεσείουσα δεν παρευρέθηκε στη διαιτητική διαδικασία και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε θέση επί της απαίτησης της εφεσίβλητης παρόλο ότι είχε ειδοποιηθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη δεόντως δικαιολογηθείσα παράλειψη εμφάνισης της εφεσείουσας ενώπιον του διαιτητή ήταν καταλυτική για την αίτησή της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να αποτύχει και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς και δη τον Κανονισμό 101(2) ως προς την ανάγκη καταγραφής των [*988]λόγων της αίτησης και της αιτιολογίας τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και την ουσία της αίτησης, η οποία είχε ως επίκεντρο τη θέση ότι από το 1976 που ανοίχθηκε ο λογαριασμός της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη, υπήρχαν παράνομοι ανατοκισμοί και χρεώσεις τόκων που εκαλύπτοντο από εικονικά γραμμάτια όπως εκείνο της 25.10.1994. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η διαφορά ήταν το ίδιο το γραμμάτιο του 1994 και όχι ο λογαριασμός της εφεσείουσας από το 1976 και ως προς τούτο είναι που απεφάνθη ο διαιτητής. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε λόγο που να επέτρεπε παραμερισμό της απόφασης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας κάθε πτυχή της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου θέσεις τις οποίες δεν είχε θέσει ενώπιον του Διαιτητή, είναι ουσιαστικά ορθή.

2.  Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του διαιτητή όχι μόνο δεν τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας για παράνομους τόκους και εικονικότητα αλλά και δικαιολογούσαν πλήρως την απόφασή του. Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε το Εφετείο θα μπορούσε να κρίνει εξ υπαρχής το θέμα εκτός αν, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Διαιτητή, δεν εδικαιολογείτο η απόφασή του. Εξέταση του λογαριασμού που η εφεσίβλητη παρουσίασε στον Διαιτητή δεν αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας περί κεφαλοποιήσεων ή άλλων παράνομων ενεργειών ως προς τους τόκους και έτσι ότι ο Διαιτητής αποφάσισε λανθασμένα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 22/3/04 (Αρ. Αίτησης 157/01) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση-έφεση την οποία υπέβαλε δυνάμει του Άρθρου 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου εναντίον της διαιτητικής απόφασης την οποία η καθ’ ης η αίτηση εξασφάλισε εναντίον της για £22.998,52 για απαίτησή της δυ[*989]νάμει γραμματίου ημερ. 25/10/94.

Ντ. Παπαδόπουλος, για την Εφεσείουσα.

Ν. Δαμιανού, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 19.7.2001 η Εφεσίβλητη εξασφάλισε διαιτητική απόφαση κατά της Εφεσείουσας για £22.998,52 δυνάμει γραμματίου ημερομηνίας 25.10.1994. Η Εφεσείουσα, η οποία, παρά το ότι είχε ειδοποιηθεί να παρευρεθεί στη διαιτητική διαδικασία, δεν παρευρέθη και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε θέση επί της απαίτησης της Εφεσίβλητης, στις 30.8.2001 υπέβαλε αίτηση υπό μορφή έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 52(4) των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων το οποίο προνοεί:

“Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.”

Η αίτηση της Εφεσείουσας εβασίζετο στους ακόλουθους λόγους:

“1.   Η οφειλή της Εφεσείουσας προς την Εφεσίβλητη είχε εξοφληθεί και/ή δεν ανέρχετο στο ποσό για το οποίο εξεδόθη απόφαση.

2.  Η Εφεσίβλητη ενήργησε παράνομα με τη χρέωση τόκου επί του ήδη χρεωθέντος τόκου της αρχικής οφειλής της Εφεσείουσας και/ή με την χρέωση τόκου πέραν του εκ του νόμου επιτρεπόμενου.

3.  Η Εφεσίβλητη ενήργησε παράνομα με την επιβάρυνση της Εφεσείουσας ποσού πέρα του διπλασίου του ποσού της αρχικής οφειλής της Εφεσείουσας.

4.  Η απόφαση είναι παράνομη διότι επιβάλλει την πληρωμή τόκου επί τόκου και/ή τόκου πέραν του εκ του νόμου επιτρεπόμενου.”

[*990]Ο ευπαίδευτος Δικαστής έκρινε ότι ήταν καταλυτική η μη δεόντως δικαιολογηθείσα παράλειψη εμφάνισης της Εφεσείουσας ενώπιον του διαιτητή. Με αναφορά και στη νομολογία, είπε τα ακόλουθα (σελίδες 11-12):

“Έχω την άποψη ότι το πιο πάνω άρθρο του Νόμου θα πρέπει να ερμηνευτεί μέσα στο πιο πάνω πνεύμα της νομολογίας και όχι έξω από αυτό. Η φράση συνεπώς αδικημένος που διατυπώνεται στον νόμο έχει ακριβώς την έννοια της παρουσίας του μέρους που κλήθηκε στην διαιτησία και την προβολή εκ μέρους του θετικών και συγκεκριμένων ισχυρισμών που αφορούν είτε την ουσία είτε την διαδικασία στην οποία κλήθηκε και έλαβε μέρος. Αν σε κάθε περίπτωση διαφοράς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου που παραπέμπεται σε διαιτησία, το ένα μέρος δεν παρουσιάζεται και μετά να του επιτρέπεται να προβάλλει κατ΄έφεση προς το δικαστήριο εκείνους τους ισχυρισμούς που θα έπρεπε να προβληθούν ενώπιον του διαιτητή, αυτό θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση τόσο του πνεύματος όσο και του γράμματος των σχετικών προνοιών του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου όσο και του Περί Διαιτησίας Νόμου. Θα καθιστούσε τις σχετικές νομοθεσίες αχρείαστες και άνευ αντικειμένου αφού τον τελευταίο λόγο επί της ουσίας της παραπεμπόμενης διαφοράς θα την είχε το δικαστήριο ανεξάρτητα από το τι συνέβηκε στην διαιτησία. Δεν θα πρέπει εξ άλλου να παραγνωρίζεται και κρίνω πώς είναι σημαντικό αυτό, πώς είναι εκ του νόμου η υποχρέωση της παραπομπής της διαφοράς σε δεσμευτική διαιτησία. Η διαιτησία δεν είναι και δεν αποτελεί προστάδιο για την προσφυγή στο δικαστήριο, αλλά αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη διαδικασία με τους δικούς της διαδικαστικούς και αποδεικτικούς κανόνες, ανάλογους βέβαια προς εκείνους των δικαστικών διαδικασιών και ο διαιτητής ασκεί οιονεί δικαστική εξουσία. Γι’ αυτό άλλωστε τα άρθρα 19 και 20 του Περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 δεσμεύουν το δικαστήριο και ρητά σηματοδοτούν αλλά και καθορίζουν τις εξουσίες που του παρέχονται. Και έχω ήδη αναφερθεί στην εμβέλεια των άρθρων αυτών και πώς η νομολογία και τα συγγράμματα ερμηνεύουν την εξουσία του δικαστηρίου.”

Ο ευπαίδευτος Δικαστής έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να αποτύχει και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς και δη τον Κανονισμό 101(2) ως προς την ανάγκη καταγραφής των λόγων της αί[*991]τησης και της αιτιολογίας τους. Είπε (σ. 13):

“Επί του προκειμένου δεν υπάρχει συμμόρφωση με τον πιο πάνω κανονισμό και εκφράζω ιδιαίτερες αμφιβολίες και επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο παραδεκτώς θα μπορούσε να προβληθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός προς ανάπτυξη των επί μέρους λόγων έφεσης. Το θέμα το έθεσε ο κ. Δαμιανού με την έννοια ότι η αιτήτρια όφειλε, συμμορφούμενη με τον πιο πάνω θεσμό, να καταγράψει ποιο ακριβώς είναι το παράπονο της ή η αδικία που υπέστη από την απόφαση του διαιτητή με την έννοια ότι οι ένορκες δηλώσεις που συνιστούν μαρτυρία θα πρέπει να συνάδουν με τους λόγους και την αιτιολογία της αίτησης-έφεσης. Θα πρόσθετα ότι θα έπρεπε στο σώμα της αίτησης να αναφέρονται ειδικά και εξειδικευμένα οι λόγοι για τους οποίους επιζητάται η ακύρωση ή ο παραμερισμός της απόφασης του διαιτητή, σε συνάρτηση με το άρθρο 20(2) του Κεφ. 4 όπως έχει εξηγηθεί και με όσα η νομολογία υποδεικνύει.

Ο μόνος εκ των ήδη παρατεθέντων λόγων έφεσης στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής λόγος που καλύπτει το θέμα του εμφανούς λάθους στην απόφαση, είναι ο τέταρτος. Όμως τίθεται με τόση γενικότητα και αοριστία ότι δηλαδή η απόφαση είναι παράνομη γιατί επιβάλλει πληρωμή τόκου πέραν του επιτρεπόμενου, χωρίς οποιαδήποτε ανάπτυξη ή επεξήγηση ώστε είναι αδύνατον να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα. Αν δε συνδεθεί με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης όπου εκεί γίνεται αναφορά για ανατοκισμό της αρχικής οφειλής, για τους οποίους γίνεται και όλη η ανάπτυξη της μαρτυρίας στις ένορκες δηλώσεις της αιτήτριας και των άλλων μαρτύρων της, και πάλι δεν μπορώ να εξάξω κανένα συμπέρασμα, ότι δηλαδή υπάρχει οποιοδήποτε εμφανές λάθος στην απόφαση αλλά ούτε και εντοπίζω κάποιο λάθος. Απλή ανάγνωση των λόγων ακύρωσης αποκαλύπτει ότι αυτοί είναι επάλληλοι και αφορούν την επιβολή τόκων επί της αρχικής οφειλής που με βάση την μαρτυρία που προσκόμισε η αιτήτρια ανατρέχει από το 1976.”

Παρά ταύτα, ο ευπαίδευτος Δικαστής προχώρησε να εξετάσει και την ουσία της αίτησης, η οποία είχε ως επίκεντρο τη θέση ότι, από το 1976 που ανοίχθηκε ο λογαριασμός της Εφεσείουσας με την Εφεσίβλητη, υπήρχαν παράνομοι ανατοκισμοί και χρεώσεις τόκων που εκαλύπτοντο από εικονικά γραμμάτια όπως και εκείνο της 25.10.1994. Παρέπεμπε σχετικά η αιτήτρια στο σύνολο του λογαριασμού. Ο ευπαίδευτος Δικαστής υπέδειξε ότι αυτή δεν ήταν όμως η διαφορά ενώπιον του διαιτητή. Η διαφορά ήταν το ίδιο [*992]το γραμμάτιο και ως προς τούτο είναι που απεφάνθη ο διαιτητής. Δεν υπήρχε δε λόγος που να επέτρεπε παραμερισμό της απόφασης. Ο ευπαίδευτος Δικαστής παρέπεμψε και στο ότι, στην πορεία της συνεργασίας των μερών, υπήρξαν και προηγούμενες διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες δεν είχαν αμφισβητηθεί, στη βάση των οποίων υπεγράφοντο ανάλογα γραμμάτια, γεγονός που εμπόδιζε την Εφεσείουσα να πάει πίσω από αυτές και τα κατά καιρούς υπογραφέντα γραμμάτια.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα κάθε πτυχής της απόφασης. Οι λόγοι έφεσης όμως συμπλέκονται και σφαιρικά θα τους εξετάσουμε. Αφήνουμε το θέμα της συμμόρφωσης με τον Κανονισμό 101(2), αφού το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε εκείνο που, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, είναι το μόνο το οποίο θα μπορούσε να είχε εξετάσει, δηλαδή τον ισχυρισμό για εμφανές λάθος στην απόφαση του Διαιτητή. Η ουσία του πράγματος είναι ότι, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος Δικαστής, η διαφορά που παρεπέμφθη και επιλύθηκε στη διαιτησία ήταν το γραμμάτιο του 1994 και όχι ο λογαριασμός της Εφεσείουσας από το 1976. Το ότι ο λογαριασμός αυτός παρουσιάσθηκε στο διαιτητή δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Η παρουσίαση του ήταν απλώς το ιστορικό μιας πορείας, τα κρίσιμα στάδια της οποίας ήσαν οι διαιτητικές αποφάσεις και τα υπογραφέντα γραμμάτια. Σίγουρα ο Διαιτητής δεν μπορούσε να πάει πίσω από τα προηγούμενα γραμμάτια του 1981 και του 1988 και από τη διαιτητική απόφαση του 1984 επί του γραμματίου του 1981 η οποία μάλιστα το 1988 ενεγράφη και στο Δικαστήριο. Πολύ αμφίβολο είναι και αν ο Διαιτητής θα μπορούσε να πάει πίσω από το γραμμάτιο του 1994 μέχρι το προηγούμενο του 1988. Και αν όμως μπορούσε, σίγουρα οι όποιες θέσεις της Εφεσείουσας περί παράνομων τόκων και εικονικότητας θα έπρεπε να ετίθεντο ενώπιον του, πράγμα που δεν έγινε, και όχι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή ενώπιον μας ως εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο ή το Εφετείο να εξέταζε πρωτογενώς το πράγμα. Εφ’ όσον η Εφεσείουσα δεν παραπονείται ότι κακώς η διαιτησία διεξήχθη στην απουσία της (που δεν εκπλήττει αφού η ίδια αν και ειδοποιήθηκε δεν παρουσιάσθηκε), ο Διαιτητής δεν μπορούσε παρά να αποφασίσει με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του. Είναι ουσιαστικά ορθή λοιπόν η απόφαση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή ότι η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου θέσεις τις οποίες δεν είχε θέσει ενώπιον του Διαιτητή.

Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες της θέσης της, η Εφεσείουσα περιορίζει ουσιαστικά το παράπονο της στο ότι η μη εμφάνιση της [*993]δεν επέτρεπε στο Διαιτητή και να εκδώσει απόφαση χωρίς αυτή να δικαιολογείτο από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του.  Αυτό όμως δεν βοηθά τα πράγματα. Τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιον του διαιτητή όχι μόνο δεν εδάνειζαν έρεισμα στις εισηγήσεις που κάνει η Εφεσείουσα για παράνομους τόκους και εικονικότητα αλλά και δικαιολογούσαν πλήρως την απόφαση του.  Η παράλειψη της Εφεσείουσας να καθορίσει με στοιχεία το τι θεωρούσε επίδικο ενώπιον του Διαιτητή συνέχιζε λοιπόν να έχει καταλυτική επίδραση στο όλο θέμα. Ούτε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ούτε το Εφετείο θα μπορούσε να κρίνει εξ υπαρχής το θέμα εκτός αν, από τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιον του Διαιτητή, δεν δικαιολογείτο η απόφαση του. Εξετάσαμε το λογαριασμό που ή Εφεσίβλητη παρουσίασε το Διαιτητή και ιδιαίτερα τις καταχωρίσεις των τόκων και δεν μπορούμε να πούμε ότι υπήρχαν κεφαλαιοποιήσεις ή άλλες παράνομες ενέργειες ως προς τους τόκους  και έτσι ότι ο Διαιτητής απεφάσισε λανθασμένα.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο