(2005) 1 ΑΑΔ 1020
[*1020]22 Ioυλίου, 2005
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,
v.
ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Έφεση Αρ. 184)
Οικογενειακό Δίκαιο — Γονική μέριμνα — Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη αναφορικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας — Κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα αποτελεί το συμφέρον του τέκνου — Επιθυμία ανηλίκου τέκνου — Υπό ποίες προϋποθέσεις λαμβάνεται υπόψη — Άρθρο 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90), όπως τροποποιήθηκε.
Απόδειξη — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη.
Έξοδα — Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν λόγοι περί του αντιθέτου — Αποστέρηση εξόδων από επιτυχόντα διάδικο χωρίς την παροχή οποιασδήποτε αιτιολογίας – Ανατράπηκε κατ’ έφεση.
Η εξώγαμη θυγατέρα των διαδίκων, η οποία είχε αναγνωριστεί από τον πατέρα της, αιτητή-εφεσίβλητο, ήταν ηλικίας τεσσάρων ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο. Μέχρι τις 31.10.02 βρισκόταν υπό τη φύλαξη της μητέρας της, καθ’ ης η αίτηση-εφεσείουσας. Στις 13.12.02 ο αιτητής καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτηση με την οποία ουσιαστικά ζητούσε (α) διάταγμα το οποίο να διατάσσει την απομάκρυνση της ανήλικης από τη φύλαξη της μητέρας της και (β) [*1021]διάταγμα με το οποίο να ανατίθεται στον ίδιο η αποκλειστική φύλαξη, φροντίδα και επιμέλειά της. Στην αίτησή του ο αιτητής-εφεσίβλητος ισχυρίζετο, μεταξύ άλλων, ότι εκτός του ότι η καθ’ ης η αίτηση τον εμπόδιζε από οποιαδήποτε επικοινωνία με την θυγατέρα τους, αυτή ασκούσε ψυχολογική, ακόμα και σωματική βία, στην ανήλικη. Η καθ’ ης η αίτηση καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση αρνούμενη τους ισχυρισμούς του αιτητή και αποδίδοντας τις οποιεσδήποτε κακώσεις της ανήλικης, στη βίαιη μετακίνησή της από το νηπιαγωγείο, από τον αιτητή και την αδελφή του. Με την ανταπαίτησή της ζητούσε να ανατεθεί στην ίδια η αποκλειστική φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια της ανήλικης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Μ.Α.1 ειδικής κλινικής ψυχολόγου του Μακάριου Νοσοκομείου καθώς και τη μαρτυρία του αιτητή και της λειτουργού Ευημερίας και κατέληξε ότι με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης «το συμφέρον και η Ευημερία της ανήλικης επιτάσσει όπως η επιμέλεια του προσώπου της ανατεθεί αποκλειστικά στον πατέρα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η καθ’ ης η αίτηση καταχώρησε έφεση και ο αιτητής αντέφεση. Με την έφεση προβάλλονται λόγοι οι πλείστοι από τους οποίους ουσιαστικά στρέφονται κατά ευρημάτων του Δικαστηρίου μετά από αξιολόγηση μαρτυρίας. Η καθ’ ης η αίτηση παραπονείται επίσης ότι: (α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε συνέντευξη με την ανήλικη, (β) Δεν μπορούσε να εκδοθεί το επίδικο διάταγμα επικοινωνίας χωρίς να ακυρωθεί αυτό της 3.10.01 και (γ) Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη γεγονότα μετά τις 13.12.02 που καταχωρήθηκε η αίτηση.
Με την αντέφεση προσβάλλεται η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση.
1. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις παρέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Το Άρθρο 6(3) του Ν.216/90 όπως τροποποιήθηκε προνοεί ότι «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του [*1022]πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσο η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του.»
Κύριο κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το «συμφέρον του τέκνου» όπως διαλαμβάνεται και στα εδ. (1) και (2) του Άρθρου 6 αλλά και στο Άρθρο 14 του ιδίου νόμου. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη προβεί σε συνέντευξη, λαμβανομένης υπόψη και της μικρής ηλικίας της ανήλικης, ήταν ορθή.
3. Όχι μόνο στο εφετήριο αλλά ούτε και στο περίγραμμα αγόρευσης παρέχεται ικανοποιητική εξήγηση για την εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί το επίδικο διάταγμα επικοινωνίας χωρίς να ακυρωθεί ή τροποποιηθεί αυτό της 3.10.01.
4. Το παράπονο της καθ’ ης η αίτηση κάτω από το (γ) ανωτέρω είναι εκτός των λόγων έφεσης.
Β. Αντέφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποστέρησε από τον αιτητή, που ήταν επιτυχών διάδικος, τα έξοδά του χωρίς να εξηγήσει γιατί δεν ακολούθησε τον γενικό κανόνα, με αποτέλεσμα η απόφασή του επί του θέματος αυτού να καθίσταται αυθαίρετη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου. Η αντέφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα ενόψει της επιδίκασης εξόδων για την έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση σχετικά με τα έξοδα ακυρώθηκε και επιδικάσθηκαν τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας αναφορικά με την αίτηση υπέρ του εφεσίβλητου/αιτητή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πασιαρδής ν. Θεοδοσίου (2004) 1 Α.Α.Δ. 338,
Ιωαννίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1446,
Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653,
Talyon v. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 777,
[*1023]Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890,
Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416,
Λοφίτη ν. Δημητρίου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1402.
Έφεση.
Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 16/10/03 (Αρ. Αγωγής 411/02) με την οποία ενέκρινε την αίτηση του αιτητή και διέταξε την ανάθεση σ’ αυτόν της αποκλειστικής φύλαξης, φροντίδας και επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας του με την καθ’ ης η αίτηση η οποία γεννήθηκε εκτός γάμου των γονέων της και την οποία ο αιτητής αναγνώρισε ως τέκνο του και αντέφεση από τον ίδιο κατά της απόρριψης της ανταπαίτησής του εναντίον της αποστέρησης των εξόδων της δίκης παρά το ότι ήταν ο επιτυχών διάδικος.
Χρ. Ματθαίου με Μ. Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Σχίζας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η ανήλικη Ελένη Μάρκου, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν τεσσάρων ετών, είναι εξώγαμο παιδί των διαδίκων το οποίο όμως έχει αναγνωριστεί από τον αιτητή. Μέχρι τις 31/10/02 βρισκόταν υπό τη φύλαξη της καθής η αίτηση/εφεσείουσας. Ενόψει του ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή, η καθής η αίτηση επανειλημμένα αρνιόταν και/ή τον εμπόδιζε από του να έχει επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα τους, στις 13/12/02 καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αίτηση με αρ. 411/02 με την οποία ουσιαστικά ζητούσε (α) διάταγμα το οποίο να διατάσσει την απομάκρυνση της ανήλικης από τη φύλαξη της μητέρας της και (β) διάταγμα με το οποίο να ανατίθεται στον ίδιο η αποκλειστική φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους.
Στην αίτηση του ο αιτητής/εφεσίβλητος πρόβαλε διάφορους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα του. [*1024]Μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι εκτός του ότι η καθής η αίτηση εμπόδιζε τον ίδιο από του να έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο επικοινωνία με την θυγατέρα τους, αυτή ασκούσε ψυχολογική, ακόμα και σωματική βία, στην ανήλικη. Αναφέρεται σε συγκεκριμένο επεισόδιο που έγινε στις 30/10/02 κατά το οποίο ενώ είχε ο ίδιος συνάντηση με την θυγατέρα τους στην παρουσία λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας και ψυχολόγου, ξαφνικά εμφανίστηκε η εφεσείουσα, άρχισε να κτυπά την πόρτα και να φωνάζει και τελικά αφού άρπαξε την ανήλικη, την έσυρε βίαια από τις σκάλες προς το αυτοκίνητο της και την πήρε μαζί της. Καθοδόν και ενώ ήσαν σταματημένοι σε φώτα τροχαίας, άρπαξε την ανήλικη από τα μαλλιά και την κτυπούσε βίαια πάνω στην πόρτα, οπότε πολίτης που είδε το επεισόδιο κατάγγειλε το γεγονός στην Αστυνομία και στο Γραφείο Ευημερίας. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον της οπότε αυτή εξαφανίστηκε ενώ η ανήλικη κατάληξε σε νηπιαγωγείο από όπου την παρέλαβε ο αιτητής στις 1/11/02 και έκτοτε βρίσκεται υπό την φροντίδα του. Εξέταση από τον ιατροδικαστή Σοφοκλή Σοφοκλέους διαπίστωσε την κακοποίηση της. Ενόψει της όλης ψυχολογικής κατάστασης της καθής η αίτηση και της όλης συμπεριφοράς της, επιβάλλεται η απομάκρυνση της ανηλίκου από τη μητέρα της.
Η καθής η αίτηση καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Αρνείται όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή περί παρεμπόδισης του ιδίου να έχει επικοινωνία με την ανήλικη ή ότι η ίδια έχει ψυχολογικά προβλήματα ή ότι κακοποίησε ποτέ την ανήλικη. Αναφορικά με την μετακίνηση της από το νηπιαγωγείο αυτή έγινε βίαια από τον αιτητή παρόλο που η δασκάλα της δεν του επέτρεπε να την πάρει. Οποιοιδήποτε μώλωπες διαπιστώθηκαν στην ανήλικη πρέπει να προήλθαν από τη βίαιη μετακίνηση της από το νηπιαγωγείο από τον αιτητή και την αδελφή του. Η ίδια εξετάστηκε στις 6/11/02 και στις 8/11/02 από ψυχολόγο και ψυχίατρο αντίστοιχα και διαπιστώθηκε ότι ήταν πλήρως ικανή ως μητέρα. Η συμπεριφορά του αιτητή προς την ίδια ήταν πάντοτε βίαιη με αποτέλεσμα να καταδικαστεί τη μια φορά σε φυλάκιση και την άλλη σε πρόστιμο, προς δε την ανήλικη, εντελώς αδιάφορη. Η ανήλικη μένει με τον αιτητή παρά τη θέληση της και γιαυτό ανταπαιτεί διάταγμα με το οποίο να ανατίθεται στην ίδια η αποκλειστική φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους.
Για τις πιο πάνω συγκρουόμενες θέσεις ακούστηκαν 6 μάρτυρες από πλευράς του αιτητή-εφεσίβλητου και 6 από την πλευρά της καθής η αίτηση-εφεσείουσας συμπεριλαμβανομένων των ιδίων των διαδίκων.
[*1025]Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι ένα από τα θέματα που έπρεπε να αποφασίσει ήταν κατά πόσο την περίοδο κατά την οποία η μητέρα είχε, χωρίς διάταγμα του δικαστηρίου την φροντίδα της ανήλικης, άσκησε εναντίον της σωματική ή ψυχολογική βία σε μια προσπάθεια να αποκόψει την επικοινωνία και κατ’ επέκταση τους δεσμούς της με τον πατέρα της, δηλαδή τον εφεσίβλητο.
Το δικαστήριο βασιζόμενο και στη μαρτυρία της Σεμέλης Βύζακου, Μ.Α.1, ειδικής κλινικής ψυχολόγου στο Τμήμα Παιδικής, Εφηβικής και Ψυχιατρικής Κλινικής του Μακάριου Νοσοκομείου, της οποίας τη μαρτυρία έκρινε ως ειλικρινή και αξιόπιστη, κατέληξε ότι ο λόγος για τον οποίο, όταν η ανήλικη ήταν με τη μητέρα της δεν ήθελε να έχει επικοινωνία με τον πατέρα της, δεν οφειλόταν στο ότι ο πατέρας «έδερνε την ανήλικη» όπως ισχυρίστηκε η μητέρα «αλλά στο ότι η μητέρα καθόλη τη διάρκεια που είχε υπό την φροντίδα της το παιδί, προσπάθησε με κάθε τρόπο να επιβάλει στο παιδί όπως απορρίψει τον πατέρα του και να μην έχει επικοινωνία μαζί του, έτσι ώστε να αποκόψει κάθε δεσμό με το παιδί του».
Το ίδιο, στο θέμα κατά πόσο υπήρξε σωματική βία από την καθής η αίτηση εναντίον της ανηλίκου, το δικαστήριο δέχθηκε αξιόπιστη τη μαρτυρία του αιτητή και της λειτουργού Ευημερίας και απέρριψε αυτή της καθής η αίτηση «ως εντελώς αναξιόπιστη». Αναφορικά με την ύπαρξη των κακώσεων λήφθηκε υπόψη και η μαρτυρία του ιατροδικαστή. Όσον αφορά τώρα τη ψυχική υγεία της καθής η αίτηση, το δικαστήριο, αφού άκουσε τις αντίθετες απόψεις των ειδικών ψυχίατρων Λούη Καριόλου Μ.Α.2, από τη μια και των Ανδρέα Καμένου, Μ.Υ3 και Γιάγκου Μικελλίδη Μ.Υ.4 από την άλλη, κατάληξε ότι κανένας από τους τρεις δεν παράθεσε αρκετά στοιχεία ούτως ώστε να μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του και εφόσον το βάρος απόδειξης ήταν στον αιτητή να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι η καθής η αίτηση είχε ψυχιατρικό πρόβλημα, ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε. Με βάση το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας κατάληξε να εγκρίνει την αίτηση με το εξής σκεπτικό:
«Καταλήγοντας είναι διαπίστωση μου ότι η μητέρα κατά τη χρονική περίοδο που είχε το παιδί κάτω από τον έλεγχο και τη φροντίδα της προσπάθησε να αποκόψει κάθε επικοινωνία και δεσμούς της Ελένης με τον πατέρα της. Για να το επιτύχει χρησιμοποίησε ψυχολογική και σωματική βία κατά της Ελένης, με αποτέλεσμα να προκληθούν ψυχολογικά τραύματα στην Ελένη. Από την 1.11.2002 που η Ελένη βρίσκεται κάτω από τη συνεχή φροντίδα του πατέρα της, η Ελένη παρουσιάζεται ήρεμη και χωρίς ψυχολογική επιβάρυνση. Με βάση αυτά τα δεδομένα κρίνω [*1026]ότι το συμφέρον και η ευημερία της ανήλικης επιτάσσει όπως η επιμέλεια του προσώπου της ανατεθεί αποκλειστικά στον πατέρα.»
Η έφεση
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση στην οποία προβάλλονται 7 λόγοι έφεσης από τους οποίους εκτός από τον πρώτο και τρίτο που αφορούν νομικό θέμα οι υπόλοιποι ουσιαστικά στρέφονται κατά ευρημάτων του δικαστηρίου μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο, το παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβηκε σε συνέντευξη με την ανήλικη. Το θέμα αυτό διέπεται από το άρθρο 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90) ως έχει τροποποιηθεί) το οποίο διαλαμβάνει ως εξής:
«Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσο η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του.»
Κύριο κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το «συμφέρον του τέκνου» όπως διαλαμβάνεται και στα εδ. (1) και (2) του άρθρου 6 αλλά και στο άρθρο 14 του ιδίου νόμου. Στην υπόθεση Χρίστος Πασιαρδής ν. Αντωνία Θεοδοσίου (2004) 1 Α.Α.Δ. 338, όπου ο ανήλικος ήταν 8 ετών το Εφετείο έκρινε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε την άποψη του παιδιού ως προς το όνομα του. Στην υπόθεση Ησαΐα Ιωαννίδη ν. Chada Ιωαννίδη κ.ά. (2002) 1 A.A.Δ. 1446, το πρωτόδικο δικαστήριο αναζήτησε τη γνώμη του παιδιού μετά που επεφύλαξε την απόφαση του για περίοδο 4 περίπου μηνών αφού επανάνοιξε για το σκοπό αυτό την υπόθεση. Το παιδί ήταν 6 χρονών και 5 μηνών.
Στη δική μας περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου. Μάλιστα για το σκοπό αυτό όρισε και συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα (30/7/03 9.00 π.μ) για να δει το παιδί στο γραφείο του. Όμως κατά την εν λόγω ημερομηνία η εφεσείουσα, ενεργώντας κατά παράβαση των οδηγιών του δικαστηρίου όπως οι γονείς παραμείνουν στον προθάλαμο του δικαστηρίου, περίμενε μαζί με άλλους συγγενείς της σε σημείο από όπου θα περνούσε το παιδί για το γραφείο του δικαστή, οπότε το παιδί βλέποντας την άρχισε να [*1027]φωνάζει και να κλαίει και να αρνείται να προχωρήσει. Αφού το δικαστήριο έλαβε υπόψη και την άποψη της λειτουργού ευημερίας ότι δε θα ήταν σωστό για τη ψυχική υγεία του παιδιού να επιχειρηθεί νέα συνέντευξη, το δικαστήριο απέφυγε τελικά να προβεί σε συνέντευξη με το εξής σκεπτικό:
«Αφού έλαβα υπόψη την πιο πάνω δήλωση της λειτουργού Ευημερίας, την δήλωση των δικηγόρων των διαδίκων όπως το Δικαστήριο μη δει το παιδί, την φύση των επίδικων θεμάτων όπως αυτά προκύπτουν από τα δικόγραφα αλλά και από την μαρτυρία, καθώς και την τρυφερή ηλικία του παιδιού, είναι μόλις 5 ετών, αποφάσισα να μην πραγματοποιήσω συνέντευξη με το παιδί, κρίνοντας ότι κάτι τέτοιο υπό τις πιο πάνω περιστάσεις δεν θα έθετε, σε καμία περίπτωση, σε κίνδυνο τα συμφέροντας του παιδιού.»
Κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να μη προβεί σε συνέντευξη αφού ληφθεί υπόψη και η μικρή ηλικία του παιδιού, ήταν ορθή. Άλλωστε το δικαστήριο αναφέρεται και σε δήλωση των δικηγόρων των διαδίκων (πράγμα που υπονοεί ότι ήταν και η γνώμη του δικηγόρου της εφεσείουσας) όπως το δικαστήριο μη δει το παιδί. Επομένως η εφεσείουσα δεν μπορεί να παραπονείται και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης όπως και οι τέταρτος, έκτος και έβδομος αφορούν ουσιαστικά παράπονο της εφεσείουσας σχετικά με ευρήματα μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας. Είναι σαφώς νομολογημένο ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653 σελ. 1668 και συνέχεια όπου γίνεται αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία).
Στη δική μας περίπτωση δεν έχει τεθεί ενώπιον μας κανένας καλός λόγος που να δείχνει ότι συντρέχει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Επομένως οι δεύτερος, τέταρτος, έκτος και έβδομος λόγοι έφεσης, απορρίπτονται.
Μένουν για εξέταση ο τρίτος και πέμπτος λόγοι. Με τον τρίτο γίνεται ισχυρισμός ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί το διάταγμα επικοινωνίας της 16/10/03 (δηλαδή το υπό έφεση) χωρίς να ακυρωθεί και ή τροποποιηθεί αυτό της 3/10/01. Ούτε στο εφετήριο, αλλ’ ούτε και στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας παρέχεται ικανο[*1028]ποιητική εξήγηση για την εν λόγω εισήγηση τους. Απλώς στο περίγραμμα παραπέμπουν στις σελ. 134 και 206 των πρακτικών. Ούτε στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη περίπτωση φαίνεται με σαφήνεια ποιο ήταν το διάταγμα του δικαστηρίου της 3/10/01 για να μπορεί ένας να καταλήξει αν το δεύτερο (επίδικο) διάταγμα δε θα μπορούσε να εκδοθεί εκτός αν ακυρώνετο ή τροποποιείτο το πρώτο. Απορρίπτεται λοιπόν και αυτός ο λόγος έφεσης.
Μένει τέλος ο πέμπτος λόγος, ότι δηλαδή το δικαστήριο έλαβε υπόψη γεγονότα μετά τις 13/12/02 που καταχωρήθηκε η αίτηση. Εκτός από απλό ισχυρισμό χωρίς να συγκεκριμενοποιείται ποιά είναι αυτή η μαρτυρία που δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, με το περίγραμμα αγόρευσης προχωρούν η πλευρά της εφεσείουσας και προβάλλουν παράπονο ότι απουσιάζει μαρτυρία αναφορικά με την διαμονή της ανηλίκου. Όμως το παράπονο αυτό είναι εκτός των λόγων έφεσης. Απορρίπτεται λοιπόν και αυτός ο λόγος.
Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Αναφορικά τώρα με την αντέφεση, το παράπονο του εφεσίβλητου είναι ότι, παρά το ότι η δική του αίτηση είχε επιτύχει και η ανταπαίτηση της καθής η αίτηση απορρίφθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο του στέρησε τα έξοδα και μάλιστα χωρίς να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία.
Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία όμως πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση ορισμένα καθιερωμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει κάποιος καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής, όπως για παράδειγμα ευθύνη του επιτυχόντα διαδίκου για την αδικαιολόγητη επιμήκυνση του χρόνου δίκης, νεοφανές νομικό σημείο κ.λ.π. (βλ. μεταξύ άλλων Talyon ν. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 777, Γιαννάκης Φιλίππου ν. Έλενας Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416, Λοφίτη ν. Δημητρίου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1402 και Χρίστος Πασιαρδής ν. Αντωνία Θεοδοσίου, ανωτέρω).
Στη δική μας περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξήγησε γιατί δεν ακολούθησε το γενικό κανόνα, με αποτέλεσμα η απόφαση για αποστέρηση των εξόδων του εφεσίβλητου-αιτητή που ήταν ο επιτυχών διάδικος, να καθίσταται αυθαίρετη. Στην προαναφερθείσα έφεση Πασιαρδής ν. Θεοδοσίου το Εφετείο επέτρεψε την αντέφεση κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να αποστερήσει [*1029]την εφεσίβλητη από τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας κατά την οποία ήταν ο επιτυχών διάδικος. Επομένως η αντέφεση επιτυγχάνει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.
Η αντέφεση επιτυγχάνει αλλά χωρίς έξοδα αφού ήδη εγκρίναμε έξοδα για την έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση σχετικά με τα έξοδα ακυρώνεται και επιδικάζονται έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας αναφορικά με την αίτηση υπέρ του εφεσίβλητου/αιτητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου. Η αντέφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα ενόψει της επιδίκασης εξόδων για την έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση σχετικά με τα έξοδα ακυρώνεται και επιδικάζονται τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας αναφορικά με την αίτηση υπέρ του εφεσίβλητου/αιτητή.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο