Σοφοκλέους Τζοάνα Πέτρου ν. Πέτρου Χαραλάμπους Σοφοκλέους (2005) 1 ΑΑΔ 1030

(2005) 1 ΑΑΔ 1030

[*1030]22 Iουλίου, 2005

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΤΖΟΑΝΑ ΠΕΤΡΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 199)

 

Οικογενειακό Δίκαιο — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Αίτηση της συζύγου για απόδοση του ½ μεριδίου της ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλου ποσοστού βασιζόμενη στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/91, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1999, Ν.58(Ι)/99 — Ο χρόνος της διάστασης είναι και το χρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να διαπιστωθεί η αξία της περιουσίας του συζύγου για να υπολογιστεί η επαύξησή της από το χρόνο που αυτή αποκτήθηκε — Αποτυχία της συζύγου να αποδείξει την αξία της περιουσίας του συζύγου κατά το χρόνο της διάστασης οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης.

Οικογενειακό Δίκαιο — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Διεκδίκηση μεριδίου από τη σύζυγο στην περιουσία του συζύγου της που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου — Μαχητό τεκμήριο του εδαφίου 2 του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε — Η σύζυγος δεν μπορούσε να το επικαλεστεί επειδή απέτυχε να αποδείξει την αξία της περιουσίας του συζύγου της κατά το χρόνο της διάστασης.

Οι διάδικοι είχαν συμβιώσει με την προοπτική του γάμου το 1977 και τέλεσαν γάμο στις 19.5.1984. Τον Νοέμβριο του 2000 επήλθε η διάσταση. Πριν την καταχώρηση αίτησης διαζυγίου και κατά τη διάρκεια της διάστασης, η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού στην οποία αξίωνε απόδοση του ½ [*1031]μεριδίου της ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλου ποσοστού βασιζόμενη στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/91 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.58(Ι)/99.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε πως η εφεσείουσα δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία για την απόδειξη της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά το χρόνο της διάστασης και αφού υπέδειξε ότι το ίδιο δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματογνώμονας για να αποτιμήσει το ενεργητικό της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά τον πιο πάνω χρόνο, κατέληξε πως είναι αδύνατη η απόδοση (τυχόν) συμβολής της εφεσείουσας, γιατί παρέμεινε άγνωστη η αξία της περιουσίας του εφεσίβλητου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τα υπόλοιπα ζητήματα στην υπόθεση και είπε πως η αποτυχία της εφεσείουσας να αποδείξει την αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου δεν της επέτρεπε να επικαλείται το μαχητό τεκμήριο που προβλέπεται στο εδάφιο 2 του Άρθρου 14 του Νόμου. Επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αιτήτρια δεν είχε καμιά συμβολή στην απόκτηση των ακινήτων, αντικείμενο της αίτησής της.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας στην ουσία τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία με πολλή επιμέλεια. Το πιο καταλυτικό στοιχείο στην υπόθεση είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε οποιαδήποτε συνεισφορά στην περιουσία του εφεσίβλητου ούτε και αποδείκτηκε καν οποιαδήποτε επαύξησή της.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 12/12/03 (Αρ.�Αίτησης 96/01) με την οποία απέρριψε την αίτησή της με την οποία αξίωνε [*1032]την απόδοση σ’ αυτήν ποσοστού μεριδίου επί της ακίνητης ιδιοκτησίας του εν διαστάσει συζύγου της επειδή απέτυχε να αποδείξει με οιονδήποτε τρόπο η ίδια ότι συνέβαλε στην αύξηση αυτή ή ότι είχε οποιαδήποτε συμβολή στην απόκτηση των ακινήτων.

N. Nεοκλέους, για την Εφεσείουσα.

Γ. Παπαζαχαρίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο στις 19.5.84. Η διάσταση επήλθε, καθώς διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τον Νοέμβριο του 2000. Πριν από την καταχώριση αίτησης διαζυγίου, και κατά τη διάρκεια της διάστασης, η εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού στην οποία αξίωνε απόδοση του ½ μεριδίου της ακίνητης ιδιοκτησίας, ή άλλου ποσοστού, η οποία συνίστατο από:

(α) το κτήμα, υπ’ αριθμόν εγγραφής 20112μ Φ/Σχ. LIII/40 τεμάχιο 138 στο χωριό Αγία Φύλα

(β) το κτήμα, που δεν καθοριζόταν με τα κτηματολογικά του στοιχεία, στο χωριό Αρμενοχώρι και

(γ) (εδώ παραθέτουμε την αξίωση όπως διατυπώνεται στην αίτηση) «πιθανότατα και άλλη περιουσία στην Πάφο η οποία αγοράστηκε τα τελευταία χρόνια αλλά ούτε γι΄αυτό έχει στοιχεία η αιτήτρια».

Η αξίωση της αιτήτριας, εφεσείουσας ενώπιον μας, βασίζεται στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/91όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ρυθμίσεως των  Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1999, Ν.58(Ι)/99. Οι διάδικοι παρουσίασαν στην πρωτόδικη διαδικασία τη μαρτυρία που διέθεταν, η μεν εφεσείουσα για να αποδείξει την απαίτηση  της, και ο εφεσίβλητος για να την αντικρούσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στην εμπεριστατωμένη απόφαση του στο νόμο και τη νομολογία που άπτεται των νομικών ζητημάτων που εγείρονταν ενώπιον του, και εξέτασε στη συνέχεια τη μαρτυρία και προέβη στις διαπιστώσεις του, οι οποίες θα έπρεπε να υπαχθούν στο νόμο. Συγκεκριμένα, ο δικαστής επισημαίνει τον ορισμό του όρου «περιουσία», όπως προβλέπεται στο νόμο δηλαδή: «την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το [*1033]γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιονδήποτε από τους συζύγους».  Ακολούθως, αναφέρεται στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ.179, στην οποία εξηγείται η πιο πάνω πρόνοια του νόμου και το βασικό στοιχείο, η απόδειξη δηλαδή από τον αιτούντα πως συνέβαλε  με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας του ή της αντιδίκου συζύγου.  Η αύξηση της περιουσίας υπολογίζεται στη βάση της διαφοράς της αξίας της κατά το χρόνο του διαζυγίου ή της διάστασης και της αξίας που είχε όταν αποκτήθηκε.  Στη διαπίστωση αυτής της αξίας λαμβάνονται βεβαίως υπόψη και οι οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφαση του, και αξιολογεί με πολλή επιμέλεια, τη μαρτυρία που προσκομίστηκε και καταλήγει στις πιο κάτω διαπιστώσεις, που, κατά τη γνώμη μας δεν επιδέχονται οποιασδήποτε δικής μας παρέμβασης. Σύμφωνα με το δικάσαν Δικαστήριο το πρώτο ακίνητο αποκτήθηκε πριν από το γάμο αλλά με την προοπτική του γάμου. Οι διάδικοι είχαν συμβιώσει με την προοπτική του γάμου το 1977. Ο εφεσίβλητος δεν είχε οποιαδήποτε περιουσία πριν από το 1977. Η διάσταση επήλθε, όπως είπαμε πιο πριν, σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, το Νιόβρη του 2000. Αυτό, επομένως, είναι και το χρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να διαπιστωθεί η αξία της περιουσίας του εφεσίβλητου, για να υπολογιστεί η επαύξηση της, αν υπήρξε, από το 1977 που αποκτήθηκε το πρώτο ακίνητο. Ήταν παραδεκτό γεγονός πως στο ακίνητο αυτό ανηγέρθηκαν δύο κατοικίες, μια ισόγεια και μια ανώγεια, η τελευταία αποπερατώθηκε το 1991. Η ανέγερση των κατοικιών έγινε με δάνειο που εξασφάλισε ο εφεσίβλητος από τράπεζες, που ανέρχονταν σε ποσό άνω των £52.000 ενώ, χρωστούσε και £10.000 στον φόρο εισοδήματος.

Στις πιο κρίσιμες διαπιστώσεις του, στη βάση της μαρτυρίας, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο πως η εφεσείουσα δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία για την απόδειξη της αξίας της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά το χρόνο της διάστασης, η οποία, και ως εκ τούτου παραμένει άγνωστη. Ορθά δε υπέδειξε το Δικαστήριο πως δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματογνώμονας για να αποτιμήσει το ενεργητικό της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά τον πιο πάνω χρόνο. Επί του προκειμένου ο πρωτόδικος δικαστής λέει τα εξής στην απόφαση του:

«Εγείρεται, άλλωστε, ζήτημα ποιά περιουσιακά στοιχεία συνθέτουν το ενεργητικό της περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση. Σίγουρα δε συνυπολογίζεται «η άλλη περιουσία» για την οποία δεν [*1034]δόθηκε μαρτυρία. Σίγουρα δε συνυπολογίζεται το αγνώστου ταυτότητος δεύτερο ακίνητο. Εναπομένει το πρώτο ακίνητο. Τα κτηματολογικά δεδομένα του δεν είναι πλήρη. Είναι άγνωστη η έκτασή του. Είναι άγνωστο το μέρος που αποξενώθηκε. Είναι άγνωστο το συμφέρον του Καθ’ ου η αίτηση σ’ αυτό. Είναι άγνωστο αν το τελευταίο μέρος είναι διαιρετό.

Είναι αδύνατη η απόδοση οποιασδήποτε (τυχόν) συμβολής της Αιτήτριας, γιατί παρέμεινε άγνωστη η αξία της περιουσίας του.»

Για τους σκοπούς της έφεσης το ζήτημα τελειώνει εδώ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προχώρησε και εξέτασε και τα υπόλοιπα ζητήματα στην υπόθεση, ώστε να τεθεί ενώπιον του εφετείου ολοκληρωμένη η κρίση του. Είπε, πολύ ορθά, πως η αποτυχία της εφεσείουσας να αποδείξει την αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου δεν της επέτρεπε να επικαλείται το μαχητό τεκμήριο, που προβλέπεται στο εδάφιο 2 του άρθρου 14 του νόμου. Επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αιτήτρια δεν είχε καμιά συμβολή στην απόκτηση των ακινήτων, αντικείμενο της αίτησης της.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή τους λόγους έφεσης, το περιεχόμενο αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας, ο οποίος είχε την ευκαιρία να το αναπτύξει και δια ζώσης ενώπιον μας. Στην ουσία προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, και την οποία, όπως είπαμε πιο πριν, αξιολόγησε το Δικαστήριο με πολλή επιμέλεια. Επαναλαμβάνουμε, χωρίς να ιεραρχούμε τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που παραθέσαμε πιο πάνω, πως το πιο καταλυτικό στοιχείο στην υπόθεση είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε οποιαδήποτε συνεισφορά στην περιουσία του εφεσίβλητου, και να επαναλάβουμε πως δεν αποδείκτηκε καν οποιαδήποτε επαύξηση της, για τους λόγους που εξηγούμε πιο πάνω.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο