Ovakimyan Igor ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 ΑΑΔ 1119

(2005) 1 ΑΑΔ 1119

[*1119]19 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

IGOR OVAKIMYAN,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 266/2005)

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως ― Προϋποθέσεις εγκυρότητος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως ― Ο περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμος του 2004 (Ν. 133 (Ι) / 2004) ― Ερμηνεία του όρου – «δικαστική αρχή» ή «δικαστικές αρχές» ― Κατά πόσο περιλαμβάνει και τους δημόσιους κατηγόρους.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε απόφαση για την εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, το οποίο εκδόθηκε από τις Ολλανδικές Αρχές εναντίον του εφεσείοντος, αφού είχε ικανοποιηθεί από τη δικηγόρο που εμφανίστηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου, ότι είχαν αποδειχθεί επαρκώς όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004 (Ν. 133 (Ι)/ 2004 – ο Νόμος).

Η έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικεντρώθηκε στην αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκαν οι ακόλουθες εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος:

α)   Η ανάθεση από πλευράς Ολλανδίας της αρμοδιότητας για έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και σε δημόσιους κατηγόρους, εκφεύγει των πλαισίων της “απόφασης – πλαίσιο” και του Νόμου. Επομένως, το αντίγραφο με τίτλο Ευρωπαϊκό [*1120]Ένταλμα Συλλήψεως, στην Αγγλική γλώσσα, Τεκμ. 2Δ, δεν αποτελούσε έγκυρο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως ώστε να εγείρεται ζήτημα έκδοσης απόφασης για την εκτέλεση του.

β)   Το τεκμήριο 2Δ ήταν απλώς ένα φωτοαντίγραφο για το οποίο δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι ήταν πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου και επίσης υπογραφόταν από πρόσωπο άλλο από τον εκδότη ενώ, ταυτόχρονα ήταν και δυσανάγνωστο.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος αναφέρθηκε στα Άρθρα 5 και 6 του προοιμίου της “απόφασης – πλαίσιο” και στο Άρθρο 6 της “απόφασης – πλαίσιο”, όπως επίσης στα Άρθρα 3, 4(γ) και 6 του Νόμου, όπου γίνεται επανειλημμένα λόγος σε “δικαστική αρχή” ή “ δικαστικές αρχές” και υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάταξη των δημόσιων κατηγόρων της Ολλανδίας στις “δικαστικές αρχές”.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 6 του Νόμου δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπό εξέταση περίπτωση.

2.  Η αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως μπορεί να είναι δικαστικοί μπορεί, όμως να είναι και δημόσιοι κατήγοροι, δικαστικοί ποινικοί ανακριτές ή ενδεχομένως και άλλοι.

3.  Στο σύγγραμμα Tasks and Powers of the Prosecution Services in the EU Member States, του Petez J. P. Tak, (2004) αναφέρεται ότι, κατά το νομικό σύστημα της Ολλανδίας, η υπηρεσία δημόσιων κατηγόρων, αν και λειτουργεί υπό την ευθύνη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αποτελεί μέρος της δικαστικής εξουσίας.

4.  Από την προσαχθείσα από τον εφεσίβλητο μαρτυρία προκύπτει ότι η όλη διαδικασία, διοικητική και δικαστική, λειτούργησε εύλογα μέσα στο πνεύμα του Άρθρου 10 (4) (5) της “απόφασης πλαίσιο” και των Άρθρων 4 και 8 (4) (5) του Νόμου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 8/9/05 (Αρ. Αγωγής 1/05) με [*1121]την οποία έκρινε ότι δε συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος μη εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψής του, το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον του από τις Ολλανδικές Αρχές στις 5/8/05, και αποφάσισε όπως αυτό εκτελεστεί και ο εφεσείων παραδοθεί στις Ολλανδικές Αρχές.

E. Ευσταθίου με Ε. Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 19.8.2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε προσωρινό ένταλμα συλλήψεως εναντίον του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα την προσωρινή του σύλληψη, εν αναμονή της λήψης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεώς του το οποίο, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, είχε εκδοθεί εναντίον του από τις Ολλανδικές Αρχές, στις 5.8.2005. Το προσωρινό ένταλμα συλλήψεως εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16(4) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(Ι)/2004 – ο Νόμος).

Την 21.8.2005, με την παρουσίαση του σχετικού πιστοποιητικού της Κεντρικής Αρχής, το Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως του εφεσείοντος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16(2) του Νόμου. Την επομένη, 22.8.2005, ο εφεσείων οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με αίτημα, από πλευράς του εφεσιβλήτου, την έκδοση απόφασης για την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και την παράδοση του εφεσείοντος στις Ολλανδικές Αρχές.

Με την έναρξη της ακρόασης συμφωνήθηκαν, με την έγκριση του Δικαστηρίου, ως παραδεκτά γεγονότα, τα εξής:

“Η γυναίκα-αστυφύλακας 234 Άρτεμις Παναγίδου απετάθη σε Επαρχιακό Δικαστή στις 21/8/05 για την έκδοση Εντάλματος Σύλληψης το οποίο εξεδόθη και εκτελέστηκε από τον Αναπληρωτή Λοχία 1302 Ανδρέα Χρίστου την ίδια μέρα εναντίον του εκζητουμένου από τις Ολλανδικές Αρχές Igor Ovakimyan.

[*1122]

Η αρμόδια αρχή έκδοσης των Ολλανδικών αρχών που αφορά το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης είναι όλοι οι δημόσιοι κατήγοροι στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας ή όλοι οι Δικαστές (Magistrates) οι οποίοι έχουν αρμοδιότητα εκδίκασης ποινικών υποθέσεων στο Άμστερνταμ και ή οι Επαρχιακοί Δικαστές στο Άμστερνταμ.”

Ακολούθως, ο εφεσίβλητος κάλεσε τρεις μάρτυρες. Τον αστυφύλακα 633 Νίκο Πιτσιλλή, την Αννίτα Μιχαήλ, υπάλληλο στο Ποινικό Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, και την Έλλη Κανάρη-Μορφάκη, Διοικητικό Λειτουργό Α στην Μονάδα Διεθνούς Νομικής Συνεργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ως Κεντρικής Αρχής, δυνάμει του άρθρου 16(1) του Νόμου.

Ο αστυφύλακας 633 Νίκος Πιτσιλλής παρουσίασε στο Δικαστήριο το ένταλμα συλλήψεως (Τεκμ. 1Α), τον όρκο δυνάμει του οποίου εξεδόθη (Τεκμ. 1Β), το μήνυμα της Interpol Χάγης προς την Interpol Κύπρου (Τεκμ. 1Γ), αντίγραφο εγγράφου με τίτλο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως, στην Αγγλική γλώσσα, (Τεκμ. 1Δ), αντίγραφο συνοδευτικής επιστολής προς την Interpol Λευκωσίας (Τεκμ. 1Ε), αντίγραφο Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, στην Ολλανδική γλώσσα, (Τεκμ. 1ΣΤ) και αντίγραφο πιστοποιητικού της Κεντρικής Αρχής δυνάμει του άρθρου 16(1) του Νόμου (Τεκμ. 1Ζ).

Η Αννίτα Μιχαήλ παρουσίασε στο Δικαστήριο τα Τεκμ. 2Α έως 2Ζ, τα οποία είναι τα ίδια έγγραφα με αυτά των Τεκμ. 1Α έως 1Ζ, με μόνη διαφορά ότι το Τεκμ. 2Ζ είναι το πρωτότυπο του πιστοποιητικού δυνάμει του άρθρου 16(1) του Νόμου.

Η Έλλη Κανάρη-Μορφάκη, αφού αναγνώρισε τα Τεκμ. 2Γ έως 2Ζ, δήλωσε ότι τα Τεκμ. 2Γ, 2Δ, 2Ε και 2ΣΤ αποστάληκαν στο γραφείο της μέσω τηλεμοιοτύπου από την Interpol Λευκωσίας. Οι Ολλανδικές Αρχές δεν της απέστειλαν τα πρωτότυπα. Τούτο, είπε, είναι σύνηθες φαινόμενο και αποβλέπει στη σύντμηση των διαδικασιών και την ταχύτητα εκτέλεσης των ενταλμάτων στηρίζεται δε στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαστικών αρχών των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποτελεί και τη φιλοσοφία της “απόφασης-πλαίσιο” του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13.6.2002, αναφορικά με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως. Προτού εκδώσει το πιστοποιητικό Τεκμ. 2Ζ, έλεγξε κατά πόσο τηρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Νόμου και πείσθηκε ότι, πράγματι, τηρούνταν. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις [*1123]πρόνοιες της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με το οποίο στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως πρέπει να γίνεται “μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής”, έλεγξε τις σχετικές δηλώσεις της Ολλανδίας και διαπίστωσε ότι, ως αρμόδια δικαστική αρχή στην Ολλανδία για την έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, καθορίζονται και όλοι οι εκεί δημόσιοι κατήγοροι. Αντεξεταζόμενη, η μάρτυς ανέφερε ότι το Τεκμ. 2Γ, δηλαδή το μήνυμα της Interpol Χάγης προς την Interpol Κύπρου, το θεώρησε ως διαβιβαστικό έγγραφο και δεν το έλαβε υπόψη κατά την έκδοση του πιστοποιητικού, Τεκμ. 2Ζ. Έλαβε υπόψη της το περιεχόμενο του Τεκμ. 2Δ, δηλαδή του αντίγραφου με τίτλο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως, στην Αγγλική γλώσσα, το οποίο έλαβε στις 19.8.2005, όπως και το Τεκμ. 2ΣΤ. Βεβαιώθηκε για τη γνησιότητα του Τεκμ. 2Δ, αφού επικοινώνησε με το δημόσιο κατήγορο H. Dijkstra, στα γραφεία δημόσιων κατηγόρων της πόλης Zwolle της Ολλανδίας. Το Τεκμ. 2Δ φέρεται να εκδόθηκε από το δημόσιο κατήγορο T.M.L. Wolters, όμως, υπογράφηκε, αντ’ αυτού, από τον H. Dijkstra, όπως της ανέφερε και ο ίδιος από τηλεφώνου αλλά και γραπτώς με το Τεκμ. 4 που της απέστειλε και όπου το επισύναψε. Σε ερώτηση κατά πόσο είναι δυνατό ένας δημόσιος κατήγορος να εκδώσει Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως και άλλος να το υπογράψει, απάντησε ότι δε γνωρίζει την εσωτερική νομοθεσία της Ολλανδίας. Η διεύθυνση του H. Dijkstra, με βάση τα έγγραφα που της απέστειλε εις απάντηση των διευκρινήσεων που του ζήτησε, είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του T.M.L. Wolters, η οποία αναφέρεται στο Τεκμ. 2Δ, ως επίσης και τα ίδια τηλέφωνα. Εξόσων είχε αντιληφθεί, το Τεκμ. 2ΣΤ ήταν το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως στα Ολλανδικά και ήταν υπογραμμένο από τον T.M.L. Wolters, ενώ το Τεκμ. 2Δ ήταν η μετάφρασή του στα Αγγλικά και ήταν υπογραμμένο από τον H. Dijkstra εκ μέρους του T.M.L. Wolters. Η μάρτυς δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τι επακριβώς αναγραφόταν στο Τεκμ. 2ΣΤ, παρατήρησε, όμως, ότι τόσο αυτό όσο και το Τεκμ. 2Δ φαίνονταν να είχαν εκδοθεί από την ίδια Αρχή στην ίδια διεύθυνση. Εν πάση περιπτώσει, εξέδωσε το πιστοποιητικό Τεκμ. 2Ζ, στηριζόμενη στα όσα αναφέρονται στο Τεκμ. 2Δ.

Αγορεύοντας, η δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους του εφεσιβλήτου, αφού αναφέρθηκε στα παραδεκτά γεγονότα, στη μαρτυρία, στην “απόφαση-πλαίσιο” και στο Νόμο, εισηγήθηκε ότι είχαν αποδειχθεί επαρκώς όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση απόφασης για την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως.

Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντος. Με ανα[*1124]φορά σε διάφορες πρόνοιες της “απόφασης-πλαίσιο” και του Νόμου, υποστήριξε ότι η όλη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως αποτελεί σύστημα παράδοσης εκζητουμένων μεταξύ δικαστικών αρχών και όχι μεταξύ εισαγγελικών και δικαστικών αρχών και, επομένως, η ανάθεση από πλευράς Ολλανδίας της αρμοδιότητος για έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και σε δημόσιους κατήγορους, εκφεύγει των πλαισίων της “απόφασης-πλαίσιο” και του Νόμου. Συνακόλουθα, το Τεκμ. 2Δ δεν αποτελούσε έγκυρο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως ώστε να εγείρεται ζήτημα έκδοσης απόφασης για την εκτέλεσή του. Πρόσθετα, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το Τεκμ. 2Δ ήταν απλώς ένα φωτοαντίγραφο για το οποίο δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ήταν πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Επιπλέον, το Τεκμ. 2Δ υπογραφόταν από πρόσωπο άλλο από τον εκδότη ενώ, ταυτόχρονα, ήταν και δυσανάγνωστο. Δεν υπήρχε, επομένως, και γι’ αυτούς τους λόγους, έγκυρο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Με αποτέλεσμα και πάλι να μην εγείρεται ζήτημα απόφασης για την εκτέλεσή του ή μη.

Το Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος. Αφού αναφέρθηκε στην έννοια και το σκοπό των “αποφάσεων-πλαίσιο”, τονίζοντας, ιδιαίτερα, ότι αυτές δεσμεύουν τα κράτη-μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών την επιλογή του τύπου και των μέσων, έκρινε ότι το γεγονός ότι, στην Ολλανδία, αρμόδια αρχή έκδοσης Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Συλλήψεως είναι και όλοι οι δημόσιοι κατήγοροι, δεν εκφεύγει των προνοιών του άρθρου 6 της σχετικής “απόφασης-πλαίσιο”. Περαιτέρω, αναφερόμενος στη δεύτερη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, σχετικά με το Τεκμ. 2Δ, αφού παρέπεμψε στις πρόνοιες του άρθρου 10(4)(5) της “απόφασης-πλαίσιο” και στο αντίστοιχο παρόμοιο άρθρο 8(4)(5) του Νόμου, όπως και στη μαρτυρία της Έλλης Κανάρη-Μορφάκη, έκρινε ότι ενώπιόν του είχε καθόλα έγκυρο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως των αρμόδιων Ολλανδικών Αρχών. Συνακόλουθα, αφού εξέτασε το ζήτημα της εκτέλεσής του ή μη και έκρινε ότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος είτε υποχρεωτικής είτε προαιρετικής μη εκτέλεσής του, αποφάσισε όπως αυτό εκτελεστεί, ο δε εφεσείων παραδοθεί στις Ολλανδικές Αρχές.

Η ενώπιόν μας έφεση επικεντρώθηκε στην αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκαν οι δύο εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος.

Αναφορικά με την πρώτη εισήγηση, ο δικηγόρος του εφεσείο[*1125]ντος, με αναφορά στα άρθρα 5 και 6 του προοιμίου της “απόφασης-πλαίσιο” και στο άρθρο 6 της “απόφασης-πλαίσιο”, όπως επίσης στα άρθρα 3, 4(γ) και 6 του Νόμου, όπου γίνεται επανειλημμένα λόγος σε “δικαστική αρχή” ή “δικαστικές αρχές” ή “δικαστική συνεργασία”, υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάταξη των δημόσιων κατηγόρων της Ολλανδίας στις “δικαστικές αρχές”. Αναφερόμενος, ιδιαίτερα, στο άρθρο 6 της “απόφασης-πλαίσιο”, υποστήριξε ότι η παραπομπή στο δίκαιο των κρατών-μελών αφορά απλώς στον καθορισμό του ποια “δικαστική αρχή” του κράτους-μέλους είναι αρμόδια για την έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και όχι στον καθορισμό του ποια “αρχή” είναι αρμόδια “δικαστική αρχή” για την έκδοση τέτοιου εντάλματος.

Η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντος δε μας βρίσκει σύμφωνους.

Όσον αφορά το άρθρο 6 του Νόμου, παρατηρούμε ότι αυτό δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την περίπτωση που εξετάζουμε. Το άρθρο 6, όπως και ολόκληρο το “Μέρος Δεύτερο” του Νόμου, αναφέρεται στην έκδοση κλπ. Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Η περίπτωση που εξετάζουμε αφορά την εκτέλεση στη Δημοκρατία Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως που εκδόθηκε από τη δικαστική αρχή άλλου κράτους-μέλους, όπως προβλέπεται στο “Μέρος Τρίτο” του ίδιου Νόμου. Τούτου δοθέντος, συμφωνούμε ότι στα άρθρα 5 και 6 του προοιμίου της “απόφασης-πλαίσιο”, όπως επίσης στα άρθρα 3 και 4(γ) του Νόμου γίνεται επανειλημμένα λόγος για “δικαστική αρχή” ή “δικαστικές αρχές” ή “δικαστική συνεργασία”. Το άρθρο 6, όμως, της “απόφασης-πλαίσιο” δεν επιδέχεται την ερμηνεία που εισηγείται ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

“Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών

1.  Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.  Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

3.  Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του [*1126]Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.”

Έχουμε την άποψη ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου αυτού είναι ότι, η παραπομπή στο δίκαιο των κρατών-μελών αφορά στον καθορισμό όχι μόνο του ποια “δικαστική αρχή” του κράτους-μέλους είναι αρμόδια για την έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, αλλά και στον καθορισμό του ποια “αρχή” είναι αρμόδια “δικαστική αρχή” για την έκδοση τέτοιου εντάλματος. Η δικαστική αυτή αρχή μπορεί να είναι δικαστικοί μπορεί, όμως, να είναι και δημόσιοι κατήγοροι, δικαστικοί ποινικοί ανακριτές ή, ενδεχομένως, και άλλοι. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Handbook on the European Arrest Warrant, του Judge Rob Blekxtoon και Wouter van Ballegooij, (2004), στη σελίδα 243, στο οποίο μας παρέπεμψε η εκπρόσωπος του εφεσιβλήτου και στο οποίο παρατίθεται και ερμηνεύεται το άρθρο 6(1) της “απόφασης-πλαίσιο”:

“Article 6

Determination of the competent judicial authorities

(1) The issuing judicial authority shall be the judicial authority of the issuing Member State which is competent to issue a European arrest warrant by virtue of the law of that State.

It is up to the various national legal systems to designate the issuing authorities in question. They  may be public prosecutors, (investigating) judges, and possibly, for example in the UK, specific Police departments.”

Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής υποστηρίζεται και από το ακόλουθο απόσπασμα από την Έκθεση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23.2.2005, βάσει του άρθρου 34 της “απόφασης-πλαίσιο”:

“Η παράδοση καταζητούμενων ατόμων μεταξύ κρατών μελών, κατ’ εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου (άρθρο 1-1), είναι πλέον μια διαδικασία που διενεργείται εξ ολοκλήρου μεταξύ δικαστικών αρχών. Αυτό αποδεικνύεται για παράδειγμα από το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών μελών επιτρέπει την άμεση επαφή μεταξύ των δικαστικών αρχών, κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας (άρθρα 9-1, 15 και 23). Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη έχουν ορίσει μια εκτελεστική αρχή ως αρμόδια δικαστική αρχή εν όλω (άρθρο 6/ DK) ή εν μέρει (ΕΕ, LV, LT, FI, [*1127]SE).”

Στο σύγγραμμα Tasks and Powers of the Prosecution Services in the EU Member States, του Peter J.P. Tak, (2004), στη σελίδα 364, αναφέρεται ότι, κατά το νομικό σύστημα της Ολλανδίας, η υπηρεσία δημόσιων κατηγόρων, αν και λειτουργεί υπό την ευθύνη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αποτελεί μέρος της δικαστικής εξουσίας.

Αναφορικά με τη δεύτερη εισήγηση, ο δικηγόρος του εφεσείοντος, με αναφορά στο άρθρο 4 του Νόμου, και στα Τεκμ. 2Γ, 2Δ και 2ΣΤ, υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στο Τεκμ. 2Γ και στη συνημμένη μετάφραση στα Αγγλικά του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, εφόσον αυτό προοριζόταν αποκλειστικά για αστυνομική χρήση, εσφαλμένα στηρίχθηκε στο Τεκμ. 2Δ, διότι αυτό ήταν απλώς ένα φωτοαντίγραφο, για το οποίο δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ήταν πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου, υπογραφόταν από πρόσωπο άλλο από τον εκδότη, ήταν δυσανάγνωστο, δεν προσκομίστηκε δε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι συνιστούσε πιστή μετάφραση του Ολλανδικού Τεκμ. ΣΤ.

Ούτε αυτή η θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Το άρθρο 10(4)(5) της “απόφασης-πλαίσιο” έχει ως εξής:

“4. Η δικαστική αρχή έκδοσης εντάλματος μπορεί να διαβιβάζει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με οποιοδήποτε ασφαλές μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, υπό όρους που επιτρέπουν στο κράτος μέλος εκτέλεσης να εξακριβώσει τη γνησιότητα της διαβίβασης.

5. Όλες οι δυσχέρειες σχετικά με τη διαβίβαση ή τη γνησιότητα οποιουδήποτε εγγράφου που απαιτείται για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ρυθμίζονται με απευθείας επαφές μεταξύ των ενδιαφερόμενων δικαστικών αρχών ή, ενδεχομένως, με την παρέμβαση των κεντρικών αρχών των κρατών μελών.”

Παρόμοιες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 8(4)(5) του Νόμου. Είναι, επομένως, πρόδηλο ότι η χρήση τηλεμοιοτύπου για τη διαβίβαση Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Συλλήψεως ή άλλων συναφών εγγράφων είναι καθόλα επιτρεπτή. Η Έλλη Κανάρη-Μορφάκη ανέφερε στη μαρτυρία της ότι το Τεκμ. 2Δ, το οποίο, σημειώνουμε, δεν είναι δυσανάγνωστο, της αποστάληκε μέσω τηλεμοιοτύπου ευθέως από το δημόσιο κατήγορο H. Dijkstra ως η πιστή μετάφραση [*1128]στην Αγγλική γλώσσα του Ολλανδικού Τεκμ. 2ΣΤ. Αυτό αναφέρεται και στην επιστολή του H. Dijkstra προς την κα Έλλη Κανάρη-Μορφάκη, Τεκμ. 4, με την οποία, επίσης, τη διαβεβαιώνει ότι το Τεκμ. 2Δ είναι κατά 100% το ίδιο με εκείνο που αποστάληκε στην Interpol Κύπρου, συνημμένο στο Τεκμ. 2Γ, το υπογράφει δε ο ίδιος. Δεν στηρίχθηκε, επομένως, η Έλλη Κανάρη-Μορφάκη ούτε βέβαια το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο Τεκμ. 2Γ ή στη συνημμένη σ’ αυτό μετάφραση του εντάλματος στα Αγγλικά. Όσον αφορά το ότι το Τεκμ. 2Δ υπογράφεται από πρόσωπο άλλο από τον εκδότη, θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό είναι άνευ σημασίας, εφόσον και ο H. Dijkstra είναι δημόσιος κατήγορος, υπηρετεί δε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Έλλης Κανάρη-Μορφάκη, στην ίδια με τον T.M.L. Wolters υπηρεσία δημόσιων κατήγορων της Ολλανδίας. Περαιτέρω, θεωρούμε ότι, ενόψει και πάλι της μαρτυρίας της Έλλης Κανάρη-Μορφάκη, αναφορικά με τις επαφές της, τηλεφωνικές και γραπτές, με τις αρμόδιες Ολλανδικές Αρχές, η προσκόμιση από τον εφεσίβλητο οποιασδήποτε μαρτυρίας είτε ότι το Τεκμ. 2Δ ήταν πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου είτε ότι αυτό ήταν πιστή μετάφραση του Τεκμ. 2ΣΤ, δεν ήταν αναγκαία. Η όλη διαδικασία, διοικητική και δικαστική, λειτούργησε εύλογα μέσα στο πνεύμα του άρθρου 10(4)(5) της “απόφασης-πλαίσιο” και των άρθρων 4 και 8(4)(5) του Νόμου.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο