Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. και Άλλοι (Αρ. 2) (2005) 1 ΑΑΔ 1178

(2005) 1 ΑΑΔ 1178

[*1178]23 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, (2) EUROLIFE LTD, (3) ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, (4) CISCO LTD, (5) ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ (ΑΡ. 2)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 4.7.2005 ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΧΘΗ ΣΤΙΣ 5.7.2005 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 5053/2005,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 5.7.2005 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 5053/2005 ΣΤΗΝ EX-PARTE ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ/ΑΙΤΗΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΜΕΡ. 5.7.2005,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 27.7.2005 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 5053/2005.

(Αίτηση Αρ. 73/2005)

 

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος κατά παράβαση του Άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 σε σχέση με το θέμα της εγγύησης, ακυρώθηκε με ένταλμα Certiorari για υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη και ως αποτέλε[*1180]σμα διαταγμάτων Δικαστηρίου που εξεδόθησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του νόμου.

Λέξεις και Φράσεις ― “Recognizance” ή “recognisance” στο Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ― Αντικείμενο της “recognizance” είναι η εξασφάλιση της εκτέλεσης κάποιας πράξης από το πρόσωπο που την υπογράφει.

Εταιρείες ― Αρχή εταιρικού δικαίου ότι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης έχουν ξεχωριστή νομική οντότητα και προσωπικότητα από τους μετόχους, διευθυντές ή διευθύνοντες συμβούλους τους ―  Η παροχή εγγύησης από διευθυντή εταιρείας υπό την ιδιότητα του αυτή, κατά την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, δεν ικανοποιεί την πρόνοια του Άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου για παροχή προσωπικής εγγύησης από τον ενάγοντα.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Προγενέστερη διαδικασία για έκδοση προνομιακού εντάλματος και καταχώρηση έφεσης σε μεταγενέστερο στάδιο ― Κατά πόσο η διαδικασία για έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστούσε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας.

Στις 4/7/2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε μετά από μονομερή αίτηση, προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγόρευσε στους εναγομένους – αιτητές στην παρούσα διαδικασία ( οι αιτητές) να διαθέσουν, ενεχυριάσουν, υποθηκεύσουν ή επιβαρύνουν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο τις μετοχές που κατέχουν στην εταιρεία Universal Life Insurance Public Co Ltd μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου. Παρά το ότι η αίτηση ήταν μονομερής, εμφανίστηκε δικηγόρος για τους αιτητές. Το παρεμπίπτον διάταγμα εκδόθηκε υπό τον όρο ότι ο ενάγων – καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία (ο καθ’ ου η αίτηση) θα υπέγραφε εγγύηση ύψους £300,000-.

Στις 5/7/2005 μετά από μονομερή αίτηση του καθ’ ου η αίτηση, αναφορικά με την οποία δεν δόθηκαν οδηγίες για επίδοση, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε όπως η εγγύηση μπορούσε να δοθεί από τον ενάγοντα ή την εταιρεία Magnum Investments Ltd,εκ μέρους του. Ο ενάγων – καθ’ ου η αίτηση υπό την ιδιότητα του Διευθυντή της πιο πάνω εταιρείας υπέγραψε την εγγύηση για το ποσό των £300,000.- Το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε στις 4/7/2005 συντάχθηκε στις 5/7/2005 και σ’ αυτό αναγράφεται ότι κατατέθηκε εγγύηση ύψους £300,000 από τον καθ’ ου η αίτηση. Στην συνέχεια έγινε ακροαματική διαδικασία, ακούστηκαν οι δύο πλευρές ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 27/7/2005 με την οποία οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε στις [*1181]4/7/2005.

Με την αίτηση που καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν άδειας, οι αιτητές ζήτησαν την ακύρωση των ενδιάμεσων αποφάσεων και/ή διαταγμάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εκδόθηκαν στις 4/7/2005, 5/7/2005, και 27/7/2005, για τους ακόλουθους λόγους:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) υπερέβη τη δικαιοδοσία του και ενέργησε κατά παράβαση του Άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 σε σχέση με το θέμα της εγγύησης (β) ενήργησε με πλάνη ως προς το Νόμο εγκρίνοντας μονομερώς, στις 5/7/2005, την αίτηση του καθ’ ου η αίτηση παρά το γεγονός ότι στις 4/7/2005 είχε εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους των αιτητών, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ακόμα οι αιτητές ισχυρίζονται πως η οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε στις 4/7/2005 με την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 27/7/2005 πάσχει, καθότι είναι αποτέλεσμα διαταγμάτων δικαστηρίου που εξεδόθησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του νόμου.

Ο ενάγων - καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση. Στην ένορκη δήλωση που τη συνόδευε υποστήριξε ότι:

(α) Η εταιρεία Magnum Investments Ltd είναι οικογενειακή εταιρεία του ενάγοντα, ο ενάγοντας υπέγραψε υπό την ιδιότητα του Διευθυντή της εταιρείας εκείνης και επομένως η εγγύηση που δόθηκε από την προαναφερόμενη εταιρεία εκ μέρους του ενάγοντα είναι ως εάν να την έδωσε ο ίδιος ο ενάγοντας.

(β) Όταν παρουσιάστηκε η μονομερής αίτηση του ενάγοντα ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, στις 5/7/2005, οι εναγόμενοι - αιτητές στην παρούσα διαδικασία δεν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα επιδόσεως ή ειδοποιήσεως διότι δεν ήσαν μέχρι τότε διάδικοι.

(γ) Οι εναγόμενοι - αιτητές γνώριζαν εξ αρχής για το μονομερές διάταγμα τροποποιήσεως της εγγυήσεως και δια του δικηγόρου τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν έθεταν τέτοιο θέμα.

(δ) Οι εναγόμενοι - αιτητές είναι υπόλογοι καθυστέρησης.

(ε) Οι εναγόμενοι - αιτητές είναι υπόλογοι για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας καθότι μετά την καταχώρηση αιτήσεως για προνομιακό ένταλμα Certiorari και μετά την παροχή αδείας για καταχώρηση τέτοιας αίτησης, στις 4/8/2005 καταχώρησαν έφεση εναντίον της [*1182]προαναφερόμενης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 27/7/2005 με την οποία ζητούν ουσιαστικά την ίδια θεραπεία όπως και με το προνομιακό ένταλμα, δηλαδή την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου.

(στ) Οι εναγόμενοι - αιτητές δεν απέδειξαν ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις για επίκληση της παρούσας διαδικασίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μετάφραση των λέξεων “to enter into a recognizance” στο Αγγλικό κείμενο του Άρθρου 9 (2) του Κεφ. 6 με τις λέξεις «όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση» η οποία υπάρχει στο ελληνικό κείμενο – μετάφραση του, δεν εμπεριέχει οποιοδήποτε λάθος και η ελληνική μετάφραση αποδίδει πλήρως την έννοια του αυθεντικού αγγλικού κειμένου. Η περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση καθώς και η εισήγηση ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να βασιστεί στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο και όχι στην ελληνική μετάφραση, δεν ευσταθεί.

2.  Η θέση πως η υπογραφή της ανάληψης υποχρεώσεως που δόθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση εκ μέρους της πιο πάνω εταιρείας, είναι ταυτόσημη με την ανάληψη προσωπικής υποχρεώσεως από τον ίδιο τον καθ’ ου η αίτηση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει της αρχής του εταιρικού δικαίου ότι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης έχουν ξεχωριστή νομική οντότητα από τους μετόχους ή διευθυντές ή διευθύνοντες συμβούλους των εταιρειών αυτών.

3.  Η στέρηση του δικαιώματος των αιτητών να ακουστούν αναφορικά με την αίτηση της 5/7/2005 συνιστά σοβαρή παράβαση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης.

4.  Δεν είναι δυνατό το διάταγμα που εκδόθηκε στις 27/7/2005 να διαχωριστεί από το αρχικό διάταγμα της 4/7/2005, το οποίο τροποποιήθηκε, κατόπιν μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος του δικαστηρίου, στις 5/7/2005. Ως εκ τούτου η παρατυπία που συνέβη σε σχέση με την εγγύηση που δόθηκε στις 5/7/2005, δεν αφήνει ανεπηρέαστο το διάταγμα που εκδόθηκε στις 27/7/2005, μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία.

5.  Δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε ουσιαστική καθυστέρηση, και οι αιτητές δικαιολόγησαν επαρκώς την οποιαδήποτε καθυστέρηση σημειώθηκε.

[*1183]6.    Δεν σημειώθηκε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας αφού οι αιτητές πρώτα εξασφάλισαν άδεια για καταχώρηση Certiorari και στη συνέχεια καταχώρησαν έφεση εναντίον της τελικής αποφάσεως του Δικαστηρίου ημερ. 27/7/2005.

7.  Ενόψει της σημειωθείσας πλάνης περί το νόμο και της παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συντρέχουν οι απαιτούμενες εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την επίκληση της παρούσας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα εις βάρος του καθ’ ου η αίτηση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Acropol Shipping Company Ltd a.ο. v. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38,

Κασπάρη κ.ά. ν. Ανδρέου (2004) 1 (Β) Α.Α.Δ. 784.

Αίτηση.

Αίτηση από τους αιτητές-εναγόμενους για προνομιακό ένταλμα Certiorari, η οποία καταχωρήθηκε μετά από τη σχετική άδεια του δικαστηρίου και με την οποία οι αιτητές ζητούν την ακύρωση των ενδιαμέσων αποφάσεων και/ή διαταγμάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκαν στις 4.7.2005, 5.7.2005 και 27.7.2005 στην Αγωγή Αρ. 5053/2005.

Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου και Θ. Μίτλεττον, για τους Αιτητές.

Κ. Μιχαηλίδης με Κ. Κυθραιώτου, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΣΤΗΡΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αίτηση τους για προνομιακό ένταλμα Certiorari, η οποία καταχωρήθηκε μετά από τη σχετική άδεια του δικαστηρίου, οι αιτητές ζητούν την ακύρωση των ενδιαμέσων αποφάσεων και/ή διαταγμάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκαν στις 4.7.2005, 5.7.2005 και 27.7.2005 στην Αγωγή 5053/2005.

Στις 4.7.2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε [*1184]ενδιάμεση απόφαση αφού επιλήφθηκε μονομερούς αιτήσεως του ενάγοντος-καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία, ημερ. 28.6.2005. Παρά το ότι η αίτηση ήταν μονομερής, εμφανίστηκε για τους εναγόμενους-αιτητές στην παρούσα διαδικασία ο δικηγόρος κ. Π. Πολυβίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση για προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγόρευσε στους εναγόμενους-αιτητές να διαθέσουν, ενεχυριάσουν, υποθηκεύσουν ή επιβαρύνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις μετοχές που κατέχουν στην εταιρεία Universal Life Insurance Public Co Ltd μέχρις εκδικάσεως της αγωγής ή νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου. Το παρεμπίπτον διάταγμα εκδόθηκε υπό τον όρο ότι ο ενάγοντας-καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία θα υπέγραφε εγγύηση ύψους £300,000.- προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή.

Στις 5.7.2005 ο ενάγοντας-καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται όπως την εγγύηση για το ποσό των £300,000.- υπογράψει, για λογαριασμό του ενάγοντος-καθ’ ου η αίτηση, η εταιρεία Magnum Investments Ltd. Η μονομερής αίτηση βασιζόταν στο άρθρο 32 του Ν. 14/60, στο άρθρο 9 του Κεφ. 6 και στην Δ.48, θ.θ.1 και 2.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε οδηγίες όπως η προαναφερόμενη μονομερής αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά και ενέκρινε τη μονομερή αίτηση καθορίζοντας ότι η εγγύηση μπορούσε να δοθεί από τον ενάγοντα ή την εταιρεία Magnum Investments Ltd, εκ μέρους του, προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή. Το ποσό της εγγύησης παρέμεινε το ίδιο.  Την ίδια ημερομηνία, 5.7.2005, ο ενάγοντας-καθ’ ου η αίτηση υπό την ιδιότητα του Διευθυντή της εταιρείας Magnum Investments Ltd υπέγραψε την εγγύηση για το ποσό των £300,000.- Το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε στις 4.7.2005 συντάχθηκε στις 5.7.2005 και σ’ αυτό αναγράφεται πως κατατέθηκε εγγύηση ύψους £300,000.- από τον ενάγοντα-καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία.

Στη συνέχεια έγινε ακροαματική διαδικασία, ακούστηκαν οι δυο πλευρές ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου και το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 27.7.2005 με την οποία οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε στις 4.7.2005.

Κατά τους εναγόμενους-αιτητές στην παρούσα διαδικασία το πρωτόδικο δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του εκδίδοντας το διάταγμα της 5.7.2005 με το οποίο τροποποιήθηκε μονομερώς το διάταγμα της 4.7.2005 και ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου [*1185]9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το οποίο απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά διάταγμα δυνάμει της προαναφερόμενης πρόνοιας, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση με/ή χωρίς εγγυητές για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου εκδίδεται το διάταγμα. Οι αιτητές υποβάλλουν επίσης πως το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με πλάνη ως προς τον Νόμο εγκρίνοντας μονομερώς, στις 5.7.2005, την αίτηση του ενάγοντα παρά το γεγονός ότι στις 4.7.2005 είχε εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους των εναγομένων, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Ακόμα οι αιτητές ισχυρίζονται πως η οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε στις 4.7.2005 με την απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ημερ. 27.7.2005 πάσχει, καθότι είναι αποτέλεσμα διαταγμάτων δικαστηρίου που εξεδόθησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του νόμου.

Ο καθ’ ου η αίτηση (ενάγοντας στην πρωτόδικη διαδικασία) καταχώρησε ένσταση, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση, στην οποία γίνονται οι εξής βασικοί ισχυρισμοί:

(α) Η εταιρεία Magnum Investments Ltd είναι οικογενειακή εταιρεία του ενάγοντα, ο ενάγοντας υπέγραψε υπό την ιδιότητα του Διευθυντή της εταιρείας εκείνης και επομένως η εγγύηση που δόθηκε από την προαναφερόμενη εταιρεία εκ μέρους του ενάγοντα είναι ως εάν να την έδωσε ο ίδιος ο ενάγοντας.

(β) Όταν παρουσιάστηκε η μονομερής αίτηση του ενάγοντα ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, στις 5.7.2005, οι εναγόμενοι-αιτητές στην παρούσα διαδικασία δεν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα επιδόσεως ή ειδοποιήσεως διότι δεν ήσαν μέχρι τότε διάδικοι.

(γ) Οι εναγόμενοι-αιτητές γνώριζαν εξ αρχής για το μονομερές διάταγμα τροποποιήσεως της εγγυήσεως και δια του δικηγόρου τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα έθεταν τέτοιο θέμα.

(δ) Οι εναγόμενοι-αιτητές είναι υπόλογοι για καθυστέρηση καθότι δεν έθεσαν οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με το διάταγμα της 5.7.2005 αλλά ενήργησαν μόνον μετά τις 27.7.2005, όταν πλέον εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, εις βάρος τους.  Σύμφωνα με τη θέση του ενάγοντα-καθ’ ου η αίτηση, ισχυρισμός για παρανομία ως προς το διάταγμα της 5.7.2005 μπορούσε να προβληθεί μόνο πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας αναφορικά με την αίτηση για παρε[*1186]μπίπτον διάταγμα, δηλαδή πριν τις 13.7.2005.

(ε) Ακόμα οι εναγόμενοι-αιτητές είναι υπόλογοι και για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας καθότι μετά την καταχώρηση αιτήσεως για προνομιακό ένταλμα Certiorari και μετά την παροχή αδείας για καταχώριση τέτοιας αίτησης, στις 4.8.2005 καταχώρησαν έφεση εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου ημερ. 27.7.2005 με την οποία ζητούν ουσιαστικά την ίδια θεραπεία όπως και με το προνομιακό ένταλμα, δηλαδή την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Την πρόθεση τους να καταχωρήσουν έφεση θα έπρεπε οι εναγόμενοι-αιτητές να είχαν αποκαλύψει στο παρόν δικαστήριο όταν καταχωρούσαν την αίτηση για προνομιακό ένταλμα.

(στ) Οι αιτητές δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία και δεν έδειξαν με οποιοδήποτε τρόπο ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την επίκληση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και δεν τίθεται ζήτημα έκδοσης τέτοιου εντάλματος, δικαιωματικά, υπέρ των αιτητών στην προκείμενη περίπτωση.

Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Κατέληξα στα εξής συμπεράσματα.

(1) Σύμφωνα με το άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το δικαστήριο πριν εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα που εκδίδεται χωρίς ειδοποίηση οφείλει να απαιτεί από τον αιτητή να αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με/ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του αιτητή για αποζημίωση εναντίον του καθ’ ου η αίτηση (καθ’ ου το διάταγμα). Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση (στην παρούσα διαδικασία) εισηγήθηκε πως η πρόνοια για ανάληψη προσωπικής υποχρεώσεως από τον ίδιο τον αιτητή, η οποία υπάρχει στο ελληνικό κείμενο-μετάφραση του άρθρου 9(2) του Κεφ. 6, συνιστά μη ακριβή μετάφραση του αυθεντικού αγγλικού κειμένου του άρθρου 9(2) και ότι το δικαστήριο θα πρέπει να βασιστεί στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο και όχι στην ελληνική μετάφραση.

Ανέτρεξα στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο του άρθρου 9(2) στο οποίο αναγράφεται ότι «Βefore making any such order without notice the court shall require the person applying for it to enter into a recognizance, with or without a surety or sureties …..».    Κατά την εκτίμηση μου σημασία έχει η λέξη «recognizance» ή [*1187]«recognisance». Σύμφωνα με το Jowitt’ s Dictionary of English Law, Second Edition, Τόμος 2, σελ. 1506 και 1507, «recognisance», στο κοινό δίκαιο, είναι η υποχρέωση ή το γραμμάτιο το οποίο αναγνωρίζεται (υπογράφεται) ενώπιον νόμιμου δικαστηρίου. Είναι προφανές ότι το πρόσωπο που λαμβάνει την υποχρέωση είναι και το πρόσωπο που δεσμεύεται απ΄ αυτήν.  Αποτελεί δηλαδή προσωπική υποχρέωση του υπογράφοντος ή του αναγνωρίζοντος την «recognisance», να προβεί σε κάποια πράξη ή ενέργεια. Το αντικείμενο της «recognisance» είναι η εξασφάλιση της εκτέλεσης κάποιας πράξης από το πρόσωπο που την υπογράφει (Δέστε, επίσης, Osborn’ s Concise Law Dictionary, Sixth edition, σελ. 280).

Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι η μετάφραση των λέξεων «to enter into a recognizance» με τις λέξεις «όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση» δεν εμπεριέχει οποιοδήποτε λάθος και ότι η ελληνική μετάφραση αποδίδει πλήρως την έννοια του αυθεντικού αγγλικού κειμένου.

(2) Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι ο ίδιος ο ενάγοντας-καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία (ο οποίος αιτήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα με μονομερή αίτηση ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου) που ανέλαβε προσωπική υποχρέωση να αποζημιώσει τα πρόσωπα εναντίον των οποίων εκδόθηκε το διάταγμα, αλλά η εταιρεία Magnum Investments Ltd. Συνιστά βασική και θεμελιώδη αρχή του εταιρικού δικαίου μας ότι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης έχουν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα και οντότητα από τα πρόσωπα που είναι μέτοχοι ή διευθυντές ή διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών αυτών. Επομένως η θέση πως η υπογραφή της ανάληψης υποχρεώσεως που δόθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση εκ μέρους της προαναφερόμενης εταιρείας, είναι ταυτόσημη με ανάληψη προσωπικής υποχρεώσεως από τον ίδιο τον καθ’ ου η αίτηση (ενάγοντα-αιτητή στην πρωτόδικη διαδικασία), δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή.

(3) Το διάταγμα της 5.7.2005, που εκδόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από μονομερή αίτηση του καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία, χωρίς να επιδοθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά παρά το ότι την προηγούμενη μέρα 4.7.2005 είχε εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους των αιτητών στην παρούσα διαδικασία και συγκεκριμένα ο κ. Πολυβίου, εκδόθηκε, κατά την εκτίμηση μου, κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και συγκεκριμένα του κανόνα που επιβάλλει όπως ακουστεί και η άλλη πλευρά, αναφορικά με κάποιο θέμα που την αφορά. Εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο γνώριζε πως οι αιτητές στην παρούσα δια[*1188]δικασία θα επηρεάζονταν από το διάταγμα που εζητείτο στις 5.7.2005 και εφόσον γνώριζε ότι για τους αιτητές στην παρούσα διαδικασία ενδιαφερόταν και εμφανιζόταν δικηγόρος, ήταν ορθό και δίκαιο να δοθούν οδηγίες για επίδοση της μονομερούς αιτήσεως του καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία, ημερ. 5.7.2005, και στους αιτητές στην παρούσα διαδικασία. Η στέρηση του δικαιώματος των αιτητών να ακουστούν αναφορικά με την αίτηση της 5.7.2005 συνιστά, κατά την εκτίμηση μου, σοβαρή παράβαση του προαναφερόμενου κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης.

(4) Δεν είναι δυνατό, κατά την κρίση μου, το διάταγμα που εκδόθηκε στις 27.7.2005 από το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία και αφού ακούστηκαν οι επηρεαζόμενες πλευρές, να διαχωριστεί από το αρχικό διάταγμα της 4.7.2005, το οποίο τροποποιήθηκε, κατόπιν μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος του δικαστηρίου, στις 5.7.2005. Στις 27.7.2005 οριστικοποιήθηκε το αρχικό διάταγμα και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πως το αρχικό διάταγμα είχε εκπνεύσει και ότι εκδόθηκε ένα εξ υπαρχής νέο διάταγμα άσχετο με το αρχικό διάταγμα ημερ. 4.7.2005, το οποίο τροποποιήθηκε στις 5.7.2005. Τα όσα παρατηρήθηκαν στην υπόθεση Acropol Shipping Company Ltd and Others v. Petros I. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38, στις σελ. 54 και 55, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 9(3) του Κεφ. 6,  δεν διαφοροποιούν, κατά την κρίση μου, την προαναφερόμενη θέση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση υπέβαλε επίσης πως οποιαδήποτε παρατυπία δυνατόν να συνέβη σε σχέση με την εγγύηση που δόθηκε στις 5.7.2005 δεν μπορεί να επηρεάσει το διάταγμα που εκδόθηκε στις 27.7.2005, μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία. Δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε και με αυτή τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση.    Στην υπόθεση Αυγή Κασπαρή κ.ά. ν. Βάσου Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784 παρατηρήθηκε ότι μετά την καταχώρηση ένστασης σε μονομερή αίτηση, η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου κατέστη ουσιαστικά διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος, δια κλήσεως. Κατά συνέπεια η τελική απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση εκείνη μπορούσε να εφεσιβληθεί μόνο για λόγους που ανάγονταν στο κατά πόσο συνέτρεχαν οι τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Δεν θα μπορούσε, κατ’ έφεση, να προσβληθεί το αρχικά μονομερώς εκδοθέν διάταγμα αλλά μόνο το διάταγμα που εκδόθηκε μετά την ακροαματική διαδικασία.

[*1189]Δεν θεωρώ πως τα όσα παρατηρήθηκαν στην υπόθεση Κασπαρή (ανωτέρω) επηρεάζουν την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με την οποία ορθά, κατά την εκτίμηση μου, προσβάλλεται η νομιμότητα του διατάγματος της 5.7.2005 με το οποίο τροποποιήθηκε το αρχικό διάταγμα της 4.7.2005, καθώς και η οριστικοποίηση του αρχικού διατάγματος (το οποίο στο μεταξύ είχε τροποποιηθεί), η οποία έγινε στις 27.7.2005. Η παρούσα διαδικασία δεν είναι έφεση και με αυτή δεν προσβάλλεται μόνον το τελικό διάταγμα οριστικοποίησης, του αρχικά εκδοθέντος και τροποποιηθέντος διατάγματος.

(5) Η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων σχετικών παραγόντων, τη συμπεριφορά των μερών και την οποιαδήποτε τυχόν καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης. 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα Πέτρος Αρτέμης «Προνομιακά Εντάλματα», Κεφάλαιο 4ον, σελ. 109 και επόμενες. Σε σειρά αποφάσεων του το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε την έκδοση εντάλματος Certiorari επειδή η αίτηση υποβλήθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το θέμα του χρόνου είναι ουσιώδους σημασίας και στην απουσία ικανοποιητικής δικαιολογίας για την καθυστέρηση, το δικαστήριο δικαιολογείται να απορρίψει την αίτηση (Δέστε: Αρτέμης (ανωτέρω), σελ. 167-170).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπου η αίτηση για παραχώρηση της σχετικής άδειας καταχωρήθηκε στις 29.7.2005, δεν θεωρώ ότι υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική καθυστέρηση και εν όψει των εξηγήσεων που δίδονται στην ένορκη δήλωση του κ. Μ. Κραμβή, που συνοδεύει την αίτηση για άδεια, θεωρώ πως οι αιτητές δικαιολόγησαν επαρκώς την οποιαδήποτε καθυστέρηση σημειώθηκε. Σημειώνω ότι σύμφωνα με τους αιτητές, αυτοί παρεσύρθησαν από το συνταχθέν στις 5.7.2005 αρχικό διάταγμα, το οποίο τους επιδόθηκε και στο οποίο αναγραφόταν λανθασμένα ότι τη σχετική εγγύηση παρείχε ο ίδιος ο ενάγοντας-καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία. Αυτό το λάθος, στη σύνταξη του διατάγματος στις 5.7.2005, είναι εμφανές και από το φάκελο του Δικαστηρίου.

Σχετική με το ζήτημα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι και η διαγωγή των αιτητών (Δέστε: Αρτέμης (ανωτέρω), σελ. 170-171). Με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία [*1190]δεν θεωρώ πως οι αιτητές ή ο δικηγόρος τους είναι υπόλογοι για διαγωγή τέτοια που θα ήταν ορθό να τους αποστερήσει το δικαίωμα να ζητήσουν προνομιακό ένταλμα Certiorari.

(6) Αναφορικά με το ζήτημα της ισχυριζόμενης κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας από τους αιτητές, παρατηρώ ότι οι αιτητές πρώτα εξασφάλισαν άδεια για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος Certiorari και στη συνέχεια καταχώρησαν έφεση εναντίον της τελικής αποφάσεως του πρωτοδίκου δικαστηρίου ημερ. 27.7.2005.

Στην υπόθεση Mερκαζά κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 328, αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος Certiorari απορρίφθηκε επειδή οι αιτητές, πριν την καταχώρηση της αίτησης, άσκησαν το ένδικο μέσο της έφεσης. Σχετική είναι και η υπόθεση Ηλίας Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Evand Promotions Ltd κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1175 όπου παρατηρήθηκε πως επιδίωξη του ιδίου σκοπού με έφεση και αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Στην υπόθεση εκείνη, αφού έγινε εκτενής αναφορά σε Κυπριακή νομολογία, σημειώθηκε πως γενικός αλλά όχι άκαμπτος κανόνας είναι ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα, αυτή (δηλαδή η μεταγενέστερη διαδικασία) πρέπει να απορρίπτεται.

Δεδομένου ότι, στην προκείμενη υπόθεση, η καταχώρηση της έφεσης ήταν το μεταγενέστερο ένδικο μέσο που χρησιμοποίησαν οι αιτητές και δεδομένου ότι με τους λόγους εφέσεως προσβάλλεται ουσιαστικά μόνο η ορθότητα της απόφασης ημερ. 27.7.2005 του πρωτοδίκου δικαστηρίου, ενώ με την παρούσα διαδικασία προσβάλλεται τόσον η νομιμότητα του διατάγματος της 5.7.2005 όσον (κατά συνέπεια) και η νομιμότητα του διατάγματος της 27.7.2005, κρίνω πως η παρούσα (προγενέστερη) διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και επομένως δεν θα πρέπει να απορριφθεί γι’ αυτό το λόγο.

(7) Σε σχέση με το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, κρίνω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με έκδηλη πλάνη νόμου και κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης όταν ενέκρινε τη μονομερή αίτηση του ενάγοντα-[*1191]καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία, ημερ. 5.7.2005, για παροχή της σχετικής εγγύησης από την προαναφερόμενη εταιρεία Magnum, αντί από τον ίδιο τον ενάγοντα ή διαζευκτικά προς τον ενάγοντα. Αυτό έγινε χωρίς να δώσει το πρωτόδικο δικαστήριο την ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί, παρά την εμφάνιση δικηγόρου εκ μέρους της άλλης πλευράς (δηλαδή των αιτητών στην παρούσα διαδικασία), κατά τη δικαστική διαδικασία της 4.7.2005.

Θεωρώ πως εν όψει της προαναφερόμενης πλάνης περί το Νόμο στην οποία, κατά την κρίση μου, περιέπεσε το πρωτόδικο δικαστήριο και εν όψει και της παράβασης της προαναφερόμενης αρχής της φυσικής δικαιοσύνης εκ μέρους του πρωτοδίκου δικαστηρίου, συντρέχουν οι απαιτούμενες εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari στην παρούσα υπόθεση.

Όπως ήδη σημειώθηκε, δεν θεωρώ πως οι αιτητές θα πρέπει να στερηθούν του δικαιώματος τους σε προνομιακό ένταλμα Certiorari, ούτε εξαιτίας της οποιασδήποτε καθυστέρησης τους, ούτε εξαιτίας της συμπεριφοράς ή διαγωγής τους, αλλά ούτε και εξαιτίας της μεταγενέστερης καταχώρησης έφεσης εκ μέρους τους εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 27.7.2005.

Κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας θεωρώ ορθό και δίκαιο να εγκρίνω την αίτηση των αιτητών και την εγκρίνω.   Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνονται οι ενδιάμεσες αποφάσεις και/ή διατάγματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκαν στην Αγωγή αρ. 5053/2005: (α) στις 4.7.2005, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 5.7.2005, και (β) στις 27.7.2005, με το οποίο οριστικοποιήθηκε το αρχικό διάταγμα της 4.7.2005, όπως είχε τροποποιηθεί με το διάταγμα της 5.7.2005.

Υπέρ των αιτητών και εις βάρος του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος του καθ’ ου η αίτηση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο