Μαλαός Ανδρέας και Άλλη ν. Χριστιάνας Χρίστου (σύζυγου Ανδρέα Μαλαού) και Άλλου (2005) 1 ΑΑΔ 1191

(2005) 1 ΑΑΔ 1191

[*1191]26 Σεπτεμβρίου, 2005

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 [ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

(Έφεση Αρ. 175)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΑΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΛΑΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

________________________

(Έφεση Αρ. 176)

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΛΑΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Εφέσεις Αρ. 175, 176)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Διεκδίκηση μεριδίου κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων από το σύζυγο, μετά τη λύση του γάμου, ανάλογα με τη συνεισφορά του ― Όταν δεν αποδειχθεί το ύψος της συνεισφοράς, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης ― Εδάφιο(2) του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε ― Άγνοια του συζύγου για όλα τα επί μέρους ποσά που θα οδηγούσαν στην επιδίκαση προς αυτόν του καθορισθέντος από το Δικαστήριο ποσού της συνεισφοράς του ― Οδήγησε σε απόρριψη της αξίωσής του ― Κατά πόσο το γεγονός ότι η επίδικη κατοικία είχε ανεγερθεί σε οικόπεδο μη εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της συζύγου, εξουδετέρωνε το δικαίωμα του συζύγου για συνεισφορά.

[*1193]

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.

Ο αιτητής με αίτηση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας, αξίωσε την απόδοση των ακόλουθων περιουσιακών στοιχείων στη βάση του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/91), όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικός) Νόμο του 1999, (Ν. 58(I)/99), («ο Νόμος»):

(α)   Ενός δευτέρου ή οιουδήποτε άλλου μεριδίου ανώγειας κατοικίας κτισμένης εντός του τεμαχίου 581.

(β)   Της κυριότητας ενός οχήματος.

(γ)   Της οικοσκευής και του εξοπλισμού της επίδικης κατοικίας, ως και όλων των κινητών και προσωπικών του αντικειμένων.

(δ)   Ποσού £45.000,00 ως η αξία του μέρους της αύξησης της ακίνητης και κινητής περιουσίας της καθ’ η αίτηση, αποτέλεσμα τη δικής του συνεισφοράς.

Το Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση του δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση ότι το Άρθρο 14 του Νόμου δεν εφαρμόζεται, επειδή η κατοικία, όταν αποκτήθηκε δεν άνηκε στην καθ’ ης η αίτηση αλλά στη μητέρα της, η οποία και της τη δώρισε αργότερα.

Το Δικαστήριο κατέληξε και στο συμπέρασμα ότι η παρούσα περίπτωση δεν εντάσσεται στις εξαιρέσεις του εδαφίου (3) το Άρθρου 14 του Νόμου, αφού η επίδικη κατοικία δεν είχε αποκτηθεί από δωρεά ή κληρονομιά, και άρα ο αιτητής νομιμοποιείται να διεκδικήσει από την καθ’ ης η αίτηση τη δική του συμβολή.

Ο αιτητής κάλεσε ως μάρτυρα εκτιμητή ακινήτων, ο οποίος υπο[*1194]στήριξε ότι η αξία της επίδικης κατοικίας ανερχόταν σε £90.000,00. Η μαρτυρία αυτή δεν έγινε αποδεκτή, επειδή, καθώς έκρινε το Δικαστήριο, δεν υπήρχαν στοιχεία σε αυτή που θα του επέτρεπαν να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του εν λόγω μάρτυρα. Το Δικαστήριο αποδέκτηκε την παραδοχή της καθ’ ης η αίτηση στην υπεράσπιση ότι η αξία της κατοικίας ανερχόταν σε £50.000,00. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι το ποσό αυτό δεν είναι το αντικείμενο του διαμοιρασμού, αφού ο αιτητής ό,τι δικαιούται, με βάση το Άρθρο 14 του Νόμου, «... είναι απόδοση της αύξησης της περιουσίας της εναγόμενης που οφείλεται στη δική του συμβολή. Η αύξηση όμως δεν μπορεί να καθοριστεί εφόσο είναι άγνωστο ποιο μέρος αυτής αντιπροσώπευε την αξία του οικοπέδου στο χρόνο της διάστασης.»

Το Δικαστήριο αποδέκτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία του αιτητή, εκτός ορισμένων επί μέρους αναφορών σε ποσά, και απέρριψε αυτή της καθ’ ης η αίτηση.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου η καθ’ ης η αίτηση απέκτησε, με σημαντική συμβολή του αιτητή την επίδικη κατοικία, τον εξοπλισμό της και το όχημα. Η μαρτυρία, όμως, ως προς τη συμβολή του, δεν ήταν καταληκτική, ούτε ως προς τα ακριβή ποσά, που αυτός διέθεσε για την ανέγερση της κατοικίας, ούτε ως προς τη χρηματική αποτίμηση των προσωπικών υπηρεσιών και δώρων του γάμου, με τα οποία συνέβαλε στην αύξησή της.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, αφού δεν είχε αποδειχθεί η αξία της περιουσίας της καθ’ ης η αίτηση κατά το χρόνο απόκτησής της, δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή του τεκμηρίου του Άρθρου 14(2) του Νόμου.

Ο αιτητής άσκησε έφεση, την υπ’ αρ.175, υποστηρίζοντας ότι:

(1)   Τα ευρήματα είναι αντιφατικά σε σχέση με τη μαρτυρία που έγινε δεκτή. Ειδικότερα η μαρτυρία του πραγματογνώμονα, ο οποίος είχε κριθεί αξιόπιστος.

(2)   Η ερμηνεία του Άρθρου 14(2) του Νόμου και η απόρριψη των αξιώσεών του είναι εσφαλμένες και

(3)   Η ενδιάμεση απόφαση για διαγραφή μαρτυρίας μάρτυρος υπεράσπισης, ο οποίος είχε καταθέσει και ως μάρτυρας του αιτητή, είναι εσφαλμένη.

Η καθ’ ης η αίτηση με δική της έφεση, την υπ’ αρ. 176, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης ως προς τις διαπιστώσεις του Δικαστηρί[*1195]ου που βασίζονται στη μαρτυρία που έγινε δεκτή σε σχέση με τη συμβολή του αιτητή στην επαύξηση της περιούσιας της καθώς και το θέμα των εξόδων, για τα οποία δεν υπήρξε διαταγή.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Έφεση Αρ.175

1.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αντίθετα με την κοινή λογική, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που αυτό έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει διαπιστωθεί ότι το Δικαστήριο κατέληξε με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, σε συμπεράσματα που δεν υποστηρίζονται από αυτή.

2.  Το γεγονός ότι ο εκτιμητής ακινήτων κρίθηκε αξιόπιστος δεν επηρεάζει και ούτε επιδρά στη κατάληξη του Δικαστηρίου να μην αποδεκτεί τη μαρτυρία του, αφού δεν έδωσε στο Δικαστήριο τα στοιχεία εκείνα, που επέτρεπαν έλεγχο της ορθότητας των συμπερασμάτων του.

Το Δικαστήριο ορθά δεν απέδωσε στον αιτητή τη συνεισφορά του, που αποδέκτηκε ότι ανήρχετο στο ποσό των £34.000,00, αφού είχε διαπιστώσει άγνοια του αιτητή για όλα τα επί μέρους ποσά που οδηγούσαν στο εν λόγω ποσό με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να είναι χωρίς αξία.

3.  Δεν υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του Άρθρου 14(2) του Νόμου, ενόψει της έλλειψης μαρτυρίας και απόδειξης συγκεκριμένων ποσών αναγκαίων για τη διακρίβωση της συνεισφοράς του αιτητή στην περιουσία της καθ’ ης η αίτηση.

4.  Η μαρτυρία του μάρτυρος που κλήθηκε τόσο από τον αιτητή όσο και από την καθ’ ης αίτηση διεγράφη και δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα επανακλήτευσής του. Δεν το έπραξαν και συνεπώς ο αιτητής δεν δικαιολογείται να παραπονείται για τη διαγραφή αυτού του μάρτυρα.

Β. Έφεση Αρ. 176

1.  Τα ζητήματα που αφορούσαν το αγώγιμο δικαίωμα του αιτητή, ορθά αποφασίστηκαν. Το γεγονός ότι, κατά το χρόνο της συμβολής του αιτητή στην επαύξηση της περιουσίας, το τεμάχιο 581, στο οποίο είχε ανεγερθεί η επίδικη κατοικία, δεν ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της καθ’ ης η αίτηση, δεν εξουδετερώνει το δικαίωμα του [*1196]αιτητή για συνεισφορά, όταν η ανέγερση της, αποκτήθηκε πριν από το γάμο, με την προοπτική του γάμου, συμφωνούσης και της μητέρας της, που ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια.

2.  Ενόψει της διαταγής στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης, και των ευρημάτων ότι υπήρξε συμβολή του αιτητή, η κατάληξη του για μη έκδοση διαταγής εξόδων, είναι ορθή.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746.

Εφέσεις.

Έφεση από τον αιτητή (Έφ. Αρ. 175) κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 28/2/03 (Αίτηση Αρ. 23/97) με την οποία η αξίωσή του για απόδοση μέρους της περιουσίας, στη βάση του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/91), όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1999, (Ν. 58(Ι)/99), στο μεγαλύτερό της μέρος, απορρίφθηκε και έφεση από την καθ’ ης η αίτηση (Έφ. Αρ. 176) με την οποία κρίθηκε ότι ο αιτητής είχε συμβάλει στην επαύξηση της οικογενειακής περιουσίας.

Ελ. Σατράκη, για Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 175 και για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Αρ. 176.

Α. Ανδρέου, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση Αρ. 175 και για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 176.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

[*1197]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η Έφεση Αρ. 175 στρέφεται εναντίον απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (το «Δικαστήριο»), με την οποία αξίωση του εφεσείοντα - αιτητή για απόδοση μέρους της περιουσίας, στη βάση του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/91), όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1999, (Ν. 58(Ι)/99), (ο «Νόμος»), στο μεγαλύτερό της μέρος, απορρίφθηκε.

Την ορθότητα της απόφασης αμφισβητεί με έφεσή της - (Αρ. 176) - και η εφεσίβλητη - καθ’ ης η αίτηση. Λόγω της συνάφειάς τους, οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί. Για πρακτικούς λόγους, στη συνέχεια, θα αναφερόμαστε σε «αιτητή» και «καθ’ ης η αίτηση». 

Με την αίτησή του, ο αιτητής αξίωνε απόδοση:-

(α)   Ενός δευτέρου ή οιουδήποτε άλλου μεριδίου ανώγειας κατοικίας, κτισμένης εντός του τεμαχίου 581.

(β)   Της κυριότητας οχήματος υπ’ Αρ. ΕΝΑ 189.

(γ)   Της οικοσκευής και του εξοπλισμού της επίδικης κατοικίας, ως και όλων των κινητών και προσωπικών του αντικειμένων.

(δ)   Ποσού £45.000,00 ως η αξία του μέρους της αύξησης της ακίνητης και κινητής περιουσίας της καθ’ ης η αίτηση, αποτέλεσμα της δικής του συνεισφοράς.

Για όλα τα ζητήματα, καθώς προκύπτει από την απόφαση, υπήρξε έντονη αντιπαράθεση κατά τη δίκη.

Για να γίνουν τα ζητήματα που ενδιαφέρουν κατανοητά, θα παραθέσουμε σε συντομία, πρώτα, τις θέσεις των μερών και, στη συνέχεια, τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

Ο αιτητής, υπάλληλος κατά τον ουσιώδη χρόνο στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού, με σκοπό το γάμο, συμβίωνε με την καθ’ ης η αίτηση από το 1989. Η καθ’ ης η αίτηση διέμενε τότε με τους γονείς της σε ισόγειο κατοικία, ιδιοκτησία της μητέρας της, στο τεμάχιο 581, στην οδό Λευκάδος, Αρ. 29, στη Λάρνακα. Για να έχουν οι διάδικοι μετά το γάμο τους τη δική τους ανεξάρτητη κατοικία, συμφώνησαν, μαζί και οι γονείς της καθ’ ης η αίτηση, και άρχισαν την ανέγερση νέας πάνω από την υφιστάμενη. Ήταν η αντίληψη όλων ότι αυτή θα ανήκε στον αιτητή και την καθ’ ης αίτηση εξίσου.  [*1198]Στη βάση της πιο πάνω συναντίληψης, ο αιτητής συνέβαλε τόσο οικονομικά όσο και με προσωπικές υπηρεσίες για την ανέγερση της κατοικίας. Ήταν η θέση του ότι η συνεισφορά του για την ανέγερσή της προήλθε από τους μισθούς του, καταθέσεις που είχε, δώρα του γάμου τους, προσωπικά του δάνεια, αλλά και δάνεια της καθ’ ης η αίτηση, τα οποία εξόφλησε ο ίδιος. Προσδιόρισε την αξία της επίδικης κατοικίας, περιλαμβανομένου και του εξοπλισμού της κατά το χρόνο της διάστασης, στο ποσό των £90.000,00. Με το γάμο τους, το 1992, κατοίκησαν στην επίδικη, η οποία, όμως, δεν είχε μεταβιβαστεί επ’ ονόματί τους, γιατί δεν υπήρχε χωριστός τίτλος. Το 1996 η μητέρα της καθ’ ης η αίτηση της μεταβίβασε, δυνάμει δωρεάς, το ½ μερίδιο ολοκλήρου του τεμαχίου 581.

Σε σχέση με το όχημα ΕΝΑ 189, αυτό, ισχυρίστηκε ο αιτητής, αγοράστηκε αποκλειστικά με δικά του χρήματα.  Της αγοράς του προηγήθηκε η αγορά διαδοχικά δύο άλλων οχημάτων, με οικονομική βοήθεια από τον πατέρα του. Στην ίδια γραμμή ήταν και οι ισχυρισμοί του αναφορικά με τα διάφορα αντικείμενα που διεκδικεί.

Η εκδοχή της καθ’ ης η αίτηση ήταν εντελώς αντίθετη. Απέρριπτε οποιαδήποτε οικονομική συνεισφορά του αιτητή στην περιουσία που αποκτήθηκε μετά τον αρραβώνα τους και ήταν εγγεγραμμένη επ’ ονόματί της. Η συμβολή του, ισχυρίστηκε, σε σχέση με την κατοικία, δεν ήταν άλλη, παρά ελάχιστες προσωπικές υπηρεσίες του. Την αγορά του οχήματος και των αντικειμένων, που διεκδικεί ο αιτητής, την απέδιδε σε δάνειο, που η ίδια συνήψε.

Για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της, η κάθε πλευρά παρουσίασε σημαντικό αριθμό μαρτύρων, κατατέθηκαν δε συνολικά 236 τεκμήρια.

Το Δικαστήριο, σε εκτενή απόφασή του, προτού ασχοληθεί με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, εξέτασε και απέρριψε εισήγηση του συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση - ότι το Άρθρο 14 του Νόμου δεν εφαρμόζεται στην υπόθεση, επειδή η κατοικία, όταν αποκτήθηκε, δεν ανήκε στην καθ’ ης η αίτηση αλλά στη μητέρα της, η οποία και της την δώρισε αργότερα.

Ένα άλλο ζήτημα, που το Δικαστήριο εξέτασε, ήταν το κατά πόσο ολόκληρο το συμφέρον της καθ’ ης η αίτηση στο τεμάχιο 581 εντάσσεται στις εξαιρέσεις του εδαφίου (3) του Άρθρου 14 του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι:-

«(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται [*1199]ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α)  Από δωρεά, κληρονομία ...»

Η κατάληξη του Δικαστηρίου στο πιο πάνω ζήτημα ήταν αρνητική, γιατί, καθώς έκρινε, βασιζόμενο και σε παραδοχές της καθ’ ης η αίτηση:-

« ..., το μόνο πρόσωπο από το οποίο νομιμοποιείται να διεκδικήσει τη συμβολή που ισχυρίζεται ότι είχε σ’ αυτή είναι η εναγόμενη.  Η τελευταία θα ήταν ο οφειλέτης απόδοσης της συμβολής του ενάγοντα στην επίδικη κατοικία ακόμη και αν ολόκληρο το τεμάχιο 581 εξακολουθούσε να είναι στην απόλυτη κυριότητα της μητέρας της [Βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Σπύρου Γεωργίου, αίτηση Αρ. 3/2001, 14.2.2002].»

Αναφέρθηκε στο Νόμο και, συγκεκριμένα, στον ορισμό που δίδεται στον όρο «περιουσία» και τη σχετική με τα εγειρόμενα ζητήματα νομολογία και, κυρίως, στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, όπου επεξηγείται η πρόνοια του Άρθρου 14 του Νόμου.

Αξιολογώντας το Δικαστήριο το σύνολο της προφορικής και γραπτής μαρτυρίας, σε συσχετισμό με τους ισχυρισμούς των δικογράφων και τις παραδοχές σ’ αυτά, για λόγους που εξήγησε με λεπτομέρεια και σαφήνεια, αποδέχτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία του αιτητή, εκτός ορισμένων επί μέρους αναφορών σε ποσά, και απέρριψε αυτή της καθ’ ης η αίτηση.

Θεωρούμε άσκοπο να επεκταθούμε με λεπτομέρεια στη μαρτυρία που ακούστηκε και η οποία, σε μεγάλο μέρος της, αφορούσε δάνεια που οι διάδικοι συνήψαν και λογαριασμούς που διατηρούσαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους και τους οποίους χρησιμοποίησαν για να υποστηρίξουν ο κάθε ένας την εκδοχή του. Το Δικαστήριο, με τους λογαριασμούς αυτούς, ως και με κάθε επί μέρους ζήτημα σε σχέση με αυτούς, ασχολήθηκε λεπτομερώς.

Ο αιτητής, για να τεκμηριώσει τη θέση του ότι η αξία της επίδικης  κατοικίας, μαζί με την επίπλωση και τον εξοπλισμό της, ανερχόταν σε £90.000,00, κάλεσε ως μάρτυρα εκτιμητή ακινήτων, τη μαρτυρία του οποίου το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε, γιατί, καθώς έκρινε, δεν υπήρχαν σ’ αυτή τα στοιχεία, τα οποία θα του επέτρεπαν να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του μάρτυρα.  Πρόσθετα, απουσίαζαν οι παράγοντες που οδήγησαν στον προσδιορισμό [*1200]της αξίας του ακινήτου από το μάρτυρα. Όμως, παρά την απόρριψη της μαρτυρίας του εκτιμητή ως προς την αγοραία αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της διάστασης, με δεδομένη την παραδοχή της καθ’ ης η αίτηση στην Υπεράσπισή της ότι η αξία ανερχόταν σε £50.000,00, αποδέχθηκε ότι η αξία του ακινήτου ήταν αυτή που προσδιόριζε η καθ’ ης η αίτηση. Πρόσθεσε, βέβαια, ότι το ποσό αυτό δεν είναι το αντικείμενο του διαμοιρασμού, αφού ο αιτητής ό,τι δικαιούται, με βάση το Άρθρο 14 του Νόμου, «... είναι απόδοση της αύξησης της περιουσίας της εναγόμενης που οφείλεται στη δική του συμβολή. Η αύξηση όμως δεν μπορεί να καθοριστεί εφόσο είναι άγνωστο ποιο μέρος αυτής αντιπροσώπευε την αξία του οικοπέδου στο χρόνο της διάστασης.»

Σ’ ό,τι αφορά την αξίωση για την κυριότητα του οχήματος ΕΝΑ 189, κατέληξε ότι δεν υπήρχε στη μαρτυρία αναφορά ως προς την αξία του κατά το χρόνο της διάστασης.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η καθ’ ης η αίτηση απέκτησε, με σημαντική συμβολή του αιτητή, την επίδικη κατοικία, τον εξοπλισμό της και το όχημα ΕΝΑ 189. Η μαρτυρία, όμως, ως προς τη συμβολή του, δεν ήταν καταληκτική, ούτε ως προς τα ακριβή ποσά, που αυτός διέθεσε για την ανέγερση της κατοικίας, ούτε ως προς τη χρηματική αποτίμηση των προσωπικών υπηρεσιών και δώρων του γάμου, με τα οποία συνέβαλε στην αύξησή της. Για την ανέγερση της επίδικης κατοικίας συνέβαλε και ο πατέρας της καθ’ ης η αίτηση, με δάνειο ύψους £15.000,00, το οποίο, όμως, αφορούσε και εργασίες που έγιναν στην ισόγειο κατοικία.  Συμβολή ο αιτητής είχε και στην αγορά του οικιακού εξοπλισμού.

Σ’ ό,τι αφορά το όχημα, η συμβολή του αιτητή ήταν συνολικού ύψους £3.785,00. Παρά το γεγονός, κατέληξε το Δικαστήριο, ότι το ποσό των £50.000,00 θεωρήθηκε ως η αξία της επίδικης κατοικίας, από αυτό θα έπρεπε να αφαιρεθούν, σύμφωνα με το εδάφιο (3)(α) του Άρθρου 14 του Νόμου, ό,τι αντιπροσώπευε στην αύξηση, η αξία του οικοπέδου και το μέρος του δανείου του πατέρα της καθ’ ης η αίτηση που αφορούσε στην επίδικη κατοικία, τα οποία, όμως, ήταν άγνωστα. Στην αξία, επίσης, της κατοικίας θα έπρεπε να προστεθεί η αξία του οχήματος ΕΝΑ 189 και του εξοπλισμού, κατά το χρόνο της διάστασης, για να προσδιοριστεί, έτσι, το σύνολο του ενεργητικού της περιουσίας της καθ’ ης η αίτηση, αξίες, όμως, που δεν είχαν προσδιοριστεί.

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, προχώρησε στην εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής του τεκμηρίου του Άρθρου 14(2) του Νό[*1201]μου, το οποίο προβλέπει: «Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά», για να καταλήξει, όμως, ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή του, αφού δεν είχε αποδειχθεί η αξία της περιουσίας της καθ’ ης η αίτηση κατά το χρόνο που αυτή αποκτήθηκε. Επίσης, από το ποσό των £50.000,00, που δέχτηκε ως την αξία της επίδικης κατοικίας, θα πρέπει να αφαιρεθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (3)(α) του Άρθρου 14 του Νόμου, ό,τι αντιπροσωπεύει στην αύξηση της αξίας της η αξία του οικοπέδου, που είναι άγνωστη, και το μέρος του δανείου του πατέρα της καθ’ ης η αίτηση που διατέθηκε για την επίδικη κατοικία, επίσης άγνωστο.

Ο αιτητής την ορθότητα της απόφασης την προσβάλλει, με δέκα λόγους έφεσης:-

Οι λόγοι 1-5 και 8 αφορούν τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, που βασίζονται στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε. Τα ευρήματα, εισηγείται ο αιτητής, είναι αντιφατικά σε σχέση με τη μαρτυρία που έγινε δεκτή. Ειδικότερα, σ’ ό,τι αφορά τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα, τον οποίο έκρινε αξιόπιστο, εσφαλμένα, υπέβαλε, την απέρριψε και απομόνωσε από την Υπεράσπιση την παραδοχή της καθ’ ης η αίτηση ως προς την αξία της επίδικης κατοικίας.

Οι λόγοι 6 και 7 αφορούν στην ερμηνεία του Άρθρου 14(2) του Νόμου και το λανθασμένο της απόρριψης των αξιώσεών του.

Τέλος, οι λόγοι 9 και 10 αμφισβητούν την ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης για διαγραφή μαρτυρίας μάρτυρος υπεράσπισης, ο οποίος είχε καταθέσει και  ως μάρτυρας του αιτητή.

Με τη σειρά της, η καθ’ ης η αίτηση αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με επτά λόγους έφεσης. Και αυτή, στην ουσία, προσβάλλει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, που βασίζονται στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και έγινε αποδεκτή σε σχέση με τη συμβολή του αιτητή στην επαύξηση της περιουσίας της. Αφορούν, όμως, και στα ζητήματα που εξέτασε το Δικαστήριο προτού αξιολογήσει τη μαρτυρία και τα οποία έχουμε ήδη παραθέσει. Σ’ ό,τι αφορά τα έξοδα, για τα οποία δεν υπήρξε διαταγή, υπέβαλε ότι αδικαιολόγητα δεν εφαρμόστηκε η γενική αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

Είναι καλά νομολογημένο ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο και το εφετείο επεμ[*1202]βαίνει μόνο, αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αντίθετα με την κοινή λογική, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που αυτό έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη - (βλ., μεταξύ άλλων, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

Έχουμε διεξέλθει με μεγάλη προσοχή τους λόγους της έφεσης, τόσο του αιτητή όσο και της καθ’ ης η αίτηση, και έχουμε μελετήσει τα περιγράμματα αγόρευσης των συνηγόρων και τα όσα προφορικά αυτοί ενώπιόν μας ανέπτυξαν. Δε διαπιστώνουμε το Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, να έχει καταλήξει, με τη μαρτυρία που έχει αποδεχτεί, σε συμπεράσματα που δεν υποστηρίζονται από αυτή.

Τόσο οι λόγοι έφεσης του αιτητή όσο και οι λόγοι έφεσης της καθ’ ης η αίτηση, που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται.

Σ’ ό,τι αφορά τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εκτιμητή ακινήτων, η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι απόλυτα σύμφωνη με τις αρχές που εφαρμόζονται κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα. Το γεγονός ότι κρίθηκε αξιόπιστος δεν επηρεάζει και ούτε επιδρά στην κατάληξη, αφού ο μάρτυρας δεν έδωσε στο Δικαστήριο τα στοιχεία εκείνα, που θα επέτρεπαν έλεγχο της ορθότητας των συμπερασμάτων του.

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746, από την οποία και καθοδηγήθηκε το Δικαστήριο:- (σελ. 751)

«..., η μαρτυρία του πραγματογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός.»

Αλλά και ο ισχυρισμός του αιτητή - ότι το Δικαστήριο, καίτοι αποδέχτηκε ότι η συνεισφορά του ανήρχετο στο ποσό των £34.000,00 και η αξία της επίδικης κατοικίας σε £50.000,00, παρέλειψε να αποδώσει στον αιτητή τη συνεισφορά του - δεν είναι ορθός. Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, αξιολογώντας τη μαρτυρία του αιτητή για το συγκεκριμένο σημείο, διαπίστωσε άγνοια του αιτητή για όλα τα επί μέρους ποσά που οδηγούσαν στο ποσό των £34.000,00, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να είναι χωρίς αξία.

Δε διαπιστώνουμε να υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του Άρθρου 14(2) του Νόμου. Η αδυναμία εφαρμογής του τεκμηρίου, που δη[*1203]μιουργείται με το πιο πάνω Άρθρο, ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης μαρτυρίας και απόδειξης συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για τη διακρίβωση της συνεισφοράς του αιτητή στην περιουσία της καθ’ ης η αίτηση.

Ούτε ο λόγος έφεσης σε σχέση με τη διαγραφή της μαρτυρίας του Μ.Υ.7 - Αναστάση Ζαννέττου - έχει βάση.  Ο Μ.Υ.7 κλήθηκε από τον αιτητή και κατέθεσε για την υπόθεση.  Κλητεύθηκε εκ νέου ως μάρτυρας Υπεράσπισης, χωρίς το Δικαστήριο να αντιληφθεί ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν ένας από τους 17 μάρτυρες που κατέθεσαν για τον αιτητή. Κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής του και σε ερώτηση για συγκεκριμένο δάνειο, του ζητήθηκε από το συνήγορο του αιτητή να παρουσιάσει αποδείξεις. Υπήρξε ένσταση από πλευράς συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση και τότε διαπιστώθηκε ότι ο μάρτυρας αυτός είχε ήδη καταθέσει και ως μάρτυρας του αιτητή. Κρίθηκε ότι η κλήση του μάρτυρα, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, συνιστούσε εκτροπή της διαδικασίας και η μαρτυρία του διεγράφη. Δόθηκε, όμως, ταυτόχρονα, η δυνατότητα στα μέρη, εάν επιθυμούσαν, μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης της καθ’ ης η αίτηση, να επανακαλέσουν το μάρτυρα.  Δεν το έπραξαν. Συνεπώς, δε δικαιολογείται ο αιτητής να παραπονείται για τη διαγραφή της μαρτυρίας αυτού του μάρτυρα.

Σ’ ό,τι αφορά τους λόγους έφεσης της καθ’ ης η αίτηση, ούτε αυτοί βρίσκουμε να ευσταθούν. Τα ζητήματα, που εξέτασε το Δικαστήριο και αφορούσαν στο αγώγιμο δικαίωμα του αιτητή στη βάση του Άρθρου 14 του Νόμου, ορθά αποφασίστηκαν. Το γεγονός ότι, κατά το χρόνο της συμβολής του αιτητή στην επαύξηση της περιουσίας, το τεμάχιο 581, στο οποίο είχε ανεγερθεί η επίδικη κατοικία, δεν ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της καθ’ ης η αίτηση, δεν εξουδετερώνει το δικαίωμα του αιτητή για συνεισφορά, όταν η ανέγερσή της, αποκτήθηκε πριν από το γάμο, με την προοπτική του γάμου, συμφωνούσης και της μητέρας της, που ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια.

Παραμένει το ζήτημα των εξόδων, το οποίο εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, η οποία, βέβαια, ασκείται δικαστικά, στη βάση καθιερωμένων κριτηρίων. Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος για την έκδοση διαφορετικής διαταγής. Στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο, ενόψει της διαταγής στην ενδιάμεση απόφασή του για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης, ημερομηνίας 14/10/2002, και των ευρημάτων ότι υπήρξε συμβολή του αιτητή, κατέληξε να μην εκδώσει διαταγή για έξοδα. Βρίσκουμε [*1204]τους λόγους που έδωσε δικαιολογημένους και δεν επεμβαίνουμε.

Οι εφέσεις απορρίπτονται, χωρίς διαταγή για έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο