Καμπούρης Λοΐζος ν. Εταιρεία Βιοχρώμ Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1246

(2005) 1 ΑΑΔ 1246

[*1246]28 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΛΟΪΖΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΙΟΧΡΩΜ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11889)

 

Αμέλεια και/ή παράβαση νόμιμου καθήκοντος ― Επιμερισμός ευθύνης ― Κατασκευαστής ξυλουργικών εργασιών υπέστη εγκαύματα όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας του χρησιμοποίησε χημικό φάρμακο για ψεκασμό ξυλείας χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη επί του δοχείου που το περιείχε περί της τυχόν επικινδυνότητας του περιεχομένου του ― Επιμερισμός ευθύνης 80% στον ενάγοντα και 20% στην κατασκευάστρια εταιρεία ― Αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση σε ποσοστό 40% και 60% αντίστοιχα.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Πρόκληση εγκαυμάτων σε άντρα από τη χρήση χημικού φαρμάκου κατά την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £3.000 επί πλήρους ευθύνης ―- Κρίθηκαν ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε £5.000 κατ’ έφεση.

Τόκος ― Αποζημιώσεις ― Εργατικό ατύχημα ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο σε σχέση με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ― Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής, μετρά εναντίον του ενάγοντος.

Στις 19/12/1992, ο ενάγων, ο οποίος διατηρεί κατάστημα ξυλουργικών εργασιών, υπέστη εγκαύματα όταν χρησιμοποίησε το χημικό φάρμακο Mouldamine για να ψεκάσει τη ξυλεία σε ξύλινη στέγη σπιτιού στην Κοκκινοτριμιθιά. Το πιο πάνω φάρμακο που είναι συντηρητι[*1248]κό για ξύλο το αγόρασε από κατάστημα πώλησης υλικών οικοδομής και κατασκευάστρια του είναι η εναγόμενη εταιρεία. Δεν ανεγράφετο επί του δοχείου που περιείχε το φάρμακο ότι το προϊόν που περιείχε ήταν επικίνδυνα ερεθιστικό.

Ο ενάγων κίνησε αγωγή εναντίον της εναγομένης αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές λόγω αμέλειας και/ή παράβασης νόμιμου καθήκοντός της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων είχε ευθύνη σε ποσοστό 80% και η εναγόμενη σε ποσοστό 20%. Η ευθύνη της εναγόμενης έγκειτο στο ότι δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προστασίας για τον καταναλωτή ή τον αγοραστή, ήτοι δεν προέβη στην τοποθέτηση προειδοποίησης στην ετικέττα ότι η χημική σύνθεση του προϊόντος μπορεί να είναι επικίνδυνη σε κάποιες περιπτώσεις όταν έλθει σε επαφή με το ανθρώπινο δέρμα, η δε ευθύνη του ενάγοντος στο ότι ως έμπειρος ξυλουργός που χρησιμοποίησε πολλές φορές το προϊόν Mouldamine, όφειλε να ρωτήσει και να μάθει για τις συνέπειες που πιθανό να είχε η επαφή με το δέρμα του, να μη χρησιμοποιήσει τον ψεκαστήρα που χρησιμοποίησε ενώ ήταν τρυπημένος και να αποταθεί πιο έγκαιρα για ιατρική θεραπεία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι το ποσό των £3.000 αποτελούσε τις δίκαιες γενικές αποζημιώσεις, το δε συνολικό ποσό των £1.735 τις ειδικές αποζημιώσεις, επί πλήρους ευθύνης, επεδίκασε στον εφεσείοντα το ποσό των £600 ως γενικές αποζημιώσεις, το δε ποσό των £347 ως ειδικές αποζημιώσεις. Περαιτέρω, διέταξε όπως τα εν λόγω ποσά φέρουν νόμιμο τόκο από τις 12/12/2001, ημερομηνία καταχώρησης της τροποποιημένης εκθέσεως απαιτήσεως του εφεσείοντος. Επιδίκασε, επίσης, έξοδα υπέρ του εφεσείοντος στη βάση του συνολικού ποσού των αποζημιώσεων.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν τον επιμερισμό της ευθύνης τις αποζημιώσεις και τον τόκο.

Το Ανώτατο δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση ως προς τον επιμερισμό ευθύνης και τις αποζημιώσεις και διαφοροποίησε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ακολούθως:

Επιμερισμός ευθύνης 40% στον ενάγοντα και 60% στην εναγόμενη.

Αύξηση γενικών αποζημιώσεων σε £5.000 επί πλήρους ευθύνης.

Ως προς το θέμα του τόκου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την [*1249]πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία επιδικάσθηκαν τόκοι από την καταχώρηση της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης, ήτοι, την 12/12/2001 και όχι από την ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης, ήτοι την 4/9/2000. Κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει των δεδομένων της υπόθεσης, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, ώστε να μη δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος αυτού.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 3/10/03 (Αρ. Αγωγής 2421/96) με την οποία απέδωσε στην εναγόμενη εταιρεία, κατασκευάστρια καυστικού φαρμάκου προστασίας ξύλου, 20% αμέλεια για τα εγκαύματα τα οποία υπέστη ο ενάγοντας-ξυλουργός, συνέπεια της χρήσης του, και 80% συντρέχουσα αμέλεια στον ίδιο και επιδίκασε υπέρ αυτού Λ.Κ. 600 ως γενικές και Λ.Κ. 347, ως ειδικές αποζημιώσεις.

Α. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Λοΐζου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ’ αρ. 2421/1996 αγωγή που καταχώρησε στο Ε.Δ. Λευκωσίας, ο εφεσείων αξίωσε από την εφεσίβλητη γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές λόγω αμέλειας και ή παράβασης νομίμου καθήκοντος της εφεσίβλητης.

Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως ο εφεσείων, στις 19.12.1992, ενώ χρησιμοποιούσε φάρμακο προστασίας ξύλου, μάρκας Mouldamine, το οποίο αγόρασε από την εφεσίβλητη, που ήταν [*1250]και ο κατασκευαστής του, το φάρμακο ήλθε σε επαφή με το σώμα του με αποτέλεσμα να υποστεί σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές. Και τούτο λόγω της αμέλειας και ή της παράβασης των νομίμων καθηκόντων της εφεσίβλητης η οποία κατασκεύασε και έθεσε σε κυκλοφορία μη ασφαλές φάρμακο χωρίς να δίδει, παράλληλα, τις κατάλληλες οδηγίες/προειδοποιήσεις για τη χρήση του.

Με την υπεράσπιση, η εφεσίβλητη αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος τόσο ως προς την ευθύνη όσο και ως προς τις σωματικές βλάβες και τις υλικές του ζημιές. Διαζευκτικά, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων έφερε την αποκλειστική και ή τη μεγαλύτερη ευθύνη για αμέλεια ως εκ της οποίας υπέστη τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημιές.

Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία, εκ μέρους του εφεσείοντος, ο ίδιος και άλλοι τέσσερις μάρτυρες, εκ μέρους δε της εφεσίβλητης ο Διευθυντής της.

Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε ότι τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης είχαν ως εξής:

“Στις 19/12/1992 γύρω στις 9:00 πμ ο ενάγοντας, που ήταν και είναι αυτοεργοδοτούμενος και διατηρεί κατάστημα ξυλουργικών εργασιών στην Κοκκινοτριμιθιά της επαρχίας Λευκωσίας, ύστερα από συμφωνία που έκανε, εργάζετο στην ξύλινη στέγη του σπιτιού κάποιου Ι. Μεγάλεμου στην Κοκκινοτριμιθιά. Είχε αγοράσει το φάρμακο MOULDAMINE που είναι προϊόν με χημική σύνθεση και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να προκαλέσει έγκαυμα αν έλθει σε επαφή με το ανθρώπινο δέρμα. Τοποθέτησε το MOULDAMINE σε ψεκαστήρα που ψεκάζουν χόρτα και ψέκαζε τη ξυλεία. Ήταν ντυμένος με πουκάμισο και φορούσε τρικό. Είχε τοποθετήσει τον ψεκαστήρα στην πλάτη του, στηριγμένο στους ώμους. Μόλις ξεκίνησε να ψεκάζει ο ενάγοντας αισθάνθηκε κάψες στη ράχη του οι οποίες στη συνέχεια άρχισαν να γίνονται πόνος και γύρω στις 11:00 π.μ., της ημέρας εκείνης, διέκοψε την εργασία του χωρίς να τελειώσει το έργο που του ανατέθηκε. Πήγε στη συνέχεια στο σπίτι του, έκανε μπάνιο και ξάπλωσε γύρω στις 2:00 μ.μ.. Οι κάψες αυξάνονταν και το βράδυ ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Τηλεφώνησε τρομαγμένος στο γιατρό Ιάκωβο Λοϊζου Κάκουρα (ΜΕ5) που είναι ειδικός ωτορινολαρυγγολόγος και κατοικούσε στην Κοκκινοτριμιθιά την εποχή εκείνη. Ο γιατρός τον συμβούλεψε να κάνει μπάνιο για μισή ώρα με άφθονο νερό και σαπούνι, σαν πρώτες βοήθειες. Δε [*1251]γνώριζε ο γιατρός (ΜΕ5) τη χημική ουσία του MOULDAMINE. Ο ενάγοντας επισκέφθηκε το γιατρό ΜΕ5 το πρωί της επόμενης ημέρας γύρω στις 5-6π.μ. στο σπίτι του τελευταίου που ήταν και σταθμός Πρώτων Βοηθειών. Ο ΜΕ5 παρατήρησε ότι είχε καθολικά εγκαύματα που έπρεπε να τύχουν περίθαλψης και αγωγής επειδή δεν είναι ειδικός στα εγκαύματα συμβούλεψε τον ενάγοντα να πάει στο ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ Ιατρικό Κέντρο κάτι που έκανε. Εκεί τον είδε και εξέτασε ο γιατρός Νίκος Μαντάς (ΜΕ3) που είναι πλαστικός χειρούργος. Ο ΜΕ3 διαπίστωσε ότι ο ενάγοντας έπαθε έγκαυμα 2ου βαθμού από χημική ουσία. Κατέγραψε τη γνωμάτευσή του σε έγγραφο με ημερομηνία 30/12/1992 που κατατέθηκε στο Δικαστήριο σαν Τεκμήριο 3 της υπόθεσης. Ο ενάγοντας έφερε έγκαυμα μερικού πάχους στη ράχη, τους γλουτούς και το βραχίονα συνολικής έντασης 14% Ο.Ε.Σ. Το εγκαυματικό τραύμα ήταν εξέρυθρο, οιδηματώδες, με πολλές φυσαλίδες και έντονη επιδερμική νεκρόλυση. Ο ενάγοντας υποβλήθηκε σε τοπική θεραπευτική αγωγή με επαλείψεις αντισηπτικών και κάλυψη με βαζελινούχες γάζες. Στις 22/12/1992, μετά από γενική νάρκωση, έγινε χειρουργικός καθαρισμός των εγκαυματικών επιφανειών και επίδεσή τους και στις 24/12/1992 ο ενάγοντας έφυγε από την κλινική (ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ). Στις 30/12/1992 διαπιστώθηκε πλήρης επούλωση των εγκαυματικών τραυμάτων και του δόθηκε θεραπευτική αγωγή με κρέμες BEPANTHENE και BETNOVATE για 6 μήνες. Παρενέργειες δε θα έχει ο ενάγοντας. Μόνο τοπικά ερεθίσματα για 2 χρόνια όπως π.χ. κνησμό. Ένα έγκαυμα χημικό μπορεί να περιοριστεί ή χειροτερέψει ανάλογα με το πόσο σύντομα ο ασθενής θα τύχει ορθής διάγνωσης και περίθαλψης.

Το προϊόν MOULDAMINE που είναι συντηρητικό για ξύλο και το χρησιμοποίησε ο ενάγοντας και είναι το Τεκμήριο 1 της υπόθεσης το αγόρασε από το κατάστημα πώλησης οικοδομικών υλικών που διατηρεί στην Κοκκινοτριμιθιά ο Μιχάλης Φιλίππου (ΜΕ1). Πρόκειται για προϊόν της εταιρείας ΒΙΟΧΡΩΜ ΛΤΔ (εναγόμενη εταιρεία) το οποίο πωλείτο από τη δεκαετία του 1980 και ο ενάγοντας το αγόρασε πολλές φορές. Μετά το 1992 οι ετικέτες που υπήρχαν στα δοχεία MOULDAMINE άλλαξαν και φαίνεται η διαφορά στο Τεκμήριο 2 της υπόθεσης (δοχείο MOULDAMINE μετά το 1992). Στο Τεκμήριο 1 δεν έγραψε ότι το προϊόν είναι επικίνδυνα ερεθιστικό όπως γράφει στο Τεκμήριο 2.

...............................................................................................................

[*1252]Επειδή ο ενάγοντας δεν μπόρεσε να τελειώσει την εργασία που του ανατέθηκε ανέθεσε σε δύο άλλα πρόσωπα να τη διεκπεραιώσουν. Πλήρωσε ο ενάγοντας ποσό ΛΚ500 στο Γεώργιο Παντελή (ΜΕ2) που ήταν ο ένας από τους δύο που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν την εργασία του ενάγοντα.

Ο ενάγοντας πλήρωσε επίσης συνολικό ποσό ΛΚ835 για ιατρικά έξοδα, έξοδα κλινικής και φάρμακα.

Ένας από τους ιδιοκτήτες και διευθυντές της εναγόμενης εταιρείας, ο κ. Δώρος Θεοδώρου, επισκέφθηκε τον ενάγοντα στο ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ και μίλησε μαζί του. Ο ενάγοντας του είπε ότι ο ψεκαστήρας ήταν τρυπημένος και ζούμιζε πάνω του.”

Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως και στη σχετική περί του αδικήματος της αμέλειας νομολογία, πραγματευόμενο το ζήτημα της ευθύνης, είπε τα εξής:

“Στην παρούσα υπόθεση εφόσον η εναγόμενη εταιρεία ήταν οι κατασκευαστές (manufacturers) του προϊόντος MOULDAMINE η χημική σύνθεση του οποίου μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να προκαλέσει έγκαυμα όταν έλθει σε επαφή με το ανθρώπινο δέρμα, θα έπρεπε να πάρουν λογική πρόνοια για να δουν ότι δεν θα προκαλείτο ζημιά στον καταναλωτή ή τον αγοραστή. Τέτοια πρόνοια θα ήταν σχετική προειδοποίηση στην ετικέτα όπως έπραξαν μεταγενέστερα και φαίνεται στο δοχείο – Τεκμήριο 2 της υπόθεσης. Όπως πωλείτο το δοχείο με το MOULDAMINE δεν μπορούσε εύκολα ο μέσος καταναλωτής, ο μέσος αγοραστής και χρήστης του προϊόντος να καταλάβει ότι με την επαφή στο σώμα του μπορούσε να υποστεί έγκαυμα. Θα έπρεπε ο καταναλωτής να είχε πληροφόρηση για τους κινδύνους που παρουσίαζε το προϊόν κατά τη διάρκεια της συνηθισμένης ή λογικά προβλεπτής χρήσης του όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν ήταν προφανείς. Αφού λοιπόν δεν υπήρχε προειδοποίηση στον καταναλωτή για να πάρει κατάλληλες προφυλάξεις έτσι που να μην υποστεί ζημιά ευρίσκω ότι η εναγόμενη εταιρεία δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια υπό τις περιστάσεις. Δεν αποδείχθηκε ενώπιόν μου ότι ο ενάγοντας έστω και αν υπήρχε η κατάλληλη προειδοποίηση στην ετικέτα δεν θα τη λάμβανε υπόψη του και θα ενεργούσε κατά τον ίδιο τρόπο. Τα εγκαύματα προκλήθηκαν στον ενάγοντα λόγω της σύνθεσης του προϊόντος MOULDAMINE, διαφορετικά θα ήταν ένα απλό βρέξιμο ή ακαθαρσία στο σώμα του ενάγοντα.

[*1253]Ευθύνη φέρει όμως και ο ενάγοντας στην υπόθεση αυτή. Ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, γύρω στα 22 χρόνια ξυλουργός, χρησιμοποιούσε το προϊόν MOULDAMINE ή παρόμοιας φύσης προϊόν άλλης εταιρείας και όφειλε να ρωτούσε και να μάθαινε για τις συνέπειες που πιθανό να είχε η επαφή με το δέρμα του. Όφειλε ο ενάγοντας να είχε ελέγξει τον ψεκαστήρα που χρησιμοποίησε κατά τον ουσιώδη χρόνο και να μην τον χρησιμοποιούσε ενώ ήταν τρυπημένος. Όταν διαπίστωσε ότι είχε ενοχλήσεις από την επαφή του MOULDAMINE με το δέρμα του όφειλε να διακόψει αμέσως. Θα έπρεπε το ταχύτερο να επισκέπτετο το νοσοκομείο ή ιατρό ή ιατρικό κέντρο κατάλληλο για την περίπτωσή του εφόσον διαπίστωσε ότι οι ενοχλήσεις συνεχίζονταν και ο πόνος αυξάνετο. Όμως ο ενάγοντας παρέμεινε να υποφέρει από περίπου το μεσημέρι της 19/12/1992 και κάλεσε στο τηλέφωνο αργά το βράδυ γιατρό ωτορυνολαρυγγολόγο που δεν ήταν η ενδεδειγμένη ενέργεια κάτω από τις περιστάσεις.

Με τον τρόπο που ενήργησε ο ενάγοντας σ’ αυτή την υπόθεση όχι μόνο δεν βοήθησε τον εαυτό του αλλά αδικαιολόγητα “βοήθησε” να χειροτερέψει η κατάσταση της υγείας του. Υπενθυμίζω ότι πήγε σε ειδικό γιατρό την επόμενη ημέρα.

Αφού συνεκτίμησα τις παραλείψεις της εναγόμενης εταιρείας και του ενάγοντα πιστεύω ότι είναι δίκαιο να κατανεμηθεί ευθύνη σε ποσοστό 20% στην εναγόμενη εταιρεία και 80% στον ενάγοντα.”

Τελικά, το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι το ποσό των ΛΚ3.000 αποτελούσε τις δίκαιες γενικές αποζημιώσεις, το δε συνολικό ποσό των ΛΚ1.735 τις ειδικές αποζημιώσεις, επί πλήρους ευθύνης, επεδίκασε στον εφεσείοντα το ποσό των ΛΚ600 ως γενικές αποζημιώσεις, το δε ποσό των ΛΚ347 ως ειδικές αποζημιώσεις. Περαιτέρω, διέταξε όπως τα εν λόγω ποσά φέρουν νόμιμο τόκο από τις 12.12.2001, ημερομηνία καταχώρησης της τροποποιημένης εκθέσεως απαιτήσεως του εφεσείοντος. Επιδίκασε, επίσης, έξοδα υπέρ του εφεσείοντος στη βάση του συνολικού ποσού των αποζημιώσεων.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τρεις λόγους.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει 20% αμέλεια στην εφεσίβλητη και 80% συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα είναι εμφανώς εσφαλμένη. Και τούτο διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να συνεκτιμήσει [*1254]ορθά τα καθήκοντα της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντος και του εφεσείοντος έναντι της δικής του ασφάλειας, με αποτέλεσμα να μην προσδώσει τη δέουσα βαρύτητα στην αμέλεια της εφεσίβλητης και, αντίθετα, να προσδώσει υπερβολική βαρύτητα στην αμέλεια του εφεσείοντος.

Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη κατασκεύασε τοξικό προϊόν, η χημική σύνθεση του οποίου μπορούσε να προκαλέσει εγκαύματα, και το διέθεσε στην αγορά χωρίς ετικέτα στην οποία να αναγράφονται οδηγίες χρήσης ή έστω κάποια προειδοποίηση ότι αυτό μπορούσε να προκαλέσει σωματική βλάβη. Η αμέλεια της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντος ήταν πολύ σοβαρή. Ουσιαστικά η εφεσίβλητη απέτυχε να εκπληρώσει θεμελιώδες καθήκον επιμέλειας, όχι μόνο έναντι του εφεσείοντος αλλά και έναντι κάθε καταναλωτή του προϊόντος. Ευθύνη για αμέλεια έφερε βέβαια και ο εφεσείων. Όμως, η αμέλειά του δεν ήταν εξίσου σοβαρή όσο εκείνη της εφεσίβλητης. Οφειλόταν απλώς στην παράλειψή του να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφύγει την επαφή του προϊόντος με το δέρμα του και, κυρίως, αφ΄ ης στιγμής διαπίστωσε ότι η επαφή του προκαλούσε ενοχλήσεις στο δέρμα, να διακόψει και να επισκεφθεί το ταχύτερο γιατρό, εφόσον, μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, διαπίστωνε ότι ο πόνος αυξανόταν. Πήγε σε ειδικό γιατρό μόνο την επόμενη μέρα. Με αυτά τα δεδομένα ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τα εγκαύματα που προκλήθηκαν στον εφεσείοντα λόγω της σύνθεσης του προϊόντος, ήταν, κατά την άποψή μας, εμφανώς εσφαλμένος. Συνεκτιμώντας την εκατέρωθεν ευθύνη θεωρούμε ότι ο δίκαιος καταμερισμός της είναι 60% στην εφεσίβλητη και 40% στον εφεσείοντα.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το ποσό των ΛΚ3.000, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσε τις δίκαιες γενικές αποζημιώσεις, επί πλήρους ευθύνης, είναι έκδηλα ανεπαρκές. Και τούτο διότι τα εγκαύματα τα οποία υπέστη ο εφεσείων ήταν εκτεταμένα, σοβαρά και ιδιαίτερα επώδυνα. Η θεραπευτική αγωγή διήρκεσε έξι περίπου μήνες. Αναμένονταν δε μετατραυματικές συνέπειες για δύο περίπου χρόνια.

Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Έχοντας υπόψη τη σύγχρονη τάση της νομολογίας για αύξηση των γενικών αποζημιώσεων, απ΄ ότι στο παρελθόν, για τον ανθρώπινο πόνο και ταλαιπωρία, σε συνάρτηση με τη μείωση, με την πάροδο του χρόνου, της αξίας του χρήματος, θεωρούμε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, το ποσό των ΛΚ5.000 αποτελεί τις δίκαιες γενικές αποζημιώσεις, επί πλήρους ευ[*1255]θύνης.

Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τόκους υπέρ του εφεσείοντος από της καταχώρησης της τροποποιημένης εκθέσεως απαιτήσεως, ήτοι την 12.12.2001. Και τούτο διότι η τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως αφορούσε μόνο τη διόρθωση του ονόματος του προϊόντος ώστε να αναγράφεται ως Mouldamine. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, το ορθό θα ήταν το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδικάσει τόκους υπέρ του εφεσείοντος από την ημερομηνία καταχώρησης της εκθέσεως απαιτήσεως, ήτοι την 4.9.2000.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, το από πότε θα επιδικαστούν τόκοι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Λαμβάνεται δε συναφώς υπόψη και ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων καταχώρησε την αγωγή του στις 15.3.1996, δηλαδή τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά τον τραυματισμό του στις 19.12.1992, τη δε έκθεση απαιτήσεως τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, ήτοι στις 4.9.2000. Δεκαπέντε περίπου μήνες αργότερα, στις 12.12.2001, καταχώρησε την τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεώς του. Με αυτά τα δεδομένα, δε θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδικάζοντας τόκους από τις 12.12.2001, αντί από της 4.9.2000, άσκησε κακώς τη διακριτική του ευχέρεια ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας. (Βλ. σχετικά Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, στις σελ. 495 έως 496).

Ενόψει των όσων προαναφέραμε, σχετικά με τον καταμερισμό της ευθύνης για αμέλεια και το ποσό των γενικών αποζημιώσεων, επί πλήρους ευθύνης, επιδικάζουμε στον εφεσείοντα το ποσό των ΛΚ3.000 ως γενικές αποζημιώσεις, το δε ποσό των ΛΚ1.041 ως ειδικές αποζημιώσεις. Τα ποσά αυτά θα φέρουν νόμιμο τόκο από τις 12.12.2001. Επιδικάζονται, επίσης, έξοδα υπέρ του εφεσείοντος, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, στη βάση του συνολικού ποσού των αποζημιώσεων.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο