Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κώστα Κωνσταντίνου (2005) 1 ΑΑΔ 1356

(2005) 1 ΑΑΔ 1356

[*1356]7 Νοεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2005)

 

Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ― Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ― Κατά πόσο μπορούσε να γίνει στην περίπτωση Κύπριου υπηκόου αλλά ταυτόχρονα και Βρεττανού υπηκόου με σκοπό την έκδοση και παράδοση του στις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, για να δικαστεί για αδικήματα συνωμοσίας για εξαπάτηση του δημόσιου ταμείου.

Φυγόδικοι ― Διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου ― Για τον Κύπριο Πολίτη ρητά απαγορεύεται η έκδοση, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος.

Ευρωπαϊκή Ένωση ― Απόφαση-Πλαίσιο η οποία εκδίδεται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Δεσμεύει τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών κάθε κράτους μέλους ― Δεν πρόκειται για περίπτωση ευρωπαϊκής πρόνοιας με άμεσο αποτέλεσμα στο εθνικό δίκαιο ― Κατά πόσο με τη θέσπιση του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(Ι)/2004, επετεύχθη συνωδά και τω Συντάγματι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή η εισαγωγή στο δικό μας νομικό καθεστώς των προνοιών της Απόφασης ― Πλαίσιο με την οποία υιοθετείται η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και καθορίζεται η διαδικασία παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών προσώπων τα οποία προσπαθούν να δια[*1357]φύγουν της δικαιοσύνης όταν έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή υπόπτων για αξιόποινες πράξεις.

Η έφεση αυτή αφορά την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του εφεσίβλητου ο οποίος είναι πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά ταυτόχρονα είναι και πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατά την εκδίκαση αίτησης με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία επεδίωξε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασίων Παράδοσης Εκζητούμενων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(?)/2004 (ο Νόμος), στην περίπτωση του εφεσίβλητου, με στόχο την παράδοση του στις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου εκκρεμεί ποινική δίωξη εναντίον του αναφορικά με αδικήματα συνωμοσίας για εξαπάτηση του δημόσιου ταμείου, έκρινε πως η επίδικη αίτηση δεν μπορούσε να προωθηθεί και ως εκ τούτου την απέρριψε. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Νόμος, που υιοθέτησε την Απόφαση – Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, εφόσον στο Σύνταγμα μας υπάρχουν οι διατάξεις του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος που διαλαμβάνουν τα πιο κάτω:

«11.2 ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού ή μη ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:

....................................................................................................................

(στ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου προς παρεμπόδισιν της άνευ άδειας εισόδου εις το έδαφος της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού καθ’ ου εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπόν απελάσεως ή εκδόσεως.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας δύο βασικούς λόγους που τίθενται διαζευκτικά:

1.   Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερισχύει έναντι του δικαίου όλων των κρατών μελών της Ένωσης. Εφόσον η Δημοκρατία, με το Νόμο που θέσπισε η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθέτησε τις πρόνοιες της Απόφασης – Πλαίσιο, καθώς ήταν υποχρέωση της ως υπογράψασα την Απόφαση – Πλαίσιο, το ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως εκφράζεται στο Νόμο, υπερισχύει των προνοιών του Συντάγματος.

2.   Οι πρόνοιες του Νόμου μπορούν να εφαρμοστούν με τέτοια ερμηνεία ώστε να εναρμονίζονται με τις διατάξεις του Άρθρου 11 [*1358]του Συντάγματος, ιδιαίτερα της παραγράφου 2 (γ).

Ο δικηγόρος ??? εκζητούμενου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Η επιχειρηματολογία του συνοψίζεται στη θέση πως, η πολιτεία, εφόσον ήθελε, ως ήταν η υποχρέωση της, να εισαγάγει στο νομικό μας σύστημα την Απόφαση-Πλαίσιο, θα’ πρεπε τούτο να γίνει με καθόλα νόμιμο τρόπο. Δεν επετεύχθη ο σκοπός, γιατί οι πρόνοιες του Νόμου βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.   Στην απόφαση Γεωργίου και Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (1991) 1 Α.Α.Δ. 814, κρίθηκε πως η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου, που προβλέπεται στη σχετική νομοθεσία αφορά μόνο στους αλλοδαπούς. Για τον Κύπριο Πολίτη ρητά απαγορεύεται η έκδοση, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος. Στην απόφαση Γεωργίου γίνεται αναφορά και στην υπόθεση In Re The Attorney – General of the Republic and Andreas Costas Afamis 1 R.S.C.C 121, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο ζήτημα, και το τότε Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα.

2.   Η Απόφαση – Πλαίσιο αφήνει στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη μέθοδο και τον τρόπο επίτευξης του σκοπού της Απόφασης – Πλαίσιο, που μολονότι αυτή είναι υποχρεωτική, εντούτοις δεν αποκτά άμεσο αποτέλεσμα. Μόνο με την κατάλληλη νόμιμη διαδικασία, που ισχύει σε κάθε κράτος μέλος, ο σκοπός της Απόφασης – Πλαίσιο μεταφέρεται στο ισχύον Δίκαιο. Αυτό δεν έχει γίνει στη χώρα μας με το Νόμο, εφόσον οι πρόνοιες του είναι αντίθετες με τις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες αναφέρονται πιο πάνω.

3.   Στην υπόθεση Maria Pupino c-105/03 16.6.05, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφέρθηκε στο δεσμευτικό χαρακτήρα των Αποφάσεων – Πλαίσιο, τις οποίες προσομοίωσε με τις Οδηγίες, και την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας τους από τα κράτη μέλη. Ενόψει της συνταγματικής διάταξης που παρατίθεται πιο πάνω δεν προσφέρεται καμία ερμηνεία του Νόμου που θέσπισε η Βουλή των Αντιπροσώπων ώστε να επικρατήσουν οι διατάξεις του, και να τεθεί σε εφαρμογή σε σχέση με Πολίτη της Δημοκρατίας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

[*1359]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Pupino C-105/03, 16/6/05,

Γεωργίου v. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (1991) 1 Α.Α.Δ. 814,

Αριθμός 591/2005, 8/3/2005,

Απόφαση 27/4/2005, Ρ1/05,

Απόφαση 18 Ιουλίου 2005 – 2 Β. v. R. 2236/04,

The Attorney – General of the Republic v. Afamis, 1 R.S.C.C. 121.

Έφεση.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 6/10/05 (Αρ. Αγωγής 6/05) με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την οποία ζήτησε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητούμενων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν.133(Ι)/2004, με τον οποίο υιοθετούνται, ουσιαστικά όλα τα άρθρα της σχετικής Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί Πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας εναντίον του οποίου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και η οποία αφορούσε την παράδοσή του στις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου εκκρεμεί ποινική δίωξη εναντίον του αναφορικά με αδικήματα συνωμοσίας για εξαπάτηση του δημόσιου ταμείου, που διαπράχθηκαν σύμφωνα με τα υποστηρικτικά έγγραφα της αιτούσας χώρας, μεταξύ 1.5.97 και 30.10.98.

Π. Κληρίδης – Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ε. Λοϊζίδου – Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Κ. Λυκούργο – Ανώτερο Νομικό Λειτουργό, Μ. Σπηλιωτοπούλου – Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Ν. Χαραλαμπίδου – Νομική Λειτουργό, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Ερωτοκρίτου με Α. Αργυρού και Α. Κυπρίζογλου, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.

Cur. adv. vult.

[*1360]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Στις 13.6.02 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε Απόφαση-Πλαίσιο με την οποία υιοθετείται η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και καθορίζεται η διαδικασία παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών προσώπων τα οποία προσπαθούν να διαφύγουν της δικαιοσύνης όταν έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή υπόπτων για αξιόποινες πράξεις. Η Απόφαση-Πλαίσιο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18.7.2002. Οι σκοποί της Απόφασης-Πλαίσιο και η αιτιολογία λήψης της περιέχονται σε 14 παραγράφους που προηγούνται  της έναρξης των ουσιαστικών της άρθρων. Για μια ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη νομική μελέτη της πορείας που οδήγησε στην Απόφαση-Πλαίσιο παραπέμπουμε στη μελέτη των Susie Alegre and Marisa Leaf «Mutual Recognition in European Judicial Cooperation: A Step Too Far Too Soon?»  Case Study-the European Arrest Warrant, δημοσιευμένο στο European Law Journal, vol.10, 2.3.2004 σελ.200-217. H Απόφαση-Πλαίσιο έχει υπογραφεί και από τα 25 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, περιλαμβανομένης και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η χώρα μας, επιθυμούσα να εντάξει την Απόφαση-Πλαίσιο στο νομικό μας σύστημα, θέσπισε, δια του εκ του συντάγματος αρμοδίου οργάνου, της Βουλής των Αντιπροσώπων, τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητούμενων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004, Ν.133(Ι)/2004 (στα επόμενα ο Νόμος).  Στο Νόμο αυτό  υιοθετούνται, αναπαράγονται στην ουσία, όλα τα άρθρα της Απόφασης-Πλαίσιο.

Η πρώτη αίτηση, με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία επεδίωξε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Νόμου, επί Πολίτη της Δημοκρατίας, έτυχε να καταχωριστεί και εκδικαστεί από δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η αίτηση αφορούσε την παράδοση του εκζητούμενου Κώστα Κωνσταντίνου, εφεσίβλητου, στις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου εκκρεμεί ποινική δίωξη εναντίον του αναφορικά με αδικήματα συνωμοσίας για εξαπάτηση του δημόσιου ταμείου, που διαπράχθηκαν, σύμφωνα με τα υποστηρικτικά έγγραφα της αιτούσας χώρας, μεταξύ 1.5.97 και 30.10.98.

Νωρίτερα, στις 17.9.2005, εκδόθηκε εναντίον του εκζητούμενου ένταλμα σύλληψης από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή, ο οποίος είχε ικανοποιηθεί πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος. Είναι δεκτό από τη Δημοκρατία  πως ο εκζητούμενος είναι πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και της Κυπριακής Δημο[*1361]κρατίας, κατέχει δε διαβατήριο της χώρας μας με αριθμό C203270.  Ο εκζητούμενος δήλωσε στο Δικαστήριο πως δεν συγκατατίθετο στην παράδοση του, και ως εκ τούτου ορίστηκε ημερομηνία ακρόασης της αίτησης. Κατά την έναρξη της συζήτησης ηγέρθη από το δικηγόρο του εκζητούμενου ένα νομικό σημείο το οποίο εξετάστηκε ως προκαταρκτικό, γιατί αν γινόταν επ’ αυτού δεκτή η εισήγηση του δικηγόρου, τότε η αίτηση της Δημοκρατίας θα κατέρρεε.

Το επίμαχο νομικό σημείο διατυπώθηκε από το δικηγόρο του εκζητούμενου στην εισήγηση που ακολουθεί: Η Απόφαση-Πλαίσιο δεσμεύει τη Δημοκρατία να την εφαρμόσει για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα σ’ αυτή. Επαφίεται όμως η επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους. Να σημειώσουμε, προτού προχωρήσουμε με την εισήγηση του δικηγόρου, πως η θέση αυτή είναι αποδεκτή και από το Γενικό Εισαγγελέα. Δεν πρόκειται λοιπόν για περίπτωση ευρωπαϊκής πρόνοιας με άμεσο αποτέλεσμα στο εθνικό δίκαιο. Εξάλλου η εισήγηση  δεν βασίζεται σε επιχειρηματολογία, αλλά στο λεκτικό του ίδιου του άρθρου 34(2)(β) στον Τίτλο VI της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, που λέγει τα εξής:

«Το Συμβούλιο λαμβάνει μέτρα και προωθεί, με τις κατάλληλες μορφές και διαδικασίες, όπως ορίζονται στον παρόντα Τίτλο, τη συνεργασία η οποία συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της Ένωσης. Προς το σκοπό αυτό, αποφασίζοντας ομόφωνα κατόπιν πρωτοβουλίας οποιουδήποτε κράτους μέλους ή της Επιτροπής το Συμβούλιο μπορεί:

(β) να υιοθετεί αποφάσεις-πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Οι αποφάσεις-πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα.»

Υπενθυμίζουμε και το άρθρο 249 της Συνθήκης σε σχέση κυρίως με τις οδηγίες, με τις οποίες, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Maria Pupino C-105/03 16.6.05, οι Αποφάσεις-Πλαίσιο προσομοιάζουν. Το άρθρο έχει ως εξής:

«Προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους και σύμφωνα με την παρούσα Συνθήκη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού [*1362]με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή εκδίδουν κανονισμούς και οδηγίες, λαμβάνουν αποφάσεις και διατυπώνουν συστάσεις ή γνώμες.

Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.»

Προέκυψε, επομένως, το ερώτημα κατά πόσο με τη θέσπιση του Νόμου επετεύχθη συνωδά και τω Συντάγματι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή η εισαγωγή στο δικό μας νομικό καθεστώς των προνοιών της Απόφασης-Πλαίσιο.

Η επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εκζητούμενου ήταν πρωτοδίκως, και ενώπιον μας, πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός γιατί είναι αντίθετος με τις διατάξεις του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος, που διαλαμβάνουν τα πιο κάτω:

«11.2 ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού ή μη ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις: 

...............................................................................................................

(στ)  συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου προς παρεμπόδισιν της άνευ αδείας εισόδου εις το έδαφος της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού καθ’ ου εγένοντο ενέργειαι  προς τον σκοπόν απελάσεως ή εκδόσεως.»

(Η υπογράμμιση μας γίνεται για να επισημανθεί η ουσία της επίμαχης πρόνοιας.)

Η θέσπιση του Νόμου, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου, δεν πέτυχε την εφαρμογή της Απόφασης-Πλαίσιο. Ο τρόπος και μέθοδος που υιοθετήθηκαν δεν τελεσφόρησαν, εφόσον ο Νόμος είναι αντίθετος με τις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος.

Η σκέψη της Δικαστού, αφού προηγουμένως παρέθεσε τα γεγονότα της αίτησης και τις εκατέρωθεν εισηγήσεις, είναι απλή. Κατέληξε πως η έκδοση, που επιτρέπεται στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, περιορίζεται αποκλειστικά σε αλλοδαπούς. Ο εκζητούμενος είναι μεν Πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά ταυτόχρονα και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εφαρμόζοντας δε τη σκέψη, και κατάληξη, στην απόφαση Γεωργίου v. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (1991) 1 Α.Α.Δ. 814, έκρινε πως η επίδικη αί[*1363]τηση για παράδοση του εκζητούμενου στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε να προωθηθεί, και ως εκ τούτου την απέρριψε. Ο Νόμος, που υιοθέτησε την Απόφαση-Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, εφόσον στο Σύνταγμα μας υπάρχουν οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 11, τις οποίες παραθέτουμε πιο πάνω.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρισε αμέσως έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ενόψει του άκρως σημαντικού ζητήματος που εγείρεται σ’ αυτή, και αποδεχόμενο αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, συνεδρίασε, για να το εξετάσει σε Πλήρη Ολομέλεια. Να σημειώσουμε από την αρχή πως  είχαμε ευπρόσδεκτη βοήθεια από το Γενικό Εισαγγελέα και την ομάδα δικηγόρων που εμφανίζονταν μαζί του, καθώς επίσης και από το δικηγόρο του εκζητούμενου-εφεσίβλητου.

Είναι η θέση του Γενικού Εισαγγελέα πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη, για δύο βασικά λόγους, που τίθενται διαζευκτικά. Η επιχειρηματολογία του, που αφορά στον πρώτο λόγο, που είναι και ο σημαντικότερος, στηρίζεται στο αξίωμα, όπως ο ίδιος το προβάλλει, πως το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερισχύει έναντι του δικαίου όλων των κρατών μελών της Ένωσης.  Εφόσον η Δημοκρατία, συνεχίζει η εισήγηση, με το Νόμο που θέσπισε η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθέτησε τις πρόνοιες της Απόφασης-Πλαίσιο, καθώς ήταν υποχρέωση της ως υπογράψασα την Απόφαση-Πλαίσιο, το ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως εκφράζεται στο Νόμο, υπερισχύει των προνοιών του Συντάγματος. Η δεύτερη εισήγηση, που τέθηκε διαζευκτικά, είναι πως οι πρόνοιες του Νόμου μπορούν να εφαρμοστούν με τέτοια ερμηνεία ώστε να εναρμονίζονται με τις διατάξεις του Άρθρου 11 του Συντάγματος, ιδιαίτερα της παραγράφου 2(γ). Υπέβαλε, επί τούτου, και είναι ορθό,  πως αν η δεύτερη εισήγηση ευσταθήσει, δεν χρειάζεται να εξεταστεί η πρώτη.

Ο δικηγόρος του εκζητούμενου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Η επιχειρηματολογία του συνοψίζεται στη θέση πως, η πολιτεία, εφόσον ήθελε, ως ήταν η υποχρέωση της, να εισαγάγει στο νομικό μας σύστημα την Απόφαση-Πλαίσιο, θα’ πρεπε τούτο να γίνει με καθόλα νόμιμο τρόπο. Δεν επετεύχθη ο σκοπός, γιατί οι πρόνοιες του Νόμου βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος. 

Τα Δικαστήρια μερικών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν επιληφθεί του ζητήματος της έκδοσης του ευρωπαϊκού [*1364]εντάλματος σύλληψης σε αιτήσεις που είχαν ενώπιον τους. Αναφορά σ’ αυτές τις αποφάσεις είναι χρήσιμη και βοηθητική. Στην υπόθεση Αριθμός 591/2005, 8.3.2005, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον Έλληνα Πολίτη, για να παραδοθεί στις ισπανικές δικαστικές αρχές. Ηγέρθη ενώπιον του Δικαστηρίου το νομικό ερώτημα κατά πόσο υπήρχε αντίθεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εφόσον ο εκκαλών ήταν Υπήκοος Έλληνας, προς οιανδήποτε διάταξη του Συντάγματος και ιδιαίτερα προς εκείνες του Άρθρου 5 παράγραφοι 2 και 4. Το Δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε τέτοια αντίθεση. Όταν διαβάσει κανείς το ισχύον σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας διαπιστώνει πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάταξη που να διασφαλίζει τη μη έκδοση ή παράδοση πολίτη της χώρας σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημασία όμως έχει το γεγονός πως ο Άρειος Πάγος προχώρησε και εξέτασε το νομικό ερώτημα, προτού καταλήξει στην τελική κρίση πως η έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν προσέκρουε σε οποιαδήποτε διάταξη του συντάγματος της χώρας. Την ίδια προσέγγιση, αλλά με διαφορετική κατάληξη, υιοθέτησε και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας, που συνεδρίασε εν Ολομελεία, επί σχετικού νομικού ερωτήματος που παραπέμφθηκε σ’ αυτό από άλλο δικαστήριο της χώρας. Βλ. Απόφαση 27.4.2005, P1/05. Το Δικαστήριο απεφάνθη πως ο νόμος που θεσπίστηκε, και με τον οποίο εισήχθη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, βρισκόταν σε αντίθεση με πρόνοια  του συντάγματος που απαγόρευε την έκδοση Πολωνών Πολιτών σε άλλη χώρα. Το Δικαστήριο έκρινε, ως εκ τούτου, πως δεν μπορούσε να εκτελεστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Σύμφωνα όμως με ρητή πρόνοια στο σύνταγμα της χώρας, το Δικαστήριο ανέστειλε το διατακτικό της απόφασης του για 18 μήνες, ώστε να δοθεί χρόνος στο νομοθετικό σώμα να απαλείψει ή να τροποποιήσει τη σχετική πρόνοια του συντάγματος βάσει της οποίας απαγορευόταν η έκδοση Πολωνού Πολίτη. Το δικαστήριο της Πολωνίας συζητά στην απόφαση και το θέμα κατά πόσο η έκδοση φυγοδίκου, όπως είναι γνωστή στις διεθνείς συμβάσεις, έχει παρόμοια νομική υπόσταση με τη σύλληψη και παράδοση προσώπου με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Καταλήγει δε στην απόφαση πως είναι παρόμοιας νομικής υπόστασης Παραθέτουμε πιο κάτω το ενδιαφέρον επί της ουσίας απόσπασμα από τη σχετική απόφαση.

Παράγραφοι 6, 7 και 8

“6. The code does not contain any norm stating expressis verbis that the transfer of a person prosecuted on the basis of an EAW [*1365]from the territory of the Republic of Poland shall also apply in respect of Polish citizens. Such a norm should, however, be derived from Article 607t para 1, read in conjunction with Article 607p, of the CPC, which does not include the prosecuted person’s possession of Polish citizenship as one of the enumerated prerequisites for obligatory refusal to execute an EAW.

Whilst the obligation to implement secondary European Union law, including framework decisions adopted within the Union’ s Third Pillar (cf. Article 32 of the Treaty on the European Union, as amended by the Amsterdam Treaty), has its basis in Article 9 of the Constitution of the Republic of Poland, the fact that a domestic statute was enacted for the purpose of implementing secondary EU law does not per se guarantee the substantive conformity of this statute with the norms of the Constitution.

The obligation to interpret domestic law in a manner sympathetic to EU law (so as to comply with EU law) has its limits.  In particular, it stems from the jurisprudence of the Court of Justice of the European Communities (ECJ) that EU secondary legislation may not independently (in the absence of appropriate amendments in domestic legislation) worsen an individual’ s situation, especially as regards the sphere of criminal liability.  It is beyond doubt that the surrender of a person prosecuted on the basis of an EAW, in order to conduct a criminal prosecution against them in respect of an act which, according to Polish law, does not constitute a criminal offence, must worsen the situation of the suspect.”

Σε μετάφραση:

«Ο Κώδικας δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε διάταξη η οποία να καθορίζει ρητώς ότι η μεταφορά από το έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας ενός προσώπου, εναντίον του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, θα ισχύει και για πολωνούς πολίτες. Τέτοια πρόνοια θα έπρεπε να διελαμβάνετο στο άρθρο 607t, παρ, 1, σε συσχετισμό με το άρθρο 607p, του Κώδικα περί Ποινικής Δικονομίας, το οποίο, όμως,  δεν απαριθμεί ως προαπαιτούμενο για υποχρεωτική άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ, την κατοχή Πολωνικής υπηκοότητας, από το διωκόμενο πρόσωπο.

Παρόλο που η υποχρέωση εφαρμογής παράγωγου δικαίου, περιλαμβανόμενων και αποφάσεων-πλαισίων που υιοθετούνται [*1366]εντός του τρίτου πυλώνα της ένωσης (άρθρο 32 της συνθήκης της ευρωπαϊκής ένωσης όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ), βασίζεται στο άρθρο 9 του Πολωνικού Συντάγματος, η θέσπιση ημεδαπού δικαίου για την υιοθέτηση δευτερογενούς Ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δεν διασφαλίζει per se ουσιώδη συμμόρφωση του νόμου με τις πρόνοιες του Συντάγματος.

Υπάρχουν όρια στην υποχρέωση ερμηνείας της εσωτερικής νομοθεσίας με τρόπο ώστε να συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Συγκεκριμένα, προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ότι Δευτερογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν μπορεί από μόνο του (στην απουσία  κατάλληλων τροποποιήσεων της εσωτερικής νομοθεσίας) να χειροτερεύει τη θέση ενός ατόμου, ειδικότερα όσον αφορά  τον τομέα της ποινικής ευθύνης. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η παράδοση ενός προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό ποινικής δίωξής του αναφορικά με πράξη η οποία, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, χειροτερεύει τη θέση του ύποπτου.»

To Δεύτερο Τμήμα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, εξέδωσε επίσης απόφαση επί αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης: βλ. Απόφαση 18 Ιουλίου 2005 – 2 B. v R. 2236/04. Απέρριψε δε το ένταλμα γιατί έκρινε πως παραβιαζόταν άρθρο του Βασικού Νόμου, όπως αναφέρεται στην απόφαση, γιατί οι πρόνοιες του νόμου, με τον οποίο εισήχθη στο νομικό καθεστώς της Γερμανίας το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δεν λάμβανε επαρκώς υπόψη, και επομένως δεν συνήδε, με τις απαραίτητες προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου.

Σημειώνουμε τέλος την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας της Γαλλίας, σύμφωνα με την οποία η πρακτική που υπήρχε στη χώρα να μην εκδίδονται πολίτες της δεν βασιζόταν σε οποιαδήποτε συνταγματική υποχρέωση, και ως εκ τούτου κρίθηκε πως δεν χρειαζόταν τροποποίηση του γαλλικού συντάγματος για να εφαρμοστούν οι πρόνοιες της Απόφασης-Πλαίσιο. Παραπέμπουμε πάλιν στην εργασία των Susie Alegre and Marisa Leaf στο περιοδικό European Law Journal, που αναφέρουμε πιο πάνω. (Βλ. σελ. 340 και επόμενα). Το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας έκρινε,  όπως και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας, πως η έκδοση είναι νομικά παρόμοια  κατάσταση όπως και η παράδοση που προβλέπεται με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

[*1367]Ο Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε πως το Δικαστήριο μας δεν πρέπει να ακολουθήσει την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας ή, όπως συνάγεται, όποιαν άλλη απόφαση προς την ίδια κατεύθυνση, όπως του Συμβουλίου της Επικρατείας της Γαλλίας, αναφορικά με το κατά πόσο η νομική υπόσταση της έκδοσης, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος μας, είναι η ίδια με αυτή της παράδοσης όπως διαλαμβάνεται στο Πλαίσιο-Απόφασης και του Νόμου. Ο ίδιος εισηγείται πως το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει ως βασικό στοιχείο την παράδοση του εκζητούμενου και όχι την έκδοση του στο αιτούν κράτος. Αναφέρθηκε δε σε έκταση στις λεπτομέρειες της Απόφασης-Πλαίσιο και του Νόμου.

Η πιο πάνω εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα έγινε για να προωθήσει τη θέση πως ο Νόμος μπορεί να ερμηνευθεί και εφαρμοστεί σε αρμονία με το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος, που λέει:

“ΑΡΘΡΟΝ 11

1.  ..........................................................................................................

2.  Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ει μη ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:

(α) .........................................................................................................

(β) .........................................................................................................

(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού.»

Έχουμε τη γνώμη πως ανεξάρτητα από το αν η έκδοση προσώπου, όπως διαλαμβάνεται στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος μας, έχει ή μη την ίδια νομική έννοια με την παράδοση που προβλέπεται στην Απόφαση-Πλαίσιο και το Νόμο, η  θέση του Γενικού Εισαγγελέα είναι εσφαλμένη για ένα βασικό λόγο. Το πιο πάνω άρθρο καθορίζει εξαντλητικά τους λόγους για τους οποίους μπορεί να γίνει σύλληψη, ή σύλληψη για σκοπούς διαδικασίας έκδοσης.  Σύλληψη, για τους σκοπούς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν είναι μέσα στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Άρθρο. Εξάλλου, και η σύλληψη που επιτρέπεται σύμφωνα με το (γ) της παραγράφου 2 του Άρθρου 11, γίνεται για τους σκοπούς που ειδικά προβλέπονται στην παράγραφο αυτή, και συμπληρώνονται στις πρόνοιες των παραγράφων 4, 5 και 6 του Άρθρου 11, στις οποίες προνοείται η γνωστή διαδικασία, με την υποχρέωση [*1368]προσαγωγής του συλληφθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου για την έκδοση διαταγής κράτησης.

Στην απόφαση Γεωργίου, που αναφέρεται πιο πάνω, κρίθηκε πως η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου, που προβλέπεται στη σχετική νομοθεσία αφορά μόνο στους αλλοδαπούς. Για τον Κύπριο Πολίτη ρητά απαγορεύεται η έκδοση, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος. Στην απόφαση Γεωργίου γίνεται αναφορά και στην υπόθεση In Re The Attorney-General of the Republic v. Andreas Costas Afamis 1 R.S.C.C. 121, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο ζήτημα, και το τότε Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα.

Μένει, επομένως, να συζητηθεί το κύριο και σημαντικό ερώτημα που εγείρεται στην υπόθεση, η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα πως ο Νόμος, που εισήγαγε στο νομικό σύστημα της χώρας μας το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, υπερισχύει του συντάγματος και πρέπει, κατά συνέπεια, να εφαρμοστεί.

Η απάντηση στο ερώτημα έχει ήδη δοθεί με αυτά που είπαμε πιο πάνω. Η Απόφαση-Πλαίσιο αφήνει στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη μέθοδο και τον τρόπο επίτευξης του σκοπού της Απόφασης-Πλαίσιο, που μολονότι αυτή είναι υποχρεωτική, εντούτοις δεν αποκτά άμεσο αποτέλεσμα. Μόνο με την κατάλληλη νόμιμη διαδικασία, που ισχύει σε κάθε κράτος μέλος, ο σκοπός της Απόφασης-Πλαίσιο μεταφέρεται στο ισχύον Δίκαιο. Αυτό δεν έχει γίνει στη χώρα μας με το Νόμο, εφόσον οι πρόνοιες του είναι αντίθετες με τις διατάξεις του συντάγματος, στις οποίες έγινε συνεχής αναφορά πιο πάνω.

Γνωρίζουμε την πάγια και ευθυγραμμισμένη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την οποία το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερισχύει  έναντι του δικαίου των χωρών κρατών μελών. Εκτιμούμε τη νομολογία αυτή, και μάλιστα με σεβασμό λέγουμε πως δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική, γιατί αν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συμμορφώνονταν με τις υποχρεώσεις τους, όπως απορρέουν από τη Συνθήκη που υπέγραψαν, αυτή θα κατέρρεε. Αναφερθήκαμε ήδη στην υπόθεση Μaria Pupino που συζητήθηκε ενώπιον τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και αφορούσε αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 35 Ε.Ε. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο δεσμευτικό χαρακτήρα των Αποφάσεων-Πλαίσιο, τις οποίες προσομοίωσε με τις Οδηγίες, και την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας [*1369]τους από τα κράτη μέλη. Προχωρεί μάλιστα το Δικαστήριο και δίδει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές προς τα εθνικά Δικαστήρια, όπου στην παράγραφο 48 της απόφασης διαβάζουμε τα εξής:

48. Όπως μας τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών της, δεν είναι πρόδηλο στην κύρια υπόθεση ότι είναι αδύνατη η ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον είναι δυνατή, στην κύρια υπόθεση, η σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου του.»

Έχουμε υποδείξει πως, ενόψει της συνταγματικής διάταξης που παραθέτουμε και συζητούμε πιο πάνω, δεν προσφέρεται καμιά ερμηνεία του Νόμου που θέσπισε η Βουλή των Αντιπροσώπων ώστε να επικρατήσουν οι διατάξεις του, και να τεθεί σε εφαρμογή σε σχέση με Πολίτη της Δημοκρατίας.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε κρίνουμε πως η κατάληξη της πρωτόδικης δικαστού είναι ορθή. Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο