K.S.S. Trading Ltd (δια του Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή) ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2005) 1 ΑΑΔ 1446

(2005) 1 ΑΑΔ 1446

[*1446]16 Δεκεμβρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ

ΤΗΣ K.S.S. TRADING LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ (AΡ. 2),

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11992)

―――――――――――――-

Πολιτική Δικονομία ? Ασφάλεια εξόδων στη βάση εκ συμφώνου διατάγματος ?  Αίτηση για παράταση του χρόνου παροχής της ασφάλειας εξόδων ? Εταιρεία υπό εκκαθάριση καταχώρησε αίτηση για παράταση του χρόνου παροχής της ασφάλειας εξόδων ? Απόρριψη της αίτησης πρωτοδίκως ? Κατά πόσο το Δικαστήριο διατηρεί, σε ενδιάμεση διαδικασία, την εξουσία να παρατείνει τον χρόνο εντός του οποίου, με βάση το εκ συμφώνου διάταγμα, ο διάδικος δύναται να ενεργήσει ? Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία.

Πολιτική Δικονομία ? Ασφάλεια εξόδων ? Η ασφάλεια εξόδων δεν πρέπει να λειτουργεί με τρόπο που να στερεί το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για παράταση του χρόνου παροχής ασφάλειας εξόδων. Το θέμα της ασφάλειας των εξόδων είχε διευθετηθεί χωρίς ακρόαση. Οι εφεσείοντες δέχθηκαν να παράσχουν ασφάλεια εξόδων, συμφωνηθέντος ύψους £12.000, εντός τριών μηνών και με όρο για απόρριψη της αγωγής σε περίπτωση παράλειψης. Δεν το έπραξαν και κατέθεσαν την αίτηση παράτασης χρόνου 30ημερών από την ημερομηνία που θα συντασσόταν το διάταγμα. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση διευθυντή των εφεσειόντων. Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση  στην πιο πάνω αίτηση των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, κατέληξε πρώτα ότι δεν ήταν δυνατό να παραταθεί ο χρόνος χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσιβλήτων και [*1447]έπειτα πρόσθεσε ότι για την περίπτωση όπου δευτεροβάθμια επικρατούσε διαφορετική άποψη, οι περιστάσεις δεν δικαιολογούσαν παράταση του χρόνου. Ως προς το πρώτο ζήτημα, το Δικαστήριο βασίστηκε στην Australasian Automatic Weighing v. Walter [1891] WN 170 επί της οποίας, για παρόμοιο ζήτημα, είχε στηριχθεί πρωτόδικα ο Νικήτας, Δ. για να αχθεί σε τέτοια απόφαση στη Stavri & Conill Ltd v. Πλοίου «Αθαν. Μανιάτης» (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 204, την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος των εφεσιβλήτων.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, το Δικαστήριο εξήγησε πως αν διατηρούσε διακριτική εξουσία να παρατείνει τον χρόνο, δεν θα ενέκρινε το αίτημα γιατί στην προκειμένη περίπτωση η ασφάλεια εξόδων προσφέρεται όχι από τους αιτητές, οι οποίοι ζητούν την παράταση του χρόνου, αλλά από τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα τον ενόρκως δηλούντα για λογαριασμό των αιτητών, εναντίον της περιουσίας του οποίου όμως, έχει εκδοθεί διάταγμα παραλαβής γεγονός που επηρεάζει καθοριστικά το δικαίωμα του να διαχειρίζεται την περιουσία του χωρίς παράλληλα και την συγκατάθεση του Επίσημου Παραλήπτη. Πέραν όμως και ανεξάρτητα τούτου, η ισχυριζόμενη ετοιμότητα του εν λόγω ενόρκως δηλούντα να δώσει την επίμαχη ασφάλεια εξόδων, εδράζεται πάνω σε προσδοκία η οποία όχι μόνο είναι αόριστη και ασαφής αλλά και αβέβαιη, γεγονός που σφραγίζει και την μοίρα της αίτησης.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης τόσο ως προς τη δυνατότητα παράτασης του χρόνου όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η δηλωθείσα διευθέτηση στη βάση της οποίας το Δικαστήριο εκδίδει εκ συμφώνου διάταγμα σε ενδιάμεση διαδικασία, έχει την έννοια μόνο της μη ένστασης του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται το δικονομικό μέτρο, στη συγκεκριμένη μορφή που το μέτρο προσλαμβάνει με τη διευθέτηση. Δεν έχει την έννοια της σύμβασης με την οποία οριστικά καθορίζονται αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Εκδίδοντας τέτοιο διάταγμα, το Δικαστήριο ασκεί την εξουσία του στηριζόμενο στη δήλωση αλλά η εξουσία του για περαιτέρω διαδικαστικές και δικονομικές ρυθμίσεις, ανάλογα με το τι δικαιολογούν οι περιστάσεις, παραμένει ακέραιη. Το Δικαστήριο διατηρούσε εν προκειμένω την εξουσία να εξέταζε το αίτημα, όπως και διακριτική ευχέρεια να [*1448]το ικανοποιούσε αν θεωρούσε ότι δικαιολογείτο.

2.  Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, η πρωτόδικη προσέγγιση είναι εσφαλμένη τόσο από γενικότερης άποψης όσο και από άποψης στάθμισης των επί μέρους δεδομένων της περίπτωσης. Η ασφάλεια εξόδων δεν πρέπει να λειτουργεί με τρόπο που να στερεί το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Βέβαια, στην προκειμένη       περίπτωση η οικονομική αδυναμία των εφεσείοντων αποτελούσε το έρεισμα του αιτήματος των εφεσιβλήτων για ασφάλεια εξόδων. Προβλέπεται από το Άρθρο 382 του περί Εταρειών Νόμου, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια. Πρέπει όμως να ερμηνεύεται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την οικονομική αδυναμία ενάγουσας εταιρείας, όπως και την αντίστοιχη εύλογη ανησυχία αντίδικου για τα έξοδα του, αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης διατάγματος. Χρεάζεται ισορροπία.

Παρατηρήσεις Εφετείου:

Η πρωτόδικη εντύπωση ότι ο Επίσημος Παραλήπτης δεν είχε συγκατατεθεί δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη. Εξάλλου, η έκδοση διατάγματος παραλαβής δεν καταδείκνυε αφ’ εαυτής έλλειψη οικονομικής δυνατότητας για την παροχή ασφάλειας εξόδων. Το δε ενδιαφέρον του τρίτου προσώπου εξηγείτο από τη διασύνδεση, καθώς προκύπτει, των συμφερόντων του με τα συμφέροντα των εφεσειόντων. Έπειτα, η πρωτόδικη άποψη ότι οι εφεσείοντες στηρίζονταν σε προσδοκία αόριστη, ασαφή και αβέβαιη υποτιμούσε, χωρίς εξήγηση, τη μαρτυρία τους ότι ανέμεναν να είναι σύντομα σε θέση να παράσχουν την ασφάλεια εξόδων. Αλλά και να ματαιωνόταν αυτή η προσδοκία – γιατί αβεβαιότητα σε κάποιο βαθμό μπορεί να υπήρχε, όπως σε τόσα πράγματα του μέλλοντος – δεν υπήρχε ένδειξη περί ουσιαστικής ζημιάς στους εφεσίβλητους, ώστε σταθμίζοντας τα δύο το Δικαστήριο να μπορούσε εύλογα να θεωρήσει ότι το ισοζύγιο επέβαλλε τη στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο. Δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.

Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε απόφαση εγκριτική της επίδικης αίτησης. Διατάχθηκε όπως δοθεί ασφάλεια εξόδων εντός 7 ημερών. Έξοδα πρωτόδικα και έφεσης υπέρ των εφεσειόντων.

[*1449]∞Ó·ÊÂÚfiÌÂÓ˜ ÀÔı€ÛÂȘ:

Αustralasian Automatic Weighing v. Walter [1891] WN 170,

Stavri & Conill Ltd v. Πλοίου «Αθαν. Μανιάτης» (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 204,

Siebe Gorman & Co Ltd v. Pneupac Ltd [1982] 1 All E.R. 377,

Continental Ins. Co. of Hampshire v. O’ Regan (1998) 1(B) Α.Α.Δ. 1087,

Conway v. Ηλία (2002) 1 A.A.Δ. 1653,

Χαραλαμπίδης v. Πέτρου κ.ά. (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1698,

Stadland Holdings Ltd κ.ά. v. Ευσταθίου κ.ά. (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1809,

Golder v. U.K. Series A Vol. 18 [1975] σελ. 1,

Ashingdane v. U.K., Series A Vol. 93 [1985] σελ. 1,

Tolstoy Miloslavsky v. U.K. Series A Vol. 316 [1996] σελ. 51,

Ait-Mouhoud v. France, ECHR Reports of Judgments and Decisions 1998 – VIII No. 96 σελ. 3214,

Kreuz v. Poland, ECHR Reports of Judgments and Decisions 2001 – VI σελ. 127,

Jedamski and Jedamska v. Poland 73547/01 ECHR Reports of Judgments and Decisions 2005 σελ. 538.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες αιτητές-ενάγοντες εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπ. Αρ. 813/97, ημερ. 2/3/04, με την οποία απέρριψε την αίτησή τους ημερ. 3/10/03 για παράταση χρόνου 30 ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του σχετικού διατάγματος όσον αφορά την ασφάλεια εξόδων ύψους £12.000 την οποία διατάχθηκαν να παράσχουν οι ενάγοντες προς τους εναγόμενους και με όρο την απόρριψη της αγωγής τους σε περίπτωση παράλειψης.

[*1450]Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Γ. Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με την αγωγή τους, την οποία κίνησαν στις                     22 Ιανουαρίου 1997 με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, οι εφεσείοντες αξίωναν, βάσει ασφαλιστηρίου εγγράφου, αποζημιώσεις για καταστροφή των μηχανημάτων και εμπορευμάτων τους στο τυπογραφείο τους στη βιομηχανική περιοχή Λατσιών  εξαιτίας πυρκαγιάς στις 22 Ιουνίου 1996. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1997 και σημείωμα εμφάνισης κατατέθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1997 αφού στο μεταξύ στις 12 Σεπτεμβρίου 1997 οι εφεσείοντες κατέθεσαν την έκθεση απαίτησης. Έπειτα, στις 13 Ιανουαρίου 1998, οι εφεσείοντες αποτάθηκαν για απόφαση. Κατά τον ισχυρισμό τους η ζημιά ανερχόταν σε £280.000.

Στις 13 Φεβρουαρίου 1998 οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Παραδέχθηκαν ότι εξέδωσαν το ασφαλιστήριο έγγραφο και ότι αυτό προοριζόταν να καλύψει και περίοδο εντός της οποίας ενέπιπτε χρονικά η πυρκαγιά στο τυπογραφείο της εφεσείουσας. Αντέτειναν ωστόσο ότι το ασφαλιστήριο ήταν άκυρο εξ υπαρχής ή ακυρώσιμο ή μη εφαρμοστέο διότι, καθώς ισχυρίστηκαν, οι εφεσείοντες (α) απάντησαν ψευδώς ή αναληθώς στην πρόταση ασφάλισης ή έδωσαν μη ορθές απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις· (β) δεν προέβησαν σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών για την ασφάλιση γεγονότων και στοιχείων· και (γ) παραβίασαν διάφορους όρους του ασφαλιστηρίου εγγράφου. Ισχυρίστηκαν εξάλλου ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε σκόπιμα από τον διευθυντή των εφεσειόντων σε συνωμοσία με άλλο ή άλλα πρόσωπα ή μέσω άλλου προσώπου ή προσώπων.  Έπειτα προέβαλαν διαζευκτικά, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν την προβλεπόμενη ειδοποίηση για την πυρκαγιά, σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστικού συμβολαίου. Τέλος, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι οι εφεσείοντες υπέστησαν απώλεια ή ζημία. Αμφισβήτησαν ειδικότερα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι εφεσείοντες είχαν συμφέρον στα ασφαλιζόμενα αντικείμενα στο βαθμό, ύψος ή έκταση που τα ασφάλισαν ή καθόλου. Επιπλέον, με  ανταπαίτηση, αξίωσαν δήλωση ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο δεν ίσχυε ή, διαζευκτικά, δήλωση ότι λόγω παράβασης ουσιωδών [*1451]όρων οι εφεσείοντες απώλεσαν κάθε δικαίωμα απαίτησης.

Στις 20 Ιουνίου 2001 εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης των εφεσειόντων. Εν συνεχεία, από 12 Νοεμβρίου 2001 η αγωγή προχώρησε διά του Επίσημου Παραλήπτη ως προσωρινού εκκαθαριστή.  Στις 6 Μαρτίου 2003, ύστερα από επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες των εφεσειόντων, ο τίτλος της αγωγής τροποποιήθηκε με βάση διάταγμα ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2003.

Ακολούθησε, στις 19 Μαρτίου 2003, αίτηση των εφεσιβλήτων για ασφάλεια εξόδων. Ζήτησαν ποσό £20.000 υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης εντός 30 ημερών από  την  έκδοση σχετικού διατάγματος, στο οποίο να συμπεριλαμβανόταν όρος όπως σε περίπτωση παράλειψης η αγωγή θεωρηθεί απορριφθείσα. Επικαλέστηκαν  το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο προβλέπει ότι:

«Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπισή του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»

Το ζήτημα διευθετήθηκε χωρίς ακρόαση. Οι εφεσείοντες δέχθηκαν να παράσχουν ασφάλεια εξόδων, συμφωνηθέντος ύψους £12.000, εντός τριών μηνών και με όρο για απόρριψη της αγωγής σε περίπτωση παράλειψης. Κατ’ ακολουθίαν, στις 30 Ιουνίου 2003, το Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου διάταγμα:

«ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως οι ενάγοντες καθ’ ων η αίτηση παράσχουν προς τους αιτητές – εναγομένους ασφάλεια εξόδων για το ποσό των Λ.Κ.12.000.00σ με τη μορφή τραπεζικής εγγύησης.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως η εν λόγω ασφάλεια εξόδων θα παρασχεθεί μέχρι 30.9.03.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως μέχρι να παρασχεθεί η εν λόγω ασφάλεια εξόδων κάθε διαδικασία αναβληθεί.

[*1452]ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως αν μέχρι 30.9.03 δεν παραχθεί η εν λόγω ασφάλεια εξόδων, η αγωγή θα υπόκειται σε απόρριψη, με έξοδα υπέρ των εναγομένων – αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή εκτός αν στο μεταξύ εκδοθεί οποιοδήποτε άλλο διάταγμα επί του προκειμένου.»

Εξέπνευσε η προθεσμία χωρίς να δοθεί η ασφάλεια εξόδων και λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 2003, υπαρχούσης της αγωγής, οι εφεσείοντες κατέθεσαν αίτηση παράτασης χρόνου 30 ημερών από την ημερομηνία που θα συντασσόταν το διάταγμα. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση διευθυντή των εφεσειόντων, ο οποίος περιέγραψε τις περιστάσεις ως εξής:

«3. Το χρηματικό ποσό των Λ.Κ.12,000 για την εξασφάλιση της προαναφερόμενης τραπεζικής εγγύησης από τον αιτητή επρόκειτο να προσκομίσω εγώ προσωπικά κατόπιν πώλησης διαμερίσματος στο Περιστέρι το οποίο κληρονόμησα από την μητέρα μου. Το χρονικό όριο της 30/9/2003 ήταν εισήγηση της ενάγουσας καθότι την διαβεβαίωσα ότι θα εξασφάλιζα τα λεφτά μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία αφού ήδη υπήρχε και υπάρχει μέχρι και σήμερα αγοραστής για το διαμέρισμα.

4.   Η εν λόγω τραπεζική εγγύηση δεν εξασφαλίστηκε ακόμα καθότι η πώληση του διαμερίσματος δεν ολοκληρώθηκε.  Αυτό οφείλεται σε καθυστέρηση του Κτηματολογίου Αθηνών το οποίο καθυστέρησε να εκδώσει τους τίτλους ιδιοκτησίας για το εν λόγω ακίνητο στο όνομα μου, από αυτό της αποβιώσασας μητέρας μου.

5.   Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης του τίτλου ιδιοκτησίας τότε η πώληση θα ολοκληρωθεί αμέσως και έτσι θα εξασφαλίσω το χρηματικό ποσό που χρειάζεται για την εξασφάλιση της τραπεζικής εγγύησης.

6.   Εξ όσον κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω και εξ όσον με ενημερώνει το κτηματολογικό γραφείο Αθηνών ο χρόνος που χρειάζεται για την διεκπεραίωση των πιο πάνω και εν συνεχεία την εξασφάλιση και κατάθεση της τραπεζικής εγγύησης στο Δικαστήριο είναι 30 μέρες.»

Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση. Εξειδίκευσαν αριθμό λόγων. Κατόπιν ακρόασης το Επαρχιακό  Δικαστήριο, με την εκκα[*1453]λούμενη απόφαση ημερ. 2 Μαρτίου 2004, θεώρησε ότι ευσταθούσαν δύο από αυτούς. Κατέληξε πρώτα ότι δεν ήταν δυνατόν να παραταθεί ο χρόνος χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσιβλήτων και έπειτα πρόσθεσε, για την περίπτωση όπου δευτεροβάθμια επικρατούσε διαφορετική άποψη, ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούσαν παράταση του χρόνου. Ως προς το πρώτο ζήτημα, το Δικαστήριο βασίστηκε στην Australasian Automatic Weighing v. Walter [1891] WN 170 επί της οποίας, για παρόμοιο ζήτημα, είχε στηριχθεί πρωτόδικα ο Νικήτας, Δ. για να αχθεί σε τέτοια απόφαση στη Stavri & Conill Ltd v. Πλοίου «Αθαν. Μανιάτης» (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 204, την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος των εφεσιβλήτων. Σε σχέση με την εν λόγω αγγλική απόφαση, τα Weekly Notes αναφέρουν τα εξής:

«Motion by the plaintiffs to enlarge the time limited for the defendant’s compliance with an order dated the 7th day of August, 1891. The order was made in chambers on the hearing of an application by the plaintiffs, and it was thereby by consent ordered that the defendant should, on or before the 31st day of August, 1891, transfer to the plaintiff company, or their nominee, certain shares in the company. The order was passed and entered, but it has not been complied with. It had not been served on the defendant. A motion was now made on behalf of the plaintiffs that the time limited by the order for the defendant to transfer the shares might be enlarged to the 2nd day of November, 1891, or four days after service of the order to be made on the present motion.»

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, το Δικαστήριο εξήγησε πως αν διατηρούσε διακριτική  εξουσία να παρατείνει τον χρόνο, δεν θα ενέκρινε το αίτημα γιατί:

«Στην προκειμένη περίπτωση η ασφάλεια εξόδων προσφέρεται όχι από τους αιτητές, οι οποίοι υπενθυμίζω ζητούν την παράταση του χρόνου, αλλά από τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα τον ενόρκως δηλούντα για λογαριασμό των αιτητών, εναντίον της περιουσίας του οποίου όμως, έχει εκδοθεί διάταγμα παραλαβής γεγονός το οποίο επηρεάζει κατά τη γνώμη μου, καθοριστικά το δικαίωμα του να διαχειρίζεται την περιουσία του χωρίς παράλληλα και την συγκατάθεση του Επίσημου Παραλήπτη. Πέραν όμως και ανεξάρτητα τούτου, η ισχυριζόμενη ετοιμότητα του εν λόγω ενόρκως δηλούντα να δώσει την επίμαχη ασφάλεια εξόδων, εδράζεται πάνω σε προσδοκία η οποία όχι μόνο είναι αόριστη και ασαφής αλλά και αβέβαιη, γεγονός που [*1454]σφραγίζει κατά τη γνώμη μου και την μοίρα της αίτησης.»

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης άποψης τόσο ως προς τη δυνατότητα παράτασης του χρόνου  όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.

Το κατά πόσο το Δικαστήριο διατηρεί, σε ενδιάμεση διαδικασία, την εξουσία να παρατείνει τον χρόνο εντός του οποίου, με βάση εκ συμφώνου διάταγμα, ο διάδικος δύναται να ενεργήσει, συζητήθηκε εν εκτάσει από το αγγλικό Εφετείο στη Siebe Gorman & Co Ltd v. Pneupac Ltd [1982] 1 All E.R. 377, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας, όπου έγινε αναφορά και στην υπόθεση Australasian (ανωτέρω) και εξηγήθηκε το αποτέλεσμα της. Στη Siebe Gorman λοιπόν, οι εναγόμενοι είχαν ζητήσει την αποκάλυψη εγγράφων εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία έκδοσης σχετικού διατάγματος με όρο όπως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης απορριφθεί η αγωγή με την οποία οι ενάγοντες αξίωναν ποσό περίπου £160.000. Οι ενάγοντες δέχθηκαν να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα αλλά με όρο για αποκάλυψη των εγγράφων εντός  προθεσμίας δέκα ημερών από την αμοιβαία επιθεώρηση εγγράφων και όχι από την έκδοση του διατάγματος. Εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα ανάλογα. Δεν κατέστη όμως δυνατόν για τους ενάγοντες να συμμορφωθούν εντός της ταχθείσας προθεσμίας και, κατά την τελευταία ημέρα της περιόδου, ζήτησαν από την άλλη πλευρά παράταση χρόνου τριών εβδομάδων. Οι εναγόμενοι απάντησαν την επομένη για να υποδείξουν ότι είχε πια εκπνεύσει η προθεσμία και ότι επομένως η αγωγή θα έπρεπε να θεωρείται διαγραφείσα. Οι ενάγοντες αποτάθηκαν για παράταση. Πρωτόδικα  θεωρήθηκε, με δισταγμό όμως, ότι δεν παρεχόταν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία επειδή το διάταγμα είχε εκδοθεί εκ συμφώνου, που σήμαινε τη σύναψη σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορούσε να παρέμβει. Το Εφετείο δεν δέχθηκε αυτή την άποψη. Επεσήμανε, με συγκλίνουσες αποφάσεις και των τριών Δικαστών (Denning, Eveleigh και Templeman), τη διάκριση μεταξύ της περίπτωσης όπου η φράση «εκ συμφώνου» σημαίνει την ύπαρξη πραγματικής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, οπότε το Δικαστήριο δεν δικαιούται να παρέμβει παρά μόνο για λόγους που προβλέπονται στο δίκαιο των συμβάσεων· και της περίπτωσης όπου η φράση σημαίνει στην ουσία μόνο πως υπό τις περιστάσεις το διάταγμα εκδίδεται χωρίς ένσταση αλλά χωρίς και την ανάληψη υποχρέωσης στη βάση σύμβασης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από την απόφαση του Δικαστή Denning:

[*1455]«We have had a discussion about ‘consent orders’. It should be clearly understood by the profession that, when an order is expressed to be made ‘by consent’, it is ambiguous. There are two meanings to the words ‘by consent’. That was observed by Lord Greene MR in Chandless-Chandless v Nicholson [1942] 2 All E.R. 315 at 317, [1942] 2 KB 321 at 324. One meaning is this: the words ‘by consent’ may evidence a real contract between the parties. In such a case the court will only interfere with such an order on the same grounds as it would with any other contract.  The other meaning is this: the words ‘by consent’ may mean ‘the parties hereto not objecting’. In such a case there is no real contract between the parties. The order can be altered or varied by the court in the same circumstances as any other order that is made by the court without the consent of the parties. In every case it is necessary to discover which meaning is used. Does the order evidence a real contract between the parties? Or does it only evidence an order made without obligation?»

Το αγγλικό Εφετείο  έκρινε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η εκ συμφώνου έκδοση διατάγματος δεν υποδήλωνε παρά μόνο πως δεν υπήρχε ένσταση, όχι ότι συνήφθη πραγματική σύμβαση.

Συμμεριζόμαστε αυτή την άποψη. Κρίνουμε πως γενικά η δηλωθείσα διευθέτηση στη βάση της οποίας το Δικαστήριο εκδίδει τέτοιου είδους διατάγματα, έχει την έννοια μόνο της μη ένστασης του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται το δικονομικό μέτρο, στη συγκεκριμένη μορφή που το μέτρο προσλαμβάνει με τη διευθέτηση. Δεν έχει την έννοια της σύμβασης με την οποία οριστικά  καθορίζονται αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Εκδίδοντας τέτοιο διάταγμα, το Δικαστήριο ασκεί την εξουσία του στηριζόμενο στη δήλωση αλλά η εξουσία του για περαιτέρω διαδικαστικές και δικονομικές ρυθμίσεις, ανάλογα με το τι δικαιολογούν οι περιστάσεις, παραμένει ακέραιη. Το Δικαστήριο διατηρούσε εν προκειμένω την εξουσία να εξέταζε το αίτημα, όπως και διακριτική ευχέρεια να το ικανοποιούσε αν θεωρούσε ότι δικαιολογείτο.

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα θεωρούμε, με εκτίμηση, εσφαλμένη την πρωτόδικη προσέγγιση στο θέμα τόσο από γενικότερης άποψης όσο και από άποψης στάθμισης των επί μέρους δεδομένων της περίπτωσης. Υπενθυμίζουμε κατ’ αρχάς την Continental Ins. Co. of Hampshire v. O’Regan (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1087, όπου αποφασίστηκε ότι η ασφάλεια εξόδων δεν πρέπει να λειτουργεί με τρόπο που να στερεί το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Λέχθηκαν εκεί τα εξής:

[*1456]«Εκείνο που βαραίνει στη σκέψη μας είναι η αδιαμφισβήτητη οικονομική αδυναμία του εφεσιβλήτου. Η οποία δεν θα του επέτρεπε να συμμορφωθεί με διάταγμα για την εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας. Οπότε θα του εστερείτο η πρόσβαση στο δικαστήριο η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών: βλ. Airey Case Judgment of 9 October 1979, Series A, No. 32 p. 15 και Andronicou and Constantinou Judgment of 9 October 1997. Βέβαια, η πρόνοια για εξασφάλιση δεν απολήγει καθεαυτήν σε στέρηση ή περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο. Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην X. v. Sweeden, απόφαση ημερ. 28 Φεβρουαρίου 1979, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας:

“……… it cannot be assumed that a request of security would automatically prevent a foreign plaintiff from access to the courts, since he might have sufficient means for providing the security.  In other words, it would appear to depend on an examination of the application of the 1886 Act in a concrete case as to whether or not a demand for security could be considered to amount to a denial of access to the courts contrary to the provisions of the Convention.”

Κατά την άποψη μας, η έκδοση διαταγής για εξασφάλιση εξόδων δεν πρέπει να παραγνωρίζει την οικονομική κατάσταση του προσώπου εναντίον του οποίου στρέφεται. Με εξαίρεση ορισμένες αναγνωρισμένες περιπτώσεις – της αφερέγγυας εταιρείας (βλ. άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113), του αναξιόχρεου μόνο κατ’ όνομα ενάγοντος ή του εκδηλώσαντος με εσκεμμένες ενέργειες την πρόθεση να αποφύγει εν καιρώ τις όποιες δικές του εκ της αντιδικίας υποχρεώσεις – η οικονομική αδυναμία ενάγοντος δεν αποτελεί λόγο για εξασφάλιση των εξόδων εναγομένου: βλ. Michiels v. The Empire Palace Ltd [1892] 66 L.T.R. 132. Το ίδιο δεν πρέπει η οικονομική αδυναμία ενάγοντος εκτός δικαιοδοσίας να απολήγει σε στέρηση της πρόσβασης του στο δικαστήριο.»

Την ίδια γραμμή ακολούθησε το Εφετείο και στις υποθέσεις Conway v. Ηλία (2002) 1 A.A.Δ. 1653, Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.ά., (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1698 και Stadland Holdings Ltd κ.ά. ν. Ευσταθίου κ.ά., (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1809. Βέβαια, στην προκείμενη περίπτωση η οικονομική αδυναμία των εφεσειόντων αποτελούσε το έρεισμα του αιτήματος των εφεσιβλήτων για ασφάλεια εξόδων*. Προβλέπεται, όπως προαναφέραμε, από το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια. Πρέπει όμως να ερμηνεύεται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την οικονομική αδυναμία ενάγουσας εταιρείας, όπως και την αντίστοιχη εύλογη ανησυχία  αντίδικου για τα έξοδα του, αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί  η  άσκηση  της  διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης διατάγματος. Χρειάζεται ισορροπία: Βλ Golder v. U.K. Series A Vol. 18 (1975) σελ. 1, Ashingdane v. U.K., Series A Vol. 93 (1985) σελ. 1, Tolstoy Miloslavsky v. U.K. Series A Vol. 316 (1996) σελ. 51, Ait-Mouhoud v. France, ECHR Reports of Judgments and Decisions 1998 - VIII No. 96 σελ. 3214, Kreuz v. Poland, ECHR Reports of Judgments and Decisions 2001 – VI σελ. 127, Jedamski and Jedamska v. Poland 73547/01 ECHR Reports of Judgments and Decisions 2005 σελ. 538.

Παρατηρούμε, σε ό,τι αφορά την παρούσα περίπτωση, πρώτο ότι δεν δόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο η δέουσα σημασία στο ότι, νομικά, η αγωγή προωθείτο από τον Επίσημο Παραλήπτη.  Επομένως, η προτεινόμενη ασφάλεια εξόδων, η οποία προερχόταν από τρίτο πρόσωπο σε σχέση με την περιουσία του οποίου είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής, δεν ήταν αδύνατον να δοθεί αφού και για εκείνη την περιουσία τον λόγο πάλι τον είχε ο Επίσημος Παραλήπτης. Δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί βάσιμη η πρωτόδικη [*1458]εντύπωση ότι ο Επίσημος Παραλήπτης δεν είχε συγκατατεθεί.  Εξάλλου, η έκδοση  διατάγματος παραλαβής δεν καταδείκνυε αφεαυτής έλλειψη οικονομικής δυνατότητας για την παροχή ασφάλειας εξόδων. Το δε ενδιαφέρον του τρίτου προσώπου εξηγείτο από τη διασύνδεση, καθώς προκύπτει, των συμφερόντων του με τα συμφέροντα των εφεσειόντων. Έπειτα, η πρωτόδικη άποψη ότι οι εφεσείοντες στηρίζονταν σε προσδοκία αόριστη, ασαφή και αβέβαιη υποτιμούσε, χωρίς εξήγηση, τη μαρτυρία τους ότι ανέμεναν να είναι σύντομα σε θέση να παράσχουν την ασφάλεια εξόδων.  Αλλά και να ματαιωνόταν αυτή η προσδοκία –  γιατί αβεβαιότητα σε κάποιο βαθμό μπορεί να υπήρχε, όπως σε τόσα πράγματα του μέλλοντος – δεν υπήρχε ένδειξη περί ουσιαστικής ζημιάς στους εφεσίβλητους, ώστε σταθμίζοντας τα δύο το Δικαστήριο να μπορούσε εύλογα να θεωρήσει ότι το ισοζύγιο επέβαλλε τη στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο. Δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας. Καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη κρίση δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση εγκριτική της αίτησης για παράταση χρόνου.  Ασφάλεια εξόδων εντός 7 ημερών. Έξοδα πρωτόδικα και έφεσης υπέρ των εφεσειόντων.

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται απόφαση εγκριτική της επίδικης αίτησης. Διατάσσεται όπως δοθεί ασφάλεια εξόδων εντός 7 ημερών. Έξοδα πρωτόδικα και έφεσης υπέρ των εφεσειόντων.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο