Αυγουστή Κωστάκης και Άλλος ν. Πέτρου Χρ. Ιωάννου (2005) 1 ΑΑΔ 1498

(2005) 1 ΑΑΔ 1498

[*1498]21 Δεκεμβρίου,  2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

1. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΠΕΤΡΟΥ ΧΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Eναγομένου.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 11892)

 

Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξίωση για εκτελεσθείσες εργασίες στη βάση προφορικής σύμβασης και για επιπρόσθετες (έξτρα) εργασίες ― Ανεπάρκεια μαρτυρίας, οδήγησε σε αδυναμία εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την αξίωση και σε απόρριψη της αξίωσης πρωτοδίκως ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Οι εφεσείοντες – ενάγοντες είχαν αναλάβει στη βάση προφορικής συμφωνίας με τον εφεσίβλητο – εναγόμενο τις εργασίες «σιδήρου και καλουπιών» της υπό ανέγερση οικοδομής της θείας του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με τη μη προσβαλλόμενη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η αμοιβή τους θα ανερχόταν σε £13.000 όπως υποστήριξαν οι ίδιοι. Οι εφεσείοντες όπως δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδιώχθηκαν από την οικοδομή από τον εφεσίβλητο πριν την συμπλήρωση των εργασιών και η αξίωση τους αφορούσε σε όσα κατά τον ισχυρισμό τους εκτέλεσαν είτε αυτά καλύπτονταν από τη συμφωνία είτε ήταν έξτρα εργασίες. Παραδέχθηκαν ότι είσπραξαν £10,036 και ισχυρίστηκαν πως απέμεινε υπόλοιπο £3,610 το οποίο αξίωσαν με την αγωγή τους.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι οι εφεσ?ίοντες άφησαν ανεκπλήρωτες τις υποχρεώσεις τους, πως το ποσό που εισέπραξαν υπερέβαινε τα οφειλόμενα και πως χρειάστηκε να ανατεθεί σε τρίτο η αποπεράτωση, έναντι £3,680 ποσό το οποίο ανταπαίτησε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως, για τους λόγους που εξή[*1499]γησε, δεν είχαν αποδειχθεί, ούτε η απαίτηση ούτε η ανταπαίτηση, Οπότε, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία.

Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε τις κρίσεις του με τρόπο συγκεκριμένο, τόσο σε σχέση με τις θεμελιώδεις αδυναμίες της μαρτυρίας του Χρ. Αντωνίου, ο οποίος κατέθεσε έκθεση που ετοίμασε στην οποία καταγράφει τις εκτελεσθείσες εργασίες και την αξία τους, όσο και σε σχέση με τη μαρτυρία του δεύτερου εφεσείοντα για τις επιπλέον εργασίες, με ιδιαίτερη αναφορά στο λόγο για τον οποίο ενώ ήταν επ’ αυτών «λεπτομερειακή» η μαρτυρία του δεύτερου εφεσείοντα δεν ήταν διατεθειμένο να στηριχθεί σ’ αυτή.

2.  Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 4647/92, ημερ. 2/10/03, με την οποία το Δικαστήριο αφού επεσήμανε την παρανομία η οποία διαπότιζε τη συμφωνία των διαδίκων με την οποία οι ενάγοντες ανέλαβαν διάφορες οικοδομικές εργασίες για λογαριασμό του εναγόμενου απέρριψε την αξίωσή τους για εναπομείναν οφειλόμενο από τον εναγόμενο υπόλοιπο £3.610.- καθώς και την σχετική ανταπαίτηση του εναγόμενου εναντίον τους.

Λ. Λυσάνδρου για Σ. Σωφρονίου, για τους Eφεσείοντες.

Α. Λ. Φυλακτού για Ν. Νεοκλέους, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

[*1500]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, με προφορική συμφωνία που συνήψαν με τον εφεσίβλητο-εναγόμενο, ανέλαβαν τις εργασίες «σιδήρου και καλουπιών» της υπό ανέγερση οικοδομής της θείας του δευτέρου. Σύμφωνα με τη μη προσβαλλόμενη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η αμοιβή τους θα ανερχόταν σε £13.000 όπως υποστήριξαν οι ίδιοι αλλά δεν είναι κατ’επίκληση αυτού του στοιχείου που διατυπώθηκε η αξίωση. Οι εφεσείοντες, όπως δέχθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο, εκδιώχθηκαν από την οικοδομή από τον εφεσίβλητο πριν από τη συμπλήρωση της συμφωνηθείσας εργασίας και η αξίωσή τους αφορούσε στα όσα πράγματι, κατά τον ισχυρισμό τους, εκτέλεσαν.  Είτε αυτά καλύπτονταν από την προφορική συμφωνία είτε ήταν επιπλέον (έξτρα) εργασίες. Με παραδεκτό δε το ότι εισέπραξαν £10,036 ισχυρίστηκαν πως απέμεινε υπόλοιπο £3,610, το οποίο  και αξίωσαν.

Αντίθετα ο εφεσίβλητος.  Ισχυρίστηκε πως οι εφεσείοντες άφησαν ανεκπλήρωτες τις υποχρεώσεις τους, πως το ποσό που εισέπραξαν υπερέβαινε τα οφειλόμενα και πως χρειάστηκε να ανατεθεί σε τρίτο η αποπεράτωση, έναντι £3,680, ποσό το οποίο  ανταπαίτησε.

Αποτέλεσε το αντικείμενο ιδιαίτερων ισχυρισμών το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε άδεια εργολήπτη και δεν ήταν εγγεγραμμένος σύμφωνα με τον περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμο του 1982 (Ν. 32/82) και το Δικαστήριο έκρινε πως, ενόψει της παρανομίας που διαπότιζε τη συμφωνία τους, δεν θα μπορούσε να επιτύχει ούτε η απαίτηση ούτε η ανταπαίτηση. Απέρριψε συναφώς τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, που πήρε και τη μορφή ξεχωριστής βάσης αγωγής συναρτημένης και προς επίκληση αδικαιολόγητου πλουτισμού, πως ο εφεσίβλητος τον εξαπάτησε, αφού με δόλο του παρέστησε πως ήταν αδειούχος και εγγεγραμμένος. Αυτά, όμως, αφού ταυτόχρονα έκρινε πως ούτε η απαίτηση ούτε η ανταπαίτηση, για λόγους που εξήγησε, δεν είχαν αποδειχθεί. Οπότε, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία.

Aσκήθηκε έφεση μόνο σε σχέση με την απόρριψη της απαίτησης και συζητήθηκαν όλα τα θέματα. Έχουμε καταλήξει πως η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την αποτυχία του εφεσείοντα να αποδείξει τους ισχυρισμούς του αναφορικά με την εργασία που εκτέλεσε και την αξία της δεν μπορεί να παραμεριστεί και δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει άλλο θέμα.

[*1501]Η αξίωση για εργασίες που εξ αρχής συμφωνήθηκαν και εκτελέστηκαν, επιχειρήθηκε να στηριχτεί ουσιαστικά στη μαρτυρία του αρχιτέκτονα Χρ. Νεάρχου. Όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ίδιος ο δεύτερος εφεσείων που είχε κληθεί ως μάρτυρας, δεν είχε επεκταθεί σε λεπτομέρειες και η δική του μαρτυρία δεν θα μπορούσε να αποδείξει την αξία των εκτελεσθεισών εργασιών. Το δέχονται δε και οι εφεσείοντες, κατά την ανάλυση του σχετικού λόγου έφεσης, πως ήταν γενική η αναφορά του σ’ αυτές. Ο Χρ. Αντωνίου κατέθεσε έκθεση που ετοίμασε στην οποία καταγράφει εργασίες που έγιναν και την αξία τους αλλά, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν ήταν σε θέση να τη στηρίξει με την προφορική του μαρτυρία. Επομένως, παρέμεινε κενό με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την απόρριψη της αξίωσης. Παρομοίως σε σχέση με τις επιπλέον εργασίες. Αυτές επιχειρήθηκε να αποδειχθούν μόνο με τη μαρτυρία του δεύτερου εφεσείοντα που εκτιμήθηκε ως αναποτελεσματική.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται γιατί η απαίτησή τους απορρίφθηκε «με μια μονοκοντηλιά» για να προσθέσουν πως, ως προς τις συμφωνηθείσες εργασίες, προσφερόταν και η μαρτυρία του δεύτερου εφεσείοντα η οποία, σε όσα κάλυψε η αντεξέτασή του, κατέστη πλέον λεπτομερειακή. Χωρίς όμως και να εξειδικεύει οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό, στο πλαίσιο και των συσχετισμών, να αποτελέσει αυτοτελές έρεισμα. Κατά τα λοιπά, υπό το δεδομένο πως ο Χρ. Αντωνίου δεν μπορούσε να θυμηθεί, οι εφεσείοντες εισηγούνται πως ήταν αρκετή η έκθεση του. Αναφορικά με τις επιπλέον εργασίες, οι εφεσείοντες ήταν ακόμα πιο λακωνικοί. Το επιχείρημά τους ουσιαστικά εξαντλείται στη διατύπωση του ερωτήματος γιατί, αφού γι’ αυτές ήταν λεπτομερειακή η αναφορά του δεύτερου εφεσείοντα, δεν έγινε δεκτή η αξίωσή τους. Με τη γενική και αόριστη προσθήκη πως και «οι υπόλοιπες μαρτυρίες» που δεν προσδιορίζονται, την επιβεβαίωναν.

Δεν ήταν «με μια μονοκοντηλιά» που το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση. Αιτιολόγησε τις κρίσεις του με τρόπο συγκεκριμένο, τόσο σε σχέση με τις θεμελιώδεις αδυναμίες της μαρτυρίας του Χρ. Αντωνίου όσο και σε σχέση με τη μαρτυρία του δεύτερου εφεσείοντα για τις επιπλέον εργασίες, με ιδιαίτερη αναφορά στο λόγο για τον οποίο ενώ ήταν επ’ αυτών «λεπτομερειακή» η μαρτυρία του δεύτερου εφεσείοντα, δεν ήταν διατεθειμένο να στηριχτεί σ’ αυτή.

Παραθέτουμε πρώτα την πρωτόδικη απόφαση ως προς τον Χρ. Αντωνίου.

[*1502]«Στρέφομαι τώρα στη μαρτυρία του αρχιτέκτονα – Μ.Ε.3 ο οποίος παρουσιάστηκε ως στυλοβάτης του μεγαλύτερου μέρους της απαίτησης των Εναγόντων, του μέρους δηλαδή που αφορούσε τις εκτελεσθείσες εργασίες βάσει της αρχικής συμφωνίας.

Ακούγοντας τον μάρτυρα αυτό, διαπίστωσα ότι δεν είχε καμία ουσιαστική θύμηση και περισυλλογή των γεγονότων στα οποία αναφερόταν. Δεν επιθυμώ με τη διαπίστωση αυτή να κατακρίνω τον μάρτυρα. Εξάλλου από τα γεγονότα μέχρι την κατάθεση του μάρτυρα πέρασαν σχεδόν 11 χρόνια και είναι φυσικό, σε μεγάλο βαθμό, ο χρόνος να απάλειψε από τη μνήμη του, πράγματα που για τον ίδιο δεν πρέπει να είχαν και μεγάλη σημασία.

Οι λόγοι αυτού του χρονικού χάσματος είναι πολύ γνωστοί στα μέρη και εν πάση περιπτώσει δεν είναι της στιγμής να αναλυθούν. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι η παρουσιασθείσα μαρτυρία και η επάρκεια της τη στιγμή της παρουσίασης.  Εκπτώσεις όσον αφορά τον τρόπο και τον βαθμό απόδειξης δεν επιτρέπονται, όσος χρόνος και να περάσει.

Επιστρέφοντας στα λεγόμενα του μάρτυρα, με αυτά τα δεδομένα κατά νου, παρατηρώ πως σε πολλές περιπτώσεις άμεσα ή έμμεσα παραδέχτηκε πως δεν θυμόταν τα γεγονότα. Ωστόσο αισθανόμενος προφανώς την υποχρέωση να υποστηρίξει την έκθεση (τεκμήριο 4) που ετοίμασε το 1992, επανέλαβε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της, προσπαθώντας έτσι να πείσει και για την ορθότητά της.  Η προσπάθεια αυτή απέτυχε. Δεν αρκεί πραγματογνώμονας (ως παρουσιάστηκε ο Μ.Ε.3) να επαναλάβει και να υιοθετήσει μια έκθεση που έχει ετοιμάσει. Θα πρέπει παράλληλα να είναι σε θέση να εξηγήσει με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία της έκθεσης. Με άλλα λόγια η γνώμη του πραγματογνώμονα θα πρέπει να αιτιολογείται και να τεκμηριώνεται με απόλυτη επάρκεια και πειστικότητα.

...............................................................................................................

Στην παρούσα περίπτωση τέθηκε επί τάπητος σχεδόν ολόκληρη η έκθεση του μάρτυρα. Αμφισβητήθηκε η προσδιορισθείσα αξία των εργασιών, το γεγονός της εκτέλεσης των εργασιών από τους Ενάγοντες και τα διάφορα μέτρα που αναφέρονται. Ο μάρτυρας όμως σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσε να αντικρούσει την αμφισβήτηση. Απλά, καταφεύγοντας σε γενικόλογα και απαντώντας με υπεκφυγές, υποπέφτοντας μάλιστα και σε αντι[*1503]φάσεις, προσπάθησε να επιμείνει στην ορθότητα της έκθεσής του, χωρίς όμως να ήταν σε θέση και να την τεκμηριώσει. Δεν έδωσε λεπτομέρειες για το πως προσδιόρισε την υπολογισθείσα αξία των εργασιών. Δεν μπόρεσε να υποδείξει με ακρίβεια σε ποια σημεία της οικοδομής έγιναν οι εργασίες και να  πλαισιώσει με αναφορά στα αρχιτεκτονικά σχέδια (τεκμήριο 1) τα αναγραφόμενα στην έκθεση όσον αφορά τα μέτρα. Για παράδειγμα, ερωτηθείς να συγκεκριμενοποιήσει σε ποια μέρη της οικοδομής υπάρχουν 100 τ.μ σχάρες για τις οποίες γίνεται λόγος στην έκθεση, ο μάρτυρας απάντησε ότι βρίσκονται σε όλες τις πλευρές της οικοδομής. Αμέσως μετά του υποβλήθηκε ότι στη βόρεια πλευρά της οικοδομής δεν κατασκευάστηκε σχάρα και ο μάρτυρας, ασυζητητί, υπαναχώρησε λέγοντας πως δεν θυμάται ακριβώς που βρίσκονται οι σχάρες. Σε άλλο σημείο, ζητηθείς να προσδιορίσει που βρίσκονται τα 100 τρ.μ ανώφλια (εργασία που υποτίθεται εκτέλεσαν οι Ενάγοντες), παρέπεμψε σε διάφορα μέρη της οικοδομής, προσθέτοντας πως έλαβε υπόψη στον υπολογισμό των μέτρων και τα εσωτερικά ανώφλια. Αυτή η αναφορά αντίκειται και αντιφάσκει με τη μαρτυρία του ίδιου του Ενάγοντα 2 που ισχυρίσθηκε ότι τα εσωτερικά ανώφλια ήταν εκτός συμφωνίας. Επιπλέον δεν θυμόταν αν ήταν κατασκευασμένη η μπροστινή βεράντα κατά την επίσκεψή του, αν υπήρχε ψησταριά και ποια καλούπια δεν κατασκευάσθηκαν.  Χαρακτηριστικά ανέφερε πως δεν κράτησε τις σημειώσεις που πήρε κατά την επιμέτρηση. Αν τις κρατούσε θα ήξερε.

Εν όψει της ανεπάρκειας που προκύπτει, είναι αδύνατο στηριζόμενος στη μαρτυρία του Μ.Ε.3 να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Έτσι η μαρτυρία του Μ.Ε.3 απορρίπτεται.»

Και σε σχέση με τις επιπλέον εργασίες:

Όσον αφορά τις επιπρόσθετες (έξτρα) εργασίες, αυτές δηλαδή που αναφέρονται στην παράγραφο 9 (στ), (ζ), (η), (θ) και (ι) της έκθεσης Απαίτησης, ο Ενάγοντας 2 ήταν πιο λεπτομερειακός, προβαίνοντας σε ατομική κοστολόγηση των εργασιών αυτών. Η διαφορετική προσέγγιση έγκειτο προφανώς στο ότι η έκθεση – τεκμήριο 4 δεν καλύπτει αυτές τις εργασίες και έτσι το κενό αυτό επιχείρησε να καλύψει ο ίδιος  ο Ενάγοντας 2 με τα λεγόμενά του. Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Θεωρώ ότι ο ενάγοντας 2 δεν απέδειξε τις προαναφερθείσες επιπρόσθετες (έξτρα) εργασίες.

Κατ’ αρχή κάποιες από τις διεκδικήσεις που εμπίπτουν στην [*1504]κατηγορία αυτή προσκρούουν σε άλλη αδιάσειστη και αξιόπιστη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, π.χ. η αξίωση των £450 για τη γυριστή σκάλα (που παρουσιάστηκε ως έξτρα) προσκρούει στο γεγονός ότι η εν λόγω σκάλα στα αρχιτεκτονικά σχέδια παρουσιάζεται με μπετόν και άρα συμπεριλαμβανόταν στην αρχική συμφωνία. Το γεγονός αυτό (παρά τη φερόμενη ασάφεια που προκύπτει από τα σχέδια) το ξεκαθάρισε ο ίδιος ο αρχιτέκτονας – Μ.Ε.1 που εκπόνησε τα σχέδια. Το ίδιο έπραξε εν πολλοίς και ο έτερος αρχιτέκτονας, Μ.Ε.3 αλλά και ο επιμετρητής Μ.Υ.11.

Επιπλέον ο προσδιορισμός της αξίας των επιπρόσθετων (έξτρα) εργασιών δεν προήλθε από οποιοδήποτε ανεξάρτητη και αρμόδια πηγή. Ο ίδιος ο ενάγοντας 2 προσδιόρισε την αξία αυτών των εργασιών, χωρίς πλαισίωση από άλλη μαρτυρία ή συγκριτικά στοιχεία για σκοπούς ελέγχου. Πως μπορεί να ελεγχθεί, λόγου χάρη, αν το ποσό των £150 που διεκδικεί για χάραξη της οικοδομής (στ), είναι λογικό και εύλογο για μια τέτοια εργασία και όχι ένα ποσό της τάξεως των £120, των £80 ή των £50;  Ως έχουν τα πράγματα δεν μπορεί.  Θα έπρεπε να προσφερθεί μαρτυρία από τρίτο, ειδικό σε θέματα κοστολόγησης, για να καταδειχθεί το εύλογο (όσον αφορά το ύψος) των διεκδικούμενων ποσών. Δεν προσφέρθηκε τέτοια μαρτυρία και έτσι η αξίωση για τις επιπρόσθετες (έξτρα ) εργασίες, παρέμεινε μετέωρη.»

Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο