Συμεού Συμεών Μιχαήλ ν. Γκλόριας Είκοσι και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 61

(2006) 1 ΑΑΔ 61

[*61]27 Ιανουαρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΥΜΕΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΣΥΜΕΟΥ,

Εφεσείων,

v.

1. ΓΚΛΟΡΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙ,

2. ΚΙΚΗΣ ΕΙΚΟΣΙ,

3. ΜΑΡΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11908)

 

Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ― Θέσμια ενοικίαση ― Αίτηση για ανάκτηση κατοχής ακινήτου και για είσπραξη καθυστερημένων ενοικίων και οφειλών για κοινόχρηστα ― Υποκατάστατη επίδοση ― Έκδοση απόφασης για έξωση και για καταβολή οφειλομένων ενοικίων λόγω μη καταχώρησης απάντησης ― Απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο αίτησης του ενοικιαστή για αναθεώρηση της απόφασης ― Έφεση εναντίον της απόρριψης της αίτησης για αναθεώρηση ― Κατά πόσο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για αναθεώρηση της απόφασης.

Οι εφεσίβλητες, ιδιοκτήτριες διαμερίσματος στην οδό Αρσινόης στη Λευκωσία, μετά από αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας, εξασφάλισαν διάταγμα έξωσης εναντίον του ενοικιαστή τους, του εφεσείοντος, ο οποίος είχε παύσει από καιρό να κατοικεί εκεί. Το Δικαστήριο επιδίκασε στις εφεσίβλητες και τα ποσά που αξιούσαν για τα καθυστερημένα ενοίκια και τις οφειλές του εφεσείοντος για τα κοινόχρηστα. Το Δικαστήριο είχε διατάξει υποκατάστατο επίδοση της αίτησης με την ανάρτηση της αίτησης στην πόρτα του επίδικου διαμερίσματος με δεύτερο αντίγραφο κάτω από την πόρτα, το ίδιο και σε συγκεκριμένο διαμέρισμα στην Ακρόπολη, όπου σε προηγούμενη διαδικασία εναντίον του εφεσείοντος είχε γίνει αποτελεσματικά επίδοση. Ο εφεσείων δεν καταχώρησε απάντηση στην αίτηση εντός της προθεσμίας των 14 ημερών που ορίζει ο Καν. 8(α) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983, όπως τροποποιήθηκε. Το διάταγμα έξωσης εκδόθηκε στις 7/3/2003.

[*62]Στις 14/3/03 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για αναθεώρηση και/ή ακύρωση της απόφασης προβάλλοντας τη θέση ότι παρέλαβε την Αίτηση στις 25/2/2003 αντί στις 31/1/2003 όπως ήταν η θέση των εφεσιβλήτων. Αμφισβήτησε επίσης τη θέση των εφεσιβλήτων ως προς τις περιστάσεις της επίδοσης.

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία που υποστήριζε την αίτηση και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος. Έκρινε, με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 6/11/2003, ότι με δεδομένο ότι δεν καταχωρίστηκε απάντηση ενώ ο εφεσείων είχε την ευκαιρία, το αίτημα του δεν μπορούσε να επιτύχει διότι δεν κατέδειξε πως η απουσία του «δεν ωφείλετο εις οιανδήποτε παράλειψιν ή αμέλεια εκ μέρους του» σύμφωνα με το άρθρο 6(δ) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν. 23/83 όπως τροποποιήθηκε).Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο εφεσείων δεν αποκάλυψε συζητήσιμη υπεράσπιση.

Με την έφεση προβάλλεται πως το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε (α) ότι ο εφεσείων παρέλαβε την αίτηση την 31 Ιανουαρίου 2003 αντί στις 25 Φεβρουαρίου 2003 (β) ότι η επίδοση ήταν κανονική (γ) ότι ο εφεσείων δεν είχε καλή υπεράσπιση και (δ) ότι ο εφεσείων καθυστέρησε αδικαιολόγητα να καταχωρήσει απάντηση. Τους λόγους τους ανέπτυξε λεπτομερώς ο εφεσείων αυτοπροσώπως, τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε όλη τη μαρτυρία με προσοχή, προέβη σε σχολαστική αξιολόγησή της και αιτιολόγησε πλήρως τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε. Η διαπίστωσή του ότι δεν υπήρχε ελάττωμα, τυπικό ή ουσιαστικό στο διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση είναι απόλυτα ορθή. Κώλυμα από μέρους του εφεσείοντος να καταχωρούσε απάντηση δεν υπήρχε. Και επειδή δεν καταχώρησε απάντηση, νομότυπα ήταν που η αίτηση προχώρησε στην απουσία του. Ορθή είναι επίσης και η πρωτόδικη κρίση ως προς το θέμα της ενδεχόμενης υπεράσπισης. Το θέμα όμως, κατά πόσο βάσει του προαναφερθέντος Άρθρου 6(δ) του Νόμου, εξετάζεται τέτοιο θέμα, αφήνεται ανοικτό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων που δόθηκε στις 6/11/03 (Αρ. Αίτησης Κ1546/03).

[*63]Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Καμία εμφάνιση για τις Εφεσίβλητες κατά την ακρόαση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν θέσμιος ενοικιαστής του διαμερίσματος αρ. 4 στην οδό Αρσινόης 81, Λευκωσία, αλλά είχε από καιρό παύσει να κατοικεί εκεί.  Μεταξύ του και των εφεσιβλήτων, ιδιοκτητριών, υπήρχαν, από παλαιά, προβλήματα και αντιδικίες στις οποίες όμως δεν χρειάζεται να αναφερθούμε.

Περιοριζόμαστε στην Αίτηση αρ. Ε219/02 του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας, με την οποία οι εφεσίβλητες ζήτησαν την έξωση του εφεσείοντος και την είσπραξη καθυστερημένων ενοικίων και οφειλών για κοινόχρηστα. Αποτάθηκαν για υποκατάστατο επίδοση και το Δικαστήριο, με διάταγμα ημερ. 21 Ιανουαρίου 2003, καθόρισε ως τρόπο την ανάρτηση της Αίτησης στην πόρτα του επίδικου διαμερίσματος με δεύτερο αντίγραφο κάτω από την πόρτα, το ίδιο και στο διαμέρισμα αρ. 301 στην οδό Καλυψούς 16, Ακρόπολη, όπου σε προηγούμενη διαδικασία εναντίον του εφεσείοντος είχε γίνει αποτελεσματικά επίδοση.

Η επίδοση, με βάση τους όρους του διατάγματος, έγινε την 31 Ιανουαρίου 2003. Ο εφεσείων δεν καταχώρισε απάντηση στην Αίτηση εντός της προθεσμίας των 14 ημερών που ορίζει ο Καν. 8(α) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983, όπως τροποποιήθηκαν. Επομένως οι εφεσίβλητες αποτάθηκαν, μέσω του δικηγόρου τους, για απόφαση στην απουσία του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο, με  απόφαση ημερ. 7 Μαρτίου 2003, εξέδωσε διάταγμα έξωσης και επεδίκασε εναντίον του τα αξιούμενα ποσά.

Στις 14 Μαρτίου 2003 ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση για αναθεώρηση και/ή ακύρωση της απόφασης. Δεν αμφισβήτησε ότι είχε λάβει γνώση της διαδικασίας πριν από την έκδοση της απόφασης.  Προέκυψε ωστόσο διαφωνία ως προς ακριβώς τον χρόνο και τις περιστάσεις. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσήχθη από πλευράς εφεσιβλήτων, ο εφεσείων παρέλαβε αντίγραφο της Αίτησης από το επίδικο διαμέρισμα την 31 Ιανουαρίου 2003, ημέρα της επίδοσης. Κατέθεσε περί τούτου ένοικος άλλου διαμερίσματος της πολυκατοικίας, στον οποίο ο εφεσείων το ανέφερε όταν συναντήθηκαν εκεί κατά την εν λόγω ημερομηνία. Διαφορετική ήταν η εκδοχή του εφεσείοντος. Κατέθεσε ότι κατά πρώτο πληροφορήθηκε για την Αίτηση στις 18 Φεβρουαρίου 2003 από κάποιο καφετζή και ότι εν συνεχεία, στις 25 Φεβρουαρίου 2003, βρήκε αντίγραφο της σε θυρίδα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Διευκρίνισε ότι στο διαμέρισμα δεν ανέβαινε γιατί είχε καταστεί ακατοίκητο. Όμως η εκδοχή του ότι την Αίτηση την παρέλαβε στις 25 Φεβρουαρίου 2003 δεν συμβιβαζόταν με το γεγονός ότι πιο πριν, ο δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε απέστειλε στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων τηλεομοιότυπο, ημερ. 18 Φεβρουαρίου 2003, το οποίο περιείχε πλήρη στοιχεία της Αίτησης και τους πληροφορούσε πως θα καταχωρούσε Απάντηση.

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία που υποστήριζε την Αίτηση και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος. Κατέληξε ότι δεν υπήρχε ελάττωμα στην επίδοση και ότι εξάλλου ο εφεσείων έλαβε έγκαιρα γνώση. Έκρινε, με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 6 Νοεμβρίου 2003, ότι με δεδομένο ότι δεν καταχωρίστηκε Απάντηση ενώ ο εφεσείων είχε την ευκαιρία, το αίτημα του δεν μπορούσε να επιτύχει διότι δεν κατέδειξε πως η απουσία του «δεν ωφείλετο εις οιανδήποτε παράλειψιν ή αμέλεια εκ μέρους του»* σύμφωνα με το άρθρο 6(δ) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν. 23/83 όπως τροποποιήθηκε). Το Δικαστήριο προχώρησε και πιο πέρα.  Εξέτασε, κατ’ αναλογίαν προς τον παραμερισμό αποφάσεων  Επαρχιακού Δικαστηρίου βάσει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το κατά πόσο αποκαλύφθηκε συζητήσιμη υπεράσπιση. Έδωσε σ’ αυτό αρνητική απάντηση και εξήγησε τους λόγους.

Με την έφεση προβάλλεται πως το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε (α) ότι ο εφεσείων παρέλαβε την Αίτηση την 31 Ιανουαρίου 2003 αντί στις 25 Φεβρουαρίου 2003· (β) ότι η επίδοση ήταν κανονική· (γ) ότι ο εφεσείων δεν είχε καλή υπεράσπιση· και (δ) ότι ο εφεσείων καθυστέρησε αδικαιολόγητα να καταχωρίσει Απάντηση. Τους λόγους τους ανέπτυξε λεπτομερώς ο εφεσείων αυτοπροσώπως, τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς.

Κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο [*65]Δικαστήριο προσήγγισε όλη τη μαρτυρία με προσοχή, προέβη σε σχολαστική αξιολόγηση της, συζητώντας όλες τις πτυχές, και προέβη σε διαπιστώσεις τις οποίες αιτιολόγησε πλήρως. Θεωρούμε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως δεν υπήρχε ελάττωμα, τυπικό ή ουσιαστικό στο διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση.  Αν ο εφεσείων ήθελε, σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας, να του γινόταν η επίδοση σε συγκεκριμένη διεύθυνση, ώφειλε να είχε δώσει στις εφεσίβλητες τα αναγκαία στοιχεία. Ο επιλεγείς τρόπος ήταν εν προκειμένω ικανοποιητικός και, όπως φάνηκε, αποτελεσματικός. Η προσαχθείσα μαρτυρία καθιστούσε όχι απλώς δικαιολογημένη αλλά και αναπόφευκτη την κατάληξη ότι στην πραγματικότητα ο εφεσείων παρέλαβε την Αίτηση και μάλιστα από την  πρώτη  ημέρα της επίδοσης, την 31 Ιανουαρίου 2003. Κώλυμα  από μέρους του να καταχωρούσε Απάντηση δεν υπήρχε. Και επειδή δεν καταχώρισε Απάντηση, νομότυπα ήταν που η Αίτηση προχώρησε στην απουσία του. Τέλος, ως προς το θέμα ενδεχόμενης υπεράσπισης δεν διακρίναμε οποιαδήποτε αδυναμία στην πρωτόδικη κρίση. Αφήνουμε όμως ανοικτό το κατά πόσο, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου 6(δ) του Νόμου, εξετάζεται τέτοιο θέμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο