Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ. ν. Σόφης Γιάλλουρου (2006) 1 ΑΑΔ 120

(2006) 1 ΑΑΔ 120

[*120]1 Φεβρουαρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΕΛΛΗΝΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΣΟΦΗΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12223)

 

Συμβάσεις ― Χρηματιστήριο ― Σύμβαση Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου με την οποία η εφεσείουσα συμφώνησε να παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια στην εφεσίβλητη για την πραγματοποίηση, μέσω χρηματιστηριακής εταιρείας, αγοράς αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ ή που επρόκειτο να εισαχθούν στο ΧΑΚ ― Κατά πόσο η σύμβαση ήταν παράνομη, ως παραβαίνουσα τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο του 1997 (Νόμος 66(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε).

Λέξεις και Φράσεις ― “Εργασίες αποδοχής καταθέσεων”, στο Άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997 (Νόμος 66(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε) ― Σημαίνει τις εργασίες αποδοχής καταθέσεων από το κοινό στη Δημοκρατία ή τις εργασίες αποδοχής καταθέσεων στη Δημοκρατία από το εξωτερικό.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή ζητώντας δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία που υπέγραψε στις 21.1.2000, με την οποία η εφεσείουσα συμφώνησε να της παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια μέχρι £25.000, ήταν εξ υπαρχής άκυρη. Ζητούσε επίσης απόφαση να της επιστραφεί το ποσό των £25.915 που αντιπροσώπευε τη συνολική αξία των μετοχών που μεταβίβασε στην Ellinas Finance (Custodian) Limited (θυγατρική εταιρεία της εφεσείουσας) και άλλα χρηματικά ποσά που πλήρωσε στην ίδια, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα· διαζευκτικά ζητούσε δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα (εναγόμενη 1) όπως και οι δύο άλλες εναγόμενες (η προαναφερθείσα θυγατρική εταιρεία της εφεσείουσας και η χρηματιστηριακή εταιρεία Share Link Securities Limited, η οποία αντιπροσώπευε την εφεσίβλητη στις σχέσεις της με την εφεσείουσα),αποποιήθηκαν (waived) του δικαιώματος να επικαλεσθούν ή απαιτήσουν συμμόρφω[*121]ση της εφεσίβλητης με τον Όρο 2(Ε) της επίδικης συμφωνίας, ως και απόφαση για παράβαση της επίδικης συμφωνίας, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Ο προαναφερθείς όρος της επίδικης συμφωνίας προνοούσε ότι η εφεσίβλητη θα είχε υποχρέωση να μεταβιβάσει στο όνομα της Ellinas Finance (Custodian) Limited αξίες (οι Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας) και/ή να καταθέτει μετρητά ούτως ώστε το σύνολο της αξίας των Αξιών Χαρτοφυλακίου και των Αξιών Περιθωρίου Ασφαλείας και/ή μετρητών και τυχόν διαθέσιμου ορίου να διατηρείται ίσο προς το Περιθώριο Ασφαλείας, ήτοι με £50.000.

Με την υπεράσπιση η εφεσείουσα, όπως και οι άλλοι δύο εναγόμενοι, αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης και απέρριψαν την αξίωσή της. Προχώρησαν, περαιτέρω, στην έγερση ανταπαίτησης διεκδικώντας από την εφεσίβλητη £11.613,30, πλέον τόκο προς 8.5% από 7.4.2001, πλέον έξοδα και ΦΠΑ.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την ενώπιόν του μαρτυρία στο σύνολο της, η οποία αποτελείτο μόνο από έγγραφα στα οποία και οι δύο διάδικοι στήριξαν την υπόθεσή τους, έκρινε ότι εγειρόταν θέμα παράβασης του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997 (Νόμος 66(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε – ο Νόμος). Η εφεσείουσα όπως και η Ellinas Finance (Custodian) Limited, χωρίς να είναι τράπεζες ασκούσαν ή παρουσιάζονταν να ασκούν, παρά την απαγόρευση του Άρθρου 3(1) του Νόμου, “εργασίες αποδοχής καταθέσεων” εν τη εννοία του Άρθρου 2 του ίδιου Νόμου, με αποτέλεσμα η επίδικη συμφωνία να είναι παράνομη σύμφωνα με το Άρθρο 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της ενώ, με την αντέφεσή της, η εφεσίβλητη αμφισβητεί την ορθότητα της ίδιας απόφασης όσον αφορά την απόρριψη της αξίωσής της για απόφαση υπέρ της για το ποσό των £25.915.

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν “καταθέσεις” και δη “από το κοινό” και, επομένως, χωρίς να είναι Τράπεζα, ασκούσε και/ή παρουσιαζόταν να ασκεί, παρά την απαγόρευση του Άρθρου 3(1) του Νόμου, “εργασίες αποδοχής καταθέσεων”.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Έφεση.

1.  Από τους όρους 2(Γ) και 2(Ε) της επίδικης συμφωνίας, αλλά και [*122]από άλλα Τεκμήρια που έγιναν αποδεκτά, δεν προκύπτει, με κανένα τρόπο, ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν καταθέσεις εν τη εννοία του Νόμου. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον ορισμό του όρου “κατάθεση” στο Άρθρο 2, η ύπαρξη όρου αποπληρωμής του ποσού των χρημάτων που καταβάλλεται ή εισπράττεται, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση χαρακτηρισμού του ποσού ως κατάθεσης. Στην περίπτωση που η εφεσείουσα θα είχε υποχρέωση να καταβάλει χρήματα στην εφεσίβλητη, η υποχρέωση αυτή δε θα είχε καμιά σχέση με οποιαδήποτε “κατάθεση” την οποία είχε κάνει προηγουμένως η εφεσίβλητη ή με οποιαδήποτε υποχρέωση της εφεσείουσας για αποπληρωμή της. Η υποχρέωση της εφεσείουσας για καταβολή στην εφεσίβλητη του ισάξιου του πιστωτικού υπόλοιπου του λογαριασμού της θα μπορούσε να προκύψει π.χ. στην περίπτωση που η εφεσίβλητη είχε επιλέξει να μεταβιβάσει στην εφεσείουσα κινητές αξίες για εξασφάλιση και όχι να της δώσει μετρητά. Υποχρέωση της εφεσείουσας για πληρωμή στην εφεσίβλητη θα μπορούσε, επίσης, να προκύψει από τη δημιουργία κέρδους από τις αγοραπωλησίες αξιών από την εφεσίβλητη (λόγω ανόδου στην τιμή των αξιών της εφεσίβλητης). Τέτοια υποχρέωση της εφεσείουσας δεν θα πήγαζε από οποιαδήποτε υποχρέωση για αποπληρωμή οποιασδήποτε “κατάθεσης” της εφεσίβλητης.

2.  Δεν προκύπτει από τα σχετικά Τεκμήρια ότι η εφεσείουσα διεξήγαγε εργασίες αποδοχής καταθέσεων “από το κοινό”. H επίδικη συμφωνία αφορά αποκλειστικά τους διαδίκους και όχι οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ή το κοινό. Αφορά την παροχή δανείων και ή διευκολύνσεων από την εφεσείουσα προς την εφεσίβλητη για αγορά αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ ή που επρόκειτο να εισαχθούν στο ΧΑΚ.

     Περιέχει δε όρο για κατάθεση μετρητών ή μεταβίβαση αξιών για σκοπούς εξασφάλισης της εφεσείουσας από την εφεσίβλητη και όχι από τρίτο ή από το κοινό.

Β. Αντέφεση

Η απόφαση αναφορικά με την τύχη της έφεσης προδιαγράφει κατ’ ανάγκη και την τύχη της αντέφεσης εφόσον αυτή στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι η επίδικη συμφωνία είναι άκυρη ως παράνομη.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας πρωτόδικα και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.

[*123]Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 1211/01), ημερ. 19/11/04.

Φ. Πελίδης με Γ. Παπαϊωάννου και Γ. Σαζεΐδου, για την Εφεσείουσα.

Μεν. Κυπριανού, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 27.10.1999 η εφεσίβλητη υπέβαλε στην εφεσείουσα αίτηση για συμμετοχή σε Επενδυτικό της Σχέδιο. Ζήτησε να της παραχωρηθούν πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια μέχρι £50.000, προτείνοντας προς εξασφάλιση μετοχές αξίας £25.000. Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι αποδεχόταν τους όρους του Επενδυτικού Σχεδίου, που αναγράφονταν στο πίσω μέρος της αίτησης και που, βασικά, ήσαν οι ακόλουθοι:

(α) Σκοπός των διευκολύνσεων ήταν επενδύσεις σε μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (XAK). Η παραχώρηση των διευκολύνσεων προϋπέθετε την κατάθεση από την εφεσίβλητη μετρητών στην εφεσείουσα ή τη μεταβίβαση σε αυτή αξιών εταιρειών εισηγμένων στο ΧΑΚ, και,

(β) Η συμμετοχή στο Επενδυτικό Σχέδιο θα ήταν μέσω Χρηματιστή που θα διόριζε η εφεσίβλητη με ειδικό πληρεξούσιο, ο οποίος και θα την αντιπροσώπευε στις σχέσεις της με την εφεσείουσα. Ο Χρηματιστής θα είχε την ευθύνη παρακολούθησης των αξιών και της ετοιμασίας εβδομαδιαίων καταστάσεων. Θα πληρωνόταν δε, πέραν των πραγματικών του εξόδων, με προμήθεια για κάθε πράξη αγοράς ή πώλησης μετοχών.

Η εφεσείουσα αποδέχθηκε την αίτηση της εφεσίβλητης και, στις 9.11.1999, υπογράφηκε μεταξύ τους συμφωνία Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου (η αρχική συμφωνία). Την ίδια μέρα η εφεσίβλητη υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο διορίζοντας ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της τη χρηματιστηριακή εταιρεία Share Link Securities Limited για να την αντιπροσωπεύει στις σχέσεις με την εφεσείουσα, όπως αυτές απέρρεαν από την αρχική συμφωνία, και [*124]να προβαίνει σε συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις για λογαριασμό της. Το όριο των πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων που συμφωνήθηκε ήταν μέχρι £50.000.

Μετά τη σύναψη της αρχικής συμφωνίας η εφεσείουσα, σύμφωνα με τις πρόνοιές της, άνοιξε λογαριασμό στο όνομα της εφεσίβλητης με κωδικό EF5239 και έθεσε στη διάθεσή της διευκολύνσεις μέχρι £50.000. Στη συνέχεια η εφεσίβλητη, μέσω της Share Link Securities Limited, προέβη σε αγορές και πωλήσεις αξιών στο ΧΑΚ, χρησιμοποιώντας τις διευκολύνσεις που έθεσε στη διάθεσή της η εφεσείουσα.

Στις 10.1.2000 υπογράφηκε τροποποιητική συμφωνία μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας με την οποία το όριο των πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων σε σχέση με την αρχική συμφωνία μειώθηκε από £50.000 σε £25.000.

Την 21.1.2000 η εφεσίβλητη υπέγραψε δεύτερη συμφωνία Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου (η επίδικη συμφωνία) η οποία και αντικατέστησε την αρχική συμφωνία. Με τη συμφωνία αυτή η εφεσείουσα συμφώνησε να παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια στην εφεσίβλητη μέχρι £25.000. Οι αξίες θα εγγράφονταν επ’ ονόματι της εταιρείας Ellinas Finance (Custodian) Limited, θυγατρικής εταιρείας της εφεσείουσας, πλήρως εξαρτημένης και συσταθείσης προς το σκοπό εγγραφής επ’ ονόματί της αξιών πελατών της εφεσείουσας. Την ίδια μέρα η εφεσίβλητη υπέγραψε δεύτερο πληρεξούσιο έγγραφο διορίζοντας ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της τη χρηματιστηριακή εταιρεία Share Link Securities Limited για να την αντιπροσωπεύσει στις σχέσεις της με την εφεσείουσα, όπως αυτές απέρρεαν από τη συμφωνία, και να προβαίνει σε συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις για λογαριασμό της. Η αντικατάσταση της αρχικής συμφωνίας από την επίδικη συμφωνία έγινε λόγω της δημοσιοποίησης της εφεσείουσας και με σκοπό να εγγράφονται στο εξής οι Αξίες Χαρτοφυλακίου και οι Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας στο όνομα της Ellinas Finance (Custodian) Limited, αντί στο όνομα της εφεσείουσας, ώστε να μη συγχέονται με το Χαρτοφυλάκιο της εφεσείουσας.

Η επίδικη συμφωνία προνοούσε, μεταξύ άλλων, ότι,

(α) Η εφεσείουσα θα παρείχε στην εφεσίβλητη πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια για τον αποκλειστικό σκοπό αγοράς αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ ή που επρόκειτο να εισαχθούν στο ΧΑΚ,

[*125](β) Οι αγορές αξιών θα εγίνοντο μόνο μέσω της Share Link Securities Limited,

(γ) Οι αξίες που θα αγοράζονταν (οι Αξίες Χαρτοφυλακίου) θα εγγράφονταν στο όνομα της Ellinas Finance (Custodian) Limited, ενεργούσης ως εμπιστευματούχου (trustee) της εφεσείουσας, ενόσω υπήρχε υπόλοιπο οφειλόμενο από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα, για σκοπούς εγγύησης, το δε προϊόν της πώλησής τους θα κατατίθετο στο λογαριασμό της εφεσίβλητης,

(δ) Ταυτόχρονα με την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, η εφεσίβλητη θα κατέθετε στο λογαριασμό της μετρητά και/ή θα μεταβίβαζε στην Ellinas Finance (Custodian) Limited αξίες που θα αποτελούσαν το Περιθώριο Ασφαλείας (το Περιθώριο Ασφαλείας) για σκοπούς της επίδικης συμφωνίας. Το ύψος του περιθωρίου ασφαλείας καθοριζόταν σε επισυνημμένο, στην επίδικη συμφωνία, Πίνακα Χρεώσεων [Όρος 2(Γ)].

(ε) Η εφεσίβλητη θα είχε την υποχρέωση, αφού εκαλείτο προς τούτο από την εφεσείουσα, να μεταβιβάζει στο όνομα της Ellinas Finance (Custodian) Limited  αξίες (οι Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας) και/ή να καταθέτει μετρητά ούτως ώστε το σύνολο της αξίας των Αξιών Χαρτοφυλακίου και των Αξιών Περιθωρίου Ασφαλείας και/ή μετρητών και τυχόν διαθέσιμου ορίου να διατηρείται ίσο προς το Περιθώριο Ασφαλείας, ήτοι με £50.000 [Όρος 2(Ε)].

Με τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, η εφεσείουσα άνοιξε νέο λογαριασμό στο όνομα της εφεσίβλητης, με κωδικό EFC5239, στον οποίο μετέφερε το υπόλοιπο του λογαριασμού EF5239, συνέχισε δε να παρέχει στην εφεσίβλητη πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια.

Με επιστολή της ημερομηνίας 18.7.2000 η εφεσείουσα πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι, στις 14.7.2000, ο λογαριασμός της παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £24.803 ενώ η αξία (τότε) του Χαρτοφυλακίου της ήταν £32.793. Επικαλούμενη δε τους όρους της επίδικης συμφωνίας, κάλεσε την εφεσίβλητη όπως, εντός επτά ημερών, καταθέσει στο λογαριασμό της £4.700 ή μεταβιβάσει στην Ellinas Finance (Custodian) Limited μετοχές ίσης αξίας, προκειμένου η αξία του Χαρτοφυλακίου της να ανέλθει στις £37.500. Στη συνέχεια, με δεύτερη επιστολή, ημερομηνίας 20.9.2000, η εφεσείουσα πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι ο λογαριασμός της υπολειπόταν της συμφωνηθείσης εξασφάλισης και την κάλεσε όπως, εντός επτά ημερών, προβεί στις κατάλληλες διευθετήσεις. Με τρίτη, τέλος, επι[*126]στολή της, ημερομηνίας 15.2.2001, η εφεσείουσα πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι, την 1.1.2001, ο λογαριασμός της παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £16.947,69, πλέον τόκους, ενώ η αξία (τότε) του Χαρτοφυλακίου της ήταν £7.348,83 και την κάλεσε όπως, εντός δεκαπέντε ημερών, καταθέσει το ποσό των £34.599 ή μεταβιβάσει μετοχές αντίστοιχης αξίας στην Ellinas Finance (Custodian) Limited, διαφορετικά θα προχωρούσε στην πώληση των μετοχών του Χαρτοφυλακίου της και θα κρατούσε το προϊόν έναντι του λαβείν της. Ακολούθως δε, αφού θα τερμάτιζε την επίδικη συμφωνία, θα λάμβανε δικαστικά μέτρα εναντίον της προς διεκδίκηση του οποιουδήποτε υπολοίπου.

Η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε στην επιστολή της 15.2.2001, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να πωλήσει τις αξίες του Χαρτοφυλακίου της. Ακολούθως, με επιστολή ημερομηνίας 6.4.2001, η οποία και επιστράφηκε ως αζήτητη, οι δικηγόροι της εφεσείουσας πληροφορούσαν την εφεσίβλητη ότι πώλησαν τις αξίες του Χαρτοφυλακίου της και ότι παρέμενε χρεωστικό υπόλοιπο £11.228,18, αφού δε τερμάτιζαν την επίδικη συμφωνία την καλούσαν όπως, εντός επτά ημερών, εξοφλήσει το εν λόγω ποσό, πλέον 8.5% τόκους, από 6.4.2001, διαφορετικά θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον του. Εν τω μεταξύ, στις 7.3.2001, η εφεσίβλητη είχε καταχωρήσει την υπ’ αρ. 2211/2001 αγωγή στο Ε.Δ. Λευκωσίας, η οποία και επιδόθηκε σε όλους τους εναγομένους την επομένη 8.3.2001. Εναγόμενοι ήταν η εφεσείουσα και οι εταιρείες Ellinas Finance (Custodian) Limited και Share Link Securities Limited.

Με την αγωγή η εφεσίβλητη ζητούσε δήλωση και/ή διάταγμα του δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία της 21.1.2000 ήταν εξ υπαρχής άκυρη, ως και απόφαση να της επιστραφεί το ποσό των £25.915, που αντιπροσώπευε τη συνολική αξία των μετοχών που μεταβίβασε στην Ellinas Finance (Custodian) Limited, στις 8.2.2000 και στις 3.3.2000, και των χρηματικών ποσών που πλήρωσε στην ίδια, την 21.6.2000 και στις 27.7.2000, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα· διαζευκτικά, ζητούσε δήλωση και/ή διάταγμα του δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα (εναγομένη 1), όπως και οι δύο άλλες εναγόμενες, αποποιήθηκαν (waived) του δικαιώματος να επικαλεσθούν ή απαιτήσουν συμμόρφωση της εφεσίβλητης με τον Όρο 2(Ε) της επίδικης συμφωνίας, ως και απόφαση για παράβαση της επίδικης συμφωνίας, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

Με την υπεράσπιση η εφεσείουσα, όπως και οι άλλοι δύο εναγόμενοι, αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης και απέρριψαν την αξίωσή της. Προχώρησαν, περαιτέρω, στην έγερση ανταπαίτησης διεκδικώντας από την εφεσίβλητη £11.613,30, πλέον τόκο προς 8.5% από 7.4.2001, πλέον έξοδα και ΦΠΑ.

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκε από κοινού – προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους – αριθμός εγγράφων στα οποία και μόνο, χωρίς άλλη μαρτυρία, στήριξε την υπόθεσή της η εφεσίβλητη. Στα ίδια έγγραφα στήριξε την υπόθεσή της και η εφεσείουσα ενώ κάλεσε και ένα μάρτυρα, τον Αιμίλιο Έλληνα, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλό της.

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε την ενώπιόν του μαρτυρία στο σύνολό της, έκρινε, σε συνάρτηση με τους νομικούς λόγους που προβλήθηκαν, ότι δεν εγειρόταν θέμα παράβασης του περί Τοκιστών Νόμου του 1962, ως μη ισχύοντος, ούτε του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, καθότι η επίδικη συμφωνία είχε νόμιμο αντάλλαγμα, ή του άρθρου 29 του ίδιου Νόμου, καθότι δεν υπήρχε ασάφεια των Όρων 1(Δ), 2(Δ) και 3(Β) της επίδικης συμφωνίας. Εγειρόταν, όμως, θέμα παράβασης του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997 (Νόμος 66(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε – ο Νόμος). Η εφεσείουσα, όπως και η Ellinas Finance (Custodian) Limited, χωρίς να είναι τράπεζες, ασκούσαν ή παρουσιάζονταν να ασκούν, παρά την απαγόρευση του άρθρου 3(1) του Νόμου, “εργασίες αποδοχής καταθέσεων” εν τη εννοία του άρθρου 2 του ίδιου Νόμου”*, με αποτέλεσμα η επίδικη συμφωνία να είναι παράνομη σύμφωνα με το άρθρο 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

“Ο Νόμος, όμως, απαγορεύει και τις εργασίες αποδοχής καταθέσεων, εκτός κι αν αυτός που τις ασκεί είναι Τράπεζα. Οι εναγόμενοι αρ. 1 & 2 δεν είναι Τράπεζα. Τι παρατηρείται όμως στην παρούσα περίπτωση στη βάση των από κοινού κατατεθέντων εγγράφων; Παρατηρούνται τα ακόλουθα:-

(α) Η εναγόμενη αρ. 1, όπως κατάθεσε ο Έλληνας, ασχολείται από τη σύσταση της με δανεισμό ή χρηματοδοτήσεις,

(β) Στο πλαίσιο του κύκλου εργασιών της συνέλαβε την ιδέα, [*128]την οποία και υλοποίησε, να χρηματοδοτεί ενδιαφερόμενα πρόσωπα για αγορά μετοχών εταιρειών εισηγμένων στο ΧΑΚ στη βάση κάποιων προϋποθέσεων ή όρων. Οι όροι/προϋποθέσεις καταγράφονται στο τεκμ.1.

(γ) Ουσιώδης όρος του τεκμ.1, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να δικαιούται στη λήψη δανείου ή πιστωτικών διευκολύνσεων, ήταν η κατάθεση μετρητών και/ή μεταβίβαση στην εναγόμενη αρ.1 αξιών εταιρειών εισηγμένων στο ΧΑΚ. Μόνο με την υλοποίηση αυτού του όρου ο ενδιαφερόμενος (πελάτης, όπως ονομάζεται) αποκτούσε δυνατότητα για δάνειο (όρος 2 του Σχεδίου),

(δ) Η ενάγουσα εντάχθηκε στο πιο πάνω “επενδυτικό σχέδιο” της εναγόμενης αρ.1 – αφού προηγήθηκε έγκριση της αίτησης τεκμ.1 – και υπογράφηκε η Συμφωνία τεκμ.2 ημερ. 9.11.99. Με τον όρο 3 της Συμφωνίας αυτής η ενάγουσα, προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της, υποχρεούτο να καταθέσει στην εναγόμενη αρ.1 μετρητά και/ή να της μεταβιβάσει το 75% της αξίας των εκάστοτε κρατούμενων από την εναγόμενη αρ.1 μετοχών και/ή χρεογράφων,

(ε) Μετά τη συνομολόγηση της Συμφωνίας τεκμ.2 η εναγόμενη αρ.1 έγινε δημόσια εταιρεία και ενόψει τούτου – όπως ανέφερε ο Έλληνας – υπογράφηκε η Συμφωνία τεκμ.4 ημερ. 21.1.00 (η επίδικη δηλαδή Συμφωνία). Με τον όρο 2(Γ) της εν λόγω Συμφωνίας και πάλιν η ενάγουσα υποχρεωνόταν, ταυτόχρονα με την υπογραφή, να καταθέσει στο λογαριασμό που της άνοιξε η εναγόμενη αρ.1 μετρητά και/ή να μεταβιβάσει στη θυγατρική εταιρεία (στην εναγόμενη αρ.2 που συστάθηκε σύμφωνα με τον Έλληνα γι αυτό το σκοπό) αξίες που θα αποτελούσαν το περιθώριο ασφαλείας,

(στ) (1) Στις 18.7.00 η εναγόμενη αρ.1, επικαλούμενη τους όρους της Συμφωνίας, καλούσε την ενάγουσα με το τεκμ.8(1) να της καταθέσει μέσα σε 7 ημέρες £4.700.- ή διαζευκτικά να μεταβιβάσει στην εναγόμενη αρ.2 τίτλους μετοχών ισόποσης αξίας προκειμένου να καλυφθεί το συμφωνηθέν περιθώριο ασφάλειας. Σημειωτέον ότι τότε, σύμφωνα με την επιστολή, η ενάγουσα όφειλε £24.803.- ενώ η αξία των μετοχών που είχε μεταβιβάσει στην εναγόμενη αρ.2 ήταν £32.793.-.

(2) Νέες επιστολές της εναγόμενης αρ.1 προς την ενάγουσα για το ίδιο θέμα στάληκαν 20.9.00 (τεκμ.8(2), και 15.2.01 [*129](τεκμ.8(3)). Σημειωτέον ότι με το τεκμ.8(3) ενώ ανεβαζόταν το ύψος του χρέους της ενάγουσας στις £16.967,69 σεντ και η αξία του χαρτοφυλακίου της στις £7.348,86 σεντ της ζητείτο κατάθεση μετρητών £34.599.- ή διαζευκτικά μεταβίβαση τίτλων στην εναγόμενη αρ.2 ισόποσης αξίας και αυτό για να καλυφθεί το περιθώριο ασφαλείας.

Από τις πιο πάνω αναφορές προκύπτει κατ’ αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι προϋπόθεση ένταξης οιουδήποτε στο “επενδυτικό σχέδιο” της εναγόμενης αρ.1 ήταν ή κατάθεση μετρητών ή μεταβίβαση αξιών. Η προϋπόθεση αυτή μεταφέρθηκε στην αρχική συμφωνία τεκμ.2 αλλά και στην επίδικη τεκμ.4 ως ουσιώδης όρος. Όρο τον οποίο η εναγόμενη αρ.1 προσπάθησε να επιβάλει στην ενάγουσα με τις επιστολές της τεκμ.8(1) και (3). Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα, και ανεξάρτητα αν τελικά η ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε προς τις σχετικές ειδοποιήσεις, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο αυτός ο ουσιώδης όρος υποδηλοί άσκηση εργασιών αποδοχής καταθέσεων εν τη εννοία του Νόμου. Η απάντηση στο ερώτημα είναι, κατά την άποψη μου, σαφώς θετική για τους πιο κάτω λόγους:-

(α) Το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις εν λόγω εργασίες σαν εργασίες αποδοχής καταθέσεων, όπως αυτό προνοείται από το σχετικό ορισμό του άρθρ.2, είναι οι καταθέσεις να προέρχονται από το κοινό της Δημοκρατίας. Το στοιχείο αυτό ενυπάρχει στο τεκμ.1 και πιο συγκεκριμένα στους “Όρους Λειτουργίας του Επενδυτικού Σχεδίου” που η ίδια η εναγόμενη αρ.1 καθόρισε. Το σχέδιο αυτό ασφαλώς και δεν απευθυνόταν μόνο προς την ενάγουσα. Απευθυνόταν και προορίζετο προς κάθε ενδιαφερόμενο, προς το κοινό δηλαδή, που επιθυμούσε να ενταχθεί στο εν λόγω σχέδιο και που υποχρεωνόταν εκ προοιμίου να καταθέσει μετρητά ή να προβεί σε μεταβιβάσεις αξιών προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Η συνομολόγηση τόσο της αρχικής συμφωνίας όσο και της επίδικης ήταν αποτέλεσμα της ένταξης σ’ αυτό το σχέδιο και η υποχρέωση για κατάθεση μετρητών ή μεταβίβαση αξιών ουσιώδης όρος, όρο που όπως αναφέρθηκε προσπάθησε η εναγόμενη αρ.1 να επιβάλει στην ενάγουσα με τα τεκμ.8(1)(2) και (3). Το ότι οι εν λόγω καταθέσεις ή μεταβιβάσεις αξιών αναφέρεται ότι ήταν για εξασφάλιση των υποχρεώσεων “του πελάτη” είναι, κατά την άποψη μου, χωρίς σημασία. Σημασία σε μια συμφωνία δεν έχουν μόνο οι λέξεις που χρησιμοποιούνται αλλά τι σκοπός επιχειρείται να εξυπηρετηθεί. Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ο σκοπός είναι έκδηλος:- Ήταν η προσέλκυση με αυτό τον τρόπο κάποιων κεφαλαίων, είτε άμεσα [*130]είτε έμμεσα, για να μπορεί η εναγόμενη αρ.1 να δανειοδοτεί. Αυτό, κατά την άποψή μου, αποτελεί καταστρατήγηση του Νόμου. Είναι δε αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι ενώ στις 18.7.00, που αποστάληκε το τεκμ.8(1), να παρουσιάζεται η ενάγουσα να οφείλει £24.803.- και να της ζητείται κατάθεση ή μεταβίβαση αξιών £4.700.- τη στιγμή που η αξία των μετοχών της, που ήδη μεταβίβασε στην εναγόμενη αρ.2, ήταν £32.793.-. Πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι τι απαιτεί η εναγόμενη αρ.1 με το τεκμ.8(3). Με αυτό, ενώ παρουσιάζει την ενάγουσα να οφείλει £16.947,69 σεντ και ενώ η αξία του χαρτοφυλακίου της ανερχόταν στις £7.348,83 σεντ – υπολειπόταν δηλαδή κατά £9.500.- περίπου του χρέους – της ζητούσαν κατάθεση £34.599.- ή μεταβίβαση μετοχών ισόποσης αξίας για κάλυψη του περιθωρίου ασφαλείας. Αυτή την λογική, κατά την άποψη μου, δεν μπορεί ούτε η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων να κατανοήσει.

(β) Η προβλεπόμενη από τους όρους λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου κατάθεση, η οποία αποτελεί ουσιώδη όρο τόσο της αρχικής όσο και της επίδικης συμφωνίας, ήταν κατάθεση που προνοείτο να καταβληθεί με όρους που δεν σχετίζονταν με τη πώληση ή τη διάθεση αγαθών ή περιουσιακών στοιχείων, τη παροχή υπηρεσιών ή την έκδοση χρεωστικών ομολόγων ή μετοχών (όπως προνοείται από το σχετικό ορισμό του Νόμου υπό (β)). Ο όρος αυτός με βάση τα έγγραφα αυτά σχετιζόταν μόνο με τη δυνατότητα που παρείχετο στον καταθέτη για να τύχει δανειοδότησης από την εναγόμενη αρ.1.

Για όλα τα  πιο πάνω ο αναφερθείς όρος, που ήταν ουσιώδης, προσκρούει σε ρητή απαγόρευση του άρθρ.3(1) του Ν.66(1)/97 και επομένως οι συμφωνίες συνομολογήθηκαν και εκτελέσθηκαν κατά παράβαση του Νόμου. Είναι επομένως, σύμφωνα με το άρθρ.23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, παράνομες εν τη γενέσει τους και ως τέτοιες άκυρες. Η κατάληξη αυτή προδιαγράφει και τη τύχη της ανταπαίτησης που δεν είναι άλλη παρά η απόρριψη της.”

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στρεφόμενο στις θεραπείες που ζητούσε η εφεσίβλητη, είπε τα εξής:

“Η ενάγουσα, πέραν από τη κήρυξη της επίδικης Συμφωνίας ως άκυρης εξ υπαρχής που επιτυγχάνει, ζητεί και απόφαση για £25.915.- που αντιπροσωπεύει, όπως διατείνεται, αξία μετοχών που μεταβίβασε στην εναγόμενη αρ.2 ή χρήματα που πλήρωσε. Όσον αφορά τη διαζευκτική θεραπεία την εγκατέλειψε. Σε από[*131]φαση όμως γι  αυτό το ποσό δεν δικαιούται για δυο λόγους: Ο πρώτος, δεν τεκμηριώνεται με τα τεκμ.5 και 6 ότι σαν αποτέλεσμα του πιο πάνω παράνομου όρου κατέθεσε στην εναγόμενη αρ.1 οποιοδήποτε ποσό χρημάτων. Ο δεύτερος, οι αξίες που μεταβίβασε αρχικά στην εναγόμενη αρ.1 και μεταγενέστερα στην εναγόμενη αρ.2 ήταν από την χρηματοδότηση που της έγινε από την εναγόμενη αρ.1. Δεν υπέστη δηλαδή οποιανδήποτε ζημία. Συνακόλουθα ό,τι δικαιούται είναι σε Δηλωτική Απόφαση για ακυρότητα της Συμφωνίας με έξοδα μόνο εναντίον της εναγόμενης αρ.1 για το λόγο ότι η παρανομία εντοπίσθηκε σε όρο που αφορούσε μόνο αυτή. Επομένως η αγωγή, σ’ ότι αφορά τις εναγόμενες αρ.2 και 3, δεν επιτυγχάνει και θα απορριφθεί με έξοδα εναντίον της.

Για όλα τα πιο πάνω η αγωγή επιτυγχάνει μερικώς.

Εκδίδεται Δηλωτική Απόφαση ότι η Συμφωνία ημερ. 21.1.00, όπως και η προηγούμενη ημερ. 9.11.99, είναι εν γενέσει της παράνομη και ως τέτοια άκυρη με έξοδα προς όφελος της ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης αρ.1.

Η αγωγή εναντίον των εναγομένων αρ.2 και 3 απορρίπτεται, με έξοδα προς όφελος των εναγόμενων αρ.2 και 3 και εναντίον της ενάγουσας.

Η ανταπαίτηση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος της ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης αρ.1.”

Με την ενώπιόν μας έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της ενώ, με την αντέφεσή της, η εφεσίβλητη αμφισβητεί την ορθότητα της ίδιας απόφασης όσον αφορά την απόρριψη της αξίωσής της για απόφαση υπέρ της για το ποσό των £25.915.

Η έφεση.

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν “καταθέσεις” και δη “από το κοινό” και, επομένως, χωρίς να είναι Τράπεζα, ασκούσε ή παρουσιαζόταν να ασκεί, παρά την απαγόρευση του άρθρου 3(1) του Νόμου, “εργασίες αποδοχής καταθέσεων”.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί. Και αυτό παίρνοντας την υπόθεση της εφεσίβλητης στο πιο ψηλό της σημείο. Δηλαδή, ανε[*132]ξάρτητα από τη θέση της εφεσείουσας, την οποία βεβαίως αμφισβητεί η εφεσίβλητη, ότι, εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε η εφεσίβλητη κατέθεσε ποσό χρημάτων αλλά μόνο κινητές αξίες. Ούτε από την “αίτηση για επενδυτικό σχέδιο” (Τεκμήριο 1), αλλά ούτε και από την επίδικη συμφωνία (Τεκμήριο 4) προκύπτει είτε ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν “καταθέσεις” είτε ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν καταθέσεις “από το κοινό”.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου:

“«κατάθεση» σημαίνει ποσό χρημάτων που καταβάλλεται ή εισπράττεται με όρους-

(α)   βάσει των οποίων θα αποπληρωθεί με τόκο ή χωρίς τόκο ή υπέρ το άρτιο, είτε σε πρώτη ζήτηση ή σε τακτή προθεσμία ή υπό όρους που συμφωνούνται από ή εκ μέρους του προσώπου που καταβάλλει και του προσώπου που εισπράττει το ποσό, αλλά

(β)   οι οποίοι δεν σχετίζονται με την πώληση ή τη διάθεση αγαθών ή περιουσιακών στοιχείων την παροχή υπηρεσιών ή την έκδοση χρεωστικών ομολόγων ή μετοχών».”

Οι Όροι 2(Γ) και 2(Ε) της επίδικης συμφωνίας έχουν ως εξής:

“2(Γ) Ο Επενδυτής συμφωνεί όπως ταυτόχρονα με την υπογραφή της Συμφωνίας καταθέσει στο Λογαριασμό μετρητά και/ή μεταβιβάσει στη Θυγατρική Εταιρεία Αξίες (εξαιρουμένων δικαιωμάτων αγοράς μετοχών (warrants) ή άλλων αξιών οι οποίες δεν ήθελαν, κατά την απόλυτη κρίση της Εταιρείας, κριθεί ικανοποιητικές) που θα αποτελέσουν το περιθώριο ασφάλειας (το “Περιθώριο Ασφάλειας”) για σκοπούς της Συμφωνίας. Το ύψος του Περιθωρίου Ασφάλειας καθορίζεται στον επισυνημμένο Πίνακα Χρεώσεων που αποτελεί παράρτημα της Συμφωνίας”.

2(E) Ο Επενδυτής υποχρεούται για σκοπούς εξασφάλισης, κατόπιν σχετικής προειδοποίησης 24 ωρών, να αυξάνει το Περιθώριο Ασφάλειας προβαίνοντας σε κατάθεση μετρητών ή μεταβιβάζοντας στο όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας επιπρόσθετες Αξίες ούτως ώστε το σύνολο:-

  (i) της Τιμής διάθεσης των Αξιών Χαρτοφυλακίου,

(ii)  της Τιμής Διάθεσης των Αξιών που έχουν μεταβιβαστεί στο [*133]όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας (οι “Αξίες Περιθωρίου Ασφάλειας”) και τραπεζικών καταθέσεων που έχουν δεσμευθεί ως Περιθώριο Ασφάλειας, και

(iii) το περιθώριο του Ορίου που παραμένει διαθέσιμο να διατηρείται ίσο προς το Περιθώριο Ασφάλειας.”

Από τους πιο πάνω όρους δεν προκύπτει, με κανένα τρόπο, ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν καταθέσεις εν τη εννοία του Νόμου. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον ορισμό του όρου “κατάθεση” στο άρθρο 2, η ύπαρξη όρου αποπληρωμής του ποσού των χρημάτων που καταβάλλεται ή εισπράττεται συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση χαρακτηρισμού του ποσού ως κατάθεσης. Ούτε από τους όρους 2(Γ) και 2(Ε) της επίδικης συμφωνίας, αλλά ούτε και από τα Τεκμήρια 1 και 4, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, προκύπτει ότι υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση της εφεσείουσας για αποπληρωμή οποιουδήποτε ποσού χρημάτων που θα εισπραττόταν εκ μέρους της από την εφεσίβλητη, είτε με τόκο, είτε χωρίς τόκο, είτε υπέρ το άρτιο, είτε σε πρώτη ζήτηση, είτε σε τακτή προθεσμία. Στην περίπτωση που η εφεσείουσα θα είχε υποχρέωση να καταβάλει χρήματα στην εφεσίβλητη, η υποχρέωση αυτή δε θα είχε καμιά σχέση με οποιαδήποτε “κατάθεση” την οποία είχε κάνει προηγουμένως η εφεσίβλητη ή με οποιαδήποτε υποχρέωση της εφεσείουσας για αποπληρωμή της. Η υποχρέωση της εφεσείουσας για καταβολή στην εφεσίβλητη του ισάξιου του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού της θα μπορούσε να προκύψει π.χ. στην περίπτωση που η εφεσίβλητη είχε επιλέξει να μεταβιβάσει στην εφεσείουσα κινητές αξίες για εξασφάλιση και όχι να της δώσει μετρητά. Υποχρέωση της εφεσείουσας για πληρωμή στην εφεσίβλητη θα μπορούσε, επίσης, να προκύψει από τη δημιουργία κέρδους από τις αγοραπωλησίες αξιών από την εφεσίβλητη (λόγω ανόδου στην τιμή των αξιών της εφεσίβλητης). Τέτοια υποχρέωση της εφεσείουσας δεν θα πήγαζε από οποιαδήποτε υποχρέωση για αποπληρωμή οποιασδήποτε “κατάθεσης” της εφεσίβλητης. Περαιτέρω, σε περίπτωση που οι συμφωνίες θα τερματίζονταν, εάν ο λογαριασμός της εφεσίβλητης είχε πιστωτικό υπόλοιπο, η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να της καταβάλει το υπόλοιπο αυτό. Όχι, βέβαια, ως ποσό που η εφεσίβλητη είχε “καταθέσει” στην εφεσείουσα, αλλά ως ποσό που προέκυπτε από τις χρεώσεις και πιστώσεις στο λογαριασμό της αναφορικά με τις αγορές και πωλήσεις αξιών αντίστοιχα. Εάν στο λογαριασμό της εφεσίβλητης δεν υπήρχε πιστωτικό υπόλοιπο ή υπήρχε χρεωστικό υπόλοιπο η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό.

Από τα Τεκμήρια 1 και 4 δεν προκύπτει, επίσης, ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν καταθέσεις “από το κοινό”. Από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν καταθέσεις “από το κοινό” της Δημοκρατίας. Το Τεκμήριο 1 είναι απλώς μια αίτηση της εφεσίβλητης προς την εφεσείουσα. Αλλά και αν ακόμα υποτεθεί ότι η εφεσείουσα, με το Τεκμήριο 1, απευθυνόταν προς πάντα ενδιαφερόμενο, το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι το τεκμήριο περιλάμβανε και πρόβλεψη για κατάθεση μετρητών, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα διεξήγαγε εργασίες αποδοχής “καταθέσεων” από το κοινό εφόσον, και πάλι, θα απουσίαζε το στοιχείο της αποπληρωμής του καταβαλλόμενου ή εισπραττόμενου ποσού χρημάτων. Εκείνο που προκύπτει από το Τεκμήριο 1 είναι ότι, για να δανειστεί κάποιος χρήματα από την εφεσείουσα για να μπορεί στη συνέχεια να τα επενδύσει σε κινητές αξίες στο ΧΑΚ, θα έπρεπε να καταθέσει στην εφεσείουσα μετρητά ή να της μεταβιβάσει αξίες προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανεισθησομένου ποσού και ότι, στη συνέχεια, θα μπορούσε να επενδύσει τα χρήματα ή τις αξίες αυτές επί 2.5 φορές.* Ούτε από το Τεκμήριο 4 προκύπτει ότι η εφεσείουσα διεξήγαγε εργασίες αποδοχής καταθέσεων “από το κοινό”. Η επίδικη συμφωνία αφορά αποκλειστικά τους διαδίκους και όχι οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ή το κοινό. Αφορά την παροχή δανείων και ή διευκολύνσεων από την εφεσείουσα προς την εφεσίβλητη για αγορά αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ ή που επρόκειτο να εισαχθούν στο ΧΑΚ. Περιέχει δε όρο για κατάθεση μετρητών ή μεταβίβαση αξιών για σκοπούς εξασφάλισης της εφεσείουσας από την εφεσίβλητη και όχι από τρίτο ή από το κοινό.

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, πρωτόδικα και κατ’ έφεση. Ούτε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, ούτε το περιεχόμενο του Τεκμήριου 4 (ειδικά ο Όρος 2(Γ)) προσκρούει στο άρθρο 3(1) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Νόμου ή στο άρθρο 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Η επίδικη συμφωνία είναι έγκυρη. Δεδομένου δε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι, εφόσον η επίδικη συμφωνία δεν εκηρύσσετο άκυρη, η εφεσείουσα θα εδικαιούτο σε σχέση με την ανταπαίτησή της £8.489,90, πλέον τόκο προς 8,5% ετησίως στη βάση της κί[*135]νησης του λογαριασμού, και όχι £11.613,30, πλέον τόκο προς 8,5% από 7.4.2001, καθότι η διαφορά οφειλόταν σε ανεπίτρεπτες χρεώσεις, εκδίδεται ανάλογη απόφαση υπέρ της εφεσείουσας, πλέον έξοδα και ΦΠΑ.

Η αντέφεση.

Η απόφασή μας αναφορικά με την τύχη της έφεσης προδιαγράφει κατ’ ανάγκη και την τύχη της αντέφεσης εφόσον αυτή στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι η επίδικη συμφωνία είναι άκυρη ως παράνομη. Συνακόλουθα, η αντέφεση αποτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας πρωτόδικα και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο