Μαυρίδης Κώστας ν. Ιωάννη Παπαδόπουλου (2006) 1 ΑΑΔ 136

(2006) 1 ΑΑΔ 136

[*136]13 Φεβρουαρίου, 2006

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12064)

 

Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Δημοσίευση στον τύπο δυσφημιστικού δημοσιεύματος, με το οποίο αποδίδετο στον ενάγοντα, αφυπηρετήσαντα Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έλλειψη ανεξαρτησίας και εντιμότητας ως μέλους της Διερευνητικής Επιτροπής για το ΧΑΚ ― Κατά πόσο η προβολή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου είχε δυνατότητα επιτυχίας ― Κατά πόσο οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις οι οποίες ανέρχονταν στις £15.000, ήταν έκδηλα υπερβολικές.

Αποζημιώσεις ― Λίβελλος ― Επιδικασθέν πρωτόδικα ποσό των £15.000 επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ο εφεσείων, ειδικός επί χρηματοοικονομικών θεμάτων, κρίθηκε ένοχος για λίβελλο περιεχόμενο σε δημοσίευμα στην εφημερίδα “ΠΟΛΙΤΗΣ” της 26/4/2001 που περιείχε απάντηση του εφεσείοντα σε ερώτηση “Πώς εκτιμάτε το έργο της διερευνητικής επιτροπής για το ΧΑΚ μέχρι σήμερα”. Το δημοσίευμα αναφέρετο στην Ερευνητική Επιτροπή για το ΧΑΚ, συσταθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 27/10/2000, στην οποία ο εφεσίβλητος, αφυπηρετήσας Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν Πρόεδρος. Αρχικά η Επιτροπή ήταν τριμελής, όμως κατά το χρόνο του δημοσιεύματος μέλη της ήταν μόνο ο εφεσίβλητος και ένα άλλο άτομο.

Η υπεράσπιση του εφεσείοντα ήταν ότι το δημοσίευμα περιείχε αληθείς ισχυρισμούς γεγονότων αλλά και συνιστούσε έντιμο σχόλιο του εφεσείοντος ως ειδικού επί θέματος δημοσίου συμφέροντος και δη ως προς τις εγγενείς αδυναμίες και το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής ως σώματος και όχι του εφεσίβλητου προσωπικά.

[*137]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

“Εξετάζοντας το κείμενο διαπιστώνεται ότι αυτό που αναφέρεται στην ουσία είναι ότι ο Ενάγοντας ήτο ακατάλληλος για την εργασία και έργο που διορίστηκε, χωρίς ανεξαρτησία και επέτυχε το διορισμό του λόγω των σχέσεων του με την εξουσία και κέντρα λήψεως αποφάσεων. Περαιτέρω ο Ενάγοντας εξυπηρετούσε αλλότριες σκοπιμότητες”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου ποσό £15.000 ως αποζημιώσεις για τη δυσφήμηση. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εφεσείων επέμεινε μέχρι τέλους στην ορθότητα της θέσης του κατά τη δίκη και ουδέποτε προέβη σε προσφορά για απολογία.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:

1.  Το Δικαστήριο δεν εξειδίκευσε ποίο μέρος του δημοσιεύματος ήταν δυσφημιστικό ως αναφερόμενο στον ίδιο τον εφεσίβλητο παρά στην Ερευνητική Επιτροπή και το έργο της.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε τον εφεσίβλητο και όχι το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής.

4.  Το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ουσία της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιέχεται στο απόσπασμα που αναφέρεται ανωτέρω και αποδίδει πλήρως το λίβελλο, φωτογραφίζοντας τον εφεσίβλητο και αποδίδοντας σε αυτόν την έλλειψη ανεξαρτησίας του ως εκ των προσβάσεων του προς την εξουσία και τα κέντρα λήψης αποφάσεων και την εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπιμοτήτων.

2.  Η προκείμενη περίπτωση δεν ήταν περίπτωση λίβελλου μέσω innuendo (ο εφεσίβλητος εβάσισε την αγωγή του στη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων) ώστε να χρειάζετο μαρτυρία για να αποδοθεί δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα.

[*138]3.      Τα λεγόμενα δεν συνιστούσαν γνώμη αλλά δηλώσεις γεγονότων αυτών καθ’ αυτών και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δυνατή η επίκληση της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου.

4.  Οι αποζημιώσεις δεν ήσαν υπερβολικές προκειμένου για λίβελλο συνιστάμενο στην απόδοση έλλειψης ανεξαρτησίας και εντιμότητας σε αφυπηρετήσαντα δικαστή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 4422/01), ημερ. 13/5/04.

Χρ. Καμπούρης, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαδόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει οΔικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση προέρχεται από αγωγή του Εφεσίβλητου κατά του Εφεσείοντα, ο οποίος έχει ειδικότητα και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο σε χρηματοοικονομικά θέματα, για λίβελο περιεχόμενο στο ακόλουθο δημοσίευμα το οποίο παρουσιάσθηκε στην εφημερίδα “ΠΟΛΙΤΗΣ” της 26.4.2001 και περιείχε, υπό τον τίτλο “Αόρατο το έργο της διερευνητικής επιτροπής”, την απάντηση του Εφεσείοντα σε ερώτηση “Πώς εκτιμάτε το έργο της διερευνητικής επιτροπής για το ΧΑΚ μέχρι σήμερα;”

“Έχω ήδη εκφράσει τις αμφιβολίες μου για την επιτροπή αυτή πρώτον, διότι οι όροι εντολής ήσαν ασαφείς και με τεράστιο φάσμα θεμάτων για εργασία και δεύτερον, διότι τα άτομα που διορίστηκαν δεν ήσαν τα πλέον κατάλληλα. Τα συγκεκριμένα μέλη της επιτροπής ήσαν γενικά κάποιοι συνταξιούχοι κυβερνητικοί υπάλληλοι, με προσβάσεις προς την εξουσία και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων του κράτους, χωρίς την απαιτούμενη ανεξαρτησία και επιστημονική κατάρτιση. Μετά από παρέλευση τόσων μηνών από το διορισμό της, η ίδια η επιτροπή φαίνεται να έχει προβλήματα, αφού ήδη ένα μέλος της έχει υποχρεωθεί σε παραίτηση λόγω εμπλοκής του σε χρηματιστηριακές δραστηριότητες [*139]κατά την υπό διερεύνηση εποχή! Αυτό καταδεικνύει ότι η ανεξαρτησία της επιτροπής δεν υπήρχε. Για το επιστημονικό έργο της επιτροπής δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά, αφού η ίδια η επιτροπή ζητά σήμερα το διορισμό τεχνοκρατών για να τη βοηθήσουν στο έργο της. Στο μεσοδιάστημα, από το διορισμό της επιτροπής μέχρι σήμερα, ο δείκτης του ΧΑΚ απώλεσε γύρω στο 50%, χωρίς κανένας να αναλαμβάνει οποιεσδήποτε ευθύνες. Δείγμα των εργασιών της επιτροπής ήταν ένα ερωτηματολόγιο το οποίο απέστειλε, ζητώντας από διάφορους εμπλεκόμενους να απαντήσουν οι ίδιοι σε κάποια ερωτήματα. Εάν αυτό λέγεται διερευνητικό έργο που θα καταλήξει σε αξιόπιστα πορίσματα, ας το κρίνουν οι αναγνώστες σας. Όσο για τις σκοπιμότητες, λέω μονάχα τούτο: Αντλούμε δύναμη από τον πρόσφατα αναστάντα Χριστό και απέναντι στους σύγχρονους φαρισαίους αναφωνούμε το επιφώνημα της νίκης του καλού έναντι των πονηρών: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!”

Η εν λόγω Ερευνητική Επιτροπή, συσταθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 27.10.2000, ήταν τριμελής, αποτελούμενη από τον Εφεσίβλητο, αφυπηρετήσαντα Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Πρόεδρο, τον κ. Χρίστου και τον κ. Σκορδή. Ο κ. Χρίστου είχε παραιτηθεί στις 9.4.2001, πριν δηλαδή από το επίδικο δημοσίευμα.  Βασική θέση του Εφεσίβλητου ήταν ότι το δημοσίευμα αναφέρετο στον ίδιο και ήταν δυσφημιστικό εφ’ όσον του απέδιδε, ιδιαίτερα, έλλειψη ανεξαρτησίας και εντιμότητας αλλά και ικανότητας. Η υπεράσπιση του Εφεσείοντα ήταν ότι το δημοσίευμα περιείχε αληθείς ισχυρισμούς γεγονότων αλλά και συνιστούσε έντιμο σχόλιο του Εφεσείοντα ως ειδικού επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος και δη ως προς τις εγγενείς αδυναμίες και το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής ως σώματος και όχι του Εφεσίβλητου προσωπικά.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ο οποίος εκδίδασε την υπόθεση απέρριψε την εισήγηση ότι το δημοσίευμα δεν αναφέρετο στον Εφεσίβλητο προσωπικά. Υποδεικνύοντας ότι η Ερευνητική Επιτροπή αποτελείτο από μόνο δύο μέλη, και αναφερόμενος στη γενική αρχή που διέπει το θέμα του ομαδικού λιβέλου, κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος “δακτυλοδείχνετο” από το δημοσίευμα.

Αμφισβητείται, με τον πρώτο λόγο έφεσης, η ορθότητα της κατάληξης αυτής. Δεν υπήρχε, λέγεται, μαρτυρία ότι το δημοσίευμα αφορούσε τον Εφεσίβλητο, ο οποίος δεν αναφέρετο ονομαστικά, ώστε να δικαιολογείτο ο υπαινιγμός ότι οι αναφορές ήσαν στο πρόσωπο του και όχι στην ίδια την Ερευνητική Επιτροπή και το έργο [*140]της.

Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα. Η προκειμένη δεν ήταν περίπτωση λιβέλου μέσω innuendo (ο Εφεσίβλητος εβάσισε την αγωγή του στη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων) ώστε να χρειάζετο μαρτυρία για να αποδοθεί δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα, ούτε εξετάζεται, στο στάδιο αυτό, το κατά πόσο το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό παρά μόνο κατά πόσο αναφέρετο στον Εφεσίβλητο. Κάποιο πραγματικό υπόβαθρο ήταν βεβαίως προς τούτο αναγκαίο. Παρείχετο όμως αυτό από τη μαρτυρία ότι η Ερευνητική Επιτροπή αποτελείτο από αρχικά τρία και κατά το χρόνο του δημοσιεύματος δύο άτομα, περιλαμβανομένου του Εφεσίβλητου.  Πέραν τούτου, κατά πόσο το δημοσίευμα αναφέρετο στον Εφεσίβλητο δεν ήταν θέμα μαρτυρίας αλλά ερμηνείας του ιδίου του δημοσιεύματος. Είναι γεγονός ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν προβληματίσθηκε ιδιαίτερα ως προς την κατάληξη του. Είναι επίσης γεγονός ότι στο ίδιο το δημοσίευμα υπάρχει συγκεκριμένη και ονομαστική αναφορά στο παραιτηθέν μέλος της Ερευνητικής Επιτροπής αλλά και αναφορές ως προς την ίδια την Ερευνητική Επιτροπή παρά τα μέλη της προσωπικά, και δη οι αναφορές στην ασάφεια των όρων εντολής της και το μέγεθος των υπό διερεύνηση θεμάτων αλλά και την πρόοδο του έργου της και την ποιότητά του.  Όλα αυτά όντως συνηγορούν υπέρ της θέσης του Εφεσείοντα.  Όμως, δεν αναιρούν άλλες αναφορές οι οποίες συσχετίζουν τον Εφεσίβλητο. Έχουμε υπ’ όψη μας την αναφορά ότι “Τα συγκεκριμένα μέλη της επιτροπής ήσαν γενικά κάποιοι συνταξιούχοι κυβερνητικοί υπάλληλοι, με προσβάσεις προς την εξουσία και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων του κράτους, χωρίς την απαιτούμενη ανεξαρτησία και επιστημονική κατάρτιση”. Η αναφορά αυτή, στην οποία και κατά κύριο λόγο βασίζεται η υπόθεση για λίβελο ως εκ του ισχυρισμού για έλλειψη ανεξαρτησίας και εντιμότητας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά ως επεκτεινόμενη στον Εφεσίβλητο, προκειμένου για μια τριμελή επιτροπή ένα από τα δύο εναπομείναντα κατά το χρόνο του δημοσιεύματος μέλη της ήταν ο Εφεσίβλητος, αφυπηρετήσας κρατικός αξιωματούχος.

Του πρώτου λόγου έφεσης στερουμένου ερείσματος, ακολουθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης ο οποίος προσβάλλει την ορθότητα της επόμενης διαπίστωσης του ευπαίδευτου Προέδρου ότι το δημοσίευμα συνιστούσε λίβελο.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αποφάνθηκε ότι (σελίδες 15-16):

“Εξετάζοντας το κείμενο διαπιστώνεται ότι αυτό που αναφέρεται στην ουσία είναι ότι ο Ενάγοντας ήτο ακατάλληλος για την [*141]εργασία και έργο που διορίστηκε, χωρίς ανεξαρτησία και επέτυχε το διορισμό του λόγω των σχέσεων του με την εξουσία και κέντρα λήψεως αποφάσεων. Περαιτέρω ο Ενάγοντας εξυπηρετούσε αλλότριες σκοπιμότητες.”

Παραπονείται συγκεκριμένα ο Εφεσείων ότι το Δικαστήριο δεν εξειδίκευσε ποίο μέρος του δημοσιεύματος ήταν δυσφημιστικό ως αναφερόμενο στον ίδιο τον Εφεσίβλητο παρά στην Ερευνητική Επιτροπή και το έργο της. Δεν διαφωνούμε ότι το δημοσίευμα περιέχει αναφορές, τις οποίες ήδη υποδείξαμε, που δεν θα μπορούσαν να αποτελούσαν τη βάση για λίβελο διότι αφορούσαν την ίδια τη θεσμική υπόσταση της Ερευνητικής Επιτροπής, το έργο της και την ποιότητα του. Το ίδιο ισχύει για όποιες αναφορές θα αφορούσαν μεν τον Εφεσίβλητο αλλά σχετίζοντο προς την επιστημονική καταλληλότητα του ως εκ του εξειδικευμένου του έργου της Ερευνητικής Επιτροπής στην οποία διορίσθηκε ή ως προς την ηλικία του. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος όμως δεν παρέλειψε, έστω και συνοπτικά, να επισημάνει ως προς τι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό. Είναι γεγονός ότι η επισήμανση του περιείχε και αναφορά στο ότι “ο Ενάγοντας ήτο ακατάλληλος για την εργασία και έργο που διορίστηκε”, αναφορά που, όπως υποδείξαμε, δεν θα προσέφερε βάση για λίβελο αφού θα μπορούσε να συνιστά έκφραση γνώμης του Εφεσείοντα ως προς την καταλληλότητα του Εφεσίβλητου από απόψεως επιστημονικής κατάρτισης στα χρηματοοικονομικά.  Η ουσία όμως της απόφασης του ευπαίδευτου Προέδρου περιέχεται στο υπόλοιπο απόσπασμα που παραθέσαμε και αποδίδει πλήρως το λίβελο σε συνάρτηση με αυτό που εξ αρχής επισημάναμε ως αναφερόμενο στον Εφεσίβλητο, δηλαδή την έλλειψη ανεξαρτησίας του ως εκ των προσβάσεων του προς την εξουσία και τα κέντρα λήψης αποφάσεων και την εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπιμοτήτων. Και αυτό ήταν που ορθά κρίθηκε ότι συνιστούσε λίβελο.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε και την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου που είχε επικαλεσθεί ο Εφεσείων, κρίνοντας ότι (σ. 19):

“Εξετάζοντας εν συνεχεία την υπεράσπιση του δικαίου σχολίου επισημαίνεται ότι οι Εναγόμενοι στο δημοσίευμα υπό εξέταση κάνουν δηλώσεις γεγονότων. Όπως προανάφερα παρουσιάζουν τον Ενάγοντα ακατάλληλο για τη θέση που διορίστηκε, δεν είχε ανεξαρτησία και πέτυχε το διορισμό του λόγω των διασυνδέσεων του με την εξουσία και κέντρα λήψεως αποφάσεως. Περαιτέρω ότι εξυπηρετούσε αλλότριες σκοπιμότητες.  Αυτά δεν αποτελούν «σχόλιο» και επομένως δεν έχουμε σχόλια επί γεγο[*142]νότων. Ως εκ τούτου αναπόφευκτα και η υπεράσπιση αυτή δεν δύναται να επιτύχει.”

Παραπονείται τώρα ο Εφεσείων με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι το Δικαστήριο έσφαλε και ως προς τούτο, με ιδιαίτερη αναφορά στο δικαίωμα έκφρασης γνώμης επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος. Στην ανάπτυξη του λόγου έφεσης γίνονται εκτενείς αναφορές σε άλλο θέμα και δη το ότι το δημοσίευμα δεν αφορούσε τον Εφεσίβλητο αλλά το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής, για να καταδειχθεί ότι ο Εφεσείων ενεργούσε με καλή πίστη έναντι του Εφεσίβλητου. Δεν χρειάζεται να πούμε οτιδήποτε άλλο επ’ αυτού πέραν των ήδη λεχθέντων. Κατά τα λοιπά, να πούμε (και εδώ δεν πρόκειται βεβαίως για περίπτωση ελευθερίας του τύπου) ότι ο Εφεσείων, με δεδομένο το δικαίωμα του να εκφράσει γνώμη ως ειδικός επί χρηματοοικονομικών θεμάτων, δεν περιορίσθηκε σε αυτή επί των δεδομένων που την αφορούσαν (και έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι ως προς εκείνη τη γνώμη δεν θα υπήρχε λίβελος) αλλά προέβη σε συγκεκριμένες αναφορές ως προς κάτι που ήταν εντελώς άσχετο προς τον τομέα της ειδικότητάς του, την ανεξαρτησία και την εντιμότητα του Εφεσίβλητου. Για να αιτιολογήσει τούτο ως έκφραση της γνώμης του, ώστε να είχε το πλεονέκτημα της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, έπρεπε να είχε δώσει και κάποιο ελάχιστο πραγματικό υπόβαθρο το οποίο παντελώς ελλείπει, με αποτέλεσμα τα λεγόμενα να μην συνιστούν γνώμη αλλά, όπως και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος υπέδειξε, δηλώσεις γεγονότων αυτών καθ’ αυτών.

Η έφεση με τον έκτο λόγο (ο τέταρτος και ο πέμπτος απεσύρθησαν) προσβάλλει ακόμα, ως υπερβολικές, τις £15.000 των αποζημιώσεων που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος επεδίκασε. Ο Εφεσείων, λέγεται, δεν αμφισβήτησε κατά τη δίκη, όπως διαπίστωσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, το ήθος και την εντιμότητα του Εφεσίβλητου στον οποίο και δεν υπήρχε ονομαστική αναφορά στο δημοσίευμα.  Στο περίγραμμα μάλιστα δηλώνεται ότι αναγνωρίζεται το εξαίρετο δικαστικό έργο που είχε επιτελέσει. Ακόμα, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη του ότι ο Εφεσείων είχε εκφράσει καθαρά επιστημονική άποψη και δεν είχε πρόθεση να δυσφημίσει τον Εφεσίβλητο. Με δεδομένες τις παρατηρήσεις μας ότι δεν εξεφράσθη αποκλειστικά επιστημονική άποψη, δεν νομίζουμε να παρέλειψε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος να λάβει υπ’ όψη του τα πιο πάνω. Να σημειώσουμε δε και την παρατήρηση του ότι ο Εφεσείων επέμεινε μέχρι τέλους στην ορθότητα της θέσης του κατά τη δίκη και ουδέποτε προέβη σε προσφορά για απολογία. Εν πάση περιπτώσει, κρίνουμε ότι οι αποζημιώσεις δεν ήσαν υπερβολικές προκειμένου για λίβελο συνιστάμενο στην απόδοση έλλειψης ανεξαρτησίας και εντιμότητας σε αφυπηρετήσα[*143]ντα δικαστή.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο