Ονουφρίου Ανδρέας (2006) 1 ΑΑΔ 148

(2006) 1 ΑΑΔ 148

[*148]22 Φεβρουαρίου, 2006

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1996 ΕΩΣ 1997, Ν. 62(Ι)/1996 ΚΑΙ

Ν. 12(Ι)/1997 ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ, ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ.

(Αίτηση Αρ. 4/2006)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αιτητής, του οποίου μέρος της ποινής είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη και η ανασταλείσα ποινή είχε ενεργοποιηθεί, καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την αποφυλάκισή του επικαλούμενος τις σχετικές διατάξεις του περί Φυλακών Νόμου του 1996, για περαιτέρω μείωση της ποινής του.

Ποινή ― Αναστολή ποινής ― Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ― Ποίο το εφαρμοστέο κριτήριο για μείωση της ποινής στη βάση του Άρθρου 12 του περί Φυλακών Νόμου (Ν.62(Ι)/96).

Ο αιτητής, ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε ποινή 18 χρόνων φυλάκισης, αρχομένης από την 9/1/97, έτυχε με προεδρική χάρη αναστολής κατά το 1/4 της ποινής του. Στις [*149]19/7/2005 το Κακουργιοδικείο Λεμεσού τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων για άλλο αδίκημα με διαταγή όπως η έκτιση της ποινής αυτής αρχίσει μετά την έκτιση της πιο πάνω ποινής της 18ετούς φυλάκισης.

Ο αιτητής κατ’ επίκληση των Άρθρων 10, 12(1)(2)(5) και του Πίνακα του Παραρτήματος Α του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν.62(Ι)/96) ισχυρίζεται ότι έπρεπε να είχε απολυθεί ήδη και ότι η συνεχιζόμενη κράτησή του είναι παράνομη. Αντίθετα, ο καθ’ ου η αίτηση εφαρμόζοντας τον Πίνακα, Παράρτημα “Α” δυνάμει του Άρθρου 12(2) θεωρεί ως ημερομηνία απόλυσης του αιτητή την 7/6/2008, νοουμένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου 1 του Άρθρου 12. Ο καθ’ ου η αίτηση υπολογίζει σωρευτικά τους χρόνους της χάριτος όπως προνοείται στο εδάφιο 2 του Άρθρου 12. Δηλαδή τεμαχίζει το χρόνο φυλάκισης όπως προνοείται στον Πίνακα αποδίδοντας σε κάθε χρόνο που προκύπτει τις ανάλογες ημέρες χάριτος κατά μήνα όπως αναγράφονται σ’ αυτόν. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές, κατά τον καθ’ ου η αίτηση, ότι μέχρι τη 7/6/2008 ο αιτητής θα εκτίσει το σύνολο της μη ανασταλείσας ποινής συνυπολογιζόμενης της μείωσης του Άρθρου 12(5) του Νόμου. Τότε μόνο θα κριθεί από τον καθ’ ου η αίτηση, Διευθυντή των Φυλακών, κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 12 του Νόμου για να κριθεί τελικά κατά πόσο ο αιτητής θα δικαιούται απόλυσης από τις Kεντρικές Φυλακές ή θα συνεχιστεί η κράτησή του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μείωση της 18ετούς ποινής φυλάκισης κατά το 1/4 υπολογίζεται σε 4 χρόνια και 6 μήνες. Αφαιρουμένης της χρονικής αυτής περιόδου από το σύνολο της επιβληθείσας ποινής, η διάρκεια της μειώνεται σε 13 χρόνια και 6 μήνες. Σ’ αυτή πρέπει να προστεθεί και η μεταγενέστερη ποινή φυλάκισης των 4 χρόνων και έτσι η συνολική ποινή είναι 17 χρόνια και 6 μήνες.

Σύμφωνα με το εδάφιο 3 του Άρθρου 12 του Νόμου 62(Ι)/96 σε περίπτωση που κρατούμενος καταδικάζεται να εκτίσει ποινή φυλάκισης μετά τη λήξη άλλης ποινής, το σύνολο των δύο ποινών λογίζεται ως μια καταδίκη για σκοπούς υπολογισμού της μείωσης της ποινής την οποία ο κρατούμενος μπορεί να εξασφαλίζει λόγω εργατικότητας και καλής διαγωγής.

2.  Το κριτήριο για μείωση της ποινής είναι η καλή διαγωγή και εργατικότητα του κρατούμενου. Η συνύπαρξη των δύο αυτών στοιχείων είναι ζήτημα πραγματικό η εξέταση του οποίου δεν μπορεί να γίνει αόριστα και αφηρημένα αλλά ανάλογα και με βάση τη συμπε[*150]ριφορά κ.λ.π. του κρατούμενου καθόλη τη διάρκεια της πραγματικής του κράτησης στις Κεντρικές Φυλακές. Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα ο χρόνος που θα πρέπει να εξεταστεί από το Διευθυντή των Φυλακών το ζήτημα της μείωσης της ποινής και κατά συνέπεια η αίτηση είναι πρόωρη.

3.  Η μείωση της ποινής υπολογίζεται σωρευτικά σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου 2 του Άρθρου 12 του σχετικού νόμου.

Η αίτηση απορρίφθηκε ως πρόωρη.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αριστοδήμου ν. Χριστοδουλίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 797,

Μανουσαρίδη (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1983.

Αίτηση.

Α. Κονναρής, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: O αιτητής καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις 7.8.98, στην ποινική υπόθεση αρ. 14145/97 σε 18 χρόνια φυλάκιση αρχομένης από την 9.1.97.

Στις 3.3.2003 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απένειμε προεδρική χάρη κατά το 1/4 της ποινής της 18ετούς φυλάκισης.

Στις 5.9.2003 παραχωρήθηκε στον αιτητή άδεια απουσίας από τις Φυλακές διαρκείας 24 ωρών με την προϋπόθεση ότι θα επέστρεφε στις 6.9.2003. Ο αιτητής παρέλειψε να συμμορφωθεί. Στις 21.9.2003 ο αιτητής συνελήφθη και στις 19.7.2005 το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στην ποινική υπόθεση αρ. 15227/03 τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων με διαταγή όπως η έκτιση της ποινής αυτής αρχίσει μετά την έκτιση της πιο πάνω ποινής της 18ετούς φυλάκισης.

Ο αιτητής, κατ’ επίκλιση των άρθρων 10, 12(1)(2)(5) και του Πίνακα του Παραρτήματος “Α” του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν.62(Ι)/96) ισχυρίζεται ότι έπρεπε να είχε απολυθεί ήδη και ότι συνεχιζόμενη κράτηση του είναι παράνομη. Αντίθετη είναι η άποψη [*151]του καθ’ ου η αίτηση ο οποίος υποστηρίζει ότι ο αιτητής κρατείται νόμιμα στις Κεντρικές Φυλακές όπου εξακολουθεί να εκτίει τη μη ανασταλείσα ποινή φυλάκισης που δεν έχει ακόμα εκπνεύσει.

Το άρθρο 12(1)(2)(5) του Νόμου προβλέπει:

«12.(1)       Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κρατούμενος ο οποίος εκτίει ποινή φυλάκισης εξασφαλίζει μείωση της ποινής του, αν επιδείξει καλή διαγωγή και εργατικότητα εκτός αν του έχει επιβληθεί η ποινή της δια βίου φυλάκισης.

       (2) Η ποινή του κρατούμενου μειώνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή και η μείωση υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα που εκτίθεται στο Παράρτημα Α, ανάλογα με τον αριθμό των προηγούμενων περιόδων ποινής φυλάκισης με τις οποίες αυτός βαρύνεται.   Για κάθε μήνα φυλάκισης, όπως εκτίθεται στην πρώτη στήλη του Πίνακα, η ποινή μειώνεται κατά την αντίστοιχη περίοδο που εκτίθεται στη δεύτερη στήλη, ανάλογα με την περίπτωση:

            Νοείται ότι η μείωση αυτή υπολογίζεται σωρευτικά πάνω στο σύνολο της ποινής του κρατουμένου εφαρμοζομένων των μειώσεων που εκτίθενται στη δεύτερη στήλη για κάθε περίοδο φυλάκισης που εκτίθεται στην πρώτη στήλη μέσα στα όρια της οποίας εμπίπτει το αντίστοιχο μέρος της ποινής του κρατουμένου.

       (3) ................................................................................................

       (4) ...............................................................................................

       (5) Η απόφαση για τη μείωση της ποινής, όπως και η έκταση της μείωσης αυτής για κάθε κρατούμενο δε λαμβάνεται, παρά μόνο όταν κρατούμενος εκτίσει ολόκληρο το μέρος της ποινής, για το οποίο δε δύναται να εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση της ποινής δυνάμει του παρόντος άρθρου.»

Όπως έχει αναφερθεί, η αναστολή κατά το 1/4 της επιβληθείσας ποινής των 18 χρόνων φυλάκισης, επέφερε ανάλογη μείωση της ποινής που ο αιτητής θα ήταν υποχρεωμένος να εκτίσει. Η εν λόγω μείωση υπολογίζεται σε 4 χρόνια και 6 μήνες. Αφαιρουμένης της χρο[*152]νικής αυτής περιόδου από το σύνολο της επιβληθείσας ποινής, η διάρκεια της μειώνεται στα 13 χρόνια και 6 μήνες. Σ’ αυτή πρέπει να προστεθεί και η μεταγενέστερη ποινή φυλάκισης των 4 χρόνων και έτσι έχουμε συνολική ποινή 17 χρόνια και 6 μήνες.

Σύμφωνα με το εδάφιο 3 του άρθρου 12 του Νόμου 62(Ι)/96 σε περίπτωση που κρατούμενος καταδικάζεται να εκτίσει ποινή φυλάκισης μετά τη λήξη άλλης ποινής, το σύνολο των δύο ποινών λογίζεται ως μια καταδίκη για σκοπούς υπολογισμού της μείωσης της ποινής την οποία ο κρατούμενος μπορεί να  εξασφαλίζει λόγω εργατικότητας και καλής διαγωγής.

Ο καθ’ ου η αίτηση, Διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών, εφαρμόζοντας τον Πίνακα, Παράρτημα “Α”  δυνάμει του άρθρου 12(2) θεωρεί ως ημερομηνία απόλυσης του αιτητή την 7.6.2008, νοουμένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου 1 του άρθρου 12. Ο καθ’ ου η αίτηση υπολογίζει σωρευτικά τους χρόνους της χάριτος όπως προνοείται στο εδάφιο 2 του άρθρου 12. Δηλαδή τεμαχίζει το χρόνο φυλάκισης όπως προνοείται στον Πίνακα αποδίδοντας σε κάθε χρόνο που προκύπτει τις ανάλογες ημέρες χάριτος κατά μήνα όπως αναγράφονται σ’ αυτόν. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές, κατά τον καθ’ ου η αίτηση, ότι μέχρι τη 7.6.2008 ο αιτητής θα εκτίσει το σύνολο της μη ανασταλείσας ποινής συνυπολογιζόμενης της μείωσης του άρθρου 12(5) του Νόμου.   Τότε μόνο θα κριθεί από τον καθ’ ου η αίτηση, Διευθυντή των Φυλακών, κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 του Νόμου για να κριθεί τελικά κατά πόσο ο αιτητής θα δικαιούται απόλυσης από τις Κεντρικές Φυλακές ή θα συνεχιστεί η κράτηση του.

Αντίθετα ο αιτητής, ο οποίος είναι αναγκαίο να λεχθεί, καταχώρησε ο ίδιος προσωπικά την αίτηση, στην ένορκη δήλωση του προβαίνει ουσιαστικά σε δύο εναλλακτικές μεθόδους υπολογισμού. Κατά την άποψή του με την πρώτη μέθοδο υπολογισμού έπρεπε να απολυθεί την 26.11.2005 και με τη δεύτερη την 30.8.2004. Τις θέσεις του αιτητή υπεστήριξε και ο δικηγόρος του, αγορεύοντας ενώπιον μου. Δεν συμφωνώ με τι θέσεις που εξέφρασε ο αιτητής. Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο υπολογισμού που προτείνει, υπολογίζει τη χάρη ως να εδόθη και επί της δεύτερης ποινής φυλάκισης των 4 ετών. Αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο. Η χάρη απονεμήθηκε στις 3.3.2003, ημερομηνία που δεν υπήρχε η μεταγενέστερη καταδίκη των 4 χρόνων φυλάκισης, που επιβλήθηκε δύο και πλέον χρόνια αργότερα, στις 19.7.2005.

Η άλλη εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού που προβάλλει ο αι[*153]τητής θέτει ως δεδομένο ότι δεν λήφθηκε υπόψη από τον καθ’ ου η αίτηση, Διευθυντή Φυλακών, ο χρόνος που ήταν υπόδικος, 21 μήνες και 9 μέρες, για την δεύτερη καταδίκη του σε 4 χρόνια φυλάκιση. Λογαριάζει όμως ο αιτητής ότι συγχρόνως εξέτιε και την ποινή της πρώτης φυλάκισης του σε 18 χρόνια. Αυτό είναι αυθαίρετο και παράλογο. Ο αιτητής από την ημερομηνία σύλληψης του, στις 21.9.2003, μέχρι και την καταδίκη του σε 4ετή ποινή φυλάκισης στις 19.7.2005, εξέτιε ποινή φυλάκισης δυνάμει της πρώτης του καταδίκης και δεν θεωρείται ότι ήταν υπόδικος για τα αδικήματα που διέπραξε κατά την προσωρινή του απόλυση για 24ωρη άδεια απουσίας από τις Φυλακές.

Ακόμα ο αιτητής υπολογίζει μείωση της ποινής και επί της περιόδου των 4 χρόνων και 6 μηνών της χάριτος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η εισήγηση αυτή είναι εσφαλμένη. Το κριτήριο για τη μείωση της ποινής είναι η καλή διαγωγή και εργατικότητα του κρατουμένου. Η συνύπαρξη των δύο αυτών στοιχείων είναι ζήτημα πραγματικό. Αναφέρονται  τα εξής από τον Κραμβή Δ., στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Χριστοδουλίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 797:

«Η εισήγηση από πλευράς αιτητή ότι η μείωση της ποινής πρέπει να υπολογιστεί επί του συνόλου της επιβληθείσας ποινής των 4½ χρόνων είναι εσφαλμένη. Το κριτήριο για τη μείωση είναι η καλή διαγωγή και εργατικότητα του κρατουμένου. Η συνύπαρξη των δύο στοιχείων είναι ζήτημα πραγματικό η εξέταση του οποίου δεν μπορεί να γίνει αόριστα και αφηρημένα αλλά ανάλογα και με βάση τη συμπεριφορά κλπ του κρατούμενου καθόλη τη διάρκεια της πραγματικής κράτησής του στις Κεντρικές Φυλακές. Αν γίνει αποδεκτή η εισήγηση του αιτητή τότε στον υπολογισμό για τη μείωση θα πρέπει να συμπεριληφθεί το μέρος της ποινής που δεν θα εκτίσει ο κρατούμενος λόγω της αναστολής.»

Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση, η οποία επιδοκιμάζεται και στην υπόθεση Μανουσαρίδη (2004)  1(Γ) Α.Α.Δ. 1983.

Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω έχω καταλήξει ότι δεν επέστη ο χρόνος που θα πρέπει το ζήτημα της μείωσης της ποινής να εξετασθεί από τον καθ’ ου η αίτηση, Διευθυντή των Φυλακών και κατά συνέπεια η αίτηση είναι πρόωρη.

Παρά την πιο πάνω κατάληξή μου θα ήθελα να απαντήσω σε ένα ακόμα ζήτημα που τέθηκε. Ο αιτητής, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του, και όσα ο δικηγόρος του υπεστήριξε, δικαιούται σε μείωση της ποινής για 14 μέρες για κάθε ένα μήνα επί του συνόλου της [*154]επιβληθείσας ποινής των 22 χρόνων ή των 17½ χρόνων που προέκυψε μετά την προεδρική χάρη. Αντίθετα, κατά το δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση η μείωση της ποινή υπολογίζεται σωρευτικά δηλ. κλιμακωτά σύμφωνα με τον Πίνακα  Παράρτημα “Α” του σχετικού νόμου.

Η θέση του καθ’ ου η αίτηση είναι η ορθή. Η επιφύλαξη του εδαφίου 2 του άρθρου 12 αναφέρεται σε σωρευτικό υπολογισμό των διαφόρων χρονικών περιόδων με τις αντίστοιχες ημέρες της μείωσης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η αίτηση θεωρείται ως πρόωρη και απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται ως πρόωρη.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο