Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2006) 1 ΑΑΔ 155

(2006) 1 ΑΑΔ 155

[*155]23 Φεβρουαρίου, 2006

[NIKOΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

SIGMA RADIO T.V. LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 1),

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12186)

――――――――――――――

Διοικητικό Δίκαιο ― Εκτελεστή διοικητική πράξη ― Επιβολή διοικητικού προστίμου από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Διεκδίκηση του ποσού του διοικητικού προστίμου με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο ― Κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει θέμα νομιμότητας και συνταγματικότητας της απόφασης για την επιβολή του προστίμου ― Κατά πόσο η απλή καταχώριση προσφυγής εναντίον της διοικητικής απόφασης για επιβολή του προστίμου αναστέλλει τη διοικητική απόφαση.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Διαγραφή ― Διακριτική ευχέρεια ― Αίτηση για διαγραφή της υπεράσπισης βασιζόμενη στη Δ.19, Θ. 26 και Δ.27, Θ. 3.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εφεσειόντων με την οποία αξίωνε διοικητικό πρόστιμο £2.000 που η πρώτη είχε επιβάλει στους δεύτερους για παράβαση προνοιών των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 και του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Μετά το κλείσιμο των δικογράφων και του ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για (α) διαγραφή της υπεράσπισης και (β) απόφαση υπέρ της. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση. Το Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το προαναφερθέν ποσό των £2.000.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:

(α)   Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε καθυ[*156]στέρηση στην υποβολή της αίτησης για διαγραφή της υπεράσπισης, και

(β)   Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε υπεράσπιση στο δικόγραφό τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η καθυστέρηση των πέντε μηνών περίπου που σημειώθηκε μεταξύ της καταχώρισης της υπεράσπισης και της αίτησης για διαγραφή της, δεν ήταν τέτοια που να υποχρέωνε το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατά της αποδοχής της αίτησης.

2.  Η απλή καταχώριση της προσφυγής υπ’ αρ. 912/01 από τους εφεσείοντες, εναντίον της διοικητικής απόφασης για την επιβολή του διοικητικού προστίμου δεν αναστέλλει τη διοικητική απόφαση. Περαιτέρω ο Καν. 47 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) προβλέπει ότι «τα τέλη ή διοικητικά πρόστιμα ή οποιεσδήποτε άλλες οφειλές καταβάλλονται στην Αρχή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση ή προσφυγή».

3.  Το θέμα αντισυνταγματικότητας που εγειρόταν με την έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων, ήταν κάτι που Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει, επειδή αφορούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που αναγόταν στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

4.  Το θέμα μεροληψίας της εφεσίβλητης κατά τη λήψη της διοικητικής απόφασης, που ήγειραν οι εφεσείοντες μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην παρούσα έφεση, δεν θα μπορούσε να εγερθεί (ούτε και εγέρθηκε) ως υπεράσπιση στο Επαρχιακό Δικαστήριο αναφορικά με την αξίωση της εφεσίβλητης. Ούτε και με τους λόγους έφεσης εγείρεται ισχυρισμός αναφορικά με το θέμα αμεροληψίας της εφεσίβλητης, αφού τέτοιο θέμα δεν εξετάστηκε πρωτόδικα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Pouros a.o. v. Attorney General (1980) 1 C.L.R. 411,

Director of Custom and Excise v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476,

[*157]

Χρίστου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847,

Κυριάκου κ.ά. ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 589,

Sigma Radio T.V. Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134,

Case of Kingsley v. The United Kingdom, Application No. 35605/97 ημερ. 28/5/02 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 3737/02), ημερ. 1/10/04.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.

Β. Σιηττή, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Στις 22/4/02 η εφεσίβλητη καταχώρησε την αγωγή 3737/00 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον των εφεσειόντων με την οποία αξίωνε το ποσό των £2.000 το οποίο αποτελούσε διοικητικό πρόστιμο που η εφεσίβλητη είχε επιβάλει στους εφεσείοντες για παράβαση διαφόρων προνοιών των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, Παράρτημα viii των εν λόγω Kανονισμών.  Αφού υπήρξε εμφάνιση στην αγωγή και συμπληρώθηκαν τα δικόγραφα και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση για τις 30/1/03, στις 11/10/02 η εφεσίβλητη (ενάγουσα) καταχώρησε αίτηση (βασιζόμενη στην Δ.19, Θ. 26 και Δ.27, Θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών), με την οποία, μεταξύ άλλων ζητούσε (α) διαγραφή της υπεράσπισης γιατί δεν αποκαλύπτει λογική υπεράσπιση και (β) απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση στην εν λόγω αίτηση και το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 21/10/04 (εσφαλμένα στο εφετήριο αναγράφεται 11/10/04), δέχθηκε [*158]την αίτηση και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης/ενάγουσας για το προαναφερθέν ποσό £2000 με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

Στο εφετήριο περιέχονται οι ακόλουθοι δυο λόγοι έφεσης:

«(α) Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης για διαγραφή της Υπεράσπισης των Εφεσειόντων-Εναγομένων, από την Εφεσίβλητη – Ενάγουσα και/ή ότι εδικαιολογείτο η αποδοχή της αίτησης με βάση το σύνολο των δεδομένων και των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων.

(β) Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Εφεσείοντες – Εναγόμενοι δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε Υπεράσπιση στο δικόγραφο τους και ότι τα γεγονότα και επίδικα θέματα της αγωγής παρέμειναν σαφώς αδιαμφισβήτητα, με δεδομένο ότι αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της βάσης της αγωγής κατάσταση που κατά το άρθρο 30 του Συντάγματος οι Εναγόμενοι – Εφεσείοντες θα κατέδειχναν διά της μαρτυρίας.»

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, δηλαδή ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέρριψε την αίτηση της εφεσίβλητης λόγω καθυστέρησης καταχώρησής της, κρίνουμε ότι αυτός δεν ευσταθεί.  Το όλο θέμα ήταν στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό που ζητούσε η εφεσίβλητη με την αίτηση της για να διαγραφεί, είναι η υπεράσπιση, η οποία είχε καταχωρηθεί στις 24/5/02 και η αίτηση για διαγραφή στις 11/10/02, παρά την κάποια καθυστέρηση, κρίνουμε ότι αυτή δεν ήταν τέτοια που να υποχρέωνε το δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ενάντια της αποδοχής της αίτησης.

Αναφορικά τώρα με το δεύτερο λόγο έφεσης που στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε υπεράσπιση στο δικόγραφο τους, οι τελευταίοι στηρίζονται σε δυο λόγους: (α) ότι η Δ.19, Θ.26 στην οποία επίσης στηριζόταν η αίτηση, αφορά περιπτώσεις όπου μπορεί να διαγραφεί μέρος μόνο του δικογράφου και όχι ολόκληρο το δικόγραφο και (β) ότι η περίπτωση ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η Δ.27, Θ.3.

Αναφορικά με την (α) εισήγηση, δηλαδή ότι η Δ.19, Θ.26 δεν εφαρμόζεται για διαγραφή ολόκληρου του δικογράφου, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε αφού το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι [*159]αυτή δεν τύγχανε εφαρμογής. Έτσι προχώρησε και εξέτασε  την αίτηση με βάση τη Δ.27, Θ.3.

Όπως ήδη αναφέραμε, η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων είναι ότι η Δ.27, Θ.3 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.  Από το περίγραμμα αγόρευσης του αλλά και τα όσα πρόσθεσε κατά την ακρόαση της έφεσης, φαίνεται ότι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου στηρίζεται στη θέση ότι η Δ.27, Θ.3 εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις που είναι «απλές, προφανείς και ξεκάθαρες ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση», κάτι, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, δεν είναι η δική μας περίπτωση.

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και τους λόγους για τους οποίους το δικαστήριο κατάληξε ότι τα γεγονότα ήσαν τέτοια που έδειχναν με σαφήνεια ότι η υπεράσπιση ήταν ανυπόστατη.  Περιληπτικά τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε το δικαστήριο ήσαν τα εξής: η επιβολή του διοικητικού προστίμου, αντικείμενο της αγωγής, αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη η αναθεώρηση της οποίας εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Αυτό έπραξαν οι εφεσείοντες αφού καταχώρησαν την προσφυγή 912/01. Η απλή καταχώρηση της προσφυγής δεν αναστέλλει τη διοικητική απόφαση. Περαιτέρω ο Καν. 47 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) προβλέπει ότι «τα τέλη ή διοικητικά πρόστιμα ή οποιεσδήποτε άλλες οφειλές καταβάλλονται στην Αρχή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση ή προσφυγή».

Σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις τέτοιας φύσης που αποτελούν εκτελεστή διοικητική πράξη, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα τους αφού αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων Pouros & others v. Attorney General (1980) 1 C.L.R. 411, Director of Customs and Excise v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476, Χρίστου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847 και Κυριάκου κ.ά. ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ 589). Το θέμα αντισυνταγματικότητας που εγειρόταν με την έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων, ήταν κάτι που Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει, επειδή αφορούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που αναγόταν στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. Sigma Radio T.V. Ltd. κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134). Μεταξύ των προσφυγών αυτών ήταν και η 912/01 που είχαν καταχωρήσει οι εφε[*160]σείοντες εναντίον της εφεσίβλητης και προσέβαλλαν την απόφασή της για επιβολή του προστίμου που ήταν αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας στην παρούσα έφεση.

Μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην παρούσα έφεση, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έφερε σε γνώση του δικαστηρίου τούτου και την υπόθεση Case of Kingsley v. The United Kingdom, Application No. 35605/97 ημερ. 28/5/02 του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην οποία είχε αποφασιστεί ότι το σώμα που είχε πάρει κάποια απόφαση δεν ήταν αμερόληπτο, με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι παράνομη, γεγονός που, όπως ισχυρίστηκε, συμβαίνει και στη δική μας περίπτωση. Είμαστε της άποψης ότι η εν λόγω υπόθεση εγείρει θέμα μεροληψίας κάτι που δε θα μπορούσε να εγερθεί (και δεν ηγέρθηκε) ως υπεράσπιση στο Επαρχιακό Δικαστήριο αναφορικά με την αξίωση της εφεσίβλητης, αφού τούτο ήταν θέμα που θα εξετάζετο από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Τούτο έγινε στις προαναφερθείσες υποθέσεις 320/99 κ.λ.π. (μεταξύ των οποίων και η προσφυγή των εφεσειόντων 912/01) και αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν παραβιάζετο η αρχή της αμεροληψίας. Σημειώνουμε επίσης ότι ούτε και με τους λόγους έφεσης εγείρεται ισχυρισμός αναφορικά με το θέμα αμεροληψίας της εφεσίβλητης, αφού τέτοιο θέμα δεν εξετάστηκε πρωτόδικα.

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης όπως αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο