Τρύφωνος Μαρίνα Τρ. και Άλλος, ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Τρύφωνα Τρύφωνος ν. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 200

(2006) 1 ΑΑΔ 200

[*200]10 Μαρτίου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ Δ/στές]

1. ΜΑΡΙΝΑ ΤΡ. ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

2. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

    ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

    ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΤΡΥΦΩΝΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12165)

 

Ασφάλιση ― Ασφαλιστικό συμβόλαιο ― Αγωγή εναντίον ασφαλιστικής εταιρείας από τους νόμιμους κληρονόμους αποβιώσαντος, ασφαλισμένου στην εν λόγω εταιρεία, για ανάκτηση του ποσού της ασφάλισης το οποίο ήταν πληρωτέο κατά τον θάνατό του ― Κατά πόσο η ασφαλιστική εταιρεία απαλλάσσεται της υποχρέωσής της για καταβολή του συγκεκριμένου ποσού επειδή ο θάνατος του αποβιώσαντος ήταν το αποτέλεσμα της δικής του εγκληματικής ενέργειας ― Θετική η απάντηση, κατά πλειοψηφία.

Δημόσιο συμφέρον ― Ως θέμα δημοσίου συμφέροντος, κανένας δεν δικαιούται βοήθεια του δικαστηρίου για να αποκομίσει όφελος από δική του άδικη ή εγκληματική πράξη ― Αξίωση στηριζόμενη σε ασφαλιστικό συμβόλαιο δεν έγινε αποδεκτή για λόγους δημοσίου συμφέροντος, λόγω του ότι ο θάνατος του ασφαλισμένου προκλήθηκε από τη δική του εγκληματική πράξη.

Στην υπόθεση αυτή οι εφεσίβλητοι ασφαλιστές αρνήθηκαν να καταβάλουν στους εφεσείοντες κληρονόμους του αποβιώσαντος Τρύφωνα Τρύφωνος χρηματικό ωφέλημα ύψους ΛΚ35.000, στη βάση ασφαλιστηρίου εγγράφου μεταξύ του Τρύφωνος και των ιδίων, επειδή ο θάνατος του Τρύφωνος επήλθε κατά τη [*201]διάρκεια καταδίωξής του από την Αστυνομία μετά που διέπραξε ένοπλη ληστεία σε υποκατάστημα τράπεζας.

Η ακρόαση της υπόθεσης, επικεντρώθηκε στο κατά πόσο οι εφεσίβλητοι έχουν υποχρέωση καταβολής του ποσού της απαίτησης ενόψει του γεγονότος ότι ο θάνατος του Τρύφωνος ήταν το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας, δηλαδή της ένοπλης ληστείας που αυτός διέπραξε σε υποκατάστημα τράπεζας και των γεγονότων που ακολούθησαν.

Οι εφεσείοντες, προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους ότι το ποσό των ΛΚ35.000 είναι εν πάση περιπτώσει πληρωτέο δηλαδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο θάνατος ήταν το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας του αποθανόντα, επικαλέστηκαν προσάρτημα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που προβλέπει την καταβολή επιπρόσθετου ποσού ΛΚ25.000 το οποίο ωστόσο, δεν αξιώνουν με την αγωγή επειδή στο εν λόγω προσάρτημα, εξαιρείται ρητά η υποχρέωση καταβολής του εν λόγω επιπρόσθετου ποσού σε περίπτωση που ο θάνατος προκαλείται από εγκληματική ενέργεια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η απόδοση του ποσού της αξίωσης στους κληρονόμους του Τρύφωνος θα αποτελούσε αναγνώριση των επιπτώσεων των εγκληματικών πράξεων του ασφαλισμένου γεγονός το οποίο αντίκειται προς το δημόσιο συμφέρον. Ενόψει τούτου, η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση υποστηρίζοντας ότι η βούληση των μερών όπως εκφράζεται στη συμφωνία ασφάλισης ήταν ότι το ποσό της αξίωσης, εφ’ όσον δεν περιλαμβάνει ανάλογη εξαίρεση, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο θάνατος του αποθανόντα οφειλόταν στην εγκληματική του ενέργεια. Η υποχρέωση των εφεσιβλήτων παρέμεινε έγκυρη και δεσμευτική χωρίς, υπό τις περιστάσεις, να υπεισέρχεται θέμα δημοσίου συμφέροντος.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Κραμβή, Δ. συμφωνούντος και του Φωτίου, Δ.:

[*202]1.      Η εγκληματική δράση του αποθανόντα, όπως εκδηλώθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο, τεκμηριώνεται από τα παραδεκτά γεγονότα.

2.  Ως θέμα δημοσίου συμφέροντος, κανένας δεν δικαιούται βοήθεια του δικαστηρίου για να αποκομίσει όφελος από δική του άδικη ή εγκληματική πράξη. Η αρχή αυτή, εφαρμόζεται ακόμα και στην περίπτωση όπου το καλυπτόμενο από την ασφάλεια ζημιογόνο γεγονός δεν είναι αποτέλεσμα άμεσης επιδίωξης του ασφαλισμένου αλλά τούτο προέκυψε εξαιτίας της εμπλοκής του σε άκρως επικίνδυνη κατάσταση όπου η επέλευσή του συνιστά ορατή πιθανότητα και ο ασφαλισμένος εξακολουθεί να διακινδυνεύει.

3.  Υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, ορθά το δικαστήριο δεν ικανοποίησε την επιδίωξη των εφεσειόντων να αποκομίσουν χρηματικό όφελος. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε σύγκρουση προς το δημόσιο συμφέρον και κατάφωρη παραβίαση των αρχών που διέπουν το κεφαλαιώδες αυτό θέμα.

4.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, ελλείψει στοιχείων, θεωρεί ως άκρως παρακινδυνευμένο να εκδώσει με δική του πρωτοβουλία απόφαση με την οποία να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να καταβάλουν στους εφεσείοντες οποιοδήποτε ποσό με το οποίο ενδεχομένως είναι πιστωμένος ο λογαριασμός του αποθανόντα δυνάμει του ασφαλιστηρίου εγγράφου, στην έκταση βέβαια, που τέτοια ενδεχόμενη πίστωση θα καλυπτόταν από το επενδυτικό σχέδιο ασφάλισης του ασφαλιστηρίου εγγράφου.

Υπό Νικολαΐδη, Δ.:

Υπάρχουν νομικές αυθεντίες που συνηγορούν υπέρ της απόρριψης της αξίωσης των εφεσειόντων, μόνο και μόνο γιατί η συμπεριφορά του ασφαλισμένου κατά τη διάπραξη της ληστείας ενείχε σαφή κίνδυνο επέλευσης της ασφαλιζόμενης απώλειας, δηλαδή το θάνατό του. Έστω κι’ αν η απώλεια δεν ήταν άμεσα εντός των προθέσεών του.

Όμως στην παρούσα περίπτωση τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι ουσιαστικά ένα επενδυτικό αποταμιευτικό σχέδιο, αφού το σημαντικότερο μέρος του μηνιαίου ασφαλίστρου, οι £32 από τις £35, επενδύονταν σε ταμείο για λογαριασμό του ασφαλισμένου. Ακόμα κι’ αν δεκτεί κάποιος ότι οι εφεσείοντες δεν θα δικαιούνταν το ποσό με το οποίο ήταν ασφαλισμένη η ζωή του αποβιώσαντος, θα δικαιούνταν το [*203]ποσό, μαζί με τα αναλογούντα ωφελήματα, το οποίο είχε προκύψει από την επένδυση, την αποταμίευση των χρημάτων που ο ασφαλισμένος κατέθετε κάθε μήνα.

Είναι άδικο και παράνομο να κρατήσει η ασφαλιστική εταιρεία τα ποσά τα οποία υπό μορφή αποταμίευσης ο αποβιώσας κατέθετε για τόσο χρονικό διάστημα, ποσά τα οποία αποτελούν μέρος της περιουσίας του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Gray v. Barr [1971] 2 All E.R. 949,

Beresford v. Royal Insurance Co. Ltd [1938] 2 All E.R. 602.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπ.�Αρ. 5189/03), ημερ. 29/7/04.

Μ. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελούν οι Δικαστές Κραμβής και Φωτίου, θα δώσει ο αδελφός Δικαστής Κραμβής. Εγώ θα εκδώσω διιστάμενη απόφαση.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, κατ’ επίκληση ασφαλιστηρίου συμβολαίου μεταξύ του αποθανόντα Τρύφωνα Τρύφωνος και των εφεσιβλήτων, αξίωσαν από τους εφεσίβλητους ασφαλιστές, χρηματικό ωφέλημα ύψους ΛΚ35.000 το οποίο οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν να καταβάλουν στους νόμιμους κληρονόμους του Τρύφωνος σε περίπτωση θανάτου του τελευταίου. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι υπέχουν  υποχρέωση καταβολής του ποσού της αξίωσης επειδή ο θάνατος του Τρύφωνος ήταν το αποτέλεσμα εγκληματικής πράξης κατά τη διάπραξη της οποίας, ο ίδιος είχε θέσει τον εαυτό του σε παράνομο και/ή παράλογο κίνδυνο.

[*204]Ο αποθανών διέπραξε ένοπλη ληστεία σε υποκατάστημα τράπεζας. Στην προσπάθειά του να διαφύγει με αυτοκίνητο, καταδιώχθηκε από αστυνομικούς μοτοσικλετιστές. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ο αποθανών έστρεφε το όπλο που κρατούσε προς τους αστυνομικούς. Σε κάποια στιγμή, σταμάτησε στο μέσο του δρόμου και οι αστυνομικοί τον κάλεσαν να παραδώσει το όπλο του. Αυτός, αντί να υπακούσει, βγήκε από το αυτοκίνητο με το όπλο στο χέρι προσπαθώντας να το οπλίσει οπότε οι αστυνομικοί πυροβόλησαν στον αέρα για εκφοβισμό. Ο αποθανών με το χέρι στη σκανδάλη, έστρεψε το όπλο προς τους αστυνομικούς. Η αντίδραση ήταν άμεση. Ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε θανάσιμα.

Η ακρόαση της υπόθεσης, επικεντρώθηκε στο κατά πόσο οι εφεσίβλητοι έχουν υποχρέωση καταβολής του ποσού της απαίτησης ενόψει του γεγονότος ότι ο θάνατος του Τρύφωνος ήταν το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας, δηλαδή της ένοπλης ληστείας που αυτός διέπραξε στο υποκατάστημα τράπεζας και των γεγονότων που ακολούθησαν.

Υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες ότι η αξίωση τους στηρίζεται στο ασφαλιστικό συμβόλαιο δυνάμει του οποίου οι εφεσίβλητοι, έναντι νόμιμου ανταλλάγματος, αποδέχθηκαν να καταβάλουν στους νόμιμους κληρονόμους του Τρύφωνος το ποσό των ΛΚ35.000 σε περίπτωση θανάτου του εν λόγω ασφαλισμένου. Η εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβατικής υποχρέωσης παραμένει έγκυρη και δεσμευτική παρά το γεγονός ότι ο θάνατος ήταν το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε επιφύλαξη ή όρος στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπέρ της θέσης των εφεσιβλήτων, ότι δηλαδή αυτοί απαλλάσσονται της υποχρέωσης τους για καταβολή του συγκεκριμένου ποσού επειδή ο θάνατος ήταν το αποτέλεσμα της εγκληματικής ενέργειας του αποθανόντα.

Οι εφεσείοντες, προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους ότι το ποσό των ΛΚ35.000 είναι εν πάση περιπτώσει πληρωτέο δηλαδή,  ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο θάνατος ήταν το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας του αποθανόντα, επικαλέστηκαν προσάρτημα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που προβλέπει την καταβολή επιπρόσθετου ποσού ΛΚ25.000 το οποίο ωστόσο, δεν αξιώνουν με την αγωγή επειδή στο εν λόγω προσάρτημα, εξαιρείται ρητά η υποχρέωση καταβολής του εν λόγω επιπρόσθετου ποσού σε περίπτωση που ο θάνατος προκαλείται από εγκληματική ενέργεια. Προδήλως η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων έχει ως κύριο άξονα την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία των συγκεκριμένων όρων του ασφαλιστη[*205]ρίου συμβολαίου που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκεί όπου οι συμβαλλόμενοι ήθελαν πραγματικά να αποκλείσουν την υποχρέωση για καταβολή του επιπρόσθετου χρηματικού ωφελήματος, αν ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας, αυτό γίνεται δυνάμει ρητής συμφωνίας σε αντίθεση με ό,τι αφορά στο γενικό ποσό των £35.000 όπου η υποχρέωση για την καταβολή του είναι χωρίς όρους ή περιορισμούς και οπωσδήποτε εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και στην περίπτωση που ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής με αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα που έχουμε εκθέσει καθώς και σε αρχές που κυρίως έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η απόδοση του ποσού της αξίωσης στους κληρονόμους του Τρύφωνος θα αποτελούσε αναγνώριση των επιπτώσεων των εγκληματικών πράξεων του ασφαλισμένου γεγονός το οποίο αντίκειται προς το δημόσιο συμφέρον. Ενόψει τούτου, η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και με την παρούσα έφεση, επιδιώκουν την ανατροπή της.

Οι δύο λόγοι έφεσης έχουν ως κοινή συνισταμένη τη θέση των εφεσειόντων ότι οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν επακριβώς το αντικείμενο της συμφωνίας ασφάλισης όπως καθορίζεται με σαφήνεια στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο χωρίς  περιθώρια παρερμηνείας της βούλησης των μερών η οποία,  ρητά και με σαφήνεια διατυπώνεται στο έγγραφο. Εκεί όπου οι ασφαλιστές θέλησαν να απαλλαγούν από την υποχρέωση για καταβολή του πρόσθετου χρηματικού ωφελήματος των ΛΚ25.000 αν ο θάνατος του ασφαλισμένου οφειλόταν, μεταξύ άλλων, σε συμμετοχή του σε εγκληματική ενέργεια,  η βούληση τους εκδηλώνεται με ρητή εξαίρεση στη σύμβαση. Και εφόσον το πρώτο μέρος της σύμβασης, που αφορά στο ποσό της αξίωσης, δεν περιλαμβάνει ανάλογη εξαίρεση, η υποχρέωση των εφεσιβλήτων για καταβολή του ποσού δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο θάνατος του αποθανόντα οφειλόταν στην εγκληματική του ενέργεια. Η υποχρέωση των εφεσιβλήτων παρέμεινε έγκυρη και δεσμευτική χωρίς να υπεισέρχεται υπό τις περιστάσεις θέμα δημοσίου συμφέροντος.

Η εγκληματική δράση του αποθανόντα, όπως εκδηλώθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο, τεκμηριώνεται από τα παραδεκτά γεγονότα. Η αλληλουχία των γεγονότων που διαδραματίστηκαν  αναμφίβολα συνιστά άκρως επικίνδυνη συμπεριφορά ο δε κίνδυνος κατά της [*206]ζωής προσώπων συμπεριλαμβανομένης και της ζωής του αποθανόντα ήταν άμεσος και ορατός. Παρά το γεγονός ότι ο αποθανών είχε την ευκαιρία να αποφύγει τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του και που ο ίδιος δημιούργησε εντούτοις δεν έπραξε ο,τιδήποτε. Αντίθετα στην προσπάθειά του να διαφύγει τη σύλληψη εσκεμμένα συνέχισε να διακινδυνεύει μέχρι την επέλευση του μοιραίου.

Ως θέμα δημοσίου συμφέροντος, κανένας δεν δικαιούται βοήθεια του δικαστηρίου για να αποκομίσει όφελος από δική του άδικη ή εγκληματική πράξη. Η αρχή αυτή, εφαρμόζεται ακόμα και στην περίπτωση όπου το καλυπτόμενο από την ασφάλεια ζημιογόνο γεγονός δεν είναι αποτέλεσμα άμεσης επιδίωξης του ασφαλισμένου αλλά τούτο προέκυψε εξαιτίας της εμπλοκής του σε άκρως επικίνδυνη κατάσταση όπου η επέλευση του συνιστά ορατή πιθανότητα και ο ασφαλισμένος εξακολουθεί να διακινδυνεύει. Βλ. MacGillivray on Insurance Law, 10th Edition, §§ 14, 26.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο θάνατος του Τρύφωνος ήταν το φυσικό ή πιθανό αποτέλεσμα της εγκληματικής του δράσης και του κινδύνου κατά της ζωής του που εσκεμμένα δημιούργησε με τις πράξεις και την εν γένει συμπεριφορά του. Ο θάνατος ήταν πράγματι ένα προβλεπτό και πιθανό γεγονός ενόψει της κατάστασης που διαμορφώθηκε εξαιτίας της εγκληματικής δράσης του αποθανόντα και του κινδύνου που ηθελημένα αυτός ανέλαβε. Θεωρούμε πως το δικαστήριο, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ορθά δεν ήρθε αρωγό στην επιδίωξη των εφεσειόντων να αποκομίσουν χρηματικό όφελος. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε σύγκρουση προς το δημόσιο συμφέρον και κατάφωρη παραβίαση των αρχών που διέπουν το κεφαλαιώδες αυτό θέμα. Βλ. Gray v. Barr [1971] 2 All E. R. 949, Beresford v. Royal Insurance Co Ltd [1938] 2 All E.R. 602.

Μας απασχόλησε το κατά πόσο η περίπτωση είναι κατάλληλη για να εκδώσουμε, με δική μας πρωτοβουλία, απόφαση με την οποία να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να καταβάλουν στους εφεσείοντες οποιοδήποτε ποσό με το οποίο ενδεχομένως είναι πιστωμένος ο λογαριασμός του αποθανόντα δυνάμει του ασφαλιστηρίου εγγράφου, στην έκταση βέβαια, που τέτοια ενδεχόμενη πίστωση θα καλυπτόταν από το επενδυτικό σχέδιο ασφάλισης του ασφαλιστηρίου εγγράφου. Η κατάληξη μας είναι ότι δεν υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να θεμελιωθεί η παροχή ανάλογης θεραπείας που δεν έχει ζητηθεί και χωρίς οι διάδικοι να είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τη δική τους άποψη επί του θέματος. Ενόψει τούτου θεωρούμε ως άκρως παρακινδυνευμένο να ενεργήσουμε ex proprio motu προς αυτή την κατεύθυνση.

[*207]

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με το σκεπτικό των συναδέλφων μου. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές η επιβολή συμβατικών αξιώσεων είναι εναντίον της δημόσιας πολιτικής. Πράγματι, σε μερικές περιπτώσεις ο ένας ή αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι εμποδίζονται από του να αξιώσουν με αγωγή την επιβολή συγκεκριμένων συμβατικών υποχρεώσεων.

Θα μας απασχολήσει, βέβαια, το θέμα της παρανομίας όπως προκύπτει από το κοινό δίκαιο. Η αντιμετώπιση του θέματος ποικίλει. Η υπεράσπιση του ex turpi causa non oritur actio πρέπει να προσεγγίζεται πραγματιστικά και με προσοχή (Euro-Diam Ltd v. Bathurst [1988] 2 All E.R. 23). Προφανώς η αρχή της δημόσιας πολιτικής είναι ανοικτή και ελαστική και η ελαστικότητα αυτή έχει δημιουργήσει πολλά δικαστικά ερωτηματικά στο παρελθόν. Κατά καιρούς η αρχή έχει θεωρηθεί από τα δικαστήρια ως «απατηλό υπόβαθρο» ή ως ένα πολύ ασταθές και επικίνδυνο θεμέλιο (βλέπε Janson v. Driegfontein Consolidated Mines Ltd 71 L.J.K.B. 857). Η αρχή είχε και τους υπερασπιστές της, μεταξύ των οποίων και ο Lord Denning M.R. (βλέπε Enderby Town Football Club Ltd v. The Football Association Ltd [1971]Ch. 591, 606).

Είναι πολύ σημαντικό ότι η δημόσια πολιτική επιτάσσει επίσης την υλοποίηση και εφαρμογή συμβάσεων στις οποίες τα μέρη έχουν καταλήξει ελεύθερα, μια αρχή, την οποία, βέβαια, η αρχή της παρανομίας υπονομεύει εντελώς. Αυτό τονίστηκε στην υπόθεση Printing and Numerical Registering Co v. Sampson [1875] L.R. 19 Eq. 462.

Η όλη προσέγγιση δεν άπτεται του ουσιαστικού δικαίου αλλά είναι διαδικαστικής φύσης, αφού εμποδίζει τον ενάγοντα από του να επιβάλει μια παράνομη σύμβαση (Tinsley v. Milligan [1992] 2 All E.R. 391).

Στο ασφαλιστικό δίκαιο η αρχή του ex turpi causa non oritur actio αντικατοπτρίζεται σε δύο κανόνες που επηρεάζουν την εφαρμογή των συμβατικών δικαιωμάτων ασφάλισης. Ο πρώτος κανόνας επιτάσσει ότι όταν η παροχή θεραπείας προς τον ενάγοντα θα του παρείχε όφελος από δική του ποινική συμπεριφορά η αξίωσή του είναι μη εκτελεστή (βλέπε μεταξύ άλλων Euro-Diam Ltd v. Bathurst, ανωτέρω). Ο δεύτερος κανόνας ορίζει ότι όταν η αξίωση βασίζεται επί παράνομης σύμβασης, επίσης δεν είναι εκτελεστή. [*208]Όταν το δικαστήριο αποφασίσει ότι ένας από τους δύο κανόνες ισχύει στα γεγονότα της υπόθεσης, δεν έχει σημασία σε ποιο βαθμό ο ενάγων έχει θίξει το δημόσιο αίσθημα (Tinsley v. Milligan, ανωτέρω).

Είναι καθαρό, παρά ταύτα, ότι συμβάσεις ασφάλισης δεν είναι παράνομες ή άκυρες απλώς και μόνο επειδή δυνατόν να οδηγήσουν στη διάπραξη αδικημάτων ή ανήθικων πράξεων, με την έννοια της απόδοσης κινήτρου για μια τέτοια συμπεριφορά (βλέπε Beresford v. Royal Insurance Co Ltd 107 L.J.K.B 464).

Μια άλλη περίπτωση όπου η παρανομία απορρίπτει αξίωση που βασίζεται πάνω σε ασφαλιστήριο είναι όταν ο ασφαλισμένος έχει εκ προθέσεως προκαλέσει με παράνομη πράξη την απώλεια που καλύπτει το ασφαλιστήριο. Σε μια τέτοια περίπτωση η αξίωση του εμποδίζεται από δύο διακριτούς νομικούς κανόνες. Πρώτο, ως θέμα δημόσιας πολιτικής σε κανένα δεν μπορεί να δίδεται από τα δικαστήρια αρωγή για την αποκομιδή κέρδους από δική του, εκ προθέσεως, εγκληματική πράξη. Δεύτερο, ένας ασφαλισμένος δεν μπορεί, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, να εισπράξει τα χρήματα ασφαλιστηρίου, όταν εκ προθέσεως δημιούργησε το γεγονός το οποίο, σύμφωνα με το ασφαλιστήριο, θα προκαλούσε την καταβολή του ποσού που πρέπει να πληρωθεί. Αυτό τεκμαίρεται σε κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο (Bell v. Carstairs [1811] 14 East 374). Θεωρείται ότι ο ασφαλισμένος προκάλεσε την απώλεια με δική του εκ προθέσεως πράξη, ακόμα κι΄ όταν η απώλεια δεν ήταν μέσα στις άμεσες προθέσεις του, αλλά ακολούθησε μια τέτοια συμπεριφορά κατά την οποία υπήρχε καθαρός κίνδυνος επέλευσης της απώλειας (βλέπε MacGillivray on Insurance Law, 10η Έκδοση, παραγρ. 14-33). Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να εισπράξει, δυνάμει ασφαλιστηρίου, αναφορικά με απώλεια η οποία πραγματοποιήθηκε λόγω δικού του αδικήματος ή αδικοπραξίας (βλέπε Beresford v. Royal Insurance Co Ltd, ανωτέρω και Hardy v. Motor Insurers’ Bureau [1964] 2 Q.B. 745).

Ο κανόνας αυτός βασίζεται στην αρχή της δημόσιας πολιτικής που εφαρμόζεται σε όλες τις συμβάσεις, ότι το δικαστήριο δεν θα βοηθήσει ένα αδικοπραγούντα ο οποίος προσπαθεί να εισπράξει οποιοδήποτε ωφέλημα ή αποζημίωση από το αδίκημά του, γιατί, αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα παραμεριζόταν μια τροχοπέδη στη διάπραξη αδικημάτων (Gray v. Barr [1971] 2 Q.B. 554).

Στην υπόθεση Molloy v. John Hancock Mutual Life [1951] 97 N.E. 2d 423, αποφασίστηκε ότι οι δικαιούχοι ασφάλειας ζωής ατό[*209]μου το οποίο πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια ένοπλης ληστείας, δεν μπορούσαν να εισπράξουν. Σε παρόμοιο αποτέλεσμα κατέληξε το Εφετείο της Βόρειας Ιρλανδίας και στην υπόθεση Hewitson v. Prudential Assurance Co [1985] 12 N.I.J.B. 65, όπου παρόμοια αξίωση απορρίφθηκε γιατί η δικαιούχος είχε λάβει μέρος με το σύζυγό της, τον ασφαλισμένο, σε απόπειρα ένοπλης ληστείας ως αποτέλεσμα της οποίας ο σύζυγος πυροβολήθηκε από κάποιον ο οποίος εύλογα σχημάτισε την εντύπωση ότι επρόκειτο περί τρομοκράτη. Αντίθετα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας αρνήθηκε να υιοθετήσει την αρχή της παρανομίας με σκοπό να εμποδιστεί η είσπραξη ασφάλειας ζωής από τους δικαιούχους ασφαλισμένου επί το ότι ο ασφαλισμένος είχε λάβει μέρος σε επανάσταση και σκοτώθηκε ενώ πολεμούσε εναντίον των βασιλικών στρατευμάτων που προσπαθούσαν να την καταστείλουν (Burger v. South African Mutual Life [1903] 20 S.C. (Cape of Good Hope) 538. Βλέπε ακόμα Gray v. Barr [1971] 2 Q.B. 554).

Υπό το φως των πιο πάνω νομικών αυθεντιών φυσιολογικά θα κατέληγα ότι η αξίωση των εφεσειόντων θα έπρεπε να απορριφθεί, μόνο και μόνο γιατί η συμπεριφορά του ασφαλισμένου κατά τη διάπραξη της ληστείας, η πρόταξη δηλαδή όπλου όταν κυκλώθηκε από την αστυνομία ενείχε σαφή κίνδυνο επέλευσης της ασφαλιζόμενης απώλειας, δηλαδή το θάνατό του (βλέπε MacGillivray on Insurance Law, 10η Έκδοση, παραγρ. 14-33). Έστω κι’ αν η απώλεια δεν ήταν άμεσα εντός των προθέσεών του. Κι’ αυτό, παρ’ όλον ότι πιστεύω ότι το ενδεχόμενο οι δικαιούχοι να μην εισπράξουν την ασφάλεια ζωής δεν θα απέτρεπε, ούτως ή άλλως, άτομα από τη διάπραξη ληστείας.

Όμως, στην παρούσα περίπτωση τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι ουσιαστικά ένα επενδυτικό αποταμιευτικό σχέδιο, αφού το σημαντικότερο μέρος του μηνιαίου ασφαλίστρου, οι £32 από τις £35, επενδύονταν σε ταμείο για λογαριασμό του ασφαλισμένου. Θεωρώ ότι ακόμα κι’ αν δεκτεί κάποιος ότι οι εφεσείοντες δεν θα δικαιούνταν το ποσό με το οποίο ήταν ασφαλισμένη η ζωή του αποβιώσαντος, θα δικαιούνταν το ποσό, μαζί με τα αναλογούντα ωφελήματα, το οποίο είχε προκύψει από την επένδυση, την αποταμίευση των χρημάτων που ο ασφαλισμένος κατέθετε κάθε μήνα.

Είναι γνωστή η αρχή ότι αν το δικαστήριο καταλήξει ότι η σύμβαση είναι παράνομη και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί, θα πρέπει να απαντήσει σ’ ένα δεύτερο ερώτημα, κατά πόσο τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούν την παροχή κάποιας άλλης εναλλα[*210]κτικής θεραπείας (βλέπε Chitty on Contracts, 27η έκδοση, Τόμος 1, παραγρ. 16-001). Τα δικαστήρια στην Αγγλία φέρονται πρόθυμα να παράσχουν μια τέτοια εναλλακτική θεραπεία στα συμβαλλόμενα μέρη παράνομων συμβάσεων.

Θεωρώ άδικο και παράνομο να κρατήσει η ασφαλιστική εταιρεία τα ποσά τα οποία υπό μορφή αποταμίευσης ο αποβιώσας κατέθετε για τόσο χρονικό διάστημα, ποσά τα οποία αποτελούν μέρος της περιουσίας του.

Γι’ αυτούς τους πιο πάνω λόγους θα κατέληγα σε απόφαση σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να αποδοθεί στους ενάγοντες-εφεσείοντες το ποσό που θα αντιστοιχούσε στην πιο πάνω αποταμίευση.

Λόγω της απόφασης της πλειοψηφίας δεν χρειάζεται να μπω στη διαδικασία υπολογισμού ενός τέτοιου ποσού. Εν όψει όλων των πιο πάνω, θα αποδεχόμουν την έφεση, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα κατά πλειοψηφία.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο