Θεοφάνους Λίζα Λουκαΐδου (2006) 1 ΑΑΔ 211

(2006) 1 ΑΑΔ 211

[*211]21 Μαρτίου, 2006

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3  ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

(ΝΟΜΟΣ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΙΖΑΣ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIΒITION ΚΑΙ/Ή MANDAMUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 18/4/05 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2303/01,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 5/10/05 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2303/01.

(Αίτηση Αρ. 99/2005)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari, Prohibition και Mandamus ― Αίτηση για καταχώρηση των πιο πάνω προνομιακών ενταλμάτων εναντίον διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με το οποίο ακυρώθηκε ειδοποίηση συνεναγομένου και απορρίφθηκε αίτηση για οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων ― Παρατυπία στον τύπο της αίτησης για άδεια ― Οδήγησε σε απόρριψη της αίτησης για έκδοση των αιτούμενων προνομιακών ενταλμάτων.

Προνομιακά εντάλματα ― Παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων στη μονομερή αίτηση για άδεια καταχώρησης [*212]αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ― Οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης για άδεια.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακά εντάλματα εκτός εάν η άσκησή της γίνεται με τρόπο που επηρεάζει το δικαίωμα του αιτητή να προωθήσει την υπόθεσή του.

Στις 5/10/05 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ακύρωσε την ειδοποίηση συνεναγομένου που έδωσε η αιτήτρια, εναγόμενη 1 στην αγωγή 2303/01 Ε.Δ. Πάφου, στον συνεναγόμενο 2 και απέρριψε την αίτησή της με κλήση για οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων.

Η αιτήτρια, μετά την εξασφάλιση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος ημερ. 5/10/05. Στην αίτηση, καταχωρήθηκαν ενστάσεις τόσο από τον ενάγοντα στην εν λόγω αγωγή, όσο και από τον εναγόμενο 2, όπως αυτός προστέθηκε αργότερα στην ίδια αγωγή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αίτηση είναι παράτυπη αφού δεν ακολουθήθηκαν οι θεσμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας όπως αυτοί υιοθετήθηκαν από το δικό μας Ανώτατο Δικαστήριο. Η παρατυπία συνίσταται στην πλήρη απουσία της «έκθεσης» που έπρεπε να προηγείται της ένορκης δήλωσης για παραχώρηση άδειας. Το θέμα αυτό επηρεάζει και την παρούσα αίτηση αφού δεν έχει επιδοθεί τέτοια έκθεση στους καθών. Το γεγονός ότι, εκ παραδρομής, δεν έχει εξεταστεί τέτοιο θέμα στο στάδιο παραχώρησης άδειας, δεν επηρεάζει την απόφαση για απόρριψη της παρούσας αίτησης.

2.  Η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και για τον πρόσθετο λόγο της μη αποκάλυψης στο δικαστήριο όλων των ουσιωδών γεγονότων στην μονομερή αίτηση για άδεια.

3.  Το κατά πόσο θα εδίδοντο οδηγίες για τη διαδικασία συνεναγομένου και η ακύρωση και της επίδοσης της ειδοποίησης συνεναγομένου, εμπίπτουν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, η οποία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο που επηρεάζετο το δικαίωμα της αιτήτριας για προώθηση της υπόθεσής της. [*213]Ως εκ τούτου η περί του αντιθέτου διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την παραχώρηση άδειας, δεν πρέπει να ισχύει.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731,

Demstar v. Zim Israel Navigation (1996) 1 Α.Α.Δ. 597,

In re Manolis Christofides (1985) 1 C.L.R. 692,

Interpartemental Concern “UralMetrom” v. Beszouno Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 557.

Αίτηση.

Δ. Βάκης, για την Αιτήτρια.

Δ. Παπαδόπουλος, για τον Καθ’ ου η αίτηση Λεωνίδα Γεωργίου.

Κ. Θ. Μιχαηλίδης με Κ. Κυθραιώτου, για τον Καθ’ ου η αίτηση Ανδρέα Κονναρή.

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με απόφαση μου ημερ. 11/10/05 στην αίτηση αρ. 92/05 παραχώρησα άδεια στην αιτήτρια για καταχώρηση αίτησης της φύσεως certiorari με την οποία να ζητείται η ακύρωση του διατάγματος ημερ. 5/10/05 που εκδόθηκε στην αγωγή 2303/01 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.  Αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση της παρούσας αίτησης για έκδοση του προαναφερθέντος διατάγματος certiorari.  Στην αίτηση, καταχωρήθηκαν ενστάσεις τόσο από τον ενάγοντα στην εν λόγω αγωγή Λεωνίδα Γεωργίου όσο και από τον εναγόμενο 2, όπως αυτός προστέθηκε αργότερα, στην ίδια αγωγή, Ανδρέα Κονναρή.

Από πλευράς της αιτήτριας ο ευπαίδευτος συνήγορος της βασιζόμενος κυρίως και στα όσα το δικαστήριο τούτο ανέφερε στην προαναφερθείσα απόφαση του για παραχώρηση άδειας, εισηγήθηκε [*214]ότι η αίτηση θα πρέπει να έχει επιτυχή κατάληξη. Πρόσθεσε ότι θεώρησε την παρούσα διαδικασία ως την πιο κατάλληλη καθότι μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να επιτύχει διακοπή και/ή αναστολή της πρωτόδικης διαδικασίας. Αντίθετη ήταν η άποψη των ενισταμένων στην αίτηση. Με δική τους εισήγηση, που έγινε δεκτή από το δικαστήριο, αγόρευσε πρώτα ο κ. Μιχαηλίδης εκ μέρους του καθού η αίτηση 2 και στη συνέχεια ο κ. Παπαδόπουλος, ο οποίος αφού υιοθέτησε τα όσα ο κ. Μιχαηλίδης ανάφερε, πρόσθεσε ότι η αίτηση είναι παράτυπη αφού δεν ακολουθήθηκαν οι θεσμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας όπως αυτοί υιοθετήθηκαν από το δικό μας Ανώτατο Δικαστήριο. Γίνεται περαιτέρω ισχυρισμός ότι η αιτήτρια κατά την μονομερή αίτηση της δεν αποκάλυψε στο δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα, ότι δηλαδή η συνένωση του εναγόμενου 2 Ανδρέα Κονναρή έγινε μόνο για τυπικούς λόγους και με μοναδικό σκοπό να είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος λογαριασμών και εναντίον του, αν τελικά το δικαστήριο αποφανθεί ότι τέτοιο διάταγμα θα ήταν κατάλληλο.

Στην ουσία της αίτησης οι θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των ενισταμένων συμπίπτουν. Ουσιαστικά αυτές είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και η άσκηση αυτή δεν ελέγχεται από το δικαστήριο τούτο αφού αυτό που εξετάζει είναι η νομιμότητα και όχι η ορθότητα μιας τέτοιας απόφασης. Όλοι οι συνήγοροι υποστήριξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους με σχετικές αυθεντίες.

Εφόσον εγείρονται από τους ενισταμένους λόγοι που είναι προδικαστικής φύσης προτιμώ να αρχίσω την εξέταση της υπόθεσης από αυτούς τους λόγους:

(α) Τύπος της αίτησης.

Ήταν ο ισχυρισμός του κ. Παπαδόπουλου ότι η αίτηση για άδεια ήταν παράτυπη. Βασίστηκε στα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ  του κ. Π. Αρτέμη, σελ 39, 241 και 267 – 269 καθώς και σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην υπόθεση Umber Industrial Co. Ltd. (1990) 1 Α.Α.Δ. 731, 736 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως φαίνεται από τις σχετικές αυθεντίες τις οποίες θα αναφέρω πιο κάτω, δεν μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση για certiorari ή prohibition εκτός αν έχει δοθεί άδεια. Η αίτηση για άδεια πρέπει να υποστηρίζεται από «έκθεση» στην οποία να αναφέρεται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η θεραπεία που ζητείται και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται. Η «έκθεση» πρέπει να κατα[*215]χωρηθεί πριν γίνει η ένορκος δήλωση η οποία επιβεβαιώνει τα γεγονότα που εκτίθενται σ’ αυτή. Αφού δοθεί η άδεια και καταχωρηθεί η αίτηση διά κλήσεως, αυτή πρέπει να επιδοθεί μαζί με αντίγραφο ή αντίγραφα της έκθεσης καθώς και με όλα τα έγγραφα πάνω στα οποία θα στηρίζει την υπόθεσή του ο αιτητής (ίδε Halsbury’ s Laws of England, 4th Ed. Vol. 11, paragraphs 1546, 15552-15554, Annual Practice, 1958, O. 59 r.3, Chitty and Jacob’ s, Queens Bench Forms, 20th Ed. Pp. 1005 to 1006).

Όπως φαίνεται από τις πιο πάνω αυθεντίες είναι επιτακτικό όπως η «έκθεση» επιδοθεί στην άλλη πλευρά μαζί με την αίτηση δια κλήσεως. Ο τύπος της «έκθεσης» ο οποίος πρέπει να ακολουθηθεί φαίνεται στον Atkin’ s Court Forms 2nd ed. Vol. 14, p. 75, Form 22, και Chitty and Jacob’ s (πιο πάνω) pp. 1007-1008.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Ο τύπος της «έκθεσης» παρατίθεται στην σελ. 269 του προαναφερθέντος συγγράμματος του κ. Π. Αρτέμη.

Με βάση τα πιο πάνω φαίνεται ότι η συμμόρφωση με τον τύπο της αίτησης είναι επιτακτική και η παράλειψη συμμόρφωσης οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης για άδεια. Το ερώτημα είναι αν επηρεάζεται και η παρούσα αίτηση, εφόσον παρά το παράτυπο της αρχικής αίτησης, δόθηκε άδεια αφού το δικαστήριο δεν εξέτασε σε εκείνο το στάδιο, θέμα τύπου της αίτησης. Σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην πιο πάνω απόφαση, η παρατυπία πρέπει να επηρεάζει και την αίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari αφού η «έκθεση», η οποία έπρεπε να συνοδεύει την αίτηση για άδεια, θα πρέπει να συνοδεύει και την αίτηση για certiorari και να επιδοθεί μαζί με αυτήν στους καθών η αίτηση.

Στη δική μας περίπτωση, εξετάζοντας την μονομερή αίτηση για άδεια, προσέχουμε ότι αυτή δεν συνάδει με τον προβλεπόμενο τύπο αφού απουσιάζει τελείως η «έκθεση» που έπρεπε να προηγείται της ένορκης δήλωσης. Το θέμα αυτό επηρεάζει και την παρούσα αίτηση αφού δεν έχει επιδοθεί τέτοια έκθεση στους καθών.  Θεωρώ λοιπόν αυτό τον λόγο ως αρκετό για την απόρριψη της παρούσας αίτησης παρά το ότι στο στάδιο παραχώρησης άδειας, το δικαστήριο, προφανώς εκ παραδρομής, δεν εξέτασε τέτοιο θέμα.

Παρά το ότι με την πιο πάνω απόφαση μου η αίτηση αυτή κανονικά περατώνεται, θα προχωρήσω να εξετάσω και το δεύτερο λόγο που έχει τη μορφή προδικαστικής ένστασης, τον ισχυρισμό δηλαδή ότι η αιτήτρια κατά την μονομερή αίτησή της δεν αποκάλυψε στο [*216]δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Δεν αποκάλυψε δηλαδή ότι η προσθήκη του Ανδρέα Κονναρή ως εναγομένου 2 ήταν απλώς τυπική και όχι ουσιαστική.

Εφόσον η αίτηση για άδεια είναι μονομερής ισχύουν οι νομικές αρχές ότι ο αιτητής σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που δυνατό να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου να εκδώσει ή όχι το αιτούμενο διάταγμα (βλ. μεταξύ άλλων Demstar v. Zim Israel Navigation (1996) 1 Α.Α.Δ. 597, In re Manolis Christofides (1985) 1 C.L.R. 692 και Interpartemental Concern “UralMetrom” v. Beszouno Ltd. (2004) 1 Α.Α.Δ. 557, 559-560).

Στη δική μας περίπτωση η αιτήτρια πουθενά στην αίτηση της (αίτηση ή ένορκη δήλωση) ανάφερε ότι η προσθήκη του εν λόγω Κονναρή ως εναγόμενου 2 ήταν τυπική (nominal defendant). Αντίθετα παρουσίασε αυτόν ως κανονικό συνεναγόμενο αφού και στους λόγους για τους οποίους επικαλείτο για παραχώρηση άδειας αναφέρει ότι «πουθενά το δικαστήριο δεν ανάφερε ότι διέταξε την προσθήκη ως διαδίκου του εναγομένου 2 τυπικά μόνο». Έτσι και η εξέταση του θέματος αν θα παραχωρείτο ή όχι άδεια, εξετάστηκε με υπόβαθρο τη θέση ότι ο Ανδρέας Κονναρής προστέθηκε ως κανονικός συνεναγόμενος. Είναι γεγονός ότι την αίτηση για άδεια συνόδευε και η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 5/10/05 από προσεκτική ανάγνωση της οποίας θα φαινόταν (βλ. σελ. 7) ότι η προσθήκη του ήταν τυπική σε αντίθεση με τα όσα επικαλέστηκε η αιτήτρια στην παράγρ. Δ των λόγων της αίτησης της. Τούτο προκύπτει από τη φράση «Άλλωστε ο εναγόμενος 2 συνενώθηκε για να εξυπηρετηθεί το σκέλος εκείνο της αξίωσης του ενάγοντα για απόδοση λογαριασμών». Όμως η απλή επισύναψη ενός εγγράφου ιδιαίτερα αν τούτο είναι πολυσέλιδο, χωρίς την επισήμανση ενός ουσιώδους γεγονότος που περιέχεται σ’ αυτό, δεν είναι αρκετή. (βλ. Demstar και Ιnterpartemental (πιο πάνω). Εδώ η αιτήτρια όχι μόνο δεν έφερε σε γνώση του δικαστηρίου το γεγονός αυτό αλλά αντίθετα πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η συνένωση του εναγομένου 2 δεν ήταν τυπική. Η παράλειψη αυτή παρέχει στο δικαστήριο το δικαίωμα να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ενάντια της έγκρισης της αίτησης χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της. Έτσι η αίτηση απορρίπτεται και γιαυτόν τον λόγο.

Με προβλημάτισε κατά πόσο θα περιοριστώ ως εδώ αφού κατάληξα να απορρίψω την αίτηση για τους λόγους που ανάφερα.  Τελικά κατάληξα, εφόσον έδωσα άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, να προχωρήσω και εξετάσω αυτή και την ουσία της απλώς για να υπάρχει και εκεί η απόφαση μου σε περίπτωση που η [*217]απόρριψη της για τους προδικαστικούς λόγους κριθεί εσφαλμένη.

Αναφορικά με τη νομική πτυχή, παρόλο που έγινε αναφορά από τους συνηγόρους σε μεγάλο αριθμό αυθεντιών, έχω προσέξει ότι οι αρχές είναι οι ίδιες όπως τις έχω παραθέσει στην ενδιάμεση απόφαση μου με την οποία παραχώρησα την σχετική άδεια. Εφαρμόζοντας τις εν λόγω αρχές στα γεγονότα όπως είχαν τότε παρουσιαστεί, κατά την παραχώρηση άδειας είχα αναφέρει τα εξής:

«Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εκ πρώτης πάντοτε όψης, φαίνεται να άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με τρόπο που καταλήγει σε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος της αιτήτριας να προωθήσει τις δικές της απαιτήσεις εναντίον του εναγομένου 2 ούτως ώστε η υπόθεση να εμπίπτει μέσα στις εξαιρέσεις που μπορεί να ελεχθεί με προνομιακό διάταγμα και η άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Καταλήγω στην απόφαση αυτή λαμβάνοντας υπόψη ότι το δικαστήριο όχι μόνο δεν έδωσε τις αιτούμενες οδηγίες για τη διαδικασία μεταξύ συνεναγομένων (αιτήτριας και εναγόμενου 2) αλλά προχώρησε να ακυρώσει και την αποσταλείσα ειδοποίηση προς τον συνεναγόμενο 2 κάτι που η αιτήτρια είχε δικαίωμα να πράξει από τη στιγμή που επιτράπηκε, παρά την ένσταση της, η συνένωσή του.»

Ανάφερα προηγουμένως ότι τα γεγονότα όπως είχαν τεθεί τότε ενώπιον μου έδειχναν ότι ο εναγόμενος 2 είχε προστεθεί ως κανονικός εναγόμενος και όχι τυπικός (nominal defendant). Με τη διευκρίνηση των γεγονότων, όπως αυτά διαφάνηκαν μετά που είχα την ευκαιρία να ακούσω και τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των ενισταμένων, έχω καταλήξει ότι αυτό που αποφάσισα εκ πρώτης όψης, ότι δηλαδή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου έγινε με τρόπο που επηρεάζετο το συνταγματικό δικαίωμα της αιτήτριας για προώθηση της υπόθεσης της, δεν πρέπει να ισχύει. Συμφωνώ με τα όσα επικαλέστηκαν οι συνηγόροι των ενισταμένων με αναφορά και στο αγγλικό σύγγραμμα “The Annual Practice” 1962, σελ. 385 καθώς και τη Δ.10, Κ.7(3) των δικών μας περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ότι το όλο θέμα αν θα εδίδοντο οδηγίες για τη διαδικασία συνεναγόμενου ήταν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Το ίδιο είχε διακριτική ευχέρεια και στο θέμα κατά πόσο θα προχωρούσε να ακυρώσει και την επίδοση της ειδοποίησης συνεναγομένου. Αν ορθά ή όχι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε την εξουσία του αυτή, δεν ελέγχεται με διάταγμα της φύσης certiorari. Επομένως θα απέρριπτα την αίτηση και στην ουσία της.

[*218]Με βάση τα πιο πάνω η παρούσα αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθών η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο