(2006) 1 ΑΑΔ 280
[*280]27 Μαρτίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
1. ΡΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΛΤΔ,
2. A. L. PROCHOICE FINANCIAL SERVICES LTD,
3. EXPRESSTOCK FINANCIAL SERVICES LTD,
Εφεσείoντες,
v.
1. BENFLEET ENTERPRISES LTD.,
2. ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ GRANT THORNTON,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12144)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε ― Έφεση εναντίον απόφασης για οριστικοποίησή του λόγω ισχυριζόμενης απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, μη πλήρωσης των προϋποθέσεων του Άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της καταχώρησης της αγωγής και της αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα ― Απόρριψη έφεσης, δεν τεκμηριώθηκαν οι λόγοι τους οποίους επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα ― Διακριτική εξουσία πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Παρεμπίπτον διάταγμα, απαγορευτικό της αποξένωσης ή επιβάρυνσης ακινήτου των εναγομένων ― Δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πρόθεση των εναγομένων για αποξένωση ή επιβάρυνση ― Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος ― Η οικονομική δυνατότητα των εναγομένων, δεν παρέχει αφ’ αυτής τα εχέγγυα ικανοποίησης πιθανής δικαστικής απόφασης ― Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου και της αξίωσης, δεν συνιστά εμπόδιο στην έκδοση τέτοιου παρεμπίπτοντος διατάγματος ― [*281]Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον συντηρητικού διατάγματος ημερ. 13/9/2004, με το οποίο οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1, θα εμποδίζονταν να αποξενώσουν ή επιβαρύνουν ακίνητά τους. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι:
1. Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες απέκρυψαν ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2 είναι εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο και επίσης απέκρυψαν αριθμό, κατ’ ισχυρισμό, σημαντικών επιστολών.
2. Δεν επληρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 5(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
3. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των γεγονότων που συνιστούν την αιτία αγωγής των εναγόντων και την καταχώρηση της αγωγής και της αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα, είναι μεγάλο και το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα δεν το έλαβε υπ’ όψιν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το γεγονός που απέκρυψαν οι εφεσίβλητοι δεν αποτελεί ουσιώδες γεγονός που θα επηρέαζε την κρίση του δικαστηρίου. Ούτε και οι επιστολές που, κατ’ ισχυρισμόν, δεν αποκαλύφθηκαν δεν φαίνονται να είχαν οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην όλη κατάσταση.
2. Η απαίτηση του Άρθρου 5 για ύπαρξη πιθανότητας να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του αν δεν εκδοθεί το παρεμπίπτον διάταγμα, αντιστοιχεί ουσιαστικά προς την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, δηλαδή τη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Στην υπό εξέταση υπόθεση, όπου η πρόθεση αποξένωσης του συγκεκριμένου ακινήτου των εφεσειόντων είναι δεδομένη, με την τοποθέτηση σ’ αυτό πινακίδας για πώληση ή ενοικίασή του, η δέσμευση μέρους της περιουσίας τους γίνεται για να αποφευχθεί πιθανός κίνδυνος μη ικανοποίησης των εφεσιβλήτων εάν εκδοθεί υπέρ τους δικαστική απόφαση.
3. Οι εφεσείοντες δεν φαίνεται να ήγειραν τον ισχυρισμό της παραγράφου 3) ανωτέρω ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και συνεπώς εμποδίζονται να τον εγείρουν κατ’ έφεση. Περαιτέρω δεν υπήρξε μη εύλογη καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας, ούτε υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες ότι υπέστησαν οποιαδήποτε αρνη[*282]τική συνέπεια από την καθυστέρηση. Ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται, εν προκειμένω , η αρχή της επιείκειας για καθυστέρηση (laches), την οποία επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες.
4. Οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν και την προϋπόθεση του Άρθρου 5(1), το οποίο προνοεί για δέσμευση τόσης περιουσίας, όσο θα επαρκεί για ικανοποίηση της απαίτησης, μαζί με τα έξοδα.
5. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, αν αυτή είναι καθαρά εσφαλμένη και ασκήθηκε ύστερα από εσφαλμένη εκτίμηση των παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν. Αυτό δεν έχει συμβεί στην εξεταζόμενη υπόθεση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,
Δημητρίου ν. The Dolphin Insurance Company Limited κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 351,
Στυλιανού, διά της μητρός αυτής Στυλιανού ως πλησιεστέρας συγγενούς και φίλης ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583,
Rex v. Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486,
C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785,
Τσιολάκκη κ.ά. ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782,
Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,
Cyprus Sulphur and Copper Company Limited κ.ά. v. Παραρλάμα Λτδ κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 1443/04) ημερ. 13/9/04.
[*283]
Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Τεουλίδης για Αλ. Μαρκίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου δίδεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον συντηρητικού διατάγματος, ημερ. 13.9.2004, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Οι εφεσίβλητες εταιρείες με την αγωγή τους εναντίον των εφεσειόντων αξιώνουν επιστροφή ποσού ύψους £105.652,00, το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, καταβλήθηκε από αυτούς στη βάση δύο συμβάσεων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε τα επιχειρήματα που υποστηρίχτηκαν και από τις δύο πλευρές, κατέληξε να καταστήσει το απαγορευτικό διάταγμα που είχε ήδη εκδοθεί, με το οποίο οι εφεσείοντες εναγόμενοι 1, θα εμποδίζονταν από το να αποξενώσουν ή επιβαρύνουν ακίνητά τους, απόλυτο. Το ένα από τα ακίνητα, το υπ΄ αρ. εγγραφής 1430 αποτελεί και το αντικείμενο πώλησης στη μια από τις δύο προαναφερθείσες συμφωνίες. Πρόκειται περί οικοδομής εντός της οποίας υπάρχει εξοπλισμός που ήταν το αντικείμενο της δεύτερης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δεν απέκρυψαν μαρτυρία η οποία δυνατόν να επηρέαζε την έκβαση της διαδικασίας. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι οι εφεσίβλητοι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, απέκρυψαν ότι οι εφεσείοντες εναγόμενοι 2 είναι εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο. Απέκρυψαν επίσης και αριθμό επιστολών οι οποίες ανταλλάγηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες κρίνονται, κατά τους ιδίους, ως σημαντικές διότι θέτουν εν αμφιβόλω το θέμα τερματισμού της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους.
Η νομολογία επί του θέματος είναι καθαρή. Λόγω ακριβώς του ότι στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας της μονομερούς αίτησης, το δικαστήριο, κατά παρέκκλιση της αρχής «audi alteram partem» ή επί το ελληνικότερον «μηδένα δικάσεις πριν αμφί μύθον ακούσεις», ακούει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον ένα μόνο των διαδίκων, επιβάλλεται η αποκάλυψη από τον αιτητή όλων των ουσιαστικών γεγο[*284]νότων που μπορεί να επηρεάσουν την απόφαση. Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει εις γνώσιν του δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα γνωρίζει ή που με εύλογη επιμέλεια θα γνώριζε, τα οποία δυνατόν να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο και τα οποία μπορεί να επηρεάσουν το δικαστήριο στην κρίση του. Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση (βλέπε μεταξύ άλλων Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Δημητρίου ν. The Dolphin Insurance Company Limited κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 351 και Χριστιάνα Στυλιανού, διά της μητρός αυτής Έλλης Στυλιανού ως πλησιεστέρας συγγενούς και φίλης ν. Ανδρέα Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583).
Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Rex ν. Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 514, ουσιώδη γεγονότα είναι εκείνα που πρέπει να γνωρίζει ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης. Το ουσιώδες των γεγονότων θα πρέπει να αποφασίζεται από το δικαστήριο και όχι τον αιτητή ή τους δικηγόρους του. Η υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά και εκείνα που μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα. Το δικαστήριο κρίνει κατά πόσο το γεγονός που παραλείφθηκε είναι ουσιώδες, αν δεν ήταν γνωστό στον αιτητή και δεν μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστό και, τέλος, αν η παράλειψη έγινε χωρίς σκοπό παραπλάνησης. Όμως, όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά., ανωτέρω, τα πιο πάνω δεν είναι οι μόνοι αποφασιστικοί παράγοντες αφού το δικαστήριο τελικά έχει διακριτική ευχέρεια, παρ΄ όλη την απόδειξη ουσιαστικής μη αποκάλυψης που θα δικαιολογούσε την άμεση ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στη μονομερή αίτηση, να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του ή να εκδώσει νέο διάταγμα με όρους.
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πως το γεγονός ότι οι εφεσείοντες εναγόμενοι 2 είναι εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, είναι γεγονός ουσιώδες που θα επηρέαζε το δικαστήριο στην κρίση του. Όσον αφορά τις επιστολές που κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων δεν αποκαλύφθηκαν, αρκεί να λεχθεί, σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η συγκεκριμένη αλληλογραφία δεν φαίνεται να είχε οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην όλη κατάσταση. Δεν συμφωνούμε με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν γιατί δυνατόν, με βάση τις πιο πάνω επιστολές, να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν τερματίσει τις μεταξύ των μερών συμφωνίες. Εκτός του ότι φαίνεται ότι οι συμφωνίες τερματίσθηκαν με σχετική επιστολή που απέστειλαν οι εφεσίβλητοι πριν την ανταλλαγή της αλληλογραφίας η οποία κατ’ ισχυρισμόν απε[*285]κρύβη, η αλληλογραφία αυτή θα είχε ίσως κάποιο ρόλο να διαδραματίσει κατά την εξέταση από το πρωτόδικο δικαστήριο κατά πόσο υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση με πιθανότητες επιτυχίας των εφεσιβλήτων. Το επί τούτου θετικό συμπέρασμα του δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε κατ’ έφεση.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6. Το άρθρο 5(2), όπως είναι γνωστό, προνοεί ότι δεν εκδίδεται συντηρητικό διάταγμα παρεμπόδισης της αποξένωσης τόσου μέρους της ακίνητης περιουσίας του εναγόμενου, όσο κατά τη γνώμη του δικαστηρίου είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα, εκτός όταν ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής και ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανόν να εμποδιστεί στην ικανοποίηση της απόφασης που τυχόν να εκδοθεί υπέρ του. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι εφεσίβλητοι παρέθεσαν στην ένορκη δήλωση πρόσθετη ακίνητη περιουσία των εφεσειόντων η οποία δεν κινδυνεύει από αποξένωση, την αξία της οποίας, όμως, δεν αναφέρουν. Δεν αναφέρουν ούτε οτιδήποτε όσον αφορά την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων.
Και επί του σημείου αυτού η νομολογία μας είναι καθαρή. Η απαίτηση του άρθρου 5 για ύπαρξη πιθανότητας να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του αν δεν εκδοθεί το παρεμπίπτον διάταγμα, αντιστοιχεί ουσιαστικά προς την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, δηλαδή τη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η τυχόν αποξένωση ή επιβάρυνση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί ή όπως αναφέρεται στην υπόθεση Τσιολάκκη κ.ά. ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782, 785, εκείνο που απαιτείται είναι «η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος».
Στην παρούσα υπόθεση η πρόθεση αποξένωσης του ακινήτου που αποτελούσε αντικείμενο της επίδικης συμφωνίας ήταν προφανής, αφού οι εφεσείοντες τοποθέτησαν σ’ αυτό πινακίδα προς πώληση ή ενοικίασή του. Από την άλλη, τα δύο ακίνητα των εφεσειόντων-εναγομένων 1, τα οποία δεσμεύτηκαν με το υπό εξέταση διάταγμα εμφανίζονται να είναι βεβαρυμένα με υποθήκες και κυμαινόμενες [*286]επιβαρύνσεις για ποσό σχεδόν £2.000.000.
Το επιχείρημα των εφεσειόντων ουσιαστικά καταλήγει στο συλλογισμό ότι αφού έχουν κάποια άλλη ακίνητη περιουσία, γιατί να δεσμευτούν τα συγκεκριμένα ακίνητά τους. Εκτός της ασταθούς αντιστοιχίας μεταξύ της αγοραίας αξίας των ακινήτων που δεσμεύτηκαν και των επιβαρύνσεων που τα βαρύνουν, θα πρέπει, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ληφθεί υπ’ όψιν ότι και η τιμή που θα φέρει μία αναγκαστική πώληση θα είναι οπωσδήποτε πιο χαμηλή, να εξεταστεί και το ενδεχόμενο ότι η αγοραία αξία των ακινήτων δεν θα καλύψει το τυχόν εξ αποφάσεως χρέος. Η πρόθεση αποξένωσης του συγκεκριμένου ακινήτου από τους εφεσείοντες είναι δεδομένη. Η δέσμευση μέρους της περιουσίας τους γίνεται προς αποφυγή πιθανού κινδύνου μη ικανοποίησης των εφεσιβλήτων αν εκδοθεί υπέρ τους δικαστική απόφαση.
Το άρθρο 5(1) προνοεί για δέσμευση τόσης περιουσίας, όσο θα επαρκεί για ικανοποίηση της απαίτησης, μαζί με τα έξοδα. Και αυτή την προϋπόθεση ικανοποίησαν οι εφεσίβλητοι. Αν οι εφεσείοντες είχαν προτείνει εναλλακτική προσέγγιση, το επιχείρημα τους θα είχε κάποιο νόημα, αφού το δικαστήριο θα έπρεπε, ίσως, να επιλέξει τη λιγότερο επαχθή για τους εφεσείοντες επιλογή, νοουμένου ότι αυτή θα ήταν εξ ίσου αποτελεσματική. Οι εφεσείοντες περιορίστηκαν να αναφέρουν ότι διαθέτουν και άλλη ακίνητη περιουσία. Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό για να μην εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα. Θα πρέπει να δεσμευτεί ακίνητη περιουσία αρκετή ώστε ο ενάγων να διασφαλίζεται ότι τυχόν δικαστική απόφαση υπέρ του θα ικανοποιηθεί.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν τέλος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των γεγονότων που συνιστούν την αιτία αγωγής των εναγόντων και την καταχώρηση της αγωγής και της αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες ο τερματισμός των επίδικων συμβάσεων έγινε τον Ιούλιο του 2003 και η αγωγή μαζί με τη μονομερή αίτηση καταχωρήθηκε το Φεβράρη του 2004. Εφτά, δηλαδή, μήνες αργότερα. Οι εφεσίβλητοι υπήρξαν, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, ένοχοι καθυστέρησης και συνεπώς δεν θα πρέπει να δικαιούνται θεραπείας.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν φαίνεται να ήγειραν ένα τέτοιο ισχυρισμό ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και συνεπώς εμποδίζονται από το να τον εγείρουν κατ’ έφεση. Πέραν, όμως, [*287]αυτού, οι εφεσείοντες κατά τον υπολογισμό του διαρρεύσαντος χρόνου παραλείπουν να αναφερθούν στην ανταλλαγείσα αλληλογραφία που έγινε σε μια προσπάθεια επίλυσης των διαφορών τους, η οποία πήρε κάποιο χρόνο. Παραβλέπουν ακόμα ένα σημαντικότατο παράγοντα ότι η επίκληση της αρχής της επιείκειας για καθυστέρηση (laches) προϋποθέτει, πρώτον, μη εύλογη καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας και δεύτερο, οι συνέπειες που προκάλεσε η καθυστέρηση να καθιστούν την παροχή της αιτούμενης θεραπείας άδικη (βλέπε I.C.F. Spry, The Principles of Equitable Remedies, 4η έκδοση, σελ.223).
Στην παρούσα υπόθεση καταλήγουμε ότι δεν υπήρξε μη εύλογη καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας, ενώ δεν υποστηρίκτηκε καν από τους εφεσείοντες ότι υπέστηκαν οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια από την καθυστέρηση. Εξ άλλου, αν δεχόμαστε το επιχείρημα των εφεσειόντων, θα καταλήγαμε στη λανθασμένη θέση ότι εκτός αν η αγωγή εγείρεται αμέσως μετά τη δημιουργία του αγώγιμου δικαιώματος, ο ενάγων δεν δικαιούται της προστασίας συντηρητικού διατάγματος. Ούτε η καθυστέρηση μεταξύ αγωγής και αίτησης για συντηρητικό διάταγμα λειτουργεί αρνητικά εναντίον του αιτητή, εκτός αν από την καθυστέρηση επηρεάζονται τα δικαιώματα του αντιδίκου του.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να επαναλάβουμε όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά., ανωτέρω, ότι δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου δικαστηρίου και επεμβαίνει μόνο αν έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένης αρχής δικαίου ή όταν η απόφαση ελήφθη χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν παράγοντες που έπρεπε να υπολογιστούν. Επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, αν αυτή είναι καθαρά εσφαλμένη και ασκήθηκε ύστερα από εσφαλμένη εκτίμηση των παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν (βλέπε ακόμα Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Cyprus Sulphur and Copper Company Limited κ.ά. ν. Παραρλάμα Λτδ κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040). Κάτι που δεν διακρίνουμε στην παρούσα περίπτωση.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσείοντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο