(2006) 1 ΑΑΔ 298
[*298]14 ΑΠΡΙΛΊΟΥ, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
MI HOLDINGS PUBLIC LTD,
Εφεσείoντες,
v.
ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 28/2005)
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Παράλειψη συμμόρφωσης προς τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας ― Είναι θεραπεύσιμη βάσει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Όμως η Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς οι οποίοι πρέπει να τηρούνται ― Το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως σε διορθωτικές κινήσεις βάσει της Δ.64.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για συνοπτική απόφαση ― Ύπαρξη κλητηρίου εντάλματος ειδικώς οπισθογραφημένου – Αποτελεί επιτακτική προϋπόθεση σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1(α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Στην υπόθεση αυτή εκδόθηκε απόφαση, στο πλαίσιο αίτησης για συνοπτική απόφαση, σε αγωγή η οποία, προφανώς εκ παραδρομής, καταχωρήθηκε επί εντύπου κλητηρίου εντάλματος βάσει της Δ.2, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αντί βάσει της Δ.2, θ.6 των ιδίων Θεσμών. Το Δικαστήριο, θεωρώντας ότι πρόκειται για απλή παρατυπία από την οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε αδικία στους εφεσείοντες–εναγόμενους (οι εφεσείοντες), κατέληξε ότι επληρούτο η προϋπόθεση της Δ.18, θ.1(α) για την ύπαρξη οπισθογραφημένου κλητηρίου και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν κατ’ αρχάς ότι λανθασμένα το δικαστήριο κατέληξε ότι η χρήση κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.2, θ.1 αντί του ορθού ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.2 θ.6, ισοδυναμούσε με παρατυπία. Εν πάση περιπτώσει, [*299]ακόμα κι’ αν θεωρηθεί ότι επρόκειτο για απλή παρατυπία αυτή δεν έχει διορθωθεί.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ανάγκη για ύπαρξη κλητηρίου εντάλματος ειδικώς οπισθογραφημένου είναι σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1(α) επιτακτική προϋπόθεση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η χρήση του λανθασμένου τύπου συνιστά παρατυπία και αν η τυχόν παρατυπία διορθώνεται με τη Δ.64, θ.1.
2. Η Δ.64 δημιουργεί ένα διαδικαστικό μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει διάδικος για να θεραπεύσει παρατυπίες στη διαδικασία, εφ’ όσον αυτές είναι θεραπεύσιμες. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε διορθωτικές κινήσεις. Επαφίεται στον ενδιαφερόμενο διάδικο να λάβει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα. Η εφεσίβλητη δεν το έπραξε στην προκείμενη περίπτωση αν και είχε την ευκαιρία να το πράξει, με αποτέλεσμα να μην αρθεί η παρατυπία.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον της εφεσίβλητης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Remedica Ltd ν. Bayer Aktiengesellschaft (1998) 1 A.A.Δ. 1815,
Πετρίχου ν. Χατζηιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81,
Οικονομίδου ν. Φλουρέντζος Χριστοδούλου και Υιοί Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1157.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπ. Αρ. 739/05), ημερ. 13/1/06.
Κ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες.
Απ. Δειλινός, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
[*300]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη εξασφάλισε εναντίον των εφεσειόντων απόφαση μέσα στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση που καταχώρησε. Είχε εγείρει την αγωγή εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων με βάση την υποχρέωση των τελευταίων από τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμο του 2000, Ν.96(Ι)/2000 να ικανοποιήσουν δικαστική απόφαση η οποία είχε εκδοθεί υπέρ της και εναντίον ασφαλισθέντος από τους εφεσείοντες.
Η εφεσίβλητη, προφανώς εκ παραδρομής, κατά την έναρξη της διαδικασίας καταχώρησε την αγωγή της επί εντύπου κλητηρίου εντάλματος βάσει της Δ.2, θ.1, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρ’ όλον ότι από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε και την οπισθογράφηση στο τέλος του κλητηρίου προκύπτει ότι μάλλον επιθυμούσε την καταχώρηση κλητηρίου βάσει της Δ.2, θ.6. Η φύση της αιτίας αγωγής και της απαίτησης της εφεσίβλητης επιτρέπουν την οπισθογράφηση και την καταχώρηση κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.2, θ.6.
Στη συνέχεια η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση, η οποία, βέβαια, σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1(α), είναι δυνατόν να επιτύχει μόνο όταν το κλητήριο ένταλμα είναι ειδικώς οπισθογραφημένο. Το δικαστήριο, θεωρώντας ότι πρόκειται για απλή παρατυπία από την οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε αδικία στους εφεσείοντες, κατέληξε ότι επληρούτο η προϋπόθεση της Δ.18, θ.1(α) για την ύπαρξη οπισθογραφημένου κλητηρίου και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες υποστηρίζουν κατ’ αρχάς ότι λανθασμένα το δικαστήριο κατέληξε ότι η χρήση κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.2, θ.1 αντί του ορθού ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.2, θ.6, ισοδυναμούσε με παρατυπία. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι’ αν θεωρηθεί ότι επρόκειτο για απλή παρατυπία αυτή δεν έχει διορθωθεί.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης που καταχώρησε δεν απαντά στο πιο πάνω επιχείρημα, αρκούμενος να υποστηρίξει φραστικά μόνο την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Η ανάγκη για ύπαρξη κλητηρίου εντάλματος ειδικώς οπισθο[*301]γραφημένου είναι σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1(α) επιτακτική προϋπόθεση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η χρήση του λανθασμένου τύπου συνιστά παρατυπία και αν η τυχόν παρατυπία διορθώνεται με τη Δ.64, θ.1.
Η Δ.64, θ.1 προνοεί:
«Η μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή τη φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή.»
Ακόμα κι’ αν η χρήση λανθασμένου κλητηρίου συνιστά ή όχι απλή παρατυπία, σημείο στο οποίο δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθουμε στην παρούσα περίπτωση, η Δ.64 δεν θα διόρθωνε τα πράγματα, διότι, όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί, δεν καταργεί τις διατάξεις των θεσμών οι οποίες πρέπει να τηρούνται. Με τη Δ.64 παρέχεται απλώς η ευκαιρία σε διάδικο που επέδειξε πλημμέλεια στην εφαρμογή των θεσμών, στα πλαίσια που ορίζει η Δ.64, να διορθώσει το συγκεκριμένο διάβημα ώστε να μην θεωρείται άκυρο το δικόγραφό του (Remedica Ltd v. Bayer Aktiengesellschaft (1998) 1 Α.Α.Δ. 1815).
Η Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανονισμούς (Πετρίχου ν. Χατζηιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81, 84). Δημιουργεί ένα διαδικαστικό μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο διάδικος για να θεραπεύσει παρατυπίες στη διαδικασία, εφ΄ όσον αυτές είναι θεραπεύσιμες. Η συγκεκριμένη διαταγή δεν παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε διορθωτικές κινήσεις. Το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάζει την ενώπιόν του κατάσταση όπως αυτή έχει δημιουργηθεί. Τα κατάλληλα διορθωτικά διαβήματα θα πρέπει να λαμβάνονται από τον ενδιαφερόμενο διάδικο (Οικονομίδου ν. Φλουρέντζος Χριστοδούλου και Υιοί Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1157).
Η παρατυπία μέχρι την άρση της υπάρχει. Η εφεσίβλητη είχε την ευκαιρία να αντιδράσει και να ζητήσει τη διόρθωσή της. Κάτι παρόμοιο άλλωστε έπραξε όταν υπέβαλε αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής επειδή η εφεσείουσα εταιρεία μετονομάστηκε. Σ’ εκείνη την περίπτωση καταχωρήθηκε νέο κλητήριο ένταλμα με τους [*302]εφεσείοντες να αναφέρονται με την ορθή τους ονομασία, αλλά η αίτηση για τροποποίηση δεν περιελάμβανε και τον τύπο του κλητηρίου εντάλματος.
Εν όψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ενώ η αίτηση για συνοπτική απόφαση που καταχώρησε η εφεσίβλητη απορρίπτεται. Παρέχεται η δυνατότητα στους εφεσείοντες-εναγόμενους να προβάλουν την υπεράσπισή τους στην εναντίον τους αγωγή. Τα έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση θα βαρύνουν την εφεσίβλητη.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον της εφεσίβλητης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο