Ζαούρη Αζόφ ν. Πρόδρομου Προδρόμου και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 331

(2006) 1 ΑΑΔ 331

[*331]19 Απριλίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΖΑΟΥΡΗ ΑΖΟΦ,

Εφεσείων,

v.

1. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

2. ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11691)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ανακοπή πορείας μοτοποδηλάτου από εξ αντιθέτου επερχόμενο αυτοκίνητο το οποίο εισήλθε ξαφνικά και απροειδοποίητα στην πορεία του μοτοποδηλάτου, προφανώς επιχειρώντας να εισέλθει σε πάροδο δεξιά σε σχέση με την πορεία του ― Ο οδηγός του αυτοκινήτου κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος ― Το Εφετείο δεν επενέβη.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Μαθητής ηλικίας 17½ περίπου ετών είχε υποστεί επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα του κάτω τριτημορίου του αριστερού μηριαίου οστού, μεγάλο τραύμα στο αριστερό γόνατο και κάταγμα της γνάθου και του δεξιού οφθαλμικού κόγχου ― Υποβλήθηκε σε δύο εγχειρήσεις όσον αφορά το κάταγμα στο μηρό ― Θα πρέπει να υποβληθεί σε νέα εγχείρηση για αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης σε σχέση με το δεξιό οφθαλμικό κόγχο ― Βάδιση για 5 με 6 μήνες με χρήση βακτηριών ―Αρνητική επίδραση της φοίτησής του στο σχολείο ― Δυσκολία στη λήψη τροφής και στην ομιλία ― Απαλλαγή από τη στρατιωτική του θητεία για ένα χρόνο και όταν κατατάγηκε υπηρέτησε ως βοηθητικός ― Μόνιμα κατάλοιπα: Δυσκολία κατά την βάδιση μετά από κοπιώδη προσπάθεια και έντονη φόρτιση του αριστερού σκέλους, ουλές ειδικά αυτές που του άφησαν οι εγχειρήσεις ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £30.000,00 ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Τόκος ― Αποζημιώσεις ― Το θέμα της επιδίκασης τόκου ανήκει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη ― Επιδίκαση τόκου από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δι[*332]καιώματος προς 6% και ακολούθως προς 8% από 29/11/1996 μέχρις εξοφλήσεως ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Έξοδα ― Επιδίκαση των εξόδων της δίκης υπέρ του ενάγοντος, του οποίου η αγωγή εναντίον του ενός εκ των δύο εναγομένων είχε απορριφθεί ― Κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ήταν ορθή.

Αμέλεια ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Κατά πόσο η μη χρήση κράνους από μοτοσικλετιστή συνιστούσε συντρέχουσα αμέλεια κατά την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος στο οποίο αυτός τραυματίσθηκε σοβαρά.

Το βράδυ της 7/8/1995, ο εφεσίβλητος 1-ενάγων 1-(ο εφεσίβλητος) ηλικίας τότε 17½ περίπου χρόνων, τελειόφοιτος Τεχνικής Σχολής, τραυματίστηκε σοβαρά όταν η πορεία του μοτοποδήλατου του ανακόπηκε απροειδοποίητα και από μικρή απόσταση από αυτοκίνητο που ερχόταν εξ αντιθέτου κατευθύνσεως και το οποίο επιχειρούσε να εισέλθει σε δεξιά πάροδο σε σχέση με την πορεία του. Ο εφεσίβλητος πρόλαβε την τελευταία στιγμή και έλαβε κάποια αποτρεπτικά μέτρα χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο εφεσίβλητος ο οποίος δεν έφερε το κράνος του, είχε υποστεί επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα του κάτω τριτημορίου του αριστερού μηριαίου οστού, μεγάλο τραύμα στο αριστερό γόνατο και κάταγμα της γνάθου και του δεξιού οφθαλμικού κόγχου. Υποβλήθηκε σε πολύωρη χειρουργική επέμβαση κατά την οποία έγινε ανοικτή ανάταξη του κατάγματος του μηριαίου οστού και στερέωση του με πλάκα και βίδες, συρραφή των τραυμάτων και ανάταξη και ακινητοποίηση με πλάκες οστεοσύνθεσης του δεξιού οφθαλμικού κόγχου και συρμάτινη ανάρτηση και διαγναθική ακινητοποίηση της άνω και της κάτω γνάθου. Παρέμεινε κλινήρης στο νοσοκομείο για συνολική περίοδο ενάμιση μηνός περίπου. Τα τραύματά του ήταν σοβαρά. Το κάταγμα του μηριαίου οστού ήταν επώδυνο, το κάταγμα στην γνάθο τον εμπόδιζε να τραφεί κανονικά και να μιλά για περίοδο έξι εβδομάδων και υποβλήθηκε σε δύο εγχειρήσεις όσον αφορά το κάταγμα στον μηρό. Η κατάστασή του παρέμεινε η ίδια για ίδιο χρονικό διάστημα και μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο. Για κάθε μετακίνησή του και για τις προσωπικές του ανάγκες χρειαζόταν τη βοήθεια των γονέων του. Όταν μπόρεσε να σηκωθεί για διάστημα 5 με 6 μηνών περπατούσε με βακτηρίες. Πήρε απαλλαγή από το στρατό για ένα χρόνο και υπηρέτησε ως βοηθητικός όταν κατατάγηκε, γεγονός που τον στενοχωρούσε. Ο εφεσίβλητος θα πρέπει να υποβληθεί σε εγχείριση για αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης.

Ο εφεσίβλητος και ο πατέρας του, ιδιοκτήτης του μοτοποδηλάτου, ήγειραν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσείοντος και κάποιου άλλου προσώπου-(εναγομένου 2) ως εκ προ[*333]στήσεως υπεύθυνου για το δυστύχημα, αξιώνοντας αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του εφεσίβλητου και υλικές ζημιές, που προέκυψαν ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος.

Ο εφεσείων, στην υπεράσπισή του, προέβαλε μεταξύ άλλων, ότι για το δυστύχημα ήταν συνυπεύθυνος και ο εφεσίβλητος, λόγω του τρόπου με τον οποίο αυτό επεσυνέβη και της παράλειψής του να φορεί κράνος.

Οι υλικές ζημιές του μοτοποδηλάτου συμβιβάστηκαν και δηλώθηκαν πρωτόδικα στο ποσό των £300.00. Τα υπόλοιπα ζητήματα εκδικάστηκαν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος στον εφεσείοντα. Το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των £30.000,00 με τόκο 6% ετησίως από 7/8/1995 και, ακολούθως 8% από 29/11/1996 μέχρι εξοφλήσεως. Επιδίκασε επίσης, ποσό £1.600,00 για απώλεια εισοδήματος από καλοκαιρινή εργασία. Το ποσό αυτό, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Εφετείου, συμφωνήθηκε σε £960,00 και έτσι η πρωτόδικη απόφαση θα τροποποιηθεί αναλόγως. Η αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 απορρίφθηκε.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν, βασικά, το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Προβλήθηκε επίσης και λόγος σε σχέση με την ευθύνη, λόγω της, κατ’ ισχυρισμόν, μη λήψης εκ μέρους του εφεσίβλητου μέτρων για να αποφύγει τη σύγκρουση και της μη χρησιμοποίησης του κράνους του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η έλλειψη οποιασδήποτε ιατρικής ή άλλης μαρτυρίας ότι η παράλειψη του εφεσίβλητου να φέρει το κράνος του, προκάλεσε τον τραυματισμό του ή επέδρασε σ’ αυτόν, δεν δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου.

2.  Το επιδικασθέν ποσό των γενικών αποζημιώσεων, έχοντας υπόψη τα όσα υπέστη ο εφεσίβλητος, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γενναιόδωρο όχι όμως έκδηλα υπερβολικό, ώστε να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου.

3.  Το θέμα της επιδίκασης τόκου, σύμφωνα με τη νομολογία, ανήκει στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση, υιοθέτησε τις αρχές της νομολογίας που εφαρμόζονται. Δεν έχει διαπιστωθεί η ισχυριζόμενη κα[*334]θυστέρηση στην προώθηση της αγωγής, δεδομένου ότι η κατάσταση του εφεσίβλητου από τον τραυματισμό του δεν έχει αποκρυσταλλωθεί αμέσως ούτε και διαπιστώθηκαν χειρισμοί, που να δικαιολογούν την σχετική εισήγηση του εφεσείοντος. Για τις όποιες αναβολές υπήρξαν στη συνέχιση της ακρόασης, δεν υπήρξε ένσταση από πλευράς εφεσείοντος και, εν πάση περιπτώσει, αυτές κρίθηκαν από το Δικαστήριο δικαιολογημένες.

4.  Η εισήγηση του εφεσείοντος ότι η απόρριψη της αγωγής εναντίον του εναγομένου αρ. 2 δικαιολογεί επιδίκαση του ½ των εξόδων υπέρ του εφεσίβλητου, δεδομένου ότι για την απόρριψη αυτή δεν επιδικάσθηκαν έξοδα, δεν ευσταθεί.

     Δεν έχει ασκηθεί έφεση από τον εναγόμενο 2 και , επομένως δεν τίθεται υπό συζήτηση η ορθότητα της απόφασης σε σχέση με τα έξοδα, στο βαθμό που τον αφορούν.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κωνσταντίνου ν. Χριστοφή (2003) 1 Α.Α.Δ. 11,

Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460,

Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,

Μιχαήλ κ.ά. ν. Φίλιου Γ. Συκοπετρίτη Λτδ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 6745/96), ημερ. 31/3/03.

Ν. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων - εναγόμενος 1 - το βράδυ [*335]της 7/8/1995, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο με Αρ. Εγγραφής JR 373, συγκρούστηκε, στη Λεωφόρο Δημοσθένη Σεβέρη στη Λευκωσία, με το μοτοποδήλατο Αρ. Εγγραφής CAQ 413, το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1 - ενάγων 1 - (ο «εφεσίβλητος»), ηλικίας τότε 17½, περίπου, χρόνων, τελειόφοιτος Τεχνικής Σχολής.  Αποτέλεσμα, ήταν ο τραυματισμός του εφεσίβλητου, ο οποίος, μαζί με τον πατέρα του - (εφεσίβλητο 2) - ιδιοκτήτη του μοτοποδηλάτου, καταχώρισαν στις 25/7/1996, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την Αγωγή Αρ.  6745/96 εναντίον του εφεσείοντα και ακόμη ενός προσώπου - (εναγομένου 2), ως εκ προστήσεως υπευθύνου για το δυστύχημα. Αξιώνονταν αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του εφεσίβλητου και υλικές ζημιές, που προέκυψαν ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος.

Ο εφεσείων, στην Υπεράσπισή του, πρόβαλε, μεταξύ άλλων, ότι για το δυστύχημα ήταν συνυπεύθυνος και ο εφεσίβλητος, λόγω του τρόπου με τον οποίο αυτό επεσυνέβη και της παράλειψής του να φορεί κράνος.

Οι υλικές ζημιές του μοτοποδηλάτου, πρωτόδικα, συμβιβάστηκαν και δηλώθηκαν στο ποσό των £300.00. Τα υπόλοιπα ζητήματα εκδικάστηκαν. Ακούστηκε μαρτυρία τόσο για το ζήτημα της ευθύνης όσο και για το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων. Κατέθεσαν, σ’ ό,τι αφορά το θέμα της ευθύνης, ο εφεσίβλητος και ο εξεταστής της υπόθεσης, η μαρτυρία των οποίων έγινε αποδεκτή. Στη βάση των γεγονότων που προέκυπταν από τη μαρτυρία τους - (ο εφεσείων δεν κατέθεσε) - ο συνήγορος του εφεσείοντα κάλεσε το Δικαστήριο να αποδώσει και στον εφεσίβλητο ποσοστό ευθύνης για το δυστύχημα.

Τα γεγονότα και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το δυστύχημα, καταγράφονται στην απόφαση ως εξής:-

 «... στις 7.8.1995 λίγο μετά τα μεσάνυκτα ο πρώτος ενάγοντας οδηγούσε το μοτοποδήλατο CAQ 413 κατά μήκος της τετραπλής κατευθύνσεως λεωφόρο Δ. Σεβέρη με πορεία προς Λευκωσία. Είχε αναμμένα τα φώτα του μοτοποδηλάτου περιλαμβανομένου και του μπροστινού φανού, η ταχύτητα του ήταν γύρω στα 40 Χ.Α.Ω. και κρατούσε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής είδε σε μικρή απόσταση από αυτόν ένα άσπρο αυτοκίνητο το οποίο οδηγείτο από απέναντι και εβρίσκετο στη λωρίδα κυκλοφορίας που ήταν πλησιέστερα προς το κέντρο της λεωφόρου. Την αμέσως επόμενη στιγμή ο οδηγός του πιο πάνω αυτοκινήτου χωρίς να δώσει προηγουμένως οποιαδήποτε ένδειξη αναφορικά με τις [*336]προθέσεις του έστριψε απότομα δεξιά σε σχέση με την πορεία του και εισήλθε στην πορεία του ενάγοντα. Απέναντι ήταν η οδός Μπότσαρη προς την οποία ο πρώτος εναγόμενος προφανώς ήθελε να εισέλθει. Ο ενάγοντας εφάρμοσε τα φρένα του μοτοποδηλάτου ενώ έκαμε και ελιγμό προς τα αριστερά χωρίς αποτέλεσμα. Το μοτοποδήλατο του συγκρούστηκε στην αριστερή μπροστινή πλευρά του αυτοκινήτου.  Τα δύο οχήματα υπέστησαν ζημιά ενώ ο ενάγοντας τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Η σύγκρουση συνέβηκε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου απέναντι από την οδό Μπότσαρη όπου βρέθηκαν ακινητοποιημένα τα δύο ενεχόμενα οχήματα.

Στη σκηνή του δυστυχήματος υπήρχε πολύ καλός οδικός φωτισμός ενώ ήταν αναμμένο και το μπροστινό φανάρι του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε ο ενάγοντας. Επίσης στο σημείο που έγινε το δυστύχημα ο δρόμος για αρκετή απόσταση είναι ευθύς και οι δύο οδηγοί μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλο.  Ο ενάγοντας όταν είδε τον πρώτο εναγόμενο δεν υπήρχε οτιδήποτε σε σχέση με την οδήγηση του που προειδοποιούσε ότι θα επιχειρούσε να στρίψει προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του. Η ενέργεια του να στρίψει εκδηλώθηκε ξαφνικά και απροειδοποίητα και ενώ βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση από τον ενάγοντα ο οποίος ερχόταν από απέναντι. Αυτές οι συνθήκες δικαιολογημένα δεν άφηναν οποιοδήποτε χρόνο στον ενάγοντα να ενεργήσει αποτελεσματικά προς αποφυγή της σύγκρουσης αν και την τελευταία στιγμή πρόλαβε και έλαβε κάποια αποτρεπτικά μέτρα χωρίς όμως αποτέλεσμα.»

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από σχετικές αποφάσεις - (βλ. Marios Chr. Alexandrou v. Geoffrey Charles Gamble (1974) 1 C.L.R. 5. Kyriacos Antoniou v. Iordanis Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341. Xenophontos and Another v. Anastassiou (1981) 1 C.L.R. 521. Νικολαΐδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422 και Τεμβριώτου ν. Αντωνιάδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 494) - έκρινε ότι:-

«Η υποχρέωση του οδηγού του αυτοκινήτου, δηλαδή του πρώτου εναγόμενου, ήταν να περιμένει μέχρι να ελευθερωθεί ο δρόμος από τα ερχόμενα από την απέναντι κατεύθυνση οχήματα πριν επιχειρήσει να στρίψει δεξιά την οποία όμως υποχρέωση, όπως δείχνουν τα πιο πάνω γεγονότα, απέτυχε να εκπληρώσει.  ... Ο πρώτος εναγόμενος εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα και ενώ εβρίσκετο σε πολύ μικρή απόσταση από τον ενάγοντα επέδειξε πλήρη αδιαφορία για το δικαίωμα του της ελεύθερης διέ[*337]λευσης και εισήλθε στην πορεία του προκαλώντας το δυστύχημα. Σαφώς ο πρώτος εναγόμενος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτό.»

Την εισήγηση για συντρέχουσα αμέλεια, στη βάση παράλειψης του εφεσίβλητου να φορεί κράνος, την απέρριψε γιατί:-

«Η τέτοια παράλειψη του δεν συνιστούσε κατά το χρόνο του δυστυχήματος ποινικό αδίκημα. Όμως μπορεί να αποτελέσει αιτία για διαπίστωση συντρέχουσας ευθύνης εάν διαφανεί από την ιατρική μαρτυρία ότι εάν φορούσε κράνος δεν θα τραυματιζόταν καθόλου ή θα ήταν ελαφρότερος ο τραυματισμός του.»

Η αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 απορρίφθηκε.

Για τον τραυματισμό του εφεσίβλητου, ακούστηκε μαρτυρία,  τόσο από τους γιατρούς που τον εξέτασαν αμέσως μετά το δυστύχημα και, εν συνεχεία, τον περιέθαλψαν όσο και από το Δρ. Η. Γεωργίου, ο οποίος τον εξέτασε, από πλευράς Υπεράσπισης, στις 21/1/1999. Αυτή συνέκλινε στο ότι ο εφεσίβλητος αποθεραπεύθηκε σχεδόν πλήρως, με μόνο κατάλοιπο αυτό  της κούρασης. Τόσο οι θεράποντες ιατροί του όσο και ο Δρ. Γεωργίου κατέληξαν:-

«... ότι πιθανότατα αυτός να κουράζεται και να έχει πρόβλημα κατά τη βάδιση.  ... το κατάλοιπο αυτό θα είναι μόνιμο και θα τον ενοχλεί και στο μέλλον.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, κατέληξε ότι:-

«... ο ενάγοντας στην ηλικία των δεκαεπτάμιση περίπου χρονών ...  είχεν υποστεί επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα του κάτω τριτημορίου του αριστερού μηριαίου οστού, μεγάλο τραύμα στο αριστερό γόνατο και κάταγμα της γνάθου και του δεξιού οφθαλμικού κόγχου. Ακολούθως, υποβλήθηκε σε πολύωρη χειρουργική επέμβαση κατά την οποία έγινε ανοικτή ανάταξη του κατάγματος του μηριαίου οστού και στερέωση του με πλάκα και βίδες, συρραφή των τραυμάτων και ανάταξη και ακινητοποίηση με πλάκες οστεοσύνθεσης του δεξιού οφθαλμικού κόγχου και συρμάτινη ανάρτηση και διαγναθική ακινητοποίηση της άνω και της κάτω γνάθου. Εξήλθε από το νοσοκομείο μετά από ένα μήνα. Η λύση της διαγναθικής ακινητοποίησης έγινε μετά από έξι εβδομάδες και στο μεταξύ ο ενάγοντας τρεφόταν με δυσκολία και μόνο με μαλακή τροφή. Το κάταγμα στο πρόσωπο επου[*338]λώθηκε πλήρως και δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα οποιασδήποτε μορφής. Όσον αφορά το κάταγμα του μηριαίου οστού υπήρξε επιπλοκή καθότι δεν είχε πωρωθεί και στις 8.11.1995 ο ενάγοντας υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση κατά την οποία του έγινε μεταμόσχευση οστού που ελήφθη από το λαγόνιο. Η επέμβαση αυτή ήταν επιτυχής. Ο ενάγοντας εξήλθε από το νοσοκομείο στις 21.11.1995 και βάδιζε με τη βοήθεια βακτηριών. Ένα χρόνο μετά διαπιστώθηκε ότι και το κάταγμα αυτό είχε πωρωθεί. Το μόνιμο κατάλοιπο είναι η κάποια αδυναμία που παρατηρείται και η ευκολία κόπωσης του αριστερού σκέλους μετά από παρατεταμένη φόρτιση που του προκαλεί δυσκολία κατά τη βάδιση. Τα συμπτώματα αυτά οφείλονται στη φύση του εν λόγω τραύματος. Δεν ετέθη θέμα δυσκολίας του ενάγοντα να ασκήσει συγκεκριμένη εργασία λόγω της πιο πάνω κατάστασης του και ειδικότερα αυτής του ηλεκτρολόγου για την οποία είχε εκπαιδευτεί. Οι ιατροί που τον εξέτασαν δεν ερωτήθηκαν αλλά ούτε και από μόνοι τους ανάφεραν οτιδήποτε σχετικά.

Τα τραύματα που υπέστη ο ενάγοντας ήταν σοβαρά και στην περίπτωση του κατάγματος του μηριαίου οστού σαν αποτέλεσμα και της θεραπευτικής αγωγής που εφαρμόστηκε για την αποκατάσταση του ήταν και επώδυνο. Σε σχέση με το κάταγμα στη γνάθο δεν μπορούσε να τραφεί κανονικά και να μιλά για περίοδο έξι εβδομάδων ενώ όσον αφορά το κάταγμα στο μηρό για το οποίο υποβλήθηκε σε δύο εγχειρήσεις η ταλαιπωρία και η απώλεια ανέσεων που υπέστη ήταν πολύ πιο σοβαρή και εκτεταμένη σε χρόνο. Παρέμεινε στο νοσοκομείο για συνολική περίοδο ενάμιση μηνός περίπου κατά την οποία παρέμενε κλινήρης. Η ίδια κατάσταση συνέχισε για ίδιο χρονικό διάστημα και μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο. Για κάθε μετακίνηση του την περίοδο αυτή και για όλες τις προσωπικές του ανάγκες χρειαζόταν τη βοήθεια και τη φροντίδα των γονέων του. Όταν μπόρεσε να σηκωθεί για διάστημα 5 με 6 μηνών περπατούσε με βακτηρίες. Στην κατάσταση αυτή πήγε πίσω στο σχολείο αρχίζοντας από το τρίτο τρίμηνο. Οι πόνοι όμως και η ταλαιπωρία του αποσπούσαν την προσοχή από το μάθημα ενώ λόγω της αδυναμίας του να βαδίζει χωρίς βοήθεια απέσχε από κάθε δραστηριότητα του σχολείου που απαιτούσε ενεργό συμμετοχή γεγονός που συνέβαλε και στη μείωση του τελικού βαθμού του.  Ακολούθως, πήρε απαλλαγή από το στρατό για ένα χρόνο κατά τον οποίο ανάλωσε όλες του τις προσπάθειες στο να βελτιώσει την κατάσταση του ποδιού του. Όταν μετά το χρόνο κατατάγηκε στο στρατό υπηρέτησε ως βοηθητικός και όχι ως κανονικός στρατιώτης γεγονός που τον στενοχωρούσε. Αργότερα όταν αποστρατεύτηκε προσπά[*339]θησε να βρει κάποια εργασία.  Δεν μπόρεσε να απασχοληθεί ως ηλεκτρολόγος και τελικά προσελήφθη ως έκτακτος δεσμοφύλακας στις φυλακές. Είναι υπηρεσία του δημόσιου τομέα.

Τα πιο πάνω γεγονότα είναι σχετικά με το θέμα των γενικών αποζημιώσεων που απαιτεί ο πρώτος ενάγοντας για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια ανέσεων και απολαύσεις της ζωής.  Όπως προκύπτει από αυτά υπάρχουν κάποια μόνιμα κατάλοιπα από τους τραυματισμούς που υπέστη. Πλην των ουλών και ειδικά αυτών που του άφησαν οι δύο εγχειρήσεις είναι και η δυσκολία που αντιμετωπίζει κατά τη βάδιση μετά από κοπιώδη προσπάθεια και έντονη φόρτιση του αριστερού σκέλους. Όμως τα πιο πάνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο ενάγοντας στην ηλικία των δεκαεπτάμιση ετών υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς και υποβλήθηκε σε δύο εγχειρήσεις που του προκάλεσαν πόνο, έντονη ταλαιπωρία λόγω αδυναμίας στη λήψη τροφής και στην ομιλία για 6 εβδομάδες καθώς και στη διακίνηση για χρονικό διάστημα που διάρκησε δέκα μήνες περίπου επηρεάζοντας συγχρόνως αρνητικά και τη φοίτηση του στο σχολείο. Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί η εγχείρηση στην οποία ο ενάγοντας θα πρέπει να υποβληθεί για αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης.»

Ενόψει των πιο πάνω, έκρινε ότι ποσό £30.000,00 είναι εύλογο και εξέδωσε ανάλογη απόφαση, με τόκο 6% ετησίως από 7/8/1995 και, ακολούθως, 8% από 29/11/1996 μέχρι εξοφλήσεως. Επιδίκασε, επίσης, ποσό £1.600,00 για απώλεια εισοδήματος από καλοκαιρινή εργασία. Το ποσό αυτό, κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, συμφωνήθηκε σε £960,00 και, έτσι, η πρωτόδικη απόφαση θα τροποποιηθεί αναλόγως.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν, βασικά, το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Διατυπώθηκαν, όμως, και λόγοι έφεσης σε σχέση με την ευθύνη: Κατά το πρώτο σκέλος, ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να λάβει μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση και, κατά το δεύτερο, ότι παρέλειψε να φορεί κράνος, όπως όφειλε. Το πρώτο σκέλος δεν αναπτύχθηκε στο περίγραμμα του εφεσείοντα και θεωρούμε ότι το εγκατέλειψε - και ορθά, όπως κρίνουμε, ενόψει των δεδομένων. Μπορούμε να είμαστε σύντομοι και ως προς το θέμα του κράνους. Δε θεωρούμε ότι δικαιολογείται επέμβασή μας, ελλείψει οποιασδήποτε ιατρικής ή άλλης μαρτυρίας ότι η παράλειψη αυτή πράγματι προκάλεσε τον τραυματισμό του ή επέδρασε σ’ αυτόν.

Σ’ ό,τι αφορά τις γενικές αποζημιώσεις, ο εφεσείων τις χαρακτηρίζει έκδηλα υπερβολικές. Η φύση και η έκταση του τραυματι[*340]σμού του εφεσίβλητου, υπέβαλε, και η ιατρικά αποδεδειγμένη αποκατάσταση των τραυμάτων, με μόνο κατάλοιπο την αίσθηση κόπωσης του αριστερού σκέλους μετά από παρατεταμένη φόρτιση, δε δικαιολογούν το ύψος του επιδικασθέντος ποσού. Εσφαλμένα, υποστηρίχθηκε, κατά την επιδίκαση των γενικών αποζημιώσεων, λήφθηκε υπόψη ότι ο εφεσίβλητος ανεμένετο να υποβληθεί σε νέα εγχείρηση για αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης, η οποία δε χρειάζεται να γίνει και δεν έγινε, καίτοι παρήλθαν από το δυστύχημα επτά περίπου χρόνια.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι, για εξίσου σοβαρούς τραυματισμούς, επιδικάστηκαν πολύ χαμηλότερα ποσά και μας παρέπεμψε στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Χριστοφή (2003) 1 Α.Α.Δ. 11 και Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460.

Υπέβαλε, τέλος, ότι οι τραυματισμοί του εφεσίβλητου δε δικαιολογούν ποσό γενικών αποζημιώσεων πέραν των £15.000,00, μειωμένο, τουλάχιστον, κατά 5%, λόγω της παράλειψης του εφεσίβλητου να φορεί κράνος.

Έχει νομολογηθεί ότι οι αποζημιώσεις είναι το μέσο, με το οποίο εκτιμάται ο πόνος και η ταλαιπωρία του θύματος, χωρίς να αποσκοπούν στην τιμωρία του αδικοπραγήσαντος. Το ύψος των αποζημιώσεων πρέπει να αντανακλά στη φύση και την έκταση των τραυμάτων, καθώς και στον πόνο του θύματος. Τα δικαστήρια, κατά την επιδίκαση των αποζημιώσεων για τραύματα, παρά την ανοδική πορεία που ακολουθείται, ώστε ο ανθρώπινος πόνος και η ταλαιπωρία να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη ευαισθησία, δεν πρέπει να εκφεύγουν από τα λογικά πλαίσια - (βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66).

Στην παρούσα υπόθεση, ο εφεσίβλητος υπέστη, κατά τη διάρκεια της εφηβείας του, σοβαρούς τραυματισμούς, όπως έχουμε ήδη περιγράψει. Υποβλήθηκε σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις και υπέφερε αρκετά μέχρι τη σταθεροποίηση της κατάστασής του. Στάθηκε τυχερός, αφού οι τραυματισμοί του δεν του άφησαν σοβαρά μόνιμα κατάλοιπα, χωρίς, βέβαια, το κατάλοιπο που θα τον συνοδεύει στο υπόλοιπο της ζωής του - (αδυναμία και ευκολία στην κόπωση του αριστερού σκέλους μετά από παρατεταμένη φόρτιση) - να παραβλέπεται, ενόψει και της ηλικίας του. Το γεγονός ότι τα υλικά οστεοσύνθεσης δεν αφαιρέθηκαν μέχρι σήμερα δεν αποκλείει την ανάγκη αφαίρεσής τους, όπως ήταν, άλλωστε, και η γνώμη του θεράποντα ιατρού, Δρ. Καραπατάκη. Το επιδικασθέν ποσό, έχοντας υπόψη τα όσα υπέστη ο εφεσίβλητος, θα το χαρακτηρίζαμε γενναιόδωρο όχι [*341]όμως έκδηλα υπερβολικό, ώστε να δικαιολογείται επέμβασή μας.

Ένα άλλο ζήτημα, η ορθότητα του οποίου αμφισβητείται, είναι αυτό της επιδίκασης επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων τόκου από την ημερομηνία του ατυχήματος. Το ζήτημα του τόκου αντικρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εξής:-

«Ο κανόνας είναι ότι ο τόκος αρχίζει από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος και είναι σήμερα £8% ετησίως.  Όμως παράλληλα οι σχετικές πρόνοιες του νόμου παρέχουν διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να διαφοροποιήσει τόσο το χρόνο όσο και το ύψος του επιτοκίου αν υπάρχουν περιστάσεις που δικαιολογούν τέτοια παρέκκλιση από τον πιο πάνω γενικό κανόνα. Η παρούσα περίπτωση αφορά τροχαίο δυστύχημα και ο εναγόμενος ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι οι ενάγοντες είχαν απαίτηση εναντίον του συνεπεία αυτού όταν έγινε το δυστύχημα δεδομένης μάλιστα της κατάληξης αναφορικά με το θέμα της ευθύνης για το οποίο από την πρώτη στιγμή δεν πρέπει να υπήρχε αμφιβολία. Με αυτά τα δεδομένα θεωρώ ορθό όπως ο τόκος αρχίζει από την ημέρα του δυστυχήματος 7.8.1995.»

Οι χειρισμοί που έγιναν, υπέβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα - η αγωγή καταχωρήθηκε στις 25/7/1996 και δύο χρόνια αργότερα υπεβλήθη αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, για να προστεθούν ισχυρισμοί για βλάβες και συνακόλουθα, οι οποίοι, τελικά, δεν προωθήθηκαν - δε λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντίθεση με τη νομολογία.

Το θέμα της επιδίκασης τόκου, σύμφωνα με τη νομολογία, ανήκει στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Όπως τονίστηκε στη Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Δ.Δ. 475, από τον Κωνσταντινίδη, Δ.:- (σελ. 496)

«... τα πιο πάνω, ως καθοδήγηση σε σχέση με τον τρόπο άσκησης διακριτικής εξουσίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, δεν αποτελούν ούτε κανόνα δικαίου ούτε κανόνα πρακτικής έτσι που να αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων που δεν θα κατάτασσαν μια υπόθεση στην κατηγορία των συνηθισμένων υποθέσεων του είδους, μπορούν να ληφθούν υπόψη και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια διαφορετική προσέγγιση*. Συναφώς, σημειώνουμε πως σ’ όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση. Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα**

Στη Μιχαήλ κ.ά. ν. Φίλιου Γ. Συκοπετρίτη Λτδ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049, σε σχέση με τον τόκο, αναφέρονται τα ακόλουθα:- (σελ. 1064)

«Ο νόμος απολήγει στην παροχή ευχέρειας επιδίκασης τόκου για ολόκληρο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος ή από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, ως ήθελε κριθεί δίκαιο, προς 8%.  Αναφορικά με αγωγές που εκκρεμούσαν πριν τη θέσπιση του Ν. 102(Ι)/96, ο επιδικαζόμενος τόκος καθορίζεται σε 6% μέχρι την ημερομηνία έκδοσής του (29/11/96).»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του ειδικά στο θέμα και έδωσε εξήγηση. Επ’ αυτού δε διατυπώθηκε οτιδήποτε.  Αντ’ αυτού, εγείρεται θέμα καθυστέρησης στην προώθηση της αγωγής από τον εφεσίβλητο. Έχουμε εξετάσει την πορεία που ακολούθησε η υπόθεση, με σκοπό να διαπιστώσουμε εάν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση. Δε διαπιστώνουμε να υπήρξε, δεδομένου ότι η κατάσταση του εφεσίβλητου από τον τραυματισμό του δεν είχε αποκρυσταλλωθεί αμέσως, αλλά ούτε και χειρισμούς, που να δικαιολογούν την εισήγηση του εφεσείοντα. Για τις όποιες αναβολές υπήρξαν στη συνέχιση της ακρόασης, δεν υπήρξε ένσταση από πλευράς εφεσείοντα και, εν πάση περιπτώσει, αυτές κρίθηκαν από το Δικαστήριο δικαιολογημένες.

Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται και σε σχέση με τη διαταγή για τα έξοδα, η οποία έχει ως εξής:-

«Όσον αφορά τα έξοδα σημειώνω ότι την υπόθεση των εναγόντων χειρίστηκε, όπως ήταν λογικό, ένας δικηγόρος ενώ με την έναρξη της αγωγής ο κάθε εναγόμενος είχε διαφορετικό δικηγόρο ο οποίος καταχώρησε σημείωμα εμφανίσεως και υπεράσπιση για τον εναγόμενο που εκπροσωπούσε.  ... η δίκη που διεξήχθη ουσιαστικά αφορούσε αντιδικία μεταξύ του πρώτου ενάγοντα και του πρώτου εναγομένου. Εάν λοιπόν τίθεται θέμα εξόδων υπέρ [*343]του δεύτερου εναγομένου σε σχέση με τον οποίο απέτυχε η αγωγή αυτά περιορίζονται στο εντελώς αρχικό στάδιο της διαδικασίας μέχρι την καταχώρηση της υπεράσπισης του.

Επομένως, με βάση τα πιο πάνω επιδικάζονται έξοδα υπέρ μόνο του πρώτου ενάγοντα και εναντίον του πρώτου εναγομένου στην κλίμακα που εμπίπτει το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού ήτοι £31.600 πλέον οι τόκοι και εναντίον του πρώτου ενάγοντα και υπέρ του δεύτερου εναγομένου μέχρι της καταχώρησης της υπεράσπισης του.»

Η απόρριψη της αγωγής, υπέβαλε, εναντίον του εναγομένου αρ. 2 δικαιολογεί επιδίκαση του ½ των εξόδων υπέρ του εφεσίβλητου, δεδομένου ότι για την απόρριψη αυτή δεν επιδικάστηκαν έξοδα.  

Δεν έχει ασκηθεί έφεση από τον εναγόμενο 2 και, επομένως, δεν τίθεται υπό συζήτηση η ορθότητα της απόφασης σε σχέση με τα έξοδα, στο βαθμό που τον αφορούν. Ο λόγος έφεσης από τον εφεσείοντα στηρίζεται στο συλλογισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον οποίο δεν εδικαιολογείτο να επιδικαστούν έξοδα υπέρ του εναγομένου 2, αφού, από την ημερομηνία καταχώρισης της Υπεράσπισης, οι δύο εναγόμενοι είχαν κοινό δικηγόρο. Κάτω από αυτό το δεδομένο, όπως είναι η εισήγηση, έπρεπε να επιδικαστεί εις βάρος του εφεσείοντα μόνο το ένα δεύτερο των εξόδων.  Όμως, το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης περιλάμβανε και περαιτέρω εκτίμηση. Η αντιδικία, μετά την καταχώριση της Υπεράσπισης, αφορούσε μόνο τον εφεσείοντα, τον εφεσίβλητο και κανένα άλλο. Το κρίσιμο αυτό μέρος της πρωτόδικης απόφασης ο εφεσείων το παραβλέπει. Χωρίς οτιδήποτε που να δείχνει σφάλμα ως προς αυτό, δεν κρίνουμε ότι στοιχειοθετείται λόγος για παρέμβασή μας.

Σε σχέση με την απώλεια εισοδήματος από καλοκαιρινή εργασία, η πρωτόδικη απόφαση εκ συμφώνου τροποποιείται, ώστε το ποσό να είναι £960,00.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο