Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Ανδρούλλας Κυριάκου και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 417

(2006) 1 ΑΑΔ 417

[*417]22 Μαΐου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

1.  ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

2.  ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΚΟΦΕΓΓΙΤΗ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

     ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12024)

 

Αποζημιώσεις ― Θανατηφόρο εργατικό ατύχημα ― Αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι την ημέρα του θανάτου, καθορίστηκαν στις £10.000 ― Άρθρο 34(1) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189 και Άρθρο 57Α(1)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Συνυπολογισμός κακώσεων με οποιαδήποτε ταλαιπωρία η οποία έχει προκληθεί από τη γνώση μείωσης της διάρκειας της ζωής του αποβιώσαντος.

Απόδειξη ― Δηλώσεις στις οποίες αποβιώσας σε εργατικό ατύχημα προέβη μεταξύ ατυχήματος και θανάτου πως γνώριζε με βεβαιότητα από την αρχή για τον επερχόμενο θάνατό του ― Κατά πόσο αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης για πόνο και ταλαιπωρία.

Αποζημιώσεις ― Θανατηφόρο εργατικό ατύχημα ― Αγωγή προς όφελος των εξαρτωμένων αποβιώσαντος ― Καθορισμός του ποσού της ετήσιας εξάρτησης ― Ετήσια εισοδήματα τα οποία, ενόψει των δεδομένων, μεταξύ των οποίων ήταν και η προοπτική προαγωγής, θα κέρδιζε ο αποβιώσας αν δεν επεσυνέβαινε το θανατηφόρο ατύχημα μείον των προσωπικών εξόδων του με πολλαπλασιαστή 10, υιοθετήθηκε στην περίπτωση τεχνικού της ΑΗΚ ηλικίας 47 ετών ο οποίος είχε εξαρτώμενους τη σύζυγο και το γιο του ― Εισόδημα της συζύγου λήφθηκε υπόψη στον καθορισμό του ποσού της εξάρτησης ― Επιδίκαση πρωτοδίκως ως αξία της απωλεσθείσας εξάρτησης, το ποσό των £112.695 ― Μειώθηκε κατ’ έφεση στο ποσό των £90.887,95 λόγω αφαίρεσης (α) [*418]αυξημένων υποχρεωτικών αποκοπών από τις αυξημένες απολαβές που θα είχε ο αποβιώσας λόγω της προοπτικής εξασφάλισης προαγωγής, που δεν λήφθηκαν υπόψη πρωτοδίκως, και (β) του ποσού το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στη σύζυγο ως μέρος της διαφοράς του φιλοδωρήματος που θα εισέπραττε ο αποβιώσας αν αφυπηρετούσε κανονικά.

Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Πολλαπλασιαστής ― Τεχνικός της ΑΗΚ ηλικίας 47 ετών ― Πολλαπλασιαστής υπολογίστηκε σε 10 χρόνια από το πρωτόδικο Δικαστήριο και επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Ο καθορισμός του πολλαπλασιαστή ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Αποζημιώσεις ― Θανατηφόρο εργατικό ατύχημα ― Αγωγή προς όφελος των εξαρτωμένων αποβιώσαντος ― Απώλεια εξάρτησης ― Κατά πόσο στον υπολογισμό των αποζημιώσεων λαμβάνονται υπόψη ωφελήματα που περιέρχονται σε πρόσωπο ως αποτέλεσμα του δικού του θανάτου, όπως είναι μεταξύ άλλων, η σύνταξη χηρείας της συζύγου από τις κοινωνικές ασφαλίσεις, η σύνταξη από τους εργοδότες του αποβιώσαντος και το ποσό από το Ταμείο Βοήθειας Θανάτου.

Τόκος ― Επιδίκαση νόμιμου τόκου επί ποσού δικαστικής απόφασης ― Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60 και τροποποιήσεων) ― Εφαρμοστέες αρχές.

Τόκος ― Επιδίκαση τόκου επί των αποζημιώσεων για απώλεια εξάρτησης μέχρι την ημέρα έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης προς 3% από την ημέρα του θανάτου και ακολούθως προς 4% από 29/11/96 μέχρι την έκδοση της απόφασης ― Αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση με επιδίκαση τόκου προς 6% και 8% αντιστοίχως επί του ½ ποσού των αποζημιώσεων.

Ο Αναστάσης Κυριάκου (ο αποβιώσας), υπάλληλος των εφεσειόντων, έχασε τη ζωή του εξ αιτίας εγκαυμάτων που υπέστη από έκρηξη που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Το ατύχημα συνέβηκε στις 5/7/94 και ο θάνατος επήλθε στις 27/7/94. Ο αποβιώσας, ήταν καμένος κατά 98% και είχε φρικτούς πόνους μεταξύ του χρόνου που συνέβηκε το ατύχημα και του θανάτου του. Οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν πλήρη ευθύνη και η έφεση αφορά σε ορισμένα από τα κεφάλαια της συνολικής αποζημίωσης των £134.845 που επιδικάσθηκε υπέρ των κληρονόμων και των εξαρτωμένων του, είχε σύζυγο και ένα ανήλικο γιο. Η αντέφεση αφορά στο ζήτημα του τόκου και σε ένα από τα πιο πάνω ποσά.

Α. Έφεση

[*419]

Ενώπιον του Εφετείου συζητήθηκαν τα ακόλουθα θέματα:

1. Αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στο Άρθρο 34(1) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189 και το Άρθρο 57Α(1)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, καθοδηγούμενο και από την απόφαση στην Καζάκου ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1626, επιδίκασε το ποσό των £10.000 για τον πόνο και την ταλαιπωρία του αποβιώσαντος μέχρι την ημέρα του θανάτου του.

     Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το επιδικασθέν ποσό ήταν υπερβολικό ενόψει του ότι:

(α)          Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας «γνώριζε με βεβαιότητα από την αρχή για τον επερχόμενο θάνατο του» στηρίχτηκε στη μεταφορά από τη σύζυγό του σχετικής δήλωσης προς την ίδια. Κατά την εισήγηση, αυτή η μαρτυρία ήταν εξ ακοής.

(β)          Οι αποζημιώσεις που επιδικάσθηκαν στην Καζάκου ήταν £3.000 με την προσθήκη πως, το πιο πάνω ποσό θα ήταν μεγαλύτερο αν ο αποθανών είχε επίγνωση του ενδεχόμενου θανάτου του. Το μεγαλύτερο ποσό δεν μπορούσε να ήταν υπερτριπλάσιο στο πλαίσιο των αρχών σε σχέση με τις αποζημιώσεις.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως κάτω από τα εξαιρετικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν ευσταθούσε η εισήγηση πως το ποσό που επιδικάσθηκε ήταν υπερβολικό ώστε να δικαιολογείται παρέμβασή του.

2.  Το ποσό της ετήσιας εξάρτησης.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε τα ετήσια εισοδήματα του αποβιώσαντος, αφαίρεσε από αυτά ποσοστό 20% για τις προσωπικές του ανάγκες και πολλαπλασίασε το υπόλοιπο με το 10 που θεώρησε ως τον κατάλληλο πολλαπλασιαστή στην περίπτωση. Προέκυψε ως αξία της απωλεσθείσας εξάρτησης, σε αυτή τη βάση, το ποσό των £112.695. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στον καθένα από τους όρους της εξίσωσης.

2.1.        Το εισόδημα που απωλέσθηκε.

[*420]

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε το ποσό των £1.021,04 ως το μηνιαίο καθαρό μισθό, το οποίο, «θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη επί 13 μήνες δεδομένου ότι οι υπάλληλοι της Αρχής δικαιούνται και σε 13ο μισθό». Το εν λόγω ποσό αποτελεί το μέσο όρο του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος των £807,59 που είχε κατά το θάνατο του ο αποβιώσας τον Ιούλιο του 1994, και του καθαρού μηνιαίου μισθού των £1.234,49 που το Δικαστήριο υπολόγισε ότι θα έπαιρνε ο αποβιώσας από 1/1/03 σε περίπτωση προαγωγής του. Κατά συνέπεια, για την περίοδο μέχρι τις 31/12/02 υπολόγισε ως ετήσιο εισόδημα του αποβιώσαντος το ποσό των £13.273. Ενώ για την περίοδο μετά την 1/1/03, το ποσό των £16.048, στη βάση των £1.234,49 μηνιαίως, επί 13 μήνες.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι:

Δεν προέκυπτε «με μεγάλη βεβαιότητα ότι ο αποβιώσας θα εξασφάλιζε προαγωγή και επίσης ότι δεν εδικαιολογείτο να προστεθεί στο μισθό της ανώτερης θέσης οποιοδήποτε ποσό για αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Σε σχέση με το ποσοστό των 34.83% που αφαιρέθηκε για υποχρεωτικές αποκοπές κατά το χρόνο του θανάτου, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι έπρεπε να αυξηθεί, αφού πλέον, μεγαλύτερο μέρος των απολαβών θα ενέπιπτε στις αυξημένες φορολογικές κλίμακες και θα έπρεπε το ποσοστό των αποκοπών να αυξηθεί.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση των εφεσειόντων και έκρινε στο πλαίσιο των δεδομένων και της λογικής που διέπει την πρωτόδικη απόφαση αφαίρεση της τάξης του 5% από το ποσό των £1.234,49.

Σε σχέση με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των εφεσειόντων το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή σε σχέση με την πιθανότητα εξασφάλισης προαγωγής από τον αποβιώσαντα όπως επίσης και σε σχέση με την ανάγκη για ανάληψη υπερωριακής εργασίας από αυτόν αφού είχε μεγάλες οικονομικές ανάγκες για ολόκληρη την ουσιώδη περίοδο.

Το ποσό της εξάρτησης θα έπρεπε να εξευρεθεί με τον πολλαπλασιασμό του μέσου όρου του μηνιαίου εισοδήματος επί δώδεκα και την προσθήκη στο γινόμενο του 13ου μισθού χωρίς υπερωριακή αμοιβή. Αφού ο 13ος μισθός κατά το χρόνο του [*421]θανάτου ήταν £575 και κατά τις αρχές του 2003 £836, 25 σεντ, στο πλαίσιο της μεθόδου που υιοθέτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και λαμβάνοντας υπόψη και την αύξηση στο ποσοστό των αποκοπών ως ανωτέρω, η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής:

Ο μέσος όρος των μισθών, όπως προκύπτει πλέον από την προσθήκη των £807,59 και των £1.172,77 είναι το ποσό των £990,18. Και ο μέσος όρος του 13ου μισθού είναι £705,62. Επομένως, ως η βάση για τους περαιτέρω υπολογισμούς για την περίοδο από το θάνατο ως το τέλος του 2002 πρέπει να είναι ο πολλαπλασιασμός των £990,18 Χ 12 και η προσθήκη του ποσού των £705,62, δηλαδή £12.587,78 ετησίως. Ενώ για την περίοδο από την 1/1/2003, το ποσό, αφού αυξηθούν κατά 5% οι αποκοπές και γίνει ο ίδιος υπολογισμός με το 13ο μισθό, πρέπει να είναι το ποσό των £14.909,49 ετησίως.

2.2.        Το ποσοστό 20% που αφαιρέθηκε για τα προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να υπολογίσει το ποσοστό του 25% όχι στη βάση των εισοδημάτων του αποβιώσαντος αλλά στη βάση του συνόλου του κοινού εισοδήματος που είχε με τη σύζυγό του, και στην προκειμένη περίπτωση το εισόδημα της συζύγου ήταν ουσιαστικό. Κατά το χρόνο του θανάτου, έναντι των δικών του £807 μηνιαίως εκείνη εισέπραττε καθαρά £545 μηνιαίως και κατά τις αρχές του 2003 έναντι των δικών του £1.172,77 μηνιαίως εκείνη εισέπραττε καθαρά £930 μηνιαίως.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού υιοθέτησε τη φόρμουλα της Coward v. Comex Houlder Diving Ltd, έκρινε πως, στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, το ποσοστό 20% θα ήταν δίκαιο. Κατ’ εφαρμογή δε της αναφερθείσας φόρμουλας, το ποσό της εξάρτησης για τις περιόδους όπως τις καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο θα είναι ως ακολούθως:

(α) Για την περίοδο από 1/8/94 μέχρι 31/12/02, £8.653,2 ετησίως.

(β) Για την περίοδο από 1/1/03, £9.509,59 ετησίως.

Στα πιο πάνω ποσά θα προστεθεί και £300 ετησίως για προσωπική εργασία και ανιδιοτελή προσφορά του εφεσείοντος στο [*422]σπίτι, για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση, ανεβάζοντας το μεν ποσό κάτω από (α) ανωτέρω στις £8.953,2, το δε ποσό κάτω από (β) ανωτέρω στις £9.809,59.

Ο υπολογισμός του ποσοστού της εξάρτησης στη βάση ότι το παιδί του ζεύγους ήταν εξαρτώμενος και μετά την ηλικία των 20 ετών είναι δικαιολογημένος. Το παιδί από πολύ νωρίς προετοιμαζόταν για σπουδές στο εξωτερικό, αυτή η προοπτική ήταν μέρος του προγραμματισμού και, μάλιστα, ήταν γνωστό κατά τη δίκη πως υλοποιήθηκε κιόλας.

2.3.        Ο πολλαπλασιαστής.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως δεν εδικαιολογείτο πολλαπλασιαστής πέραν του επτά, στην περίπτωση του αποβιώσαντος ο οποίος είχε συμπληρώσει το 47ο έτος κατά το χρόνο του θανάτου του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε πως ο καθορισμός του πολλαπλασιαστή είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου που γίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε υπόθεσης, και αποφάνθηκε πως στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κινήθηκε εκτός ορίων. Ο αποβιώσας ήταν υγιής, δεν κάπνιζε, δεν έπινε και ήταν αυστηρά οικογενειακή η ζωή του. Η εργοδότηση του ήταν σταθερή, είχε μάλιστα και προοπτική ανέλιξης.

2.4.        Η διαφορά στο ύψος του φιλοδωρήματος που εισέπραττε η σύζυγος του αποβιώσαντος από εκείνο που θα εισπραττόταν αν ο αποβιώσας αφυπηρετούσε κανονικά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £5.000 υπέρ της συζύγου ως μέρος της διαφοράς του φιλοδωρήματος (το σύνολο ήταν £14.121,24 σεντ), επειδή «θα είχε εύλογη προσδοκία» να το επωφεληθεί. Το οποίο και πρόσθεσε στα άλλα ως μέρος της «απωλεσθείσας εξάρτησης».

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η επιδίκαση του πιο πάνω ποσού δεν αντιστοιχούσε προς τα δεδομένα της περίπτωσης. Αφού ούτε η σύζυγος θα ήταν εξαρτώμενη όταν θα καθίστατο πληρωτέο το φιλοδώρημα και, πάντως, θα είχε ήδη παρέλθει η δεκαετία του πολλαπλασιαστή, δεν ήταν νοητό να επιδικαστεί υπέρ της οποιοδήποτε τέτοιο ποσό ως μέρος της εξάρτησης. Κάλεσαν δε το Δικαστήριο να μη ακολουθήσει την Καζάκου στο [*423]βαθμό που, χωρίς να συζητήσει το θέμα, κατέληξε διαφορετικά. Οι εφεσείοντες παραπονούντο και για τον τόκο που επιδικάστηκε στο ποσό.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αρχή που διέπει το θέμα και με αντέφεση θεωρούν ότι εσφαλμένα δεν επιδικάσθηκε ολόκληρη η διαφορά.

Αποφασίστηκε ότι:

Στην έκταση που η αποζημίωση διεκδικείται ως μέρος της εξάρτησης προϋποθέτει πως τη διαφορά τη στερήθηκε, έστω η σύζυγος, ως ποσό από το οποίο, μαζί με τα άλλα βεβαίως, θα εξαρτάτο. Υπό τα δεδομένα της περίπτωσης ελλείπει αυτή η προϋπόθεση και δεν ήταν ορθή η επιδίκαση για ποσό που θα ήταν πληρωτέο, κάτω από οποιαδήποτε σκοπιά και να αντικρύζετο το θέμα, σε χρόνο κατά τον οποίο ούτε η σύζυγος θα ήταν εξαρτώμενη.

Ούτε και υπάρχει δυνατότητα διεκδίκησης του ποσού από τους κληρονόμους, στην προκείμενη περίπτωση από τη σύζυγο υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος. Το Άρθρο 34(2)(α)(ii) εισάχθηκε με το Ν.157/85 κατά απόδοση της αντίστοιχης πρόνοιας της αγγλικής Administration of Justice Act 1982. Προβλέπει πως η αποζημίωση η οποία δύναται να αναζητηθεί επ’ ωφέλεια της κληρονομιάς δεν περιλαμβάνει «αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος σχετικά με οποιαδήποτε περίοδο μετά το θάνατο του». Έπεται πως η πρωτόδικη απόφαση θα τροποποιηθεί με αφαίρεση του ποσού των £5.000.

2.5.        Το ποσά που εισέπραξαν οι εξαρτώμενοι μετά το θάνατο.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως λανθασμένα το Δικαστήριο αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη, δηλαδή δεν αφαίρεσε από τις αποζημιώσεις που έκρινε ότι αποτελούσαν την απώλεια της εξάρτησης τα πιο κάτω:

=   Ποσό £618,58 μηνιαίως που αποτελεί τη σύνταξη χηρείας της συζύγου από τις κοινωνικές ασφαλίσεις.

=   Ποσό £210 μηνιαίως που αποτελεί σύνταξη από τους εφεσείοντες.

[*424]=         Ποσό £43.650 που πληρώθηκαν από δύο ασφαλιστικές εταιρείες των οποίων τα συμβόλαια έκαμαν και τα ασφάλιστρα πλήρωναν οι εφεσείοντες.

=   Ποσό £8.068,97 που πληρώθηκε από το Ταμείο Βοήθειας Θανάτου που δημιουργήθηκε από εισφορές των υπαλλήλων και τελούσε υπό τη διαχείριση της συντεχνίας τους.

Αποφασίστηκε ότι:

Τα επίμαχα ποσά είναι ωφελήματα (benefits) με την έννοια του Άρθρου 58(19) του Κεφ. 148 που διέπει το θέμα και περιήλθαν στη σύζυγο και τον άλλο εξαρτώμενο ως αποτέλεσμα του θανάτου του αποβιώσαντος. Έπεται πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και καλώς δεν υπολογίσθηκαν τα αναφερθέντα ποσά.

Β. Αντέφεση.

Διατυπώθηκαν οι ακόλουθοι δύο λόγοι αντέφεσης σε σχέση με το μέρος της πρωτόδικης απόφασης για τον τόκο, αναφορικά με το ποσό που αντιστοιχεί προς την απώλεια εξάρτησης:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τόκο για το πιο πάνω ποσό μόνο μέχρι την ημέρα έκδοσης της απόφασής του. Από εκεί και πέρα όπως κατέληξε, δεν θα έφερε οποιονδήποτε τόκο «στο βαθμό που καλύπτει αποζημίωση για απώλεια που θα προκύπτει στο μέλλον» και αυτό με αναφορά στην Cookson v. Knowles [1978] 2 All E.R. 604.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τόκο πάνω στο ίδιο ποσό προς 3% από 27/7/94 και ακολούθως προς 4% από 29/11/96 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του. Η διαφοροποίηση αναφορικά με τις δυο περιόδους οφείλεται στις νομοθετικές αλλαγές ως προς το ύψος του επιτοκίου και δεν αμφισβητείται η ορθότητά της. Είναι όμως η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα προς ό,τι ισχύει στην Αγγλία, δεν μπορούσε να μειώσει το επιτόκιο που προβλέπει ο νόμος και πως η διακριτική του εξουσία όπως προβλέπει το άρθρο 58Α, ήταν δυνατό να αφορούσε στο κατά πόσο θα επιδικαζόταν τόκος προς 6% ή 8% αντιστοίχως «αναφορικά με ολόκληρο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί, για ολόκληρη ή για μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας καταχώρισης της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

[*425]

1. Ο λόγος 1 ανωτέρω ευσταθεί. Οι εφεσίβλητοι στερήθηκαν από το νόμιμο τόκο που φέρει κάθε απόφαση ενόψει των προνοιών του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60 όπως τροποποιήθηκε, ειδικά από το Ν.102(Ι)/96) υπό τις οποίες και ρητά τελεί το Άρθρο 58Α του Κεφ. 148, προφανώς εξ αιτίας παρανόησης σε σχέση με τις αρχές της σταθερής νομολογίας μας (μεταξύ άλλων, της Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 και Α. Panayides Contr. Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416) πως δεν επιδικάζονται τόκοι για μελλοντικές απώλειες. Αυτός ο περιορισμός, όπως βεβαίως προκύπτει και από τις πιο πάνω αποφάσεις, αφορά στη διακριτική εξουσία για επιδίκαση τόκου αναδρομικά, πριν δηλαδή την έκδοση της απόφασης, κατ’ εφαρμογήν του Άρθρου 58Α του Κεφ. 148 και δεν επιδρά στη γενική νομοθετική ρύθμιση για ό,τι ονομάζουμε ως νόμιμο τόκο από την έκδοση της απόφασης, πάνω στο σύνολο του ποσού που επιδικάζεται.

2. Δεν δικαιολογείται παρέμβαση στην πρωτόδικη απόφαση ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενό της, αλλά επιβάλλεται η διόρθωσή της ώστε το επιτόκιο να είναι 6% και 8% αντιστοίχως, αλλά επί του ½ του ποσού.

Οι εφεσείοντες υποχρεούνται σε αποζημιώσεις ως ακολούθως:

1. Ποσό £10.000 για πόνο και ταλαιπωρία.

2. Ποσό £90.887,95 για απώλεια εξάρτησης.

3. Ποσό £1.150 για έξοδα κηδείας.

4. Ποσό £6.000 για απώλεια (bereavement).

Σύνολο: £108.037,95.

Αυτά, με τόκο ως η πρωτόδικη απόφαση με τη διαφορά, κατ’ αρχάς, ότι η απόφαση για το συνολικό ποσό των £108.037,95 θα φέρει το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης. Και, περαιτέρω, ως προς το ποσό για την απώλεια της εξάρτησης, από τις καθοριζόμενες στην πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίες, το επιτόκιο θα είναι προς 6% και 8% αντιστοίχως αλλά σε κάθε περίπτωση επί του ½ του ποσού των £90.887.95.

Η έφεση και η αντέφεση επιτράπηκαν μερικώς. Εκδόθηκε απόφαση για το συ[*426]νολικό ποσό των £108.037,95 με τόκο ως ανωτέρω. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Καζάκου ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1626,

Δημοκρατία ν. Πανή (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 124,

Chrysostomou v. Plovidba (1983) 1 C.L.R. 596,

Robertson v. Lestrange [1985] 1 All E.R. 950,

Harris v. Empress Motors Ltd [1983] 3 All E.R. 561,

Νικολάου ν. Μιχαήλ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1866,

Wheatley v. Cunningham [1992] P.I.Q.R. 100,

Crabtree v. Wilson [1993] P.I.Q.R. 24,

Cox v. Hockenhull [1999] 3 All E.R. 577,

A.T.H. & anr v. MS [2002] EWCA Civ 792,

Βουνού ν. Βουνού (1998) 1 Α.Α.Δ. 490,

Davies v. Whiteways Cyder Co Ltd [1974] 3 All E.R. 168,

Phylactou v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 188,

Mitheo Ltd v. Koudounas (1988) 1 C.L.R. 796,

Kassinou v. Efstathiou (1984) 1 C.L.R. 77,

Stanley v. Saddique [1991] 1 All E.R. 529,

Θεοδούλου ν. Κοκκινόφτα κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 759,

Pidduck v. Eastern Scottish Omnibuses Ltd [1990] 1 WLR 993,

Cookson v. Knowles [1978] 2 All E.R. 604,

[*427]Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,

Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1 Α.Α.Δ. 1847,

Λεριός ν. Αλεξίου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1195,

A. Panayides Contr. Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416,

Στυλιανού ν. Μάτση κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1288.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 574/96), ημερ. 26/3/04.

Γ. Λουκαΐδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Πετουφάς με Μ. Πετουφά, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Αναστάσης Κυριάκου απεβίωσε εξ αιτίας των εγκαυμάτων που υπέστη όταν κατά το κλείδωμα διακόπτη, στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως υπάλληλος των εφεσειόντων, σημειώθηκε έκρηξη. Η εφεσείουσα αποδέχθηκε πλήρη ευθύνη και η έφεση αφορά σε ορισμένα από τα κεφάλαια της συνολικής αποζημίωσης των £134.845 που επιδικάστηκε υπέρ των κληρονόμων και των εξαρτωμένων του. Η αντέφεση, μετά την απόσυρση ορισμένων από τους λόγους της, αφορά στο ζήτημα του τόκου και σε ένα από τα πιο πάνω ποσά.

Δεν είχαν κληθεί μάρτυρες από τους εφεσείοντες, η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε στη μαρτυρία των 6 μαρτύρων που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι και, χωρίς άλλη εισαγωγή, θα εξετάσουμε με τη σειρά, τα θέματα που συζητήθηκαν ενώπιόν μας.

Αποζημιώσεις για Πόνο και Ταλαιπωρία

Με αναφορά στο άρθρο 34(1) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου Κεφ. 189 και στο άρθρο 57Α(1)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, το πρωτόδικο δικα[*428]στήριο, καθοδηγούμενο και από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Καζάκου ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1626, επιδίκασε για τον πόνο και την ταλαιπωρία του αποβιώσαντος από την ημέρα του δυστυχήματος, στις 5.7.94, μέχρι την ημέρα του θανάτου του, στις 27.7.94, το ποσό των £10.000. Στην Καζάκου το θύμα υπέστη πολλαπλά κατάγματα, οι πόνοι από τα οποία περιγράφηκαν ως φρικτοί και ανελέητοι. Εν τούτοις, οι προοπτικές για σύντομη επιστροφή στο σπίτι του ήταν ευοίωνες και ο θάνατος, ένα μήνα μετά το δυστύχημα, ήταν το αποτέλεσμα ξαφνικής καταπληξίας και υπότασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους £3.000 με την προσθήκη πως, «το πιο πάνω ποσό αναμφισβήτητα θα ήταν μεγαλύτερο αν ο αποθανών είχε επίγνωση του ενδεχόμενου θανάτου, (ίδε άρθρο 57Α(Ι)(β) του Κεφ. 148….)». Σημειώνουμε πως αυτό το άρθρο ρητά προσδιορίζει ως παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη «οποιαδήποτε ταλαιπωρία η οποία έχει προκληθεί ή η οποία δυνατό να προκληθεί από τη γνώση ότι η διάρκεια της ζωής αυτού έχει μειωθεί με τον τρόπο αυτό».

Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αποζημίωση ενόψει της φύσης των κακώσεων και των επακόλουθών της συνυπολογίζοντας και πως ο αποβιώσας «γνώριζε με βεβαιότητα από την αρχή για τον επερχόμενο θάνατό του» και με την έφεση υποστηρίζεται ότι:

(α)   Ανεπιτρέπτως το πρωτόδικο δικαστήριο, σε σχέση με τη γνώση του αποβιώσαντος, στηρίχτηκε στη μεταφορά από τη σύζυγό του σχετικής δήλωσής του προς την ίδια. Κατά την εισήγηση, αυτή η μαρτυρία ήταν εξ ακοής.

(β)   Ούτως ή άλλως, το ποσό ήταν υπερβολικό. Το μεγαλύτερο ποσό στο οποίο αναφέρθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Καζάκου δεν μπορούσε να ήταν υπερτριπλάσιο στο πλαίσιο των αρχών σε σχέση με τις αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, στις οποίες παραπέμπει ο Kemp and Kemp, Τhe Quantum of Damages, 4η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 42. Ιδίως λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος μεταξύ του δυστυχήματος και του θανάτου και αυτό παρά το ότι όπως δέχονται, πράγματι η κατάσταση ήταν τραγική «με τον αποβιώσαντα καμένο κατά 98% και με φρικτούς πόνους».  Αφού μάλιστα αυτοί οι πόνοι καταστέλλονταν με αναλγητικά.

Η συζήτηση σε σχέση με τη μαρτυρία της συζύγου του αποβιώσαντος πως ο ίδιος, με την παραίνεση να φροντίσει το παιδί τους, της ανέφερε πως αντιλαμβανόταν πόσο σοβαρή ήταν η κατάστασή του και πως δεν θα τα κατάφερνε, έγινε χωρίς αναφορά στη νομο[*429]λογία. Ενώ, θα μπορούσαν τα μέρη να καθοδηγηθούν από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Πανή (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 124 αναφορικά με δηλώσεις οι οποίες, στην πραγματικότητα, συνιστούσαν όχι εξ ακοής μαρτυρία αλλά πρωτογενή μαρτυρία. Όπως και από τον όγκο της νομολογίας όπως τη συνοψίζουν οι Phipson on Evidence 14η έκδοση, σελ. 343, §16-01 κ.επ., Cross on Evidence 6η έκδοση, σελ. 590 κ.επ, Murphy on Evidence 6η εκδοση σελ. 199 κ.επ., Κακογιάννης, Η Απόδειξη, σελ. 369, 546, 614, Τάκης Ηλιάδης, Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 246 κ.επ. Η νοητική κατάσταση του αποβιώσαντος ήταν επίδικο θέμα ως σχετική προς το ύψος της αποζημίωσης και, κατά την πάγια επί του σημείου νομολογία, οι δηλώσεις του σαφώς ήταν αποδεκτή μαρτυρία. Δεν ευσταθεί, λοιπόν, αυτός ο λόγος έφεσης και αυτό ανεξάρτητα από το αν θα μπορούσε να εξαχθεί το ίδιο συμπέρασμα και από την υπόλοιπη μαρτυρία σύμφωνα με την οποία είχε συνείδηση της κατάστασής του.

Επίσης δεν ευσταθεί και το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος.  Ο αποβιώσας υπέστη εγκαύματα ολικού πάχους σε όλο το σώμα του, πλην των πελμάτων, αλλά είχε τις αισθήσεις του. Όπως εξήγησε η πλαστικός χειρούργος Γ. Κουλέρμου, τοποθετήθηκε σε αναπνευστήρα και, λόγω της φύσης των εγκαυμάτων, του γίνονταν εσχαροτομές, δηλαδή τομές με νυστέρι στην επιφάνεια του καμένου δέρματος για απελευθέρωση της πίεσης ώστε να κυκλοφορεί ελεύθερα το αίμα στην περιφέρεια. Για να μεταφερθεί, στις 21.7.94, σε νοσοκομείο στο Ισραήλ, όπου και απεβίωσε. Οι εφεσίβλητοι παρέπεμψαν σε εκτεταμένα αποσπάσματα από τη μαρτυρία της Γ. Κουλέρμου και της συζύγου του αποβιώσαντος σε σχέση με την τραγικότητα της κατάστασης στην οποία ο αποβιώσας έζησε επί τρεις βδομάδες, αλλά είναι αρκετό να παραθέσουμε τα πιο κάτω από την πρωτόδικη απόφαση:

«Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως αυτά προκύπτουν από τη μαρτυρία της Δρ. Κουλέρμου και της κας Κυριάκου, της συζύγου, καταδεικνύουν ότι η περίπτωση του αποβιώσαντα είναι μια από τις πλέον σοβαρές όσον αφορά τη φύση, την έκταση και τις συνέπειες του τραυματισμού που υπέστη. Συγκεκριμένα, τα εγκαύματα από το καυτό λάδι που τον περιέλουσε κατέκαψαν ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος του σε όλο του το πάχος, παρέμειναν ανέπαφα μόνο τα πέλματά του. Εντούτοις επέζησε και είχε συνείδηση της κατάστασης του ενώ οι πόνοι που υπέφερε ήταν φρικτοί. Το ίδιο και η ταλαιπωρία από τις μεταβολές που επέφεραν τα εγκαύματα στον οργανισμό του.  Τα αναλγητικά φάρμακα που του χορηγούντο είχαν περιορισμένη χρονική επί[*430]δραση και οι πόνοι και η ταλαιπωρία συνεχώς επανέρχονταν. Πέραν από αυτά, αντιλαμβανόταν ότι η κατάσταση του ήταν πάρα πολύ σοβαρή και ότι δεν θα επιβίωνε των τραυμάτων του. Γι’ αυτό και είχε έγνοια για το παιδί του.  Αναμφίβολα η πιο πάνω τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο αποβιώσας του προκαλούσε έντονη σωματική και ψυχική οδύνη που διάρκεσε τρεις εβδομάδες, μέχρι που τελικά επήλθε ο θάνατός του στις 27.7.1994».

Κρίνουμε πως, κάτω από τα εξαιρετικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν είναι ορθή η εισήγηση πως το ποσό που επιδικάστηκε ήταν υπερβολικό ώστε να δικαιολογείται παρέμβασή μας.

Το ποσό της ετήσιας εξάρτησης

Το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε τα ετήσια εισοδήματα τα οποία, ενόψει των δεδομένων, θα κέρδιζε ο αποβιώσας αν δεν επεσυνέβαινε το θανατηφόρο ατύχημα, αφαίρεσε από αυτά ποσοστό 20% που έκρινε πως κατά τις πιθανότητες θα δαπανάτο για τις προσωπικές του ανάγκες και δεν θα κατέληγε στους εξαρτωμένους και πολλαπλασίασε το υπόλοιπο με το 10 που θεώρησε ως τον κατάλληλο πολλαπλασιαστή στην περίπτωση. Προέκυψε ως αξία της απωλεσθείσας εξάρτησης, σε αυτή τη βάση, το ποσό των £112.695.  Οι λόγοι έφεσης αφορούν στον καθένα από τους όρους της εξίσωσης.

Το εισόδημα που απωλέσθηκε

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στα αποκόμματα μισθοδοσίας που προσκομίστηκαν, μέσα από επεξεργασία της οποίας οι λεπτομέρειες δεν θα μας απασχολήσουν αφού το αποτέλεσμά της, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις των εφεσειόντων, δεν αμφισβητείται τελικά,  καθόρισε το ποσό των £807,59 ως τον καθαρό μηνιαίο μισθό του αποβιώσαντος κατά τον Ιούλιο του 1994, όταν επήλθε ο θάνατος. Όμως, με παραπομπή στις Chrysostomou v. Plovidba (1983) 1 C.L.R. 596 και Robertson v. Lestrange [1985] 1 All E.R. 950, δέxτηκε πως αφού από τη μαρτυρία προέκυπτε με «μεγάλη βεβαιότητα» πως θα εξασφάλιζε μια προαγωγή, αυτή η προοπτική θα έπρεπε να συνυπολογιστεί. Επειδή δε ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο να προσδιοριστεί ο χρόνος αυτός της προαγωγής, έκρινε πως το κενό μπορούσε να γεφυρωθεί με τη χρήση του μέσου όρου του πιο πάνω ποσού και του ποσού των £1.234,49 που υπολόγισε ότι θα αντιπροσώπευε τις καθαρές απολαβές του αποβιώσαντος κατά τις αρχές του 2003, χρονικό σημείο στο οποίο αναφερόταν η μαρτυρία που προσάχθηκε. Προσδιόρισε, επομένως το ποσό των  £1.021,04 ως το μηναίο [*431]καθαρό μισθό ο οποίος, «θα πρέπει να ληφθεί υπόψη επί 13 μήνες δεδομένου ότι οι υπάλληλοι της Αρχής δικαιούνται και σε 13ο μισθό».  Κατά συνέπεια, για την περίοδο μέχρι τις 31.12.02 υπολόγισε ως ετήσιο εισόδημα του αποβιώσαντος το ποσό των £13.273. Ενώ για την περίοδο μετά την 1.1.03, το ποσό των £16.048, στη βάση βεβαίως των £1.234,49 μηνιαίως, επί 13 μήνες.

Οι εφεσείοντες, με παραδεκτή τη δυνατότητα συνυπολογισμού των προοπτικών προαγωγής και αφού εγκατέλειψαν και τις ενστάσεις τους αναφορικά με τη χρήση της μεθόδου του μέσου όρου, περιόρισαν τα επιχειρήματά τους ώστε αυτά να αφορούν μόνο στα συμπεράσματα από τη μαρτυρία που προσάχθηκε και στη λογιστική επαλήθευση των ποσών. Κατά το πρώτο από τα επιχειρήματά τους, δεν προέκυπτε «με μεγάλη βεβαιότητα» πως ο αποβιώσας θα εξασφάλιζε προαγωγή. Κατά το δεύτερο, δεν εδικαιολογείτο να προστεθεί στο μισθό της ανώτερης θέσης οποιοδήποτε ποσό για αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Κατά το τρίτο, λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αφαίρεσε από το μισθό της ανώτερης θέσης το ποσοστό για φόρο εισοδήματος που αφαίρεσε από το μισθό της κατώτερης θέσης αφού, κατά νόμο, ίσχυαν διαφορετικές φορολογικές κλίμακες. Κατά το τέταρτο, ενώ ορθά λήφθηκε υπόψη και ο 13ος μισθός του αποβιώσαντος, λανθασμένα προστέθηκαν σ’ αυτόν και «κυμαινόμενες απολαβές», δηλαδή υπερωρίες που δεν νοούνται στην περίπτωσή του.

Ο αποβιώσας προσλήφθηκε στην υπηρεσία των εφεσειόντων το  1969 και κατείχε τη θέση του Συνενωτή Καλωδίων Πρώτης Τάξης, στην κλίμακα Α7. Ιδανικά, οι κάτοχοι αυτής της θέσης θα μπορούσαν να προαχθούν σε Ανώτερο Τεχνίτη/Βοηθό Επιστάτη στην κλίμακα Α8, στη συνέχεια στην κλίμακα Α9 και τελικά στη θέση Τεχνίτη Επιθεωρητή Β΄και Α΄, στις κλίμακες Α10/Α11+2.  Υπήρχαν τρεις Συνενωτές Καλωδίων, σε κάθε μια από τις τέσσερις περιφέρειες υπηρετούσε Ανώτερος Τεχνίτης/Βοηθός Επιστάτης, κατά τη μαρτυρία του Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού όλοι οι Συνενωτές Καλωδίων της σειράς του αποβιώσαντος είχαν προαχθεί στην αμέσως ανώτερη θέση και το πιο πιθανό ήταν πως και ο αποβιώσας μια προαγωγή θα την εξασφάλιζε. Η κριτική που οι εφεσείοντες άσκησαν για τη χρήση της λέξης «βεβαιότητα» από το πρωτόδικο δικαστήριο, παραγνωρίζει πως το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε «μεγάλη βεβαιότητα» αφού πιο πριν, με παραπομπή στην αναφερθείσα νομολογία, προσδιόρισε ως κριτήριο τις απολαβές του αποβιώσαντος, «κατά το χρόνο του θανάτου του όσο και αυτές που εύλογα θα αναμένετο ότι θα είχε σε μεταγενέστερους χρόνους». Αναγνωρίστηκε ως εύλογη προοπτική, σε βαθμό που θα μπορούσε να [*432]στηρίξει την αυξημένη βάση, η ανέλιξη σε μια μόνο από τις ανώτερες θέσεις και, σε συμφωνία προς την εισήγηση των εφεσιβλήτων, καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.

Μέρος των απολαβών του αποβιώσαντος προερχόταν από υπερωριακή εργασία και το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση των αναλύσεων στα αποκόμματα μισθοδοσίας, καθόρισε τον ποσοστιαίο συσχετισμό τους προς το βασικό μισθό και το τιμαριθμικό επίδομα. Εν προκειμένω, είναι το παράπονο των εφεσειόντων πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε πως, μετά την πιθανολόγηση προαγωγής του αποβιώσαντος, «θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη η υποχρέωση του κατέχοντος τη θέση αυτή για παροχή υπερωριακής εργασίας που θα αποφέρει στον αποβιώσαντα τις ανάλογες απολαβές». Δεν ήταν γνωστό αν η νέα θέση, ως ανώτερη «θα είχε την ανάγκη για υπερωρίες». Και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε ο αποβιώσας υποχρέωση για υπερωρίες και ενδεχομένως η επιλογή του, εξαιτίας των οικονομικών του αναγκών όπως αυτές θα εξελίσσονταν, δεν θα ήταν υπέρ της προσφοράς υπερωριακής εργασίας.

Η ένταξη και των κατόχων της ανώτερης θέσης στο τεχνικό προσωπικό, με τη διαφορά μιας μονάδας από την προηγούμενη  κλίμακα, δεν δικαιολογεί, στην απουσία άλλης μαρτυρίας, το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος. Υπενθυμίζουμε, εν προκειμένω, πως οι εφεσείοντες, που ήταν οι κατ’ εξοχήν κατέχοντες τα στοιχεία, δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία ούτε και αντεξέτασαν τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων επί του σημείου. Ως προς το δεύτερο σκέλος, ακόμα και υπό το δεδομένο του επιχειρήματος των εφεσειόντων πως η προσφορά υπερωριακής εργασίας ήταν προαιρετική, υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η μαρτυρία της συζύγου του αποβιώσαντος αναφορικά με τις μεγάλες οικονομικές τους ανάγκες που διέτρεχαν ολόκληρη την ουσιώδη περίοδο. Δεν έχει, λοιπόν, ούτε επ’ αυτού τεκμηριωθεί λόγος για παρέμβασή μας.

Τα δυο τελευταία επιχειρήματα των εφεσειόντων έχουν σταθερό υπόβαθρο, αφορούν ουσιαστικά στη λογιστική αξιοποίηση διαμφισβήτητων δεδομένων και είναι βάσιμα. Ως προς το πρώτο, δεν είδαμε αντίκρουση οποιασδήποτε μορφής στα περιγράμματα των εφεσιβλήτων ούτε και ενώπιόν μας έγινε οποιαδήποτε αναφορά.  Ως προς το δεύτερο, η αναφορά στα περιγράμματα, και να μη θεωρηθεί ότι έχει μάλλον το χαρακτήρα της αποδοχής του σφάλματος παρά οτιδήποτε άλλο, δεν περιλαμβάνει οποιασδήποτε μορφής αμφισβήτηση των δεδομένων.

Με δοσμένο το μισθό που θα εισέπραττε ο αποβιώσας κατά τις [*433]αρχές του 2003 και αφού προστέθηκαν σ’ αυτόν οι κυμαινόμενες απολαβές, αφαιρέθηκε για υποχρεωτικές αποκοπές ποσοστό 34.83%, ίσο προς το ποσοστό που αφαιρέθηκε σε σχέση με τις απολαβές του κατά το χρόνο του θανάτου του. Όμως, πλέον, μεγαλύτερο μέρος των απολαβών θα ενέπιπτε στις αυξημένες φορολογικές κλίμακες και, όπως ορθά εισηγούνται οι εφεσείοντες, θα έπρεπε το ποσοστό των αποκοπών να αυξηθεί. Δεν υπάρχουν τα δεδομένα για ακριβή καθορισμό και, στο πλαίσιο των δεδομένων και της λογικής που διέπει την πρωτόδικη απόφαση, κρίνουμε πως αφαίρεση της τάξης του 5% από το ποσό των £1.234,49, θα ήταν δίκαιη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού καθόρισε το μηνιαίο εισόδημα με τη μέθοδο του μέσου όρου, το πολλαπλασίασε επί 13 αφού ο αποβιώσας εισέπραττε και 13ο μισθό. Υπό το δεδομένο ότι όλα τα στοιχεία ήταν σταθερά και γνωστά, το ποσό της εξάρτησης θα έπρεπε να εξευρεθεί με τον πολλαπλασιασμό του μέσου όρου επί δώδεκα και την προσθήκη στο γινόμενο του 13ου μισθού χωρίς υπερωριακή αμοιβή. Η αριθμητική των εφεσειόντων δεν έχει αμφισβητηθεί και αφού ο 13ος μισθός κατά το χρόνο του θανάτου του αποβιώσαντος ήταν £575 και κατά τις αρχές του 2003 £836,25 σεντ, στο πλαίσιο της μεθόδου που υιοθέτησε το πρωτόδικο δικαστήριο και λαμβάνοντας υπόψη και την αύξηση στο ποσοστό των αποκοπών ως ανωτέρω, αν οι δικοί μας αριθμητικοί υπολογισμοί είναι ορθοί, διαμορφώνεται ως εξής η κατάσταση: Ο μέσος όρος, όπως προκύπτει πλέον από την προσθήκη των £807,59 και των £1.172,77 είναι το ποσό των £990,18.  Και ο μέσος όρος του 13ου μισθού είναι £705,62. Επομένως, ως βάση για τους περαιτέρω υπολογισμούς για την περίοδο από το θάνατο ως το τέλος του 2002 πρέπει να είναι ο πολλαπλασιασμός των £990,18Χ12 και η προσθήκη στο γινόμενο του ποσού των £705,62, δηλαδή £12.587,78 ετησίως. Ενώ, για την περίοδο από την 1.1.2003, το ποσό, αφού αυξηθούν κατά 5% οι αποκοπές και γίνει ο ίδιος υπολογισμός με το 13ο μισθό, πρέπει να είναι το ποσό των £14.909,49 ετησίως.

Το ποσοστό 20% που αφαιρέθηκε για τα προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος.

Κάτω από το κοινό δεδομένο πως δεν κατέληγε στους εξαρτώμενους όλο το εισόδημα αλλά μέρος του θα εδαπανάτο για τα προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος, το πρωτόδικο δικαστήριο αφαίρεσε για αυτά ποσοστό ύψους 20% από το καθορισθέν ως εισόδημα του αποβιώσαντος για τις δυο περιόδους, μέχρι το 2003 και μετά από το 2003.

[*434]Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα του χειρισμού αυτού του θέματος ως εξής: Κατά τη μέθοδο της ποσοστιαίας προσέγγισης (rule of thumb approach) όπως αυτή συνοψίστηκε στη Harris v. Empress Motors Ltd [1983] 3 All E.R. 561, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως και το Ανώτατο Δικαστήριο στην Νικολάου ν. Μιχαήλ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1866 υιοθέτησε, το ποσοστό της αφαίρεσης, στην απουσία μαρτυρίας που θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε άλλο καθορισμό, εφόσον οι εξαρτώμενοι ήταν σύζυγος και παιδί, θα έπρεπε να ανέρχεται σε ποσοστό 25%. Συναφώς, όπως εισηγούνται, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Καζάκου (ανωτέρω) στην οποία επίσης αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα εφαρμόστηκε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Αυτό δε το ποσοστό,  θα έπρεπε στη συνέχεια να μετατραπεί σε ποσοστό 33% που είναι κατά την ποσοστιαία προσέγγιση το αρμόζον στην περίπτωση που δεν υπάρχει εξαρτώμενο παιδί. Αυτό, από την ημερομηνία ενηλικίωσης του παιδιού ή, έστω, της συμπλήρωσης των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Κατά την εισήγηση, η υιοθέτηση του μειωμένου ποσοστού ώστε να καλύπτεται και η περίοδος των πανεπιστημιακών σπουδών,  μέχρι της ηλικίας των 25 ετών, ήταν λανθασμένη. Τελικά, αφού η φόρμουλα στη Ηarris (ανωτέρω) αφορούσε σε περίπτωση στην οποία η σύζυγος δεν είχε δικό της εισόδημα, το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοδηγούμενο περαιτέρω από την Coward v. Comex Houlder Diving Ltd, και όχι από την Kαζάκου (ανωτέρω) που δεν πρέπει να θεωρηθεί ως εισάγουσα άλλη αρχή, θα έπρεπε να υπολογίσει το ποσοστό του 25% όχι στη βάση των εισοδημάτων του αποβιώσαντος αλλά στη βάση του συνόλου του κοινού εισοδήματός τους.

Η υπόθεση Coward, όπως και η Wheatley v. Cunningham [1992] P.I.Q.R. 100 και Crabtree v. Wilson [1993] P.I.Q.R. 24 που την ακολούθησαν εξηγείται στον David Kemp QC, Damages for Personal Injury and Death 6η έκδοση, σελ. 78 αν και μας φαίνεται πως τα στοιχεία της – (1984) 1 W.L.R. 212 – αναφέρονται λανθασμένα. Αυτά είναι τα στοιχεία της Harris (ανωτέρω). Περαιτέρω, τέθηκε ενώπιόν μας αντίγραφο της απόφασης από το διαδίκτυο και έχουμε και εμείς εντοπίσει άλλες αποφάσεις που αναφέρονται σ’ αυτή. (βλ. Cox v. Hockenhull [1999] 3 All E.R. 577 και A.T.H. & anr v. MS [2002] EWCA Civ 792). Eίναι γεγονός πως στην Coward επεξηγείται η Harris και υιοθετείται ως η δίκαιη λύση στην περίπτωση ουσιαστικού εισοδήματος και της συζύγου το οποίο θα εξακολουθεί να εισπράττει και μετά το θάνατο και το οποίο, κατά τη συμβίωση, προστίθεται στο εισόδημα του αποβιώσαντος ώστε τα δυο να αποτελούν κοινό ταμείο από το οποίο αντλούνται τα ποσά για τις προσωπικές ανάγκες και για το νοικοκυριό ως σύνολο, [*435]το ποσοστό που αντιστοιχεί στις προσωπικές δαπάνες του αποβιώσαντος υπολογίζεται στη βάση αυτού του κοινού εισοδήματος και όχι απλώς στη βάση του εισοδήματος του αποβιώσαντος. Αυτό, με αναφορά στη βασική σκέψη που διέπει τη Harris πως ένα ζευγάρι που συζεί ως σταθερή οικογένεια, κατά το πιθανότερο διαιρεί το κοινό του εισόδημα με δίκαιο και ίσο τρόπο. Καταλήγει δε, με αριθμητικούς υπολογισμούς που αναδεικνύουν το εύλογο αυτής της λύσης, σε τελική φόρμουλα κατά την οποία  το ποσό της εξάρτησης αποτελείται από το 66.3% ή το 75% που απομένει μετά την αφαίρεση του ποσοστού με βάση τη μέθοδο στη Harris, ανάλογα με το αν εξαρτώμενοι είναι μόνο η σύζυγος ή  αν υπάρχει και παιδί και αφαιρεθεί το εισόδημα της συζύγου. Είχε όμως και συνέχεια η Coward. Κρίθηκε πως, χωρίς να εισάγεται άλλη φόρμουλα, τα γεγονότα της περίπτωσης δικαιολογούν προσαρμογή (adjustment) για να είναι δίκαιο το αποτέλεσμα. Το ερώτημα ήταν αν, εφόσον λαμβάνεται ως βάση το κοινό εισόδημα, εδικαιολογείτο να μην υιοθετηθεί άθικτη η ποσοστιαία προσέγγιση της Harris και να καθοριστεί ψηλότερο ποσοστό εξάρτησης. Αυτό ήταν και το αποτέλεσμα, με πρωτοβουλία του ίδιου του Εφετείου, ως συνέπεια των συμπερασμάτων που προέκυπταν από τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί, σύμφωνα με την οποία  ο αποβιώσας ήταν αφοσιωμένος σύζυγος που όχι μόνο δεν θα ξόδευε ασυνήθιστα ψηλό μέρος των εισοδημάτων του για τον εαυτό του αλλά ήταν πιθανό να ξόδευε μικρότερο μέρος, ενόψει και της φύσης της εργασίας του, ενώ, ταυτόχρονα, αναμενόταν πως θα αυξανόταν το μέρος του εισοδήματος που θα εδαπανάτο προς κοινό όφελος. Καθορίστηκε λοιπόν η εξάρτηση ως εάν το ποσοστό για τις προσωπικές δαπάνες του αποβιώσαντος  να ήταν 30.5% αντί 33.3% στο πλαίσιο της ποσοστιαίας προσέγγισης στη Harris.

Οι εφεσίβλητοι δεν πρόβαλαν διαφορετική άποψη αναφορικά με την επενέργεια της Coward. Αντίθετα, συζήτησαν το θέμα κατ’ επίκλησή της αφού ό,τι πρότειναν είναι ανυπαρξία της προϋπόθεσης που εκεί αναγνωρίστηκε, αν πρόκειται ο υπολογισμός να γίνει στη βάση του κοινού εισοδήματος, να είναι ουσιαστικό το εισόδημα της συζύγου. Όπως ακριβώς συνοψίζει το θέμα ο Κemp (ανωτέρω) και προσθέτουμε εδώ και την αναγνώριση στην Καζάκου (ανωτέρω) πως «το εισόδημα της συζύγου που εργαζόταν τόσο πριν όσο και μετά το ατύχημα δεν λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του ποσού της εξάρτησης εκτός αν το κερδαινόμενο εισόδημα ήταν ουσιαστικό (substantial)». Οπότε, η επικύρωση σε εκείνη την υπόθεση του υπολογισμού των προσωπικών εξόδων του αποβιώσαντος με βάση μόνο το δικό του εισόδημα, θα πρέπει να αποδοθεί στην εκτίμηση αναφορικά με το εισόδημα της συζύγου.  Εφόσον αναφερό[*436]μαστε δε στην Καζάκου πρέπει να σημειώσουμε πως εκεί το ποσοστό του 20% για προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος επικυρώθηκε κατ’ εφαρμογή όχι της φόρμουλας της Harris που αποδίδεται ως η κλασσική ποσοστιαία προσέγγιση αφού, όπως κρίθηκε, «ο καθορισμός του κερδαινόμενου εισοδήματος και των προσωπικών εξόδων του αποβιώσαντος δεν ήταν αδύνατος για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της κλασσικής ποσοστιαίας προσέγγισης».

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στην Καζάκου, για λόγους που εξήγησε, έκρινε πως το ποσοστό του 25% που καθιερώθηκε στη Harris ως προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος θα έπρεπε να μειωθεί προς όφελος των εξαρτωμένων, στο 20%. Αυτό, όμως, όπως είδαμε, με αναφορά μόνο στο εισόδημα του αποβιώσαντος με την αντίληψη ότι αφού όλο το εισόδημα και του αποβιώσαντος και της συζύγου εδαπανάτο και «δεν περίσσευε οποιοδήποτε ποσό για αποταμίευση είναι αυταπόδεικτο ότι η απώλεια του ενός μισθού λόγω του θανάτου ενός συζύγου προκαλεί μείωση της αξίας της εξάρτησης» και «το γεγονός ότι είχε και εξακολουθεί να έχει μηνιαίο μισθό η σύζυγος δεν διαφοροποιείται η κατάσταση όσον αφορά το καθεστώς εξάρτησής της». Αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει πως αποτελεί παράμετρο της ποσοστιαίας προσέγγισης που υιοθέτησε, ο καθορισμός και η αφαίρεση των προσωπικών εξόδων του αποβιώσαντος που και αυτή διέπεται από τους δικούς της όρους. Αυτοί οι όροι, όπως τους βρίσκουμε στην Coward, αναδεικνύουν ως σημαντικό στοιχείο την ύπαρξη ουσιαστικού εισοδήματος από τη σύζυγο και, εν προκειμένω, είναι σαφές πως το εισόδημα της συζύγου ήταν ουσιαστικό. Κατά το χρόνο του θανάτου, έναντι των δικών του £807 μηνιαίως εκείνη εισέπραττε καθαρά £545 μηνιαίως και κατά τις αρχές του 2003 έναντι των δικών του £1.172,77 μηνιαίως εκείνη εισέπραττε καθαρά £930 μηνιαίως.

Ό,τι απομένει είναι ο καθορισμός του ποσοστού αλλά χρειάζεται πρώτα μια διευκρινιστική επισήμανση. Δεν έχουμε μαρτυρία για την αύξηση του μισθού της συζύγου από την ημερομηνία του θανάτου ως τις αρχές του 2003. Μας απασχόλησε, επομένως, αν και επ’ αυτού δικαιολογείται η χρήση του μέσου όρου των δυο ποσών. Καταλήξαμε πως δεν δικαιολογείται. Δεν έχουμε σ’ αυτή την περίπτωση αναζήτηση πιθανών εξελίξεων σε σχέση με την ανέλιξη της σταδιοδρομίας. Τα ακριβή εισοδήματα της συζύγου κατά περιόδους μπορούσαν να γίνουν γνωστά και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου με κατάλληλη μαρτυρία. Οι εφεσείοντες που θα είχαν να επωφεληθούν από την απόδειξη ψηλότερου ποσοστού της συζύγου κατά το μεσοδιάστημα δεν προσήγαγαν οποιαδήποτε μαρτυρία και θα χρησιμοποιούσαμε ως βάση το ποσό των £545 για την περίοδο μέ[*437]χρι το 2003 και το ποσό των £930 για την μετέπειτα περίοδο.

Σε σχέση τώρα με το ποσοστό. Με τον παραμερισμό του υπολογισμού που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι δικό μας έργο ο καθορισμός του στο πλαίσιο της φόρμουλας της Coward.  Κρίνουμε πως εδώ συντρέχουν ακόμα περισσότεροι λόγοι για τη μείωση του ποσοστού που αντιστοιχεί σε προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος. Δεν ήταν μόνο το ότι και εδώ ο αποβιώσας ήταν αφοσιωμένος οικογενειάρχης που ούτε κάπνιζε ούτε έπινε και γενικά ξόδευε ελάχιστα για τον εαυτό του αφού μάλιστα εργαζόταν πολλές ώρες κάθε μέρα υπερωριακά. Ήταν και η μαρτυρία για τα ιδιαίτερα έξοδα για τον υιό του ιδίως σε ιδιαίτερα μαθήματα με την προοπτική ανώτερων σπουδών. Και, περαιτέρω, το γεγονός ότι ήδη μεγάλο μέρος του κοινού εισοδήματος εδαπανάτο για την πληρωμή μηνιαίων δόσεων έναντι των δανείων που είχαν συνάψει για την απόκτηση κατοικίας και του εξοπλισμού της. Προσθέτουμε δε πως στην Coward επισημάνθηκε εξ αρχής, πριν την αναφορά στη μαρτυρία, πως αν το κοινό εισόδημα είναι χαμηλό είναι πιθανό ότι περισσότερο από το 1/3 θα χρησιμοποιείται προς κοινό όφελος. Στο πλαίσιο του συνόλου, κρίνουμε πως ποσοστό 20% θα ήταν δίκαιο και, κατ’ εφαρμογή της αναφερθείσας φόρμουλας, το ποσό της εξάρτησης για τις περιόδους όπως τις καθόρισε το πρωτόδικο δικαστήριο θα είναι ως ακολούθως:

Για την περίοδο από 1.8.94 μέχρι 31.12.02

Το κοινό ετήσιο εισόδημα ανερχόταν στις £19.672,78 (£12.587,78 του συζύγου + £7.085 της συζύγου, περιλαμβανομένου και του δικού της 13ου μισθού). Το 80% αυτού του ποσού ανέρχεται σε £15.738,2 και με την αφαίρεση από αυτό του μισθού της συζύγου καταλήγουμε σε ποσό εξάρτησης ύψους £8.653,2 ετησίως. Στο οποίο θα πρέπει να προστεθούν και £300 ετησίως για προσωπική εργασία και ανιδιοτελή προσφορά του αποβιώσαντος στο σπίτι, για το οποίο δεν έχει υπάρξει αμφισβήτηση. Σύνολο, £8.953,2.

Για την περίοδο από 1.1.03

Το κοινό ετήσιο εισόδημα ανερχόταν στις £26.999,49 (£14.909,49 του συζύγου + £12.090 της συζύγου περιλαμβανομένου και του δικού της 13ου μισθού). Το 80% αυτού του ποσού ανέρχεται σε £21.599,59 και με την αφαίρεση από αυτό του μισθού της συζύγου καταλήγουμε σε ποσό εξάρτησης ύψους £9.509,59 ετησίως. Επιπλέον, βεβαίως, £300 ετησίως ως ανωτέρω, σύνολο £9.809,59.

[*438]

Μένει σε σχέση με το θέμα η εισήγηση των εφεσειόντων ότι θα έπρεπε να μη θεωρηθεί ως εξαρτώμενος το παιδί τους μετά τα 20 του χρόνια, με συνέπεια, για εκείνη τη μετέπειτα περίοδο, οι υπολογισμοί για τα προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος, που θα αφαιρούνταν από το ποσοστό της εξάρτησης, να αρχίζουν από το ποσοστό του 33% που εφαρμόζεται στην περίπτωση συζύγων χωρίς παιδί. Μας παρέπεμψαν συναφώς στην απόφαση του Οικογενειακού Εφετείου στη Βουνού ν. Βουνού (1998) 1 Α.Α.Δ. 490 για να υποστηρίξουν πως δεν υπήρχε υποχρέωση του πατέρα για σπουδές του τέκνου στο εξωτερικό. Όμως εκεί η απόρριψη της αίτησης για διατροφή της θυγατέρας για σπουδές στο εξωτερικό δεν ήταν το αποτέλεσμα κρίσης πως, στο πλαίσιο των νομοθετικών ρυθμίσεων, δεν ήταν δυνατό να υποχρεωθεί ο πατέρας να καταβάλει διατροφή που θα περιλάμβανε σπουδές στο εξωτερικό μετά την ενηλικίωση. Και, εν πάση περιπτώσει,  δεν είναι ακριβώς νομική υποχρέωση που αναζητούμε σε υποθέσεις για καθορισμό αποζημιώσεων ως η παρούσα. Το παιδί του ζεύγους από πολύ νωρίς προετοιμαζόταν για σπουδές στο εξωτερικό, αυτή η προοπτική ήταν μέρος του προγραμματισμού και, μάλιστα, ήταν γνωστό κατά τη δίκη πως υλοποιήθηκε κιόλας. Παραπέμπουμε συναφώς στον McGregor on Damages 15η έκδοση σελ. 984 §1553 αναφορικά με την επενέργεια της πραγμάτωσης μέχρι τη δίκη εκείνου που προηγουμένως ήταν λογική πιθανότητα. Εύλογα λοιπόν το παιδί προσέβλεπε σε εξάρτηση από τον πατέρα του για σπουδές στο εξωτερικό μετά τη συμπλήρωση της θητείας του στην Εθνική Φρουρά και σαφώς ήταν δικαιολογημένος ο υπολογισμός του ποσοστού σ’ αυτή τη βάση.

Ο πολλαπλασιαστής

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού συνυπολόγισε τους σχετικούς παράγοντες, με αναφορά σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς την ίδια κατεύθυνση καθόρισε το 10 ως τον κατάλληλο πολλαπλασιαστή. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως είναι εξόφθαλμα ψηλός αυτός ο πολλαπλασιαστής και συζήτησαν την ηλικία του αποβιώσαντος (είχε κλείσει το 47ο έτος κατά το χρόνο του θανάτου του), την ηλικία της συνταξιοδότησής του (60 έτος), τη φύση της εργασίας του την οποία χαρακτήρισαν, όπως άλλωστε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ως δυνητικά επικίνδυνη, και το γεγονός ότι οι αποζημιώσεις για όσα θα εισέπραττε καταβάλλονται σε παρόντα χρόνο με επακόλουθη δυνατότητα επένδυσης και απόδοσης. Σε αυτό το πλαίσιο, με εκτεταμένη αναφορά σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υποστήριξαν πως δεν εδικαιολογείτο πολλαπλασιαστής πέραν του επτά.

[*439]Η θέση των εφεσιβλήτων είναι πως δεν δικαιολογείται παρέμβαση και, αφού εξετάσαμε τα δεδομένα, ενώ πράγματι θεωρούμε ως γενναιόδωρη την επιλογή που έγινε, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται να παρέμβουμε. Είναι πάγια νομολογημένο και το αναγνωρίζουν οι εφεσείοντες πως το έργο του καθορισμού πολλαπλασιαστή ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά στη θέση της πρωτόδικης τη δική του, ενδεχομένως, διαφορετική κρίση αλλά επεμβαίνει, εφόσον διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή σε ακραίες περιπτώσεις εντελώς αδικαιολόγητου καθορισμού. Και αυτά, υπό το σταθερό ότι δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες στη βάση των οποίων εξασφαλίζεται ομοιόμορφη λύση. Ο προσδιορισμός γίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης και δεν θα λέγαμε πως στην παρούσα το πρωτόδικο δικαστήριο κινήθηκε εκτός ορίων. Έχουμε δει την αναφορά στη φύση της εργασίας του αποβιώσαντος αλλά δεν μας φαίνεται πως οι ίδιοι οι εργοδότες θα μπορούσαν να επικαλεστούν προς όφελος τους τούς κινδύνους που η φύση των καθηκόντων που ανέθεσαν στον αποβιώσαντα επαγόταν, αφού κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, όπως δέχθηκαν και στην παρούσα υπόθεση, θα ήταν συναρτημένη προς δική τους ευθύνη και ακόλουθη υποχρέωση αποζημίωσης, υπό τα δεδομένα του χρόνου του.

Ο αποβιώσας ήταν υγιής, δεν κάπνιζε, δεν έπινε και ήταν αυστηρά οικογενειακή η ζωή του. Η εργοδότησή του ήταν απολύτως σταθερή, μάλιστα με προοπτική ανέλιξης όπως είδαμε, και κάτω από το σύνολο των δεδομένων, δεν θεωρούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ακραία περίπτωση για να παρέμβουμε.

Η διαφορά στο ύψος του φιλοδωρήματος που εισέπραττε η σύζυγος του αποβιώσαντος από εκείνο που θα εισπραττόταν αν ο αποβιώσας αφυπηρετούσε κανονικά.

Διεκδικήθηκαν αποζημιώσεις για την απώλεια της αναλογίας σύνταξης και την αναλογία του φιλοδωρήματος (εφ’ άπαξ) που θα εισέπραττε ο αποβιώσας αν αφυπηρετούσε το 2007, σε ηλικία 60 ετών. Η αξίωση για την αναλογία σύνταξης, δηλαδή για το αυξημένο ποσό που θα εισπραττόταν ενόψει της περαιτέρω υπηρεσίας του αποβιώσαντος και της πιθανολογηθείσας ανέλιξής του σε ανώτερη κλίμακα, απορρίφθηκε επειδή ούτε η σύζυγος ούτε ο υιός του θα ήταν εξαρτώμενοί του τότε. Όπως εξηγήθηκε, ο υιός θα είχε μέχρι το 2007 υπερβεί για καλά το 25ο έτος της ηλικίας του ενώ η σύζυγος, αφού η εύλογη προοπτική ήταν πως θα συνέχιζε να εργάζεται, θα εισέπραττε ως μισθό ποσό ψηλότερο από τη σύνταξη του αποβιώσαντος. Δεν έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα αυτής της προσέγγισης και [*440]σημειώνουμε και το γεγονός ότι το ποσό της εξάρτησης, στο πλαίσιο της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε, είχε στη βάση του το 10 ως πολλαπλασιαστή, που μας οδηγεί μόλις μέχρι το 2004.

Εν τούτοις, το πρωτόδικο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες που επιφυλάσσει το μέλλον και με προσαρμογή κατά το δυνατό σε σύγχρονες αξίες, επιδίκασε υπέρ της συζύγου £5.000 ως μέρος της διαφοράς του φιλοδωρήματος (το σύνολο ήταν £14.121,24 σεντ), επειδή «θα είχε εύλογη προσδοκία» να το επωφεληθεί.  Το οποίο και πρόσθεσε στα άλλα ως μέρος της «απωλεσθείσας εξάρτησης».

Οι εφεσείοντες, αφού εγκατέλειψαν τον ισχυρισμό τους αναφορικά με το ύψος της διαφοράς, συζήτησαν διάφορα θέματα σε σχέση με το εύλογο του ποσού που καθορίστηκε αλλά και τον τόκο που επιδικάστηκε γι’ αυτό. Κυρίως όμως τόνισαν την αντίφαση που ενυπήρχε στην πρωτόδικη απόφαση και, πάντως, την αναντιστοιχία της προς τα δεδομένα της περίπτωσης. Αφού ούτε η σύζυγος θα ήταν εξαρτώμενη όταν θα καθίστατο πληρωτέο το φιλοδώρημα και, πάντως, θα είχε ήδη παρέλθει η δεκαετία του πολλαπλασιαστή, δεν ήταν νοητό να επιδικαστεί υπέρ της οποιοδήποτε τέτοιο ποσό ως μέρος της εξάρτησης. Το φιλοδώρημα, όπως αυτό θα καθοριζόταν με βάση το χρόνο της αφυπηρέτησης του αποβιώσαντος θα σχετιζόταν μόνο με την περιουσία του αποβιώσαντος και τους κληρονόμους του. Οπότε, κατά τις ρητές διατάξεις του άρθρου 34(2)(α)(ii) του Κεφ. 189 όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 157/85, ως εισόδημα σχετικό με περίοδο μετά το θάνατο, δεν ήταν εισπρακτέο. Στο βαθμό δε που η Καζάκου (ανωτέρω), χωρίς να συζητήσει το θέμα, κατέληξε διαφορετικά, δεν θα πρέπει να ακολουθηθεί.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αρχή που διέπει το θέμα και με αντέφεση θεωρούν ότι εσφαλμένα δεν επιδικάστηκε ολόκληρη η διαφορά.  Χωρίς όμως να προτείνουν οτιδήποτε το συγκεκριμένο σε σχέση με τα πιο πάνω κύρια επιχειρήματα των εφεσειόντων. Επικαλέστηκαν την υπόθεση Καζάκου στην οποία γίνεται αναφορά και στην Davies v. Whiteways Cyder Co Ltd [1974] 3 All E.R. 168, με την εισήγηση πως η διαφορά στο ύψος του φιλοδωρήματος «αποτελεί απώλεια των εξαρτωμένων και ειδικά της συζύγου» και αυτό, ενώ δέχτηκαν ενώπιόν μας, πως το επίμαχο δεν ήταν ποσό προς το οποίο συσχετιζόταν η εξάρτηση.

Δεν θα μας απασχολήσουν τα δευτερεύοντα.  Στην έκταση που η αποζημίωση διεκδικείται ως μέρος της εξάρτησης προϋποθέτει πως τη διαφορά τη στερήθηκε, έστω η σύζυγος, ως ποσό από το οποίο, [*441]μαζί με τα άλλα βεβαίως, θα εξαρτάτο. Υπό τα δεδομένα όμως της περίπτωσης, όπως τα έχουμε παραθέσει, ελλείπει αυτή η προϋπόθεση και δεν ήταν ορθή η επιδίκαση για ποσό που θα ήταν πληρωτέο, κάτω από οποιαδήποτε σκοπιά και αν βλέπαμε το θέμα, σε χρόνο κατά τον οποίο ούτε η σύζυγος θα ήταν εξαρτώμενη.  Τούτου δοθέντος δεν εγείρεται και ζήτημα σε σχέση με την Καζάκου αφού εκεί, και  δεν είναι για μας να υπεισέλθουμε στις διαπιστώσεις σε σχέση με τα γεγονότα ή στα συμπεράσματα από αυτά, το ποσό επιδικάστηκε υπέρ των εξαρτωμένων ως ζημιά που υπέστησαν λόγω του θανάτου του θύματος, όπως άλλωστε και στην Davies.

Ό,τι απομένει σε σχέση με το θέμα είναι η δυνατότητα διεκδίκησης του ποσού από τους κληρονόμους, εν προκειμένω από τη σύζυγο υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος (βλ. Νικολάου (ανωτέρω) στη σελ. 1871 κ.επ.). Ούτε επ’ αυτού είχαμε αντίλογο στα επιχειρήματα των εφεσειόντων.  Το άρθρο 34(2)(α)(ii) εισάχθηκε με το Ν. 157/85 κατά απόδοση της αντίστοιχης πρόνοιας της αγγλικής Administration of Justice Act 1982 [βλ. συναφώς τη Phylactou v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 188 αλλά και την Καζάκου (ανωτέρω) στη σελ. 1644] και είναι σχετική η αναφορά σ’ αυτό στους McGregor on Damages  17η έκδοση σελ. 1385 §36-119, Clerk and Lindsel on Torts, 18η έκδοση, σελ. 1596 §29-71 και Winfield and Jolowitz on Tort 15η έκδοση, σελ.816]. Προβλέπει πως η αποζημίωση η οποία δύναται να αναζητηθεί επ’ ωφελεία της κληρονομιάς δεν περιλαμβάνει «αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος σχετικά με οποιαδήποτε περίοδο μετά το θάνατό του». Η σύζυγος έχει εισπράξει όλα όσα αντιστοιχούσαν στο φιλοδώρημα κατά το χρόνο του θανάτου. Το όποιο αυξημένο ποσό από εκεί και πέρα θα ήταν το αποτέλεσμα της περαιτέρω εργασίας του αποβιώσαντος στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων, εν προκειμένω, και υπό το δεδομένο προαγωγής του και δεν μπορούμε να δούμε πώς θα ήταν δυνατό να μην ταξινομηθεί ως εισόδημα σχετικό με περίοδο μετά το θάνατό του. Επομένως, η πρωτόδικη απόφαση θα τροποποιηθεί με αφαίρεση του ποσού των £5.000.

Τα ποσά που εισέπραξαν οι εξαρτώμενοι μετά το θάνατο

Οι εφεσείοντες εισηγούνται πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη, δηλαδή δεν αφαίρεσε από τις αποζημιώσεις που έκρινε ότι αποτελούσαν την απώλεια της εξάρτησης, τα πιο κάτω:

=  Ποσό £618,58 μηνιαίως που αποτελεί τη σύνταξη χηρείας της συζύγου από τις κοινωνικές ασφαλίσεις.

[*442]

=  Ποσό £210 μηνιαίως που αποτελεί σύνταξη από τους εφεσείοντες.

=  Ποσό £43.650 που πληρώθηκαν από δυο ασφαλιστικές εταιρείες των οποίων τα συμβόλαια έκαμαν και τα ασφάλιστρα πλήρωναν οι εφεσείοντες.

=  Ποσό £8.068,97 που πληρώθηκε από το Ταμείο Βοήθειας Θανάτου που δημιουργήθηκε από εισφορές των υπαλλήλων και τελούσε υπό τη διαχείριση της συντεχνίας τους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως κανένα τέτοιο ποσό δεν μπορούσε να αφαιρεθεί ενόψει του άρθρου 58(19) του Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 156/85 αλλά κατά την επιχειρηματολογία τους οι εφεσείοντες ενέπλεξαν και τις αρχές του κοινοδικαίου και το άρθρο 65 του Κεφ. 148, με εκτεταμένη αναφορά και στη νομολογία γι’ αυτά και με διάφορες σκέψεις σε σχέση με τη φύση των ταμείων και των ασφαλειών σε συνάρτηση και προς το ποιος κατέβαλλε κατά περίπτωση τα ασφάλιστρα ή τις συνεισφορές. Αυτά δε, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς να είχαν τεθεί ενώπιόν του οι όροι κάτω από τους οποίους λειτουργούσαν τα ταμεία, εκτός βεβαίως εκείνου των κοινωνικών ασφαλίσεων, και θα προσυπογράφαμε εδώ και την αποδοκιμασία που ενυπάρχει στην πρωτόδικη απόφαση για την ανυπαρξία της συνεργασίας που θα επέτρεπε τη δήλωση των σταθερών, έστω των ποσών, ώστε αυτά να μην αναζητούνται μέσα από τις διάσπαρτες αναφορές των μαρτύρων.

Το σύστημα για τις αποζημιώσεις όπως αυτό έχει θεσπιστεί δομείται στη βάση των αντίστοιχων αγγλικών ρυθμίσεων. Εκεί, όπως και εδώ, καθώς προκύπτει και από σχετική παρατήρηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μitheo Ltd v. Koudounas (1988) 1 C.L.R. 796, είναι διαφορετικές οι ρυθμίσεις ως προς το θέμα ανάλογα με το κατά πόσο συνέπεια αστικού αδικήματος είναι ο τραυματισμός ή ο θάνατος. Θα επικεντρωθούμε λοιπόν στο άρθρο 58(19) του Κεφ. 148 που πράγματι αποτελεί την πρόνοια που διέπει το θέμα.

Αναγνώρισαν και οι εφεσείοντες πως το άρθρο 58(19) στοχεύει στην κατά λέξη απόδοση του άρθρου 4 της αγγλικής Fatal Accidents Act 1976 όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3(1) της Administration of Justice Act του 1982. [Βλ. και Νικoλάου (ανωτέρω) και Καζάκου (ανωτέρω)]. Έχουμε εδώ συναφώς ενώπιόν μας [*443]και την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου στην οποία  εξηγείται αυτή ακριβώς η διασύνδεση. Όπως και τις προηγούμενες επισημάνσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Chrysostomou (ανωτέρω) στη σελίδα 617 και Kassinou v. Efstathiou (1984) 1 C.L.R. 77 στη σελίδα 122 αναφορικά με τη χρησιμότητα της παρακολούθησης των εξελίξεων από τον πιο πάνω αγγλικό νόμο. Ήταν, εν τούτοις, η εισήγηση των εφεσειόντων πως η μετάφραση που επιχειρήθηκε είναι κακή, πως το λεκτικό στερείται νοήματος και πως πρέπει, συνεπώς, να αγνοήσουμε το άρθρο 58(19). Ειδικά, εφόσον αυτή η παράγραφος του Νόμου αναφέρεται σε ωφελήματα που περιέρχονται σε πρόσωπο ως αποτέλεσμα του δικού του θανάτου, τα οποία δεν θα υπολογίζονται σε αγωγή κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων πάλιν για το θάνατό του. Καθίσταται όμως καθαρό το νόημα της παραγράφου και  δεν είναι άλλο από το αναγνωρισθέν και από την αγγλική νομολογία σε σχέση με την αντίστοιχη αγγλική ρύθμιση, αν το διαβάσουμε όχι κατ’ απομόνωση αλλά μαζί με την παράγραφο 1 του άρθρου 58 της οποίας, μαζί με τις προηγούμενες παραγράφους, αποτελεί τη συνέχεια. Η ρύθμιση αφορά στην υποχρέωση για αποζημιώσεις σε περίπτωση θανάτου κάποιου προσώπου και είναι σ’ αυτό το πρόσωπο που παραπέμπουν οι λέξεις «του» στην παράγραφο (19) και όχι, βεβαίως, στο πρόσωπο στο οποίο περιέρχονται τα ωφελήματα, ως αποτέλεσμα του θανάτου. Παραθέτουμε το άρθρο 58(1) και (19) και σε υποσημείωση την αγγλική ρύθμιση1*:

«58 (1) Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου συνεπεία αστικού αδικήματος το οποίο αν δεν επακολουθούσε ο θάνατος θα παρείχε στο πρόσωπο αυτό το δικαίωμα να εγείρει αγωγή και να εισπράξει αποζημιώσεις εξαιτίας του εν λόγω αστικού αδικήματος, το πρόσωπο το οποίο θα ευθυνόταν για το αστικό αυτό αδίκημα αν δεν επακολουθούσε ο θάνατος, θα είναι, παρά το θάνατο υπόχρεο για την καταβολή αποζημιώσεων.

...............................................................................................................

(19)            Ωφελήματα τα οποία έχουν περιέλθει ή θα περιέλθουν ή δύνανται να περιέλθουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο από την κληρονομιά ή άλλως ως αποτέλεσμα του θανάτου του δεν θα υπολογίζονται σε αγωγή κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για το θάνατό του».

Tα άλλα επιχειρήματα των εφεσειόντων σε σχέση με το άρθρο 58(19) αφορούν κατ’ αρχάς στην έννοια της λέξης «ωφελήματα».  Παραπέμπουν στο σχετικό λήμμα από το λεξικό του Μπαμπινιώτη και εισηγούνται πως τα σχετικά ποσά δεν εντάσσονται στην έννοια του όρου. Και, εν τέλει, πως και ωφελήματα να θεωρούνται αυτά τα ποσά δεν μπορεί να θεωρηθεί πως περιήλθαν στους δικαιούχους του ως αποτέλεσμα του θανάτου του αποβιώσαντος.  Αυτά, όμως, χωρίς αναφορά στον όγκο της νομολογίας σε σχέση με την εμβέλεια της ρύθμισης.

Σε σημαντικές αποφάσεις σε σχέση με το θέμα παρέπεμψαν οι εφεσίβλητοι αλλά δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην κάθε μια από αυτές ξεχωριστά. Αυτές, όπως και άλλες, αναλύονται και σχολιάζονται σε σειρά συγγραμμάτων (βλ. Kemp & Kemp (ανωτέρω), Clerk & Lindsell (ανωτέρω), ΜcGregor (ανωτέρω), Winfield (ανωτέρω), Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 33, σελ. 450 παράγραφος 625 και Τόμος 45(2) σελ. 289 παράγραφος 418) και είναι αρκετό να αναφερθούμε σε ό,τι προκύπτει ως τελικό συμπέρασμα για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Η σταδιακή απομάκρυνση από το κοινοδίκαιο και τις ρυθμίσεις αναφορικά με τις περιπτώσεις τραυματισμών (βλ. και το άρθρο 58 του Κεφ. 148 πριν το Ν. 156/85) ήταν πάντα προς την κατεύθυνση της περαιτέρω διεύρυνσης των περιπτώσεων στις οποίες τα περιερχόμενα στους εξαρτωμένους ως αποτέλεσμα του θανάτου, δεν υπολογίζονται ή αγνοούνται κατά τον καθορισμό των αποζημιώσεων. Με επιστέγασμα την ισχύουσα στην Αγγλία ρύθμιση που εισάχθηκε με το άρθρο 4 της Fatal Accidents Act του 1976 το οποίο αποδίδει το δικό μας άρθρο 58(19) στο οποίο, με αναφορά και προς την προηγούμενη ρύθμιση της Fatal Accidents Act του 1959 που ήδη ρητά αναφερόταν σε ποσά ασφαλειών και σε συντάξεις, δόθηκε ερμηνεία τέτοια που να περιλαμβάνει ως ωφελήματα (benefits) που περιέρχονται στους εξαρτωμένους ως αποτέλεσμα του θανάτου όχι απλώς ποσά όπως τα επίμαχα αλλά και άλλες παροχές όπως η φροντίδα που η μετέπειτα σύζυγος του αποβιώσαντος παρέχει στο εξαρτώμενο παιδί του μετά το θάνατο της μητέρας του. (Βλ. Stanley v. Saddique [1991] 1 All E.R. 529). Και αυτό χωρίς να είμαστε και καθόλου έτοιμοι να δεχτούμε πως και ο ορισμός στο λεξικό που [*445]επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες αλλά και σε άλλα λεξικά πράγματι αποχαρακτηρίζει τέτοια ποσά ως ωφελήματα.

Τα επίμαχα ποσά είναι ωφελήματα με την έννοια του άρθρου και αυτονοήτως, ως σύνταξη χηρείας ή λόγω του θανάτου ή λόγω ασφαλειών για θάνατο ή και ως βοηθήματα λόγω θανάτου, περιήλθαν στη σύζυγο και τον άλλο εξαρτώμενο ως αποτέλεσμα του θανάτου του αποβιώσαντος.

Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν και τη Θεοδούλου ν. Κοκκινόφτα κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 759. Εκεί κρίθηκε πως κακώς λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό της εξάρτησης η σύνταξη ανικανότητας που έπαιρνε ο αποβιώσας αφού αυτή, όπως θεωρήθηκε, αναπληρώθηκε από τη σύνταξη χηρείας από τις κοινωνικές ασφαλίσεις την οποία, πλέον, εισέπραττε η σύζυγός του. Αυτά όμως χωρίς αναφορά είτε σε σχετική νομολογία (βλ. ιδιαίτερα Pidduck v. Eastern Scottish Omnibuses Ltd [1990] 1 WLR 993), ή στο ίδιο το άρθρο 58(19) του οποίου, συνεπώς, δεν είναι ερμηνευτική.

Καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και πως καλώς δεν υπολογίστηκαν τα αναφερθέντα ποσά.

Ο τόκος

Διατυπώθηκαν δυο λόγοι αντέφεσης σε σχέση με το μέρος της πρωτόδικης απόφασης για τον τόκο, αναφορικά με το ποσό που αντιστοιχεί προς την απώλεια εξάρτησης. Ο πρώτος αφορά στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο για το πιο πάνω ποσό μόνο μέχρι την ημέρα έκδοσης της απόφασής του.  Από εκεί και πέρα, όπως κατέληξε, δεν θα έφερε οποιονδήποτε τόκο «στο βαθμό που καλύπτει αποζημίωση για απώλεια που θα προκύπτει στο μέλλον» και αυτό με αναφορά στην Cookson v. Knowles [1978] 2 All E.R. 604.

Oρθά οι εφεσείοντες δεν υποστήριξαν, εν τέλει, αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης. Στέρησε τους εφεσίβλητους από το νόμιμο τόκο που φέρει κάθε απόφαση ενόψει των προνοιών του άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε, ειδικά από το Ν. 102(Ι)/96) υπό τις οποίες και ρητά τελεί το άρθρο 58Α του Κεφ. 148, προφανώς εξ αιτίας παρανόησης σε σχέση με τη σταθερή νομολογία μας (βλ. μεταξύ άλλων Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1 Α.Α.Δ. 1847, Λεριός ν. Αλεξίου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1195, Α. Panayides Contr. Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. [*446]416) πως δεν επιδικάζονται τόκοι για μελλοντικές απώλειες. Αυτός ο περιορισμός, όπως βεβαίως προκύπτει και από τις πιο πάνω αποφάσεις, αφορά στη διακριτική εξουσία για επιδίκαση τόκου αναδρομικά, πριν δηλαδή την έκδοση της απόφασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 58Α του Κεφ. 148 και δεν επιδρά στη γενική νομοθετική ρύθμιση για ό,τι ονομάζουμε ως νόμιμο τόκο από την ημέρα έκδοσης της απόφασης, πάνω στο σύνολο του ποσού που επιδικάζεται.

Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης αφορά στον τόκο πάνω στο ίδιο ποσό, κατά την αναδρομική του λειτουργία, μέχρι δηλαδή την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο προς 3% από 27.7.94 και ακολούθως προς 4% από 29.11.96 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του. Η διαφοροποίηση αναφορικά με τις δυο περιόδους οφείλεται στις νομοθετικές αλλαγές ως προς το ύψος του επιτοκίου και δεν αμφισβητείται η ορθότητά της. Είναι όμως η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως το πρωτόδικο δικαστήριο, αντίθετα προς ό,τι ισχύει στην Αγγλία, δεν μπορούσε να μειώσει το επιτόκιο που προβλέπει ο νόμος και πως η διακριτική του εξουσία, όπως προβλέπει το άρθρο 58A, ήταν δυνατό να αφορούσε στο κατά πόσο θα επιδικαζόταν τόκος προς 6% ή 8% αντιστοίχως «αναφορικά με ολόκληρο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί, για ολόκληρη ή για μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας καταχώρισης της αγωγής».

Αυτή η ιδιαιτερότητα της νομοθετικής ρύθμισης επισημάνθηκε στις υποθέσεις Φοινικαρίδης και Λεριός (ανωτέρω) και ορθά οι εφεσείοντες δεν πρόταξαν αντίλογο ούτε επ’ αυτού. Εισηγήθηκαν, όμως, πως το ζήτημα αποβαίνει χωρίς πρακτική αξία αφού εκείνο που στην πραγματικότητα προκύπτει ήταν πως το πρωτόδικο δικαστήριο , στη βάση της νομολογίας μας (βλ. Φοινικαρίδης (ανωτέρω) και Στυλιανού ν. Μάτση κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1288) έκρινε πως μόνο το μισό των τόκων από τις αναφερθείσες περιόδους θα έπρεπε να επιδικαστεί. Το γεγονός δε ότι αυτή τη διακριτική του εξουσία την άσκησε με αναφορά στο ύψος του επιτοκίου ενώ θα μπορούσε να την ασκήσει με αναφορά στο ύψος του ποσού, δεν πρέπει να οδηγήσει στο άδικο αποτέλεσμα να επιδικαστεί τόκος από τις ημερομηνίες που καθορίστηκαν για ζημιά που δεν είχε δημιουργηθεί ολόκληρη από τότε.

Πέραν από την επίκληση των νομοθετικών προνοιών, οι εφεσίβλητοι δεν διατύπωσαν άλλο επιχείρημα με αναφορά στη φύση της ζημιάς για την οποία επιδικάστηκε το ποσό και τη συναφή νομολογία μας. Επισημαίνοντας και το χαρακτηρισμό του όλου εγχειρή[*447]ματος ως συμβατικού (βλ. Φοινικαρίδης, ανωτέρω, στη σελ. 497), κρίνουμε πως πράγματι ενυπάρχει στην πρωτόδικη απόφαση, που συνολικά παρέπεμψε στην Cookson (ανωτέρω), η βασική κρίση πως ο τόκος που θα έπρεπε να επιδικαστεί θα έπρεπε να ήταν ο μισός του μέγιστου επιτρεπόμενου. Δεν θα παρέμβουμε, επομένως, ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενό της αλλά θα διορθωθεί η πρωτόδικη απόφαση ώστε το επιτόκιο να είναι 6% και 8% αντιστοίχως, αλλά επί του ½ του ποσού.

Η κατάληξη

Αν δεν έχουμε, επαναλαμβάνουμε, λάθος στην αριθμητική μας, το οποίο βεβαίως θα μπορεί να διορθωθεί, στη βάση όλων των πιο πάνω, οι εφεσείοντες υποχρεούνται σε αποζημιώσεις ως ακολούθως:

1.    Ποσό £10.000 για πόνο και ταλαιπωρία.

2.    Ποσό £90.887,95 για απώλεια εξάρτησης.

3.    Ποσό   £1.150 για έξοδα κηδείας.

4.    Ποσό   £6.000 για απώλεια (bereavement).

Σύνολο:  £108.037,95.

Αυτά, με τόκο ως η πρωτόδικη απόφαση με τη διαφορά, κατ’ αρχάς, ότι η απόφαση για το συνολικό ποσό των £108.037,95 θα φέρει το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης. Και, περαιτέρω, ως προς το ποσό για την απώλεια της εξάρτησης, από τις καθοριζόμενες στην πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίες, το επιτόκιο θα είναι προς 6% και 8% αντιστοίχως αλλά σε κάθε περίπτωση επί του ½ του ποσού των £90.887.95.

Επομένως, η έφεση και η αντέφεση επιτυγχάνουν μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ανάλογα και εκδίδεται απόφαση για το συνολικό ποσό των £108.037,95, με τόκο ως ανωτέρω.  Δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.

Η έφεση και η αντέφεση επιτρέπονται μερικώς. Εκδίδεται απόφαση για το συνολικό ποσό των £108.037,95 με τόκο ως ανωτέρω. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.


[*448]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο