Sazen Fast Food Ltd ν. Χατζηνικόλα Λειβαδιώτη & Σία Λτδ και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 472

(2006) 1 ΑΑΔ 472

[*472]30 Μαΐου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

SAZEN FAST FOOD LTD.,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1.  ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗ & ΣΙΑ ΛΤΔ.,

2.  ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ,

3.  PHC FRANCHISED RESTAURANTS LTD., ΤΕΩΣ

   Ζ.Κ. FRANCHISED RESTAURANTS LTD.,

4.  ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

5.  CATERCOM, ΤΕΩΣ Z.K. MY KIND OF RESTAURANTS LTD.,

6.  ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,

7.  ROMAMOR TAKE AWAY & RESTAURANTS LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11925)

 

Παρακοή διατάγματος ― Απόδειξη υποκειμενικής υπόστασης ή πρόθεσης καταστρατήγησης του διατάγματος ― Αποτελεί προϋπόθεση για στοιχειοθέτηση παρακοής διατάγματος ― Επιφύλαξη του Άρθρου 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Νόμος 14/60).

Στις 21/5/2001 η ενάγουσα εταιρεία καταχώρησε αγωγή εναντίον έξι εναγομένων με την οποία ζητούσε διάφορα διατάγματα που αφορούσαν το κατάστημα στη Λεωφόρο Ευαγόρου, γνωστού ως «Κέντρο Χατζησάββα». Τη ίδια μέρα η ενάγουσα καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε επτά προσωρινά διατάγματα. Τελικά στις 23/5/2001 εκδόθηκε μονομερώς προσωρινό διάταγμα εναντίον όλων των εναγομένων, με το οποίο αυτοί εμποδίζοντο από του να επεμβαίνουν παράνομα και να προβαίνουν σε μετατροπές ή αλλοιώσεις και/ή να αποξενώσουν το πιο πάνω υποστατικό χωρίς τη συγκατάθεση της ενάγουσας εταιρείας. Στις 15/6/2001 που ήταν ορισμένο το προσωρινό διάταγμα η τέταρτη εναγόμενη «Εφορεία» δεν αντιπροσωπεύθηκε από δικηγόρο και το προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο παρά το γεγονός ότι οι άλλοι πέντε εναγόμενοι υπέβαλαν ένσταση. Το Δικαστήριο τελικά με απόφαση του ημερ. 11/7/2001 ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί εναντίον όλων των εναγομένων πλην φυσικά [*473]της εναγομένης 4, εναντίον της οποίας αυτό είχε προηγουμένως καταστεί απόλυτο.

Στις 5/7/2002 οι εφεσείοντες-ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων με την οποία ζητούσαν:

“Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την ROMAΜOR TAKE AWAY & RESTAURANT LTD και τα μέλη του διοικητικού της Συμβουλίου όπως παρουσιασθούν και δείξουν λόγον γιατί να μη φυλακισθούν ή καταβάλουν πρόστιμον ως ήθελε το Δικαστήριο διατάξει καθ’ όσον η ROMAMOR TAKE AWAY & RESTAURANT LTD παρέλειψε να συμμορφωθεί προς το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/6/2001”.

Η ένορκη δήλωση που επισυνάπτεται στην αίτηση, αφού αναφέρεται χρονολογικά στο ιστορικό διαπιστώνει ότι στις 2/7/2002 και 3/7/2002 οι εφεσίβλητοι παρανομούσαν αφού προέβαιναν σε εργασίες στον επίδικο χώρο κατά παράβαση του διατάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η υποκειμενική υπόσταση ή η πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος. Περαιτέρω δε ότι η εταιρεία, εφεσίβλητη 1, σύμφωνα με εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ενοικιάστρια κάτοχος του επίδικου υποστατικού προγενέστερα του εκδοθέντος διατάγματος.

Οι εφεσείοντες εφεσιβάλλουν την απόφαση υποστηρίζοντας ότι, αφού οι εφεσίβλητοι σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, είχαν δεχθεί την επίδοση του διατάγματος και συνέχιζαν να εκτελούν εργασίες στο επίδικο ακίνητο κατά παράβαση του είναι ένοχοι περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Εισηγούνται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της επιφύλαξης του Άρθρου 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Νόμος 14/60) και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι «δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι..... αυτοί (οι εφεσίβλητοι) παρότρυναν ή συνήργησαν στη μη υπακοή του διατάγματος».

Οι εφεσίβλητοι με αντέφεσή τους προσβάλλουν επί μέρους συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 42 του Νόμου 14/60, το Δικαστήριο μπορεί να τιμωρήσει τρίτο πρόσωπο, μη διάδικο, που [*474]έλαβε γνώση τούτου και «εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή του διατάγματος».

2.  Δεν προκύπτει στην παρούσα υπόθεση οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των εφεσιβλήτων και της «Εφορείας», εναγόμενης 4 στην αγωγή, ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι παρακίνησαν ή συνήργησαν στην παρακοή του διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον της εναγόμενης 4, «Εφορείας». Ορθά, κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως η πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος από τους εφεσίβλητους. Ορθό ακόμα είναι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι είχαν την κατοχή του επίδικου ακινήτου, δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου, πολύ πριν να εκδοθεί το επίδικο προσωρινό διάταγμα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 5010/01), ημερ. 19/12/03.

Δ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.

Ν. Αβρααμίδης, για τους Εφεσίβλητους-Εναγομένους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 21.5.2001 η ενάγουσα εταιρεία, SAZEN FAST FOOD LTD., καταχώρησε αγωγή εναντίον έξι εναγομένων με την οποία ζητούσαν διάφορα διατάγματα που αφορούσαν το κατάστημα στη Λεωφόρο Ευαγόρου αρ. 2, γνωστό ως «Κέντρο Χατζησάββα». Την ίδια ημέρα η ενάγουσα στην αγωγή καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε επτά προσωρινά διατάγματα. Τελικά στις 23.5.2001 εκδόθηκε μονομερώς εναντίον όλων των εναγομένων. Ως τέταρτη εναγόμενη ήταν η ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Εφορεία).  Το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα από το Δικαστήριο έχει ως εξής:-

[*475]

«ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ τους καθ’ ων η αίτηση τους συνεργάτες, αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες τους και/ή υπαλλήλους τους από του να επεμβαίνουν παράνομα και να προβαίνουν σε μετατροπές και/ή αλλοιώσεις και/ή ανακαινίσεις του υφιστάμενου χώρου της επιχείρησης/καφεστιατορίου και/ή να προβαίνουν σε οιανδήποτε αλλαγήν χρήσης και/ή πώλησης της επιχείρησης/καφεστιατορίου και/ή να ενοικιάζουν και/ή υπενοικιάζουν και/ή αποξενώσουν τον επίδικο χώρο που ευρίσκεται στη Λεωφόρο Ευαγόρου 2 γνωστού ως κέντρο Χατζησάββα άνευ της αποδοχής και συγκατάθεσης της αιτήτριας και μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ και εμποδίζει τους καθ’ ων η αίτηση και/ή συνεργάτες ή τους αντιπροσώπους και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες τους από του να εισέρχονται και/ή επεμβαίνουν μ’ οιονδήποτε τρόπον εντός του υποστατικού που ευρίσκεται στη Λεωφόρο Ευαγόρου 2 γνωστού ως κέντρο Χατζησάββα του οποίου το νόμιμο δικαίωμα κατοχής έχει μόνο η αιτήτρια μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.»

Στις 15.6.2001 που ήταν ορισμένο το προσωρινό διάταγμα η τέταρτη εναγομένη «Εφορεία» δεν αντιπροσωπεύθηκε από δικηγόρο και το προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο παρά το γεγονός ότι οι άλλοι πέντε εναγόμενοι υπέβαλαν ένσταση.  Το Δικαστήριο τελικά με απόφαση του ημερ. 11.7.2001 ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί εναντίον όλων των εναγομένων πλην φυσικά της «Εφορείας», εναγομένης 4, που είχε προηγουμένως καταστεί απόλυτο.  Το προσωρινό διάταγμα καταργήθηκε λόγω, μεταξύ άλλων, έλλειψης εξουσίας γιατί δεν είχε ικανοποιηθεί το στοιχείο του κατεπείγοντος και ένεκα του γεγονότος ότι οι ενάγοντες δεν προέβησαν σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων.

Παρά την πιο πάνω ακύρωση του διατάγματος εναντίον όλων των εναγομένων τούτο παρέμεινε σε ισχύ για την εναγομένη 4, την «Εφορεία».

Στις 2.7.2002 οι εφεσείοντες επέδωσαν το διάταγμα στους καθ’ ων η αίτηση ROMAMOR TAKE AWAY AND RESTAURANT LTD. καθώς και στους Διευθυντές της Κυριάκο Ζιβανάρη και Λύσανδρο Ιωάννου στις 5.6.2002. Στους Κυριάκο Ζιβανάρη και Λύσανδρο [*476]Ιωάννου επεδόθη το διάταγμα προτού καταστεί απόλυτο για την εναγομένη 4 Εφορεία. Τους επεδόθη γιατί ο Λύσανδρος Ιωάννου ήταν ο εναγόμενος 6 για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα εναντίον του και στον καθ’ ου Κυριάκο Ζιβανάρη ως Διευθυντή εναγομένων εταιρειών για τις οποίες επίσης το διάταγμα είχε ακυρωθεί. Εκ τούτου προκύπτει ότι στους καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 δεν επιδόθηκε το διάταγμα για τους σκοπούς της επίδικης αίτησης.

Στις 5.7.2002 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία ζητούσαν:-

«Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την ROMAMOR TAKE AWAY & RESTAURANT LTD. και τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου όπως παρουσιασθούν και δείξουν λόγον γιατί να μη φυλακισθούν ή καταβάλουν πρόστιμον ως ήθελε το Δικαστήριο διατάξει καθ’ όσον η ROMAMOR TAKE AWAY & RESTAURANT LTD. παρέλειψε να συμμορφωθεί προς το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/6/2001.»

Η ένορκη δήλωση που επισυνάπτεται στην αίτηση, αφού αναφέρεται χρονολογικά στο ιστορικό διαπιστώνει ότι στις 2.7.2002 και 3.7.2002 οι εφεσίβλητοι παρανομούσαν αφού προέβαιναν σε εργασίες στον επίδικο χώρο κατά παράβαση του διατάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την επίδικη αίτηση των αιτητών για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η υποκειμενική υπόσταση ή η πρόθεση καταστρατήγησης καταφρόνησης.  Περαιτέρω δε ότι η εταιρεία, εφεσίβλητη 1, σύμφωνα με εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ενοικιάστρια και κάτοχος του επίδικου υποστατικού, προγενέστερα του εκδοθέντος διατάγματος.  Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο οποίο περιέχονται και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως εξής:-

«Το ερώτημα που παραμένει να απαντηθεί για να επιτύχει η αίτηση είναι εάν έχει αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως η πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος από τους καθ’ ων, οι οποίοι καίτοι μη διάδικοι στην παρούσα μπορεί να τιμωρηθούν αφού έλαβαν γνώση με την επίδοση σ’ αυτούς του διατάγματος εάν και εφόσον βέβαια ηθελημένα παροτρύνουν ή συνεργαστούν στη μη υπακοή.

Δεν υπάρχει ενώπιον μου ίχνος μαρτυρίας ότι οι καθ’ ων είναι [*477]είτε συνεργάτες είτε αντιπρόσωποι ή υπηρέτες ή υπάλληλοι των εναγομένων 4 εναντίον των οποίων το διάταγμα έγινε απόλυτο αλλά και ούτε ότι αυτοί παρότρυναν ή συνήργησαν στη μη υπακοή του διατάγματος. Το γεγονός ότι τους έχει επιδοθεί το διάταγμα δεν αρκεί ούτε η γνώση από μόνη της μπορεί να στοιχειοθετήσει επειδή υπήρξε η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος ηθελημένη ανυπακοή. Στην απόφαση άλλωστε του Δικαστηρίου ημερ. 29.4.02 η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί γίνεται εύρημα και αποτελεί και εδώ εύρημα ότι οι καθ’ ων η αίτηση εταιρεία είναι ενοικιάστρια με βάση συμφωνία προγενέστερη του διατάγματος.

Το λεκτικό του διατάγματος το οποίο επιδόθηκε στους καθ’ ων αλλά και το γεγονός ότι αυτό ακυρώθηκε σε σχέση με τους εναγομένους 5 και 6, με τους οποίους υπήρχε σχέση που θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί με άλλα στοιχεία βέβαια εάν υπήρχαν, η σχέση που τελούσαν οι καθ’ ων με την εναγομένη 4 δεν μπορεί παρά να οδηγήσει την αίτηση σε απόρριψη.»

Οι εφεσείοντες με δύο λόγους έφεσης προσβάλλουν την κατάληξη και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Οι δύο λόγοι είναι συναφείς και στην ουσία διαγράφονται στον πρώτο λόγο έφεσης που έχει ως εξής:-

«Η απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας με ημερ. 5/5/2002 είναι εσφαλμένη και αντίθετη προς την ορθή ερμηνεία της επιφύλαξης του αρ. 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Νόμος 14/60) η οποία έχει εισαχθεί με το άρθρο 2 του Νόμου 80(Ι)/2002

Οι εφεσίβλητοι με αντέφεση τους προσβάλλουν επί μέρους συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τέσσερις λόγους.

Το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν. 80(Ι)/2002 έχει ως ακολούθως:-

«42. Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού κάθε Δικαστήριο θα έχει εξουσία να εξαναγκάζει σε υπακοή προς οποιοδήποτε διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό, το οποίο διατάζει ή απαγορεύει την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης, με πρόστιμο ή φυλάκιση ή μεσεγγύηση πραγμάτων. Και το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα να επιδικάσει στο πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα τέτοιο ποσό υπό μορφή αποζημίωσης, όπως το Δικαστήριο δύναται να θεωρήσει πρέπον.

[*478]Νοείται ότι έκαστο δικαστήριο θα έχει εξουσία τιμωρίας για παρακοή ή και εξαναγκασμού σε υπακοή σ’ οποιοδήποτε διάταγμά του στις περιπτώσεις που αφορούν διάδικο σε δικαστική διαδικασία αλλά και στις περιπτώσεις που αφορούν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, νοουμένου ότι αυτό έλαβε γνώση του διατάγματος και εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή διατάγματος.»

Είναι η εισήγηση των εφεσειόντων ότι, αφού οι εφεσίβλητοι σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, είχαν δεχθεί την επίδοση του διατάγματος και συνέχιζαν να εκτελούν εργασίες στο επίδικο ακίνητο κατά παράβαση του είναι ένοχοι περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Εισηγούνται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της επιφύλαξης του πιο πάνω άρθρου του νόμου και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι «δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι ..... αυτοί (οι εφεσίβλητοι) παρότρυναν ή συνήργησαν στη μη υπακοή του διατάγματος.»

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση των εφεσειόντων.  Έχουμε ήδη παραθέσει το άρθρο του νόμου και ιδιαίτερα την επιφύλαξη. Σύμφωνα με αυτή το Δικαστήριο μπορεί να τιμωρήσει τρίτο πρόσωπο, μη διάδικο, που έλαβε γνώση τούτου και «εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή του διατάγματος».

Σύμφωνα με το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Β’ Έκδοση, το ρήμα «παροτρύνω» υπονοεί «ωθώ, ενθαρρύνω, παρακινώ ή προτρέπω κάποιον». Το δε ρήμα «συνεργώ» υπονοεί «παρακινώ και στηρίζω υλικά ή ηθικά κάποιον στην επιτέλεση αξιόποινης πράξης».

Τόσο από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση των εφεσειόντων όσο και από τα παραδεκτά γεγονότα όπως κατατέθηκαν από τους διαδίκους δεν προκύπτει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των εφεσιβλήτων και της «Εφορείας», εναγόμενης 4 στην αγωγή, ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι παρακίνησαν ή συνήργησαν στην παρακοή του διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον της εναγομένης 4, «Εφορείας». Ορθά, κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως η πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος από τους εφεσίβλητους.  Ορθό ακόμα είναι και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι είχαν την κατοχή του επίδικου ακινήτου, δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου, πολύ πριν να εκδοθεί το επίδικο προσωρινό διάταγμα.

[*479]

Για τους πιο πάνω λόγους οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Ενόψει της κατάληξης μας αυτής παρέλκει η εξέταση των λόγων αντέφεσης που προβάλλουν οι εφεσίβλητοι, γιατί θα ήταν ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο