(2006) 1 ΑΑΔ 489
[*489]30 Μαΐου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11811)
(Σχ. με την 12022)
ΚΟΥΛΛΑ ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΚΟΥΝΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ MARGARET MACKAY,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
A.N. STASIS ESTATES CO. LTD.,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12022)
(Σχ. με την 11811)
A.N. STASIS ESTATES CO. LTD.,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΚΟΥΛΛΑ ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΚΟΥΝΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ MARGARET MACKAY,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
�������������
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11811, 12022)
Τόκος ― Επιδίκαση νόμιμου τόκου επί ποσού δικαστικής απόφασης ― Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60 και τροποποιήσεων) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Εσφαλμένη επιδίκαση τόκου ― Διαταγή για ανάλογη τροποποίηση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση στη βάση των αρχών της Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο έχει τη δια[*490]κριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ουσιώδες θέμα της διαδικασίας, όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων ― Το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα τα οποία δεν προσδιορίζονται από τη δικογραφία.
Η εφεσείουσα, διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας Margaret Mackay από την Αγγλία, καταχώρησε την αγωγή υπ’ αρ. 3523/95 με την οποία αξιούσε από την εφεσίβλητη διάφορες θεραπείες σε σχέση με την πώληση της έπαυλης της αποβιώσασας στον Κόλπο των Κοραλλίων στην Πάφο. Την έπαυλη αυτή η αποβιώσασα την αγόρασε, μέσω της εφεσείουσας, από την εφεσίβλητη έναντι του ποσού των £70.000. Έναντι του πιο πάνω ποσού η εφεσείουσα κατέβαλε προς την εφεσίβλητη συνολικά το ποσό των £59.850. Η έπαυλη αποπερατώθηκε χωρίς να παραδοθεί στην εφεσείουσα, η οποία στις 17/9/1986, πληροφόρησε εγγράφως την εφεσίβλητη ότι οικογενειακοί λόγοι την ανάγκαζαν να την πωλήσει και ανέθεσε στην εφεσίβλητη να προβεί στην πώληση. Η εφεσίβλητη πώλησε την έπαυλη στις 10/6/1988 και εισέπραξε προς τούτο το ποσό των £51.000. Από το πιο πάνω ποσό η εφεσίβλητη κατέβαλε στην εφεσείουσα ποσό £29.384 ως ακολούθως:
(i) £5.000 στις 11/5/1993 και
(ii) £24.384 στις 14/1/2000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, κατόπιν ακρόασης, ότι η εφεσίβλητη όφειλε στην εφεσείουσα £40.580 και ότι είχε υποχρέωση να έχει διαθέσιμο το πιο πάνω ποσό το οποίο βρισκόταν σε πίστωση της εφεσείουσας και ταυτόχρονα να εξασφάλιζε το ψηλότερο δυνατό επιτόκιο προς όφελός της. Πιο συγκεκριμένα η εφεσίβλητη θα έπρεπε να είχε καταθέσει τα χρήματα σε άτοκο τραπεζικό λογαριασμό προειδοποίησης 7 ημερών. Σε τέτοια περίπτωση το ποσό προς όφελος της εφεσείουσας θα απέδιδε τόκο 4,5% ετησίως από το 1988 μέχρι την 31/12/2000 όταν εφαρμόστηκε η φιλελευθεροποίηση των επιτοκίων, εφόσον επρόκειτο για ποσό που υπερέβαινε τις £5.000. Από την 1/1/2001 το επιτόκιο για λογαριασμούς προειδοποίησης 7 ημερών για ποσά μεταξύ £20.000 – £50.000 θα έφερε τόκο περίπου 4%. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Αρ. 14/60) είχε δικαιοδοσία να επιδικάζει τόκο σύμφωνα με τα όσα έχουν συμφωνηθεί ή διαφορετικά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας για £40.580 (£51.000 - £10.420 = £40.580) με
[*491](Α) Τόκο 4,5% ετησίως από 10/6/1988 μέχρι 31/12/2000 (μείον ποσό £5.000 που καταβλήθηκε στις 11/5/1993 και μείον ποσόν £24.384 που καταβλήθηκε στις 14/1/2000)
(Β) Τόκο 4% ετησίως επί £11.196 (£40.580 – (£5.000 + £24.384) = £11.196 από 1/1/2001 μέχρι εξοφλήσεως.
Η εφεσείουσα καταχώρησε την πολιτική έφεση υπ’ αρ. 11811 υποστηρίζοντας ότι η πρωτόδικη επιδίκαση τόκων είναι λανθασμένη και τούτο γιατί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 33(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Αρ. 14/60), όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 102(Ι)/96) το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδικάσει:
(α) Τόκο 8% επί £35.580 από 29/11/1996 μέχρι 14/1/2000 και
(β) Τόκο 8% επί £11.196 από 14/1/2000 μέχρι εξοφλήσεως.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε την πολιτική έφεση υπ’ αρ. 12022 υποστηρίζοντας ότι:
(i) Η απόρριψη της μαρτυρίας του Γενικού Διευθυντή της (Μ.Υ.1) και του εκτιμητή της (Μ.Υ.2) δεν είναι δικαιολογημένη,
(ii) Το συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να έχει τα χρήματα διαθέσιμα και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει το υψηλότερο δυνατό επιτόκιο ήταν λανθασμένο και
(iii) Η απόρριψη της αξίωσης της εφεσείουσας για την αφαίρεση από το προϊόν της πώλησης των εξόδων της ανέγερσης της διακοσμητικής αψίδας και των εξόδων για τη μεταπώληση της έπαυλης είναι λανθασμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση 11811
Το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει τόκο 8% από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60 και η επιδίκαση τόκου προς 4.5% και 4% κρίνεται λανθασμένη. Έχοντας υπόψη τις αρχές της Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475. Η πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά τον τόκο διαφοροποιείται ως ακολούθως: Επιδικάζεται τόκος επί ποσού £40.580,
[*492](i) 6% από 23/10/1995 (ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής) μέχρι 29/11/1996 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 102(Ι)/96).
(ii) 8% από 30/11/1996 μέχρι εξοφλήσεως, μείον ποσό £5.000 που καταβλήθηκε στις 11/5/1993 και μείον ποσό £24.384 που καταβλήθηκε στις 14/1/2000.
Β. Έφεση 12022
1. Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν της αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος αυτού.
2. Η απόρριψη της αξίωσης της εφεσείουσας σε σχέση με το θέμα που αναφέρεται στην παράγραφο (iii) ανωτέρω είναι ορθή εφόσον η σχετική αξίωση δεν δικογραφήθηκε ούτε και περιλήφθηκε στην ανταπαίτηση της εφεσείουσας. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.4 πάνω στην οποία βασίστηκε η απαίτηση, εκθεμελιώνει τη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασισθεί η αξίωση της εφεσείουσας.
Η έφεση 11811 επιτράπηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσίβλητης.
Η έφεση 12022 απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπ. Αρ. 3523/95), ημερ. 8/7/03.
Γ. Κουκούνης, για την Εφεσείουσα στην Πολ. Έφεση Αρ. 11811 και για την Εφεσίβλητη στην Πολ. Έφεση Αρ. 12022.
Α. Δημητριάδης, προσωπικά και εκ μέρους της Ν. Καθητζιώτη, για τους Εφεσίβλητους στην Πολ. Έφεση Αρ. 11811 και για τους Εφεσείοντες στην Πολ. Έφεση Αρ. 12022.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
[*493]
(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ.
Η MARGARET MACKAY, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΥΛΛΑΣ Α. ΚΟΥΚΟΥΝΗ (ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ) ΑΓΟΡΑΣΕ ΣΤΙΣ 18/7/1985 ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ A.N. STASIS ESTATES CO. LTD. (ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ) ΜΙΑ ΕΠΑΥΛΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΩΝ ΚΟΡΑΛΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ, ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΩΝ £70.000. ΈΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΠΟΣΟΥ Η ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ ΚΑΤΕΒΑΛΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ £59.850. Η ΕΠΑΥΛΗ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΙΣ 17/9/1986 ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΕ ΕΓΓΡΑΦΩΣ ΤΗΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΟΤΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΖΑΝ ΝΑ ΠΩΛΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΕΠΑΥΛΗ ΚΑΙ ΑΝΕΘΕΣΕ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΣΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ ΤΗΣ. Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΠΩΛΗΣΕ ΤΗΝ ΕΠΑΥΛΗ ΣΤΙΣ 10/6/1988 ΚΑΙ ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ £51.000. ΑΠΟ ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΠΟΣΟ Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΚΑΤΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ ΠΟΣΟ £29.384 ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ:
(i) £5.000 στις 11/5/1993 και
(ii) £24.384 στις 14/1/2000.
Ως αποτέλεσμα της μη καταβολής εκ μέρους της εφεσίβλητης του οφειλόμενου υπόλοιπου και άλλων διαφορών που είχαν προκύψει, η εφεσείουσα καταχώρισε την υπ’ αρ. 3523/95 αγωγή με την οποία αξιούσε διάφορες θεραπείες.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, που εκδόθηκε κατόπιν ακρόασης της αγωγής, η εφεσίβλητη όφειλε στην εφεσείουσα £40.580 και είχε υποχρέωση να έχει διαθέσιμο το πιο πάνω ποσό το οποίο βρισκόταν σε πίστωση της εφεσείουσας και ταυτόχρονα να εξασφάλιζε το ψηλότερο δυνατό επιτόκιο προς όφελος της. Πιο συγκεκριμένα η εφεσίβλητη θα έπρεπε να είχε καταθέσει τα χρήματα σε άτοκο τραπεζικό λογαριασμό προειδοποίησης 7 ημερών. Σε μια τέτοια περίπτωση το ποσό προς όφελος της εφεσείουσας θα απέδιδε τόκο 4.5% ετησίως από το 1988 μέχρι την 31/12/2000 όταν εφαρμόστηκε η φιλελευθεροποίηση των επιτοκίων, εφόσον επρόκειτο για ποσό που υπερέβαινε τις £5.000. Από την 1/1/2001 το επιτόκιο για λογαριασμούς προειδοποίησης 7 ημερών για ποσά μεταξύ £20.000 - £50.000 θα έφερε τόκο περίπου 4%. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) είχε δικαιοδοσία να επιδικάζει τόκο σύμφωνα με τα όσα έχουν συμφωνηθεί ή διαφορετικά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας για £40.580 (£51.000-£10.420=£40.580) με
(Α) ΤΟΚΟ 4.5% ΕΤΗΣΙΩΣ ΑΠΟ 10/6/1988 ΜΕΧΡΙ 31/12/2000 (ΜΕΙΟΝ [*494]ΠΟΣΟ £5.000 ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 11/5/1993 ΚΑΙ ΜΕΙΟΝ ΠΟΣΟΝ £24.384 ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 14/1/2000),
(Β) ΤΟΚΟ 4% ΕΤΗΣΙΩΣ ΕΠΙ £11.196 (£40.580-(£5.000+£24.384) = £11.196) ΑΠΟ 1/1/2001 ΜΕΧΡΙ ΕΞΟΦΛΗΣΕΩΣ.
(Β) Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 11811.
ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΕΦΕΣΗ Η ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΤΟΚΩΝ ΠΡΟΣ 4.5% ΚΑΙ 4% ΕΙΝΑΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33(2)(Α) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ (ΑΡ. 14/60, ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 102(Ι)/96), ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΠΙΔΙΚΑΣΕΙ
(α) Τόκο 8% επί £35.580 από 29/11/1996 μέχρι 14/1/2000 και
(β) Τόκο 8% επί £11.196 από 14/1/2000 μέχρι εξοφλήσεως.
Αντίθετα η εφεσίβλητη εισηγείται ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με την επιδίκαση τόκου σε 4.5% και 4% ήταν ορθή.
Αναφορικά με τον καθορισμό του τόκου θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά η επιδίκαση τόκου ρυθμιζόταν με το άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) σύμφωνα με το οποίο ο τόκος οριζόταν σε 4% ετησίως από της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης μέχρι της τελικής αποπληρωμής του χρέους.
Σε υποθέσεις αγωγών για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες ή πρόκληση θανάτου, το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια (σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του Νόμου 156/85) να επιδικάσει τόκο 6% πάνω σε ολόκληρο ή μέρος της χρονικής περιόδου κατά την οποία δημιουργήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης. Το πιο πάνω επιτόκιο του 6% αυξήθηκε σε 8% από τις 29/11/96 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 101(Ι)/96.
Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΤΟΚΟΥ 8% ΜΟΝΟ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΕΠΕΚΤΑΘΗΚΕ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ (ΑΡ. 102(Ι)/96), ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΑΓΩΓΙΜΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ. ΈΤΣΙ ΜΕΤΑ ΤΟ 1996 ΚΑΘΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΘΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟΚΟ 8% ΕΤΗΣΙΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΔΕ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33(2) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 14/60 ΤΟ ΔΙ[*495]ΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΟΤΑΝ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΝ ΛΟΓΟΙ ΝΑ ΕΠΙΔΙΚΑΣΕΙ ΤΟΚΟ,
“(Α) ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΕΠΙΔΙΚΑΖΟΜΕΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΣΟ, ΓΙΑ ΜΕΡΟΣ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Η
(Β) ΣΕ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΑΖΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΣΟΥ, ΓΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΜΕΡΟΣ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ.”
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση στην επιδίκαση του τόκου ήταν εσφαλμένη. Το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει τόκο 8% από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60 και η επιδίκαση τόκου προς 4.5% και 4% κρίνεται λανθασμένη. Έχοντας υπόψη τις αρχές που αναφέρονται στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475. Η πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά τον τόκο διαφοροποιείται ως ακολούθως: Επιδικάζεται τόκος επί ποσού £40.580,
(I) 6% ΑΠΟ 23/10/1995 (ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ) ΜΕΧΡΙ 29/11/1996 (ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 102(Ι)/96),
(II) 8% ΑΠΟ 30/11/1996 ΜΕΧΡΙ ΕΞΟΦΛΗΣΕΩΣ, ΜΕΙΟΝ ΠΟΣΟ £5.000 ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 11/5/1993 ΚΑΙ ΜΕΙΟΝ ΠΟΣΟ £24.384 ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 14/1/2000.
Η ΕΦΕΣΗ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΙ ΜΕ ΕΞΟΔΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ.
(Γ) Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 12022.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης η εταιρεία A.N. Stasis Estates Co. Ltd. καταχώρισε την υπ’ αρ. 12022 έφεση, η οποία για πρακτικούς λόγους συνεκδικάστηκε με την έφεση 11811.
ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΕΦΕΣΗ Η ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ,
(I) Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ (Μ.Υ.1) ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΤΙΜΗΤΗ ΙΟΥΛΙΟΥ ΡΟΥΣΟΥ (Μ.Υ.2) ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ,
(II) ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΟΤΙ Η ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ ΕΙΧΕ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΑ ΧΡΗ[*496]ΜΑΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ ΤΟ ΨΗΛΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΗΤΑΝ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΟ· ΚΑΙ
(III) Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΪΟΝ ΤΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΤΗΣ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΗΣ ΑΨΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΩΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΥΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ.
Αναφορικά με την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 υποβλήθηκε από την εφεσίβλητη ότι η απόρριψη της μαρτυρίας τους αποτελούσε θέμα της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η προσέγγιση του οποίου ήταν ορθή. Αναφορικά με το (ii) λόγο έφεσης η εφεσίβλητη υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και αναφορικά με τον (iii) λόγο έφεσης υποβλήθηκε ότι η απαίτηση για τα έξοδα ανέγερσης της αψίδας και τα έξοδα για τη μεταπώληση της έπαυλης θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί με ανταπαίτηση. Επιπρόσθετα τονίστηκε ότι εφόσον η μαρτυρία του Μ.Υ.1 πάνω στην οποία βασίστηκε η απαίτηση δεν είχε γίνει αποδεκτή, η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 και Μ.Υ.4, στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα έχουν εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η απόφαση τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Βλ. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί αποκλειστικά καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις διάφορες εκδοχές που προβάλλονται μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355). Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας. (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό. (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΘΕΙ ΟΤΙ ΣΥΝΤΡΕΧΕΙ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΩΝ ΠΙΟ [*497]ΠΑΝΩ ΜΑΡΤΥΡΩΝ. ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ ΥΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΤΙ ΟΙ ΕΝΝΕΑ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΕΠΙΚΑΛΕΣΤΗΚΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ Μ.Υ.1 ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΝΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΞΗΓΑΓΕ Ο Μ.Υ.4 ΣΕ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΩΝ ΚΟΡΑΛΛΙΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΓΟΡΑΣΕΙ Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ. ΟΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΠΑΙΔΕΥΤΟ ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΔΕΝ ΚΛΟΝΙΖΟΥΝ ΤΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ. ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΝΩ ΚΑΤΕΘΕΤΑΝ ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΣΥΝΕΚΤΙΜΗΣΕ ΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΛΟΙΠΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΔΟΘΕΙ, ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΧΗΣ ΤΟΥΣ. Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΔΕΟΝΤΩΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ.
Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΙ “ΟΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ ΕΙΧΑΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙ’ ΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ” ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΗΛΟΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΗ ΔΕΝ ΕΥΣΤΑΘΕΙ. Η ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΗ. ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΗΤΑΝ ΚΑΤΑΤΕΘΗΜΕΝΑ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΚΑΤΑΒΛΗΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΟΤΑΝ ΑΥΤΗ ΘΑ ΖΗΤΟΥΣΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥΣ.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ ΟΤΙ Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΗΣ ΑΨΙΔΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΜΕΤΑΠΩΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΥΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ, ΥΙΟΘΕΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΤΙ ΑΥΤΗ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΗΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΗΦΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ, ΠΡΑΓΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ Η ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ ΠΑΡΕΛΕΙΨΕ ΝΑ ΠΡΑΞΕΙ. ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΠΑΝΩ Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ Μ.Υ.4 ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΑΣΙΣΤΗΚΕ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ, ΕΚΘΕΜΕΛΙΩΝΕΙ ΤΗ ΒΑΣΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΒΑΣΙΣΘΕΙ Η ΑΞΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ.
Η ΕΦΕΣΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΜΕ ΕΞΟΔΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ.
Η έφεση 11811 επιτρέπεται με έξοδα σε βάρος της εφεσίβλητης.
Η έφεση 12022 απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο