Αφαντίτης Ανδρέας Γ. & Υιοί Λτδ. ν. Σωκράτη Ηλιάδη (2006) 1 ΑΑΔ 564

(2006) 1 ΑΑΔ 564

[*564]21 ΙΟΥΝΊΟΥ, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΑΦΑΝΤΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ΣΩΚΡΑΤΗ ΗΛΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2005)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων ― Ακύρωση της σύμβασης από τον αγοραστή λόγω παραβίασης όρου της σύμβασης ως προς την καταλληλότητα των πωληθέντων εμπορευμάτων ― Αποδοχή της ακύρωσης της σύμβασης από τους πωλητές, οι οποίοι, σύμφωνα με όρο του σχετικού τιμολογίου, θα διατηρούσαν την κυριότητα των εμπορευμάτων μέχρι την εξόφληση και στην κατοχή των οποίων αυτά βρίσκονταν ― Κατά πόσο οι πωλητές εδικαιούντο να πληρωθούν το υπόλοιπο του τιμήματος από τον αγοραστή και/ή αποζημιώσεις ― Κατά πόσο ο αγοραστής εδικαιούτο στην επιστροφή της προκαταβολής που κατέβαλε στους πωλητές.

Ο εφεσίβλητος αγόρασε επί πιστώσει τράκτορ και άλλα γεωργικά μηχανήματα από τους εφεσείοντες συνολικής αξίας £7300. Υπέγραψε το σχετικό τιμολόγιο με δήλωσή του ότι ήλεγξε τα εμπορεύματα και είναι της πλήρους αρεσκείας του καθώς και αποδοχή ότι αυτά θα παραμείνουν στην ιδιοκτησία των εφεσειόντων μέχρι την εξόφλησή τους. Οι εφεσείοντες ανέλαβαν την εγγραφή του τράκτορ και ο εφεσίβλητος υπέγραψε τα αναγκαία έγγραφα.

Μετά από λίγες μέρες ο εφεσίβλητος κατέβαλε £3000 έναντι της συμφωνηθείσας τιμής πώλησης των εμπορευμάτων και πήρε απόδειξη για το ισόποσο. Το τράκτορ παραλήφθηκε από τους εφεσείοντες για να υποβληθεί στο νενομισμένο έλεγχο από το αρμόδιο τμήμα για σκοπούς εγγραφής. Τότε δημιουργήθηκαν περιπλοκές που οδήγησαν στην υπό κρίση διαφορά. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο μηχανικός του που εξέτασε το τράκτορ, διαπίστωσε ότι η μηχανή δεν ήταν αμερικάνικη (international) ως είχε συμφωνηθεί αλλά κινέζικη και ότι η ιπποδύνα[*565]μη του τράκτορ ήταν μικρότερη από αυτή που χρειαζόταν για κάλυψη των αναγκών του.

Ο εφεσίβλητος, κατ’ επίκληση των πιο πάνω, τερμάτισε τη συμφωνία και απαίτησε την επιστροφή του ποσού των £3000. Οι εφεσείοντες πληροφόρησαν τον εφεσίβλητο ότι το ποσό των £3000 πληρώθηκε νομίμως «......έναντι λογαριασμού αγοράς τράκτορ και άλλων εργαλείων δυνάμει τιμολογίου αρ. 31180» και κάλεσαν τον εφεσίβλητο να «.... πληρώσει και το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος πώλησης.».

Ο εφεσίβλητος κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων ζητώντας επιστροφή του ποσού των £3000. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν γενικά την απαίτηση του εφεσίβλητου και ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε όλα τα εμπορεύματα που αγόρασε δυνάμει του τιμολογίου (τεκμ. 1) και δι’ ανταπαιτήσεως αξίωσαν το υπόλοιπο εκ £4300 και διαζευκτικά το ισόποσο ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών με βάση τον περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμο του 1994 (Ν.10(Ι)/94) και αποφάσισε καταληκτικά πως μετά την καταγγελία της σύμβασης από τον εφεσίβλητο, αυτή θεωρήθηκε ως ακυρωθείσα και από τους εφεσείοντες και συνεπώς ο εφεσίβλητος δικαιούταν σε επιστροφή των £3000 με βάση το Άρθρο 62 του νόμου εφόσον το τράκτορ δεν βρισκόταν στην κατοχή του αλλά στην κατοχή των εφεσειόντων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σύμβαση καταγγέλθηκε με δική του πρωτοβουλία. Ως αποτέλεσμα εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων για £3000 η δε ανταπαίτηση απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση και υποστήριξαν ότι η κυριότητα του τράκτορ και των άλλων εργαλείων μεταβιβάστηκε στον εφεσίβλητο σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 19(1) και 20 του περί Πώλησης Αγαθών Νόμου του 1994.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Μετά την καταγγελία της συμφωνίας από τον εφεσίβλητο, οι εφεσείοντες θεώρησαν αρχικά τη συμφωνία ως υφιστάμενη. Στη συνέχεια όμως η συμπεριφορά τους καταδεικνύει πως τελικά αποδέχθηκαν την καταγγελία και θεώρησαν τη σύμβαση ως ακυρωθείσα. Έπεται πως ό,τι αυτοί δικαιούνται είναι αποζημιώσεις και όχι το υπόλοιπο του τιμήματος εφόσον, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, ουδέποτε κάλεσαν τον εφεσίβλητο να παραλάβει το τράκτορ. Ορθές επίσης είναι και οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρί[*566]ου ότι οι εφεσείοντες δεν έπραξαν οτιδήποτε για μείωση της ζημιάς τους ώστε να έχουν δικαίωμα αποζημίωσης και ότι απέτυχαν να αποδείξουν οποιαδήποτε ζημιά, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της ανταπαίτησης.

2.  Με δεδομένο πλέον το γεγονός ότι οι εφεσείοντες, μετά την καταγγελία της σύμβασης από τον εφεσίβλητο, θεώρησαν τη σύμβαση ως ακυρωθείσα το δε τράκτορ παρέμεινε στην κατοχή τους, το δικαστήριο ορθά αποφάσισε την επιστροφή της προκαταβολής εκ £3000 στον εφεσίβλητο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 12199/00), ημερ. 21/1/05.

Ν. Χρυσάνθου,  για τους Εφεσείοντες.

Ε. Χ”Ευτυχίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες πωλούν τράκτορς και άλλα γεωργικά μηχανήματα. Κατόπιν δοκιμής, ο εφεσίβλητος αγόρασε από τους εφεσείοντες ένα τράκτορ τύπου ΒΕΝΥΕ αξίας £4500. Αγόρασε επίσης μια τσάππα αξίας £1150, μια σβάρνα εννέα χαλιών αξίας £400 και ένα ψαλίδι αξίας £1250, όλα συνολικής αξίας £7300. Για τις πιο πάνω πωλήσεις οι εφεσείοντες εξέδωσαν τιμολόγιο επί πιστώσει ημερομηνίας 5.6.2000 (τεκμ. 1). Ο εφεσίβλητος, υπέγραψε το τιμολόγιο με δήλωση του ότι ήλεγξε τα εμπορεύματα και είναι της πλήρους αρεσκείας του καθώς και αποδοχή ότι αυτά θα παραμείνουν στην ιδιοκτησία των εφεσειόντων μέχρι την εξόφλησή τους. Οι εφεσείοντες ανέλαβαν την εγγραφή του τράκτορ και ο εφεσίβλητος υπέγραψε τα αναγκαία έγγραφα.

Ύστερα από λίγες ημέρες, στις 9.6.2006, επισκέφθηκε τη φάρμα του εφεσίβλητου ο υπάλληλος των εφεσειόντων κ. Φ. Νεοκλέους (ΜΥ1), στον οποίο ο επιστάτης του εφεσίβλητου, κατέβαλε £3000 έναντι της συμφωνηθείσας τιμής πώλησης των εμπορευμάτων ο δε [*567]υπάλληλος των εφεσειόντων, εξέδωσε για το ισόποσο την απόδειξη (τεκμ. 3). Το τράκτορ παραλήφθηκε από τους εφεσείοντες για να μεταφερθεί και υποβληθεί στο νενομισμένο έλεγχο από το αρμόδιο τμήμα για σκοπούς εγγραφής. Κατόπιν σχετικής συνεννόησης οι εφεσείοντες παρέδωσαν στον εφεσίβλητο άλλο τράκτορ για την απρόσκοπτη εκτέλεση των εργασιών του μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας της εγγραφής.

Μετά τα πιο πάνω, δημιουργήθηκαν περιπλοκές που οδήγησαν στην υπό κρίση διαφορά. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο μηχανικός του που εξέτασε το τράκτορ, διαπίστωσε ότι η μηχανή δεν ήταν αμερικάνικη (international) ως είχε συμφωνηθεί αλλά κινέζικη και ότι η ιπποδύναμη του τράκτορ δεν ήταν αυτή που πραγματικά χρειαζόταν για κάλυψη των αναγκών που προορίζονταν να καλυφθούν με την αγορά του τράκτορ. Γι’ αυτές ακριβώς τις ανάγκες, χρειαζόταν τράκτορ με ιπποδύναμη πέραν των 60 αλόγων δηλαδή, μεγαλύτερη από αυτή του τράκτορ που αγόρασε από τους εφεσείοντες.

Ο εφεσίβλητος, κατ’ επίκληση των πιο πάνω, τερμάτισε τη συμφωνία  και απαίτησε την επιστροφή του ποσού των £3000 που πλήρωσε έναντι. Οι εφεσείοντες μέσω του δικηγόρου τους πληροφόρησαν το δικηγόρο του εφεσίβλητου ότι το ποσό των £3000 πληρώθηκε νομίμως «..... έναντι λογαριασμού αγοράς τράκτορ και άλλων εργαλείων δυνάμει τιμολογίου Αρ. 31180» και κάλεσαν τον εφεσίβλητο να «..... πληρώσει και το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος πώλησης.».

Ο εφεσίβλητος κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων ζητώντας επιστροφή του ποσού των £3000. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν γενικά την απαίτηση του εφεσίβλητου και ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε όλα τα εμπορεύματα που αγόρασε δυνάμει του τιμολογίου (τεκμ. 1) και δι’ ανταπαιτήσεως αξίωσαν το υπόλοιπο εκ £4300 και διαζευκτικά το ισόποσο ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε ενδελεχώς τη μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς εφεσειόντων. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου κρίθηκε αναξιόπιστη. Τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν διαπιστωθεί πρωτοδίκως παρατίθενται:

«Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση βρίσκω ότι κατόπιν επιθυμίας του ενάγοντα να αγοράσει ένα τρακτέρ από τους εναγομένους, οι τελευταίοι μετέφεραν ένα τρακτέρ 25 αλόγων με τις τσάππες του στη φάρμα του ενάγοντα για δοκιμή. Ο ενάγοντας ικανοποιήθηκε, όμως ζήτησε να δοκιμάσει τρακτέρ με μεγαλύτερη ιπποδύναμη. Σε 2-3 ημέρες οι εναγόμενοι μετέφεραν στη φάρμα του ενάγοντα ένα τρακτέρ 28 αλόγων με τις τσάππες του, μάρκας ΒΕΝΥΕ. Το δοκίμασαν στην παρουσία του ενάγοντα, ο οποίος ικανοποιήθηκε και το βρήκε κατάλληλο για τις εργασίες του. Την ίδια ημέρα ο ενάγοντας συμφώνησε με τον ΜΥ 1 για να αγοράσει το τρακτέρ και άλλα εξαρτήματα. Ο ΜΥ 1 έκδωσε τιμολόγιο και ο ενάγοντας το υπέγραψε (τεκμήριο 1) και παρέλαβε το πρωτότυπο. Επίσης ο ενάγοντας υπέγραψε ένα έντυπο για σκοπούς άδειας κυκλοφορίας (τεκμήριο 2) το οποίο κράτησε για να πιστοποιηθεί από τον κοινοτάρχη της περιοχής. Σε 5-6 ημέρες ο ΜΥ 1 επισκέφθηκε τη φάρμα του ενάγοντα και παρέλαβε από τον επιστάτη του ενάγοντα £3.000 σε μετρητά ως προκαταβολή. Ο ΜΥ 1 έκδωσε σχετική απόδειξη (τεκμήριο 3) και παρέλαβε το τεκμήριο 2 το υπογραμμένο από τον κοινοτάρχη ως και το τεκμήριο 5 υπογραμμένο από τον ενάγοντα για σκοπούς εγγραφής του τρακτέρ. Το δε τρακτέρ μεταφέρθηκε στα γραφεία των εναγομένων για να γίνει η διαδικασία εγγραφής του. Αρχές της επόμενης εβδομάδας ο επιστάτης του ενάγοντα επισκέφθηκε τον ΜΥ 1 στο γραφείο του και τον ενημέρωσε ότι ο ενάγοντας δεν επιθυμούσε πλέον την αγορά του τρακτέρ. Συνεπεία τούτου οι εναγόμενοι δεν προχώρησαν στην εγγραφή του τρακτέρ επ’ ονόματι του ενάγοντα. Το τρακτέρ και τα εξαρτήματα συνεχίζουν να βρίσκονται στην κατοχή των εναγομένων μέχρι σήμερα. Η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία δεν υλοποιήθηκε λόγω αδικαιολόγητης υπαναχώρησης του ενάγοντα.»

Η ευπαίδευτη δικαστής εξέτασε στη συνέχεια τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών με βάση τον περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμο του 1994 (Ν. 10(Ι)/94). Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε συντελεστεί η παράδοση του τράκτορ στον εφεσίβλητο γιατί αυτή θα γινόταν μετά την εγγραφή του τράκτορ από την αρμόδια αρχή. Και επειδή ο εφεσίβλητος κατάγγειλε τη σύμβαση, (πριν από την παράδοση), διαμηνύοντας μέσω του επιστάτη του προς τους εφεσείοντες ότι δεν επιθυμούσε πλέον την αγορά του τράκτορ, οι εφεσείοντες, με βάση το άρθρο 61* είχαν δικαίωμα είτε να θεωρήσουν ότι η σύμβαση υφίστατο και να αναμένουν μέχρι την ημερομηνία παράδοσης είτε να θεωρήσουν τη σύμβαση ακυρωθείσα και να αξιώσουν αποζημιώσεις (από τον εφεσίβλητο) για την παράβαση. Κρίθηκε πως οι εφεσείοντες δεν προχώρησαν στην εγγραφή του τράκτορ επ’ ονόματι του εφεσίβλητου και συνεπώς δεν ήταν έτοιμοι να το παραδώσουν ούτε και κάλεσαν τον εφεσίβλητο να το παραλάβει μέσα σε εύλογο χρόνο. Αντί των πιο πάνω, κράτησαν το τράκτορ στην κατοχή τους και συνεχίζουν να το κρατούν, θεωρώντας τη σύμβαση ως ακυρωθείσα, χωρίς να έχουν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, ως όφειλαν, για μείωση της ζημιάς τους. Για τους πιο πάνω λόγους κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται να αξιώνουν (δι’ ανταπαιτήσεως) το υπόλοιπο του τιμήματος. Η πρόθεση των μερών, όπως φάνηκε από τη συμπεριφορά τους, ήταν να μεταβιβαστεί η κυριότητα του τράκτορ στον αγοραστή, με την εγγραφή τούτου στο όνομά του και την εξόφληση του υπολοίπου του τιμήματος, των εφεσειόντων υποχρεουμένων να προβούν σε όλες τις σχετικές προς τούτο ενέργειες ώστε το τράκτορ να ήταν έτοιμο για παράδοση. Ως αβάσιμη κρίθηκε και η αξίωση (δι’ ανταπαίτησης) των εφεσειόντων για αποζημιώσεις οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, απέτυχαν να τεκμηριώσουν οποιαδήποτε ζημιά.

Το πρωτόδικο δικαστήριο καταληκτικά αποφάσισε πως μετά την καταγγελία της σύμβασης από τον εφεσίβλητο, αυτή θεωρήθηκε ως ακυρωθείσα και από τους εφεσείοντες και συνεπώς ο εφεσίβλητος δικαιούταν σε επιστροφή των £3000 με βάση το άρθρο 62* του νόμου εφόσον το τράκτορ δεν βρισκόταν στην κατοχή του αλλά στην κατοχή των εφεσειόντων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σύμβαση καταγγέλθηκε με δική του πρωτοβουλία. Ως αποτέλεσμα εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων για £3000 η δε ανταπαίτηση απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την υπό κρίση έφεση, επιδιώκουν τον παραμερισμό της. Εισηγούνται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «οι εναγόμενοι δεν δικαιούνται να αξιώνουν το υπόλοιπο του τιμήματος εφόσον ουδέποτε μετά την καταγγελία της σύμβασης από τον ενάγοντα ήσαν έτοιμοι και πρόθυμοι να παραδώσουν το τράκτορ, ούτε και τον κάλεσαν να το παραλάβει» είναι εσφαλμένη το δε σφάλμα, οφείλεται σε παρερμηνεία του άρθρου. Είναι η θέση τους ότι η κυριότητα του τράκτορ και των άλλων εργαλείων μεταβιβά[*570]σθηκε στον εφεσίβλητο σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19(1) και 20 του περί Πώλησης Αγαθών Νόμου του 1994. Η θέση αυτή των εφεσειόντων είναι λανθασμένη ως αντίθετη με όρο του τιμολογίου σύμφωνα με τον οποίο, οι εφεσείοντες θα διατηρούσαν την κυριότητα των εμπορευμάτων μέχρι την εξόφληση. Καθόσον αφορά το θέμα της παράδοσης του τράκτορ αυτή θα γινόταν μετά τον έλεγχο του τράκτορ από το αρμόδιο κυβερνητικό τμήμα και εφόσον ο έλεγχος θα ήταν επιτυχής. Επρόκειτο για ουσιαστικό έλεγχο της καταλληλότητας του μηχανήματος προβλεπόμενο εκ του νόμου, ως προϋπόθεση  της εγγραφής του. Η εγγραφή του τράκτορ αποτέλεσε, καθώς φαίνεται, προϋπόθεση της συμφωνίας γιατί διαφορετικά θα ήταν χωρίς νόημα η υπογραφή των σχετικών εγγράφων από τον εφεσίβλητο. Εξάλλου η νόμιμη χρήση του τράκτορ θα ήταν ανέφικτη χωρίς εγγραφή.

Μετά την καταγγελία της συμφωνίας από τον εφεσίβλητο, οι εφεσείοντες θεώρησαν αρχικά τη συμφωνία ως υφιστάμενη. Τούτο συνάγεται τόσο από το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου τους προς το δικηγόρο του εφεσίβλητου όσο και από τη μαρτυρία του κ. Φ. Νεοκλέους (ΜΥ1). Ωστόσο, παρά την πιο πάνω στάση που αρχικά τήρησαν οι εφεσείοντες, η συνέχεια καταδείχνει πως με τη συμπεριφορά τους αποδέχθηκαν τελικά την καταγγελία θεωρώντας ως μη υφιστάμενη πλέον τη σύμβαση. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν προχώρησαν στη συμπλήρωση της διαδικασίας της εγγραφής του τράκτορ και συνεπώς δεν ήταν ποτέ έτοιμοι να παραδώσουν τούτο στον εφεσίβλητο ή και να τον καλέσουν να το παραλάβει μέσα σε εύλογο χρόνο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 του νόμου. Η στάση των εφεσειόντων, όπως διαμορφώθηκε στην πορεία των γεγονότων, φανερώνει ότι θεώρησαν τη σύμβαση ως ακυρωθείσα. Έπεται πως ό,τι αυτοί δικαιούνται είναι αποζημιώσεις και όχι το υπόλοιπο του τιμήματος εφόσον, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, ουδέποτε τον κάλεσαν να το παραλάβει. Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν έπραξαν ο,τιδήποτε για μείωση της ζημιάς τους ώστε να έχουν δικαίωμα αποζημίωσης. Ορθή θεωρούμε και τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν οποιαδήποτε ζημιά, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της ανταπαίτησης.

Με δεδομένο πλέον το γεγονός ότι οι εφεσείοντες, μετά την καταγγελία της σύμβασης από τον εφεσίβλητο, θεώρησαν τη σύμβαση ως ακυρωθείσα το δε τράκτορ παρέμεινε στην κατοχή τους, το δικαστήριο ορθά αποφάσισε την επιστροφή της προκαταβολής εκ £3000 στον εφεσίβλητο.

[*571]

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο