Rsumovic Mladen ν. Gregoria Developers Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 581

(2006) 1 ΑΑΔ 581

[*581]23 Ιουνίου, 2006

[NIKOΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

MLADEN RSUMOVIC,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

GREGORIA DEVELOPERS LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11836)

 

Συμβάσεις ― Γραπτή σύμβαση ανέγερσης κατοικίας ― Αγωγή από τους ενάγοντες, εργολάβους οικοδομών, εναντίον του εναγομένου ιδιοκτήτη της κατοικίας, με την οποία αξίωναν συγκεκριμένα ποσά στη βάση τελικού πιστοποιητικού πληρωμής πλέον 8% Φ.Π.Α., το οποίο σύμφωνα με τις πιστοποιήσεις του επιβλέποντα πολιτικού μηχανικού, κατακρατείτο από τον εναγόμενο ― Ανταπαίτηση από τον εναγόμενο για επιστροφή του ποσού το οποίο, κατ’ ισχυρισμό, πλήρωσε στους ενάγοντες υπό μορφή Φ.Π.Α. πέραν του ποσού της σύμβασης ― Κατά πόσο: (α) οι ενάγοντες είχαν δικαίωμα να καταχωρήσουν την αγωγή, (β) στο κατ’ αποκοπήν συμφωνηθέν ποσό της σύμβασης, συμπεριλαμβάνετο και ο Φ.Π.Α. και (γ) η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ανταπαίτησης ήταν ή όχι αιτιολογημένη.

Οι εφεσίβλητοι, που είναι εταιρεία ασχολούμενη με εργολαβίες για ανέγερση οικοδομών, ανέλαβαν δυνάμει γραπτής συμφωνίας (το συμβόλαιο) την ανέγερση της κατοικίας του εφεσείοντος έναντι του κατ’ αποκοπή ποσού των £135.000. Μετά την αποπεράτωση της οικοδομής προέκυψαν διαφορές μεταξύ των διαδίκων και οι εφεσίβλητοι κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος με την οποία απαιτούσαν £18.699,12 και επιπρόσθετα £3.155 πλέον 8% Φ.Π.Α. το οποίο, σύμφωνα με τις πιστοποιήσεις του επιβλέποντα πολιτικού μηχανικού, κατακρατείτο από τον εφεσείοντα. Πέραν των πιο πάνω ποσών, απαιτούσαν και διάφορα άλλα ποσά ως αποζημιώσεις με αποτέλεσμα, να απαιτούν το συνολικό ποσό των £43.015 πλέον τόκους.

Κατά την ακροαματική διαδικασία η αξίωση περιορίστηκε στις £22.106,52. Ο εφεσείων είχε αρνηθεί την αξίωση ισχυριζόμενος βασι[*582]κά ότι στο κατ’ αποκοπή συμφωνηθέν ποσό των £135.000 συμπεριλαμβάνετο και ο Φ.Π.Α. ούτως ώστε με βάση τα ποσά που ήδη πλήρωσε θα έπρεπε να του επιστραφεί ποσό £6.243,34 το οποίο και αξίωσε με ανταπαίτηση. Πρόβαλε περαιτέρω τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν να εγείρουν αγωγή εναντίον του και να αξιώνουν πληρωμή ποσού που οι αρχιτέκτονες αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να πληρωθεί στους υπεργολάβους και τον προμηθευτή που κατονομάζονται στο τεκμ. 2(17), από τη στιγμή που ενεργοποιήθηκε ο όρος 28.4 του συμβολαίου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τόσο την πρωτόδικη ένσταση όσο και τις υπόλοιπες υπερασπίσεις και κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν υπόχρεος για πληρωμή Φ.Π.Α. πέραν του ποσού του συμβολαίου. Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος για £17.750 πλέον Φ.Π.Α. τόκο και έξοδα και παράλληλα απέρριψε την ανταπαίτηση επίσης με έξοδα εναντίον του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Ο πρώτος λόγος έφεσης εγείρει θέμα μη δικαιώματος των εφεσιβλήτων να εγείρουν αγωγή, ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης αφορούν αντίστοιχα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου «ότι στο διατακτικό αρ. 17 δεν υπάρχουν λάθη και ότι τούτο δεν είναι εσφαλμένο» και ότι ο εφεσείων εμποδίζεται να επικαλείται ότι ο ΦΠΑ ήταν ενσωματωμένος στο ποσό του συμβολαίου. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι η ανταπαίτηση απορρίφθηκε χωρίς καμμιά αιτιολογία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο λόγος έφεσης που αφορά το θέμα του Φ.Π.Α ευσταθεί. Η απαίτηση για Φ.Π.Α. θα έπρεπε να απορριφθεί, αφού με βάση το συμβόλαιο δεν μπορούσε, όπως το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, να αποφασίσει ότι οφείλετο και Φ.Π.Α. πέραν των £135.000. Το συμπέρασμα λοιπόν του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη «επιπρόσθετης συμφωνίας» ήταν σαφώς εκτός δικογράφων και επομένως εσφαλμένο. Η πρόνοια του Άρθρου 37 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν.246/90) στην οποία επίσης στηρίχθηκε το δικαστήριο, δεν οδηγεί στην κατάληξη του δικαστηρίου αφού τα όσα εκεί αναφέρονται αφορούν την υποχρέωση του εργολάβου (εφεσιβλήτου). Το ότι με την πληρωμή των πρώτων 16 διατακτικών το συνολικό ποσό υπερέβαινε τις £135.00, επίσης δεν οδηγεί αυτόματα σε αποδοχή πληρωμής Φ.Π.Α. από τον εφεσείοντα αφού το ποσό αυτό είχε αυξηθεί με επιπρόσθετες εργασίες.

2.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά την έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με το Φ.Π.Α. κατά την απόρριψη της ανταπαίτησης δεν ευ[*583]σταθεί. Ενόψει όμως της κατάληξης ότι η διαπίστωση για υποχρέωση του εφεσείοντα για καταβολή Φ.Π.Α. είναι εσφαλμένη και ενόψει του γεγονότος ότι ήταν κοινά αποδεκτό ότι ο εφεσείων πλήρωσε πέραν του ποσού του συμβολαίου ποσό £6.769 υπό μορφή Φ.Π.Α., τότε δικαιούται απόφαση στην ανταπαίτηση αλλά για το μικρότερο ποσό των £6.243,34 που αναφέρει στην ανταπαίτησή του. Αναφορικά με το μέρος της ανταπαίτησης (που αφορά αξίωση £4.500 για αποζημιώσεις για καθυστέρηση αποπεράτωσης της οικίας) αυτό απορρίφθηκε χωρίς αιτιολογία. Θα μπορούσε λοιπόν η έφεση να επιτύχει γι’ αυτό το λόγο και να διαταχθεί επανεκδίκαση. Όμως η ανταπαίτηση για το ποσό των £4.500 δεν τεκμηριώθηκε από την προσαχθείσα μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ούτε από τα όσα προβλήθηκαν κατ’ έφεση. Έτσι το σκέλος αυτό του τέταρτου λόγου έφεσης απορρίπτεται.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση, μαζί με τη διαταγή για έξοδα, παραμερίσθηκαν. Εκδόθηκε απόφαση στην ανταπαίτηση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των £6.243,34 πλέον νόμιμο τόκο. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 13981/97), ημερ. 12/9/03.

Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.

Λ. Αστραίου, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα απαγγείλει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, που είναι εταιρεία ασχολούμενη με εργολαβικές εργασίες για ανέγερση οικοδομών, με βάση γραπτή συμφωνία (το συμβόλαιο) ανέλαβαν την ανέγερση διώροφης κατοικίας του εφεσείοντα έναντι του κατ’ αποκοπή ποσού των £135.000. Αφού αποπεράτωσαν την οικοδομή, οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν στον εφεσείοντα τελικό πιστοποιητικό πληρωμής (το υπ’ [*584]αρ. 17) με το οποίο ζητούσαν £18.699.12 και επιπρόσθετα £3.155 πλέον 8% ΦΠΑ το οποίο, σύμφωνα με τις πιστοποιήσεις του επιβλέποντα πολιτικού μηχανικού, κατακρατείτο από τον εφεσείοντα. Επειδή ο εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε, οι εφεσίβλητοι ήγειραν την υπ’ αρ. 13981/97 αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία, πέραν των πιο πάνω ποσών, απαιτούσαν και διάφορα άλλα ποσά ως αποζημιώσεις «για παράταση του έργου ή και του χρόνου αποπεράτωσης του (prolongation) και/ή αναστάτωση του προγράμματος εργασίας (disruption)», με αποτέλεσμα να απαιτούν το συνολικό ποσό των £43.015 πλέον τόκους.

Κατά την ακροαματική διαδικασία η αξίωση περιορίστηκε στις £22.106,52. Ο εφεσείων είχε αρνηθεί την αξίωση ισχυριζόμενος βασικά ότι στο κατ’ αποκοπή συμφωνηθέν ποσό των £135.000 συμπεριλαμβάνετο και το ΦΠΑ, ούτως ώστε με βάση τα ποσά που ήδη πλήρωσε θα έπρεπε να του επιστραφεί ποσό £6.243,34 το οποίο και αξίωσε με ανταπαίτηση. Πρόβαλε περαιτέρω τη θέση ο εφεσείων, ότι από τη στιγμή που ενεργοποιήθηκε ο όρος 28.4 του συμβολαίου, οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν να εγείρουν αγωγή εναντίον του και να αξιώνουν πληρωμή του αντίστοιχου ποσού που οι αρχιτέκτονες αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να πληρωθεί σε τρίτα πρόσωπα, δηλαδή στους δυο υπεργολάβους και τον προμηθευτή που κατονομάζονται στο τεκμ.2 (17).

Το πρωτόδικο δικαστήριο απορριψε τόσο την προδικαστική ένσταση όσο και τις υπόλοιπες υπερασπίσεις και κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν υπόχρεος για πληρωμή Φ.Π.Α. πέραν του ποσού του συμβολαίου. Έτσι εξέδωσε απόφαση εναντίον του για £17.750 πλέον Φ.Π.Α. τόκο και έξοδα και παράλληλα απέρριψε την ανταπαίτηση επίσης με έξοδα εναντίον του. Αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση της παρούσας έφεσης στην οποία προβάλλονται τέσσερεις λόγοι για παραμερισμό της. Ο πρώτος αφορά σε προδικαστικό θέμα, ο δεύτερος ότι εσφαλμένα αποφάσισε το δικαστήριο ότι το διατακτικό αρ. 17 δεν ήταν άκυρο, ο τρίτος ότι εσφαλμένα αποφάσισε το δικαστήριο ότι ο εφεσείων ήταν υπόχρεος για πληρωμή Φ.Π.Α και ο τελευταίος ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ανταπαίτηση.

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, τον ισχυρισμό δηλαδή ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να εγείρουν αγωγή, το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι τούτο ήταν θέμα ερμηνείας του εν λόγω όρου του συμβολαίου ο οποίος διαλαμβάνει ως εξής:

«28.04 Πριν εκδοθεί πιστοποιητικό με βάση το άρθρο 31.00 ο Α/ΠΜ μπορεί ν’ απαιτήσει από τον Εργολάβο να δώσει λογικές [*585]αποδείξεις, ότι όλα τα ποσά που συμπεριλήφθηκαν στον υπολογισμό του ποσού που παρουσιάστηκε σε προηγούμενα πιστοποιητικά σχετικά με την ολική αξία της εργασίας, υλικών ή εμπορευμάτων που έγιναν ή προμηθεύτηκαν από Διορισμένο Υπεργολάβο έχουν πληρωθεί. Αν ο Εργολάβος παραλείψει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε τέτοια απαίτηση, ο Α/ΠΜ θα εκδώσει πιστοποιητικό και ο Εργοδότης μπορεί από μόνος του να πληρώσει τέτοια ποσά σε οποιονδήποτε Διορισμένο Υπεργολάβο που επηρεάζεται και να τα αφαιρέσει από οποιαδήποτε ποσά οφείλονται ή πρόκειται να οφείλονται στον Εργολάβο».

Το δικαστήριο ερμηνεύοντας τον πιο πάνω όρο κατάληξε ότι η ενεργοποίησή του από τους επιβλέποντες μηχανικούς δεν εμπόδιζε τους ενάγοντες (εφεσίβλητους) να εγείρουν την παρούσα αγωγή.  Απλώς ο εναγόμενος αποκτούσε τη δυνατότητα είτε να πληρώσει τους υπεργολάβους τα αποφασισθέντα από τους επιβλέποντες μηχανικούς ποσά, είτε να επιλέξει να πληρώσει τους ενάγοντες  αφού με τους υπεργολάβους δεν συνδεόταν με συμβατική σχέση. Αν επέλεγε να πληρώσει τους υπεργολάβους, τότε και μόνο οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) θα εμποδίζοντο να διεκδικήσουν πληρωμή προς αυτούς του ποσού της πιστοποιηθείσας αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας. Επομένως είχαν αγώγιμο δικαίωμα οι εφεσίβλητοι.

Εξετάσαμε το λεκτικό του εν λόγω όρου και συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Έτσι δε χρειάζεται να επεκταθούμε επί του θέματος. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου «ότι στο διατακτικό αρ. 17 δεν υπάρχουν λάθη και ότι τούτο δεν είναι εσφαλμένο», αφού το συμπέρασμα αυτό είναι αντίθετο προς την προσαχθείσα μαρτυρία.  Στηρίζει ο εφεσείων τον ισχυρισμό αυτό και στο γεγονός ότι ο επιβλέπων μηχανικός είχε παραδεχθεί ότι υφίστατο ένα λάθος στο πιστοποιητικό. 

Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τους ενώπιον του αντίστοιχους ισχυρισμούς και μαρτυρία και αφού έλαβε υπόψη την παραδοχή του αρχιτέκτονα ότι υπήρχε ένα λάθος στο πιστοποιητικό (το οποίο δέχθηκαν οι εφεσίβλητοι και μείωσαν ανάλογα την απαίτηση), στη συνέχεια ασχολήθηκε με το κατά πόσο το εν λόγω λάθος επηρεάζει την εγκυρότητα του διατακτικού και ανάφερε, μεταξύ άλλων,  τα εξής:

«..............Η απάντηση κατά την άποψη μου είναι αρνητική.  Πρό[*586]κειται για απλό αριθμητικό λάθος, που το πρόσωπο προς όφελος του οποίου έγινε των εναγόντων δηλαδή, το έχει αποδεχθεί μειώνοντας ανάλογα την αξίωση τους. Είναι λάθος που δεν μπορεί να κριθεί ότι επηρεάζει την ουσία του διατακτικού ή που έτεινε να παραπλανήσει ή ήταν αποτέλεσμα επιλήψιμης πρόθεσης των επιβλεπόντων, αλλά απλό αριθμητικό λάθος.  (για περισσότερη μελέτη επί του θέματος παραπέμπω στο σύγγραμμα Hudson’s on Building and Engineering Contracts 11 της ed. Σελ. 838 και 839, παρ. 6-167, 6-168 και 6-169).»

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση και κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Απορρίπτεται λοιπόν και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος (εφεσείων) «εμποδίζεται να επικαλείται ότι ο ΦΠΑ ήταν ενσωματωμένος στο ποσό του συμβολαίου είναι εσφαλμένο». Το ερώτημα που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν κατά πόσο στο προαναφερθέν κατ’ αποκοπή ποσό των £135.000 που προβλέπετο στο μεταξύ των διαδίκων συμβόλαιο, περιλαμβάνετο και ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ή όχι. Ήταν κοινό έδαφος, και τούτο είναι ορθό, ότι το συμβόλαιο (τεκμ. 1 στην αγωγή) δεν περιείχε ρητή πρόνοια για το θέμα αυτό. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι ο εφεσείων ήταν υπόχρεος και για την πληρωμή ΦΠΑ με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Στην παρούσα περίπτωση ο Φ.Π.Α. δεν αναγράφεται ξεχωριστά στο Τεκμ. 1 και ούτε καν γίνεται, σε σχέση με το φόρο αυτό, οποιανδήποτε αναφορά. Ό,τι αναγράφεται είναι ότι: «2. Ο εργοδότης θα πληρώσει στον Εργολάβο, το ποσό των £135,000 (από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται σαν το «ποσό Συμβολαίου») ή οποιονδήποτε άλλο ποσό ήθελε καταστεί πληρωτέο κατά τη διάρκεια ή ως αποτέλεσμα της έναρξης ή της εκτέλεσης του Έργου, σύμφωνα με τους όρους του Συμβολαίου». Το αν, κατά την σύναψη του Τεκμ. 1, συμφωνήθηκε ή έστω συζητήθηκε θέμα Φ.Π.Α δεν μπορεί, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, να συναχθεί οποιονδήποτε συμπέρασμα. Το αδιαμφισβήτητο, όμως, είναι ότι σ’ όλα τα διατακτικά οι επιβλέποντες ανάγραψαν ξεχωριστά την αξία της εκτελεσθείσης εργασίας και επιπρόσθετα προς αυτή τον Φ.Π.Α. Τα 16 πρώτα διατακτικά, που κάλυπταν την περίοδο από 3.8.95 μέχρι 21.3.97, πληρώθηκαν από τον εναγόμενο αδιαμαρτύρητα (ως τα Τεκμ. 7(1) μέχρι 7(16) και, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, σε καμιά περίπτωση δεν αμφι[*587]σβήτησε την επιπρόσθετη χρέωση για ΦΠΑ.  Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, αυτό που με κάθε ασφάλεια μπορεί να συναχθεί είναι ότι, παρά την σιγή του Τεκμ. 1 επί του θέματος, στην συνέχεια δεν μπορεί παρά να υπήρξε συμφωνία για επιπρόσθετη πληρωμή Φ.Π.Α., όπως προκύπτει από την επιπρόσθετη χρέωση του Φ.Π.Α. σε όλα τα διατακτικά και τη χωρίς διαμαρτυρία πληρωμή των 16 πρώτων από τον εναγόμενο. Επομένως, ο εναγόμενος, εμποδίζεται στο παρόν στάδιο να επικαλείται ότι στο συμφωνηθέν κατ’ αποκοπή ποσό του συμβολαίου ήταν ενσωματωμένος και ο Φ.Π.Α.  Συνακόλουθα η σχετική θέση της πλευράς του εναγομένου δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»

Επί του σημείου αυτού η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα είναι ότι (α) δεν υπάρχει στην έκθεση απαίτησης ισχυρισμός νεώτερης συμφωνίας για ΦΠΑ ούτε και ισχυρισμός για estoppel εις βάρος του εφεσείοντα και (β) η παρουσία κονδυλίων για ΦΠΑ στα πληρωθέντα διατακτικά δεν αποτελούν παρά μόνο ανάλυση του περιεχομένου του κάθε διατακτικού. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο δικηγόρος του εφεσείοντα ότι το συμπερασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για «επιπρόσθετη συμφωνία» είναι εσφαλμένο αφού ούτε δικογραφείται τέτοια συμφωνία, ούτε και οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν τέτοια, αλλά είχαν βασιστεί στην αρχική συμφωνία.

Εξετάσαμε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς όπως προκύπτουν από τα περιγράμματα αγόρευσης. Είναι γεγονός ότι στην έκθεση απαίτησης οι εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται «επιπρόσθετη συμφωνία» για το Φ.Π.Α. αλλά είχαν στηρίξει την απαίτηση τους στο αρχικό συμβόλαιο (τεκμ 1) για το οποίο όμως το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «αν κατά τη σύναψη του συμφωνήθηκε ή έστω συζητήθηκε θέμα Φ.Π.Α.» δεν μπορεί με βάση την προσφερθείσα μαρτυρία να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα. Είμαστε λοιπόν της άποψης ότι, αφού με βάση το τεκμ. 1 δεν μπορούσε, όπως το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε, να αποφασίσει ότι οφείλετο και Φ.Π.Α. πέραν των £135.000, θα έπρεπε η απαίτηση για Φ.Π.Α. να απορριφθεί, αφού οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες είχαν το βάρος απόδειξης της υπόθεσης τους. Το συμπέρασμα λοιπόν του πρωτόδικου δικαστηρίου  για την ύπαρξη «επιπρόσθετης συμφωνίας» ήταν σαφώς εκτός δικογράφων και επομένως εσφαλμένο.  Είναι ορθή η διαπίστωσή του ότι στα διατακτικά γινόταν διαχωρισμός του ποσού του κάθε διατακτικού με αναφορά και σε Φ.Π.Α. Όμως αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο Φ.Π.Α. θα ήταν πέραν του ποσού των £135.000. Η πρόνοια του άρθρου 37 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) στην οποία επίσης στηρίχθη[*588]κε το δικαστήριο, δεν οδηγεί στην κατάληξη του δικαστηρίου αφού τα όσα εκεί αναφέρονται αφορούν την υποχρέωση του εργολάβου (εφεσιβλήτου). Το ότι με την πληρωμή των πρώτων 16 διατακτικών το συνολικό ποσό υπερέβαινε τις £135.000, επίσης δεν οδηγεί αυτόματα σε αποδοχή πληρωμής Φ.Π.Α. από τον εφεσείοντα αφού το ποσό αυτό είχε αυξηθεί με επιπρόσθετες εργασίες.

Με βάση τα πιο πάνω ο λόγος αυτός της έφεσης επιτυγχάνει.

Τέλος μένει για εξέταση ο τέταρτος λόγος. Το παράπονο εδώ είναι ότι η ανταπαίτηση απορρίφθηκε χωρίς καμιά αιτιολογία.  Προφανώς η απόρριψη του ενός σκέλους (δηλαδή του 12(β) της ανταπαίτησης) να ήταν το αποτέλεσμα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν υπόχρεος για την καταβολή του Φ.Π.Α. Έτσι από άποψης αιτιολογίας, δεν θα υπήρχε πρόβλημα.  Ενόψει όμως της κατάληξης μας ότι η διαπίστωση για υποχρέωση του εφεσείοντα για καταβολή Φ.Π.Α. είναι εσφαλμένη και ενόψει του γεγονότος ότι ήταν κοινά αποδεκτό ότι ο εφεσείων πλήρωσε πέραν του ποσού του συμβολαίου ποσό £6.769 υπό μορφή Φ.Π.Α., τότε δικαιούται απόφαση στην ανταπαίτηση αλλά για το μικρότερο ποσό των £6.243,34 που αναφέρει στην ανταπαίτησή του.  Αναφορικά με το άλλο σκέλος της ανταπαίτησης, δηλαδή το 12(α), (αξίωση £4.500 για αποζημιώσεις για καθυστέρηση αποπεράτωσης της οικίας) είναι γεγονός ότι τούτο απορρίφθηκε χωρίς καμιά απολύτως αιτιολογία. Θα μπορούσε λοιπόν η έφεση να επιτύχει γιαυτό το λόγο. Όπως έχουν όμως τα γεγονότα στο σημείο αυτό, τυχόν επιτυχία της έφεσης θα οδηγούσε κανονικά σε επανεκδίκαση. Αφού όμως εξετάσαμε την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία και τα όσα αναπτύχθηκαν ενώπιον μας, δε βρίσκουμε οτιδήποτε που να δικαιολογούσε την ανταπαίτηση για το ποσό των £4.500. Το μόνο που μιλά για καθυστέρηση είναι το τεκμ. 13 το οποίο από μόνο του δε θα δικαιολογούσε την απαίτηση αυτή. Έτσι το σκέλος αυτό του τέταρτου λόγου έφεσης απορρίπτεται.

Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση, μαζί με τη διαταγή για έξοδα, παραμερίζεται.

Εκδίδεται απόφαση στην ανταπαίτηση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των £6.243,34 πλέον νόμιμο τόκο. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση, μαζί με τη διαταγή για έξοδα, παραμερίζεται. [*589]Εκδίδεται απόφαση στην ανταπαίτηση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των £6.243,34 πλέον νόμιμο τόκο. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο