(2006) 1 ΑΑΔ 632
[*632]11 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
2. ΑΡΙΣΤΟΣ Α. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 115/2005)
_________________________
Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Λίβελος ― Δυσφημιστικό δημοσίευμα σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας η οποία δημοσιεύεται και στο διαδίκτυο, το οποίο φωτογράφιζε τον ενάγοντα, Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού ― Συνήθης και φυσική σημασία των λέξεων ― Κατά πόσο ο ενάγων έπρεπε να αναφέρει στην έκθεση απαίτησής του ότι βασίζεται στη φυσική και συνηθισμένη σημασία των λέξεων του κειμένου και ότι δεν αποδίδει σ’ αυτές άλλο νόημα.
Αποζημιώσεις ― Δυσφήμηση ― Λίβελος σε σχέση με τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού ― Το επιδικασθέν πρωτόδικα ποσό των £5.000, κρίθηκε ορθό από το Εφετείο.
Στις 22/9/2002, η εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» δημοσίευσε στο μέσο της δεξιάς σελίδας 8 η οποία έφερε τίτλο «Παρασκήνιο», στην στήλη υπό την επικεφαλίδα «Θού Κύριε», δημοσίευμα το οποίο αναφερόταν σε τελετή εγκαινίων «της πλέον ύποπτης μάντρας πολυτελών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων» στη Λεμεσό τα οποία τέλεσε Ανώτατος Αξιωματούχος της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού και ο οποίος, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα «Λέγεται μάλιστα ότι πήρε όχι ένα αλλά δύο δωρεάν αυτοκίνητα (για να βρίσκονται!), τα οποία αυτές τις μέρες εξαφάνισε από το σπίτι του.»
Ο εφεσίβλητος, Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού κατά τον ουσιώδη χρόνο, καταχώρησε αγωγή για λίβελο εναντίον των εφεσειόντων, εκδότη και Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ», [*633]αντίστοιχα. Αυτοί πρόβαλαν την υπεράσπιση ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν αναφερόταν στον εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως το δημοσίευμα φωτογράφιζε τον εφεσίβλητο ο οποίος την 1/5/2002 τέλεσε τα εγκαίνια καταστήματος με πολυτελή αυτοκίνητα στη Λεωφόρο Ομονοίας στη Λεμεσό και του επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους £5.000 με τόκο προς 8% ετησίως από 30/9/2002 μέχρις εξοφλήσεως, πλέον έξοδα.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας λόγους που αφορούν την επάρκεια της έκθεσης απαιτήσεως και το ύψος των αποζημιώσεων. Παραπονούνται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι προέβαλαν την υπεράσπιση της αλήθειας, για πρώτη φορά, κατά την ακροαματική διαδικασία.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση με την οποία αμφισβητεί το ύψος των αποζημιώσεων και υποστηρίζει ότι αυτό πρέπει να αυξηθεί σε £30.000.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο γενικός κανόνας είναι ότι στις περιπτώσεις που ο ενάγων στηρίζεται σε νομικό υπονοούμενο είναι, γενικά, απαραίτητο ο ενάγων να περιλάβει στο δικόγραφό του και να αποδείξει (α) ότι οι λέξεις απευθύνονταν προς συγκεκριμένο άτομο ή άτομα και (β) ότι το συγκεκριμένο άτομο ή άτομα γνώριζαν τα ειδικά γεγονότα που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να αντιληφθούν πως οι λέξεις στο υπονοούμενο αναφέρονταν στον ενάγοντα. Στη σχετική νομολογία με την οποία επιβεβαιώνεται ο προαναφερόμενος γενικός κανόνας, εκφράστηκε η θέση ότι υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτόν, όταν, όπως στην προκείμενη περίπτωση, το δημοσίευμα έγινε σε εφημερίδα που κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Κύπρο και που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο. Έπεται ότι η έκθεση απαιτήσεως του εφεσίβλητου δεν ήταν ελαττωματική ούτε ανεπαρκής ούτε και ήταν απαραίτητο, υπό τις περιστάσεις, αυτός να περιλάβει στο δικόγραφό του ειδικά γεγονότα ούτε και να συγκεκριμενοποιήσει άτομα ή κατηγορίες ατόμων που γνώριζαν τέτοια γεγονότα και μπορούσαν να αντιληφθούν σε ποιόν αναφερόταν το δημοσίευμα.
2. Ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα να βασιστεί στη φυσική και συνηθισμένη έννοια των λέξεων του δυσφημιστικού κειμένου, βασίστηκε σ’αυτή και δεν ήταν απαραίτητο να ισχυριστεί αληθινό ή νομικό υπονοούμενο και να δώσει στο δικόγραφό του λεπτομέρειες ειδικών γεγονότων εξωγενών προς το δημοσίευμα για να αποδείξει το [*634]υπονοούμενο. Ούτε και ήταν απαραίτητο να δηλώσει ρητά στην έκθεση απαίτησής του ότι βασίζεται στη φυσική και συνηθισμένη σημασία των λέξεων του κειμένου και ότι δεν αποδίδει σ’αυτές άλλο νόημα.
3. Το ύψος των αποζημιώσεων, ενόψει όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, δεν είναι τέτοιο που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου. Αυτό το συμπέρασμα κρίνει και την αντέφεση η οποία είναι αβάσιμη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. Η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Fullam v. Newcastle Chronicle and Journal Ltd [1977] 1 W.L.R. 651,
Grappelli v. Derek Block Ltd [1981] 1 W.L.R. 822,
Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. Στέλικος (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 949.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπ.�Αρ. 6716/02), ημερ. 22/2/05.
Κ. Γεωργίου, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Μελάς, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η πρώτη εφεσείουσα εταιρεία εκδίδει την εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» και ο δεύτερος εφεσείων είναι ο Διευθυντής Σύνταξης της. Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, εκτός από τους εφεσείοντες που ήταν οι εναγόμενοι 1 και 3, υπήρχε και δεύτερος εναγόμενος εναντίον του οποίου όμως η αγωγή αποσύρθηκε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας.
[*635]Στις 22.9.2002 δημοσιεύτηκε στην προαναφερόμενη εφημερίδα στο μέσο της δεξιάς σελίδας 8, η οποία έφερε τίτλο «Παρασκήνιο», στην στήλη υπό την επικεφαλίδα «Θού Κύριε», το ακόλουθο δημοσίευμα:
«Αλήθεια, στη Λεμεσό, ποιος Ανώτατος Αξιωματούχος της εκεί Αστυνομικής Διεύθυνσης, τέλεσε προ μερικών μηνών τα εγκαίνια της πλέον ύποπτης μάντρας πολυτελών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Λέγεται μάλιστα ότι πήρε όχι ένα αλλά δύο δωρεάν αυτοκίνητα (για να βρίσκονται!), τα οποία αυτές τις μέρες εξαφάνισε από το σπίτι του.»
Ο εφεσίβλητος είναι μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου από το 1965 και τον Μάρτιο του 2002 διορίστηκε Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού. Την 1.5.2002 ενώ ήταν Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού τέλεσε τα εγκαίνια καταστήματος με πολυτελή αυτοκίνητα στη Λεωφόρο Ομονοίας στη Λεμεσό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού παρατήρησε ότι η εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» είναι παγκύπριας κυκλοφορίας και δημοσιεύεται και στο διαδίκτυο (όπως είναι παραδεκτό στην Έκθεση Υπεράσπισης), συμπέρανε πως το προαναφερόμενο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό και ότι αναφέρεται στον εφεσίβλητο. Αναφέρθηκε στη μαρτυρία των μαρτύρων 3 και 4 του ενάγοντα-εφεσίβλητου, οι οποίοι ανάγνωσαν το δημοσίευμα και αντελήφθηκαν ότι αυτό αφορούσε τον εφεσίβλητο. Ο Μ.Ε.1 αναζήτησε, βρήκε και ανέγνωσε το επίδικο δημοσίευμα μετά από συζήτηση που προηγήθηκε στην Αστυνομία για το δημοσίευμα αυτό. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ως αξιόπιστη, το δημοσίευμα συζητήθηκε τόσο σε κύκλους της Αστυνομίας όσο και σε κύκλους εκτός Αστυνομίας.
Η υπεράσπιση των εφεσειόντων ήταν ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν αναφερόταν στον εφεσίβλητο.
Η πρωτόδικη απόφαση βασίστηκε στο ότι ο εφεσίβλητος πέτυχε να αποδείξει τα εξής στοιχεία:
(α) Ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό.
(β) Ότι αναφερόταν σ’ αυτόν, και
(γ) Ότι δημοσιεύτηκε.
Παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ρητή αναφορά στο [*636]όνομα του προσώπου στο οποίο αφορά το δημοσίευμα δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία αγωγίμου δικαιώματος και ότι είναι αρκετή η αναφορά σε στοιχεία που προδίδουν την ταυτότητα του και τον φωτογραφίζουν. Επίσης, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν είναι ανάγκη όσοι αναγνώσουν το δημοσίευμα να αντιληφθούν ότι αφορά στον ενάγοντα, αρκεί έστω και λίγοι απ’ αυτούς να το αντιληφθούν. Στην προκείμενη περίπτωση το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων ήταν ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ότι λίγους μήνες πριν το δημοσίευμα τέλεσε τα εγκαίνια καταστήματος πωλήσεως πολυτελών αυτοκινήτων στη Λεμεσό, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης ότι το δημοσίευμα φωτογράφιζε τον ενάγοντα και αναφερόταν σ’ αυτόν.
Αναφορικά με το ζήτημα των αποζημιώσεων το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι ασχέτως του αν ο δυσφημούμενος αποδείξει πραγματική ζημιά ή όχι, δικαιούται σε αποζημίωση. Το ποσό της αποζημίωσης είναι άμεσα συνυφασμένο με τη φύση και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου. Αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία και στην αυξητική τάση στην παροχή αποζημιώσεων σε περιπτώσεις λιβέλων υπέμνησε τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η δυσφήμιση και συγκεκριμένα το ότι το δημοσίευμα βρισκόταν στο μέσο δεξιά της 8ης σελίδας, ότι η εφημερίδα είναι παγκύπριας κυκλοφορίας και δημοσιεύται στο διαδίκτυο και ότι πέραν των προσώπων που μαρτύρησαν στο δικαστήριο αρκετά άλλα πρόσωπα αντελήφθηκαν ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον εφεσίβλητο, όπως διαφάνηκε από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο πολλά άλλα πρόσωπα θα μπορούσαν να αντιληφθούν το δημοσίευμα, μεταξύ αυτών και τα πρόσωπα που παρευρέθηκαν στα εγκαίνια. Τελικά επεδίκασε ποσό £5.000.- υπέρ του εφεσίβλητου, το οποίο θεώρησε ότι αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση γι’ αυτόν. Αρνήθηκε όμως να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα, αφού θεώρησε ότι η αξίωση για κάτι τέτοιο δεν προωθήθηκε. Επί του ποσού της αποζημίωσης των £5.000.- επιδικάστηκε τόκος προς 8% ετησίως από 30.9.2002 μέχρις εξοφλήσεως, πλέον έξοδα.
Οι λόγοι εφέσεως είναι οι εξής:
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν η Έκθεση Απαιτήσεως ήταν ορθά δικογραφημένη σ’ ότι αφορά τους ισχυρισμούς ότι το δημοσίευμα αφορούσε στον ενάγοντα-εφεσίβλητο. Σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων η Έκθεση Απαιτήσεως πάσχει καθότι σ’ αυτή δεν [*637]δικογραφήθηκαν τα ειδικά εκείνα γεγονότα στα οποία ο ενάγων-εφεσίβλητος βασιζόταν για να αποδείξει ότι το δημοσίευμα όντως αναφερόταν σ’ αυτόν. Κατά την κα. Γεωργίου ο ενάγων-εφεσίβλητος θα έπρεπε να είχε δώσει, στις λεπτομέρειες της αξίωσης του, λεπτομέρειες των γεγονότων στα οποία βασίζει την απαίτησή του, αναφορικά με τα πρόσωπα ή την κατηγορία προσώπων τα οποία και διάβασαν το δυσφημιστικό δημοσίευμα αλλά και γνώριζαν τα γεγονότα που είναι απαραίτητα για να φανεί ότι το δυσφημιστικό δημοσίευμα αναφερόταν όντως στον ενάγοντα-εφεσίβλητο.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Έκθεση Απαιτήσεως ήταν ορθά συνταγμένη από δικογραφικής απόψεως σ’ ότι αφορά τα νοήματα που ο ενάγων-εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι προκύπτουν από το επίδικο δημοσίευμα. Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων ο εφεσίβλητος παρέλειψε να δώσει στο δικόγραφο του λεπτομέρειες των εξωγενών παραγόντων επί των οποίων βασίζεται και ως εκ τούτου απέτυχε να καταδείξει τα άτομα που ήξεραν τα εξωγενή αυτά γεγονότα και αντελήφθηκαν τον ισχυριζόμενο υπαινιγμό. Κατά συνέπεια απέτυχε να αποδείξει το νομικό υπονοούμενο το οποίο ισχυρίστηκε.
3. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο ύψος της αποζημίωσης το οποίο κατά τους εφεσείοντες είναι ψηλό, δυσανάλογο και δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις.
4. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά το κατ’ ισχυρισμό συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες προέβαλαν για πρώτη φορά, στην ακροαματική διαδικασία, την υπεράσπιση της αλήθειας η οποία δεν ήταν δικογραφημένη.
Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αντέφεση με την οποία αμφισβητεί το ύψος των αποζημιώσεων των £5.000.- Κατά τον εφεσίβλητο το ποσό αυτό είναι χαμηλό και θα πρέπει να αυξηθεί σε £30.000.- Οι λόγοι αντέφεσης είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη σύγχρονη αυξητική τάση της νομολογίας, δεν έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά των εφεσειόντων πριν και κατά τη δίκη και την έλλειψη απολογίας εκ μέρους τους και δεν έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων.
Ο πρώτος λόγος εφέσεως αφορά στην επάρκεια του δικογράφου του εφεσίβλητου. Παρατηρούμε ότι πράγματι στην Έκθεση Απαίτησης δεν γίνεται αναφορά και δεν δίνονται λεπτομέρειες αναφορικά με ειδικές γνώσεις που θα έπρεπε να έχει κάποιος για να αντιληφθεί ότι το δυσφημιστικό δημοσίευμα αναφερόταν στον ενάγοντα ούτε και δίδονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τα πρόσωπα [*638]ή την κατηγορία των προσώπων που είχαν τέτοιες ειδικές γνώσεις και που αντελήφθησαν ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον ενάγοντα-εφεσίβλητο.
Ο γενικός κανόνας αναφορικά με την Έκθεση Απαιτήσεως σε υποθέσεις δυσφήμισης αναφέρεται στο σύγγραμμα Duncan and Neill, Defamation (1978) στη σελ. 37, όπου αναγράφεται ότι όταν ο ενάγων στηρίζεται σε αληθινό υπονοούμενο, το οποίο ονομάζεται και νομικό υπονοούμενο, είναι, γενικά, απαραίτητο ο ενάγων να περιλάβει στο δικόγραφο του και να αποδείξει (α) ότι οι λέξεις απευθύνονταν προς συγκεκριμένο άτομο ή άτομα, και (β) ότι το συγκεκριμένο άτομο ή άτομα γνώριζαν τα ειδικά γεγονότα που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να αντιληφθούν πως οι λέξεις στο υπονοούμενο αναφέρονταν στον ενάγοντα. Ουσιαστικές για το θέμα αυτό είναι και οι αποφάσεις Fullam v. Newcastle Chronicle and Journal Ltd [1977] 1 W.L.R. 651 και Grappelli v. Derek Block Ltd [1981] 1 W.L.R. 822 στις οποίες επιβεβαιώθηκε ο προαναφερόμενος γενικός κανόνας, όμως οι Δικαστές Scarman L.J. στην πρώτη υπόθεση και Dunn L.J. στη δεύτερη υπόθεση εξέφρασαν τη θέση ότι υπάρχουν υποθέσεις που συνιστούν εξαίρεση στο γενικό κανόνα και τέτοιες υποθέσεις είναι εκείνες όπου το δημοσίευμα γίνεται σε εφημερίδα εθνικής εμβέλειας με ευρεία κυκλοφορία, στις οποίες η μόνη εύλογη υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι κάποιοι από τους αναγνώστες της εφημερίδας πρέπει να είχαν γνώση των γεγονότων εκείνων που ήταν απαραίτητα για να αντιληφθούν σε ποιόν αναφέρεται το υπονοούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση το δημοσίευμα έγινε σε εφημερίδα που κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Κύπρο και που δημοσιεύται και στο διαδίκτυο. Κρίνουμε επομένως ότι η Έκθεση Απαιτήσεως του εφεσίβλητου-ενάγοντα δεν ήταν ελαττωματική ούτε ανεπαρκής και ότι υπό τις περιστάσεις δεν ήταν απαραίτητο ο εφεσίβλητος-ενάγων να περιλάβει στο δικόγραφο του ειδικά γεγονότα ούτε και να συγκεκριμενοποιήσει άτομα ή κατηγορίες ατόμων που γνώριζαν τέτοια γεγονότα και μπορούσαν να αντιληφθούν σε ποιόν αναφερόταν το δημοσίευμα. Στην υπόθεση αυτή το δημοσίευμα στην εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» έδινε επαρκή στοιχεία που φωτογράφιζαν τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, ότι δηλαδή ήταν Ανώτατος Αξιωματούχος της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού ο οποίος μερικούς μήνες προηγουμένως είχε τελέσει εγκαίνια μάντρας πολυτελών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και είναι λογικό να βασιστούμε στην υπόθεση ότι κάποιοι από τους αναγνώστες της εφημερίδας αυτής γνώριζαν τα στοιχεία αυτά και επομένως μπορούσαν να αντιληφθούν πως το δημοσίευμα αναφερόταν στον εφεσίβλητο-ενάγοντα, στον οποίο αποδιδόταν ότι ως αμοιβή για τα εγκαίνια που τέλεσε πήρε δύο δωρεάν αυτοκίνητα. Ακόμα παρατη[*639]ρούμε πως ο εφεσίβλητος-ενάγων δεν βασίστηκε, στην Έκθεση Απαίτησης του, σε οποιοδήποτε αληθινό ή νομικό υπονοούμενο (το οποίο έπρεπε να αποδείξει) αλλά στη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Επομένως κρίνουμε τον πρώτο λόγο έφεσης ως αβάσιμο.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης και πάλι αφορά στην επάρκεια της Έκθεσης Απαίτησης. Ούτε αυτό το λόγο έφεσης θεωρούμε βάσιμο. Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων εισηγείται ότι στην Έκθεση Απαιτήσεως θα έπρεπε να διασαφηνίζεται κατά πόσο ο ενάγων-εφεσίβλητος βασίζεται στη φυσική και συνηθισμένη σημασία των λέξεων του κειμένου ή σε κάποιο άλλο νόημα των λέξεων, που για να αντιληφθεί κάποιος, πρέπει να γνωρίζει γεγονότα εξωγενή προς το δημοσίευμα, δηλαδή αν βασίζεται σε αληθινό ή νομικό υπονοούμενο. Κρίνουμε πως ο ενάγων-εφεσίβλητος είχε δικαίωμα να βασιστεί, στην προκείμενη περίπτωση, στη φυσική και συνηθισμένη έννοια των λέξεων του δυσφημιστικού κειμένου, ότι βασίστηκε σ’ αυτή και ότι δεν ήταν απαραίτητο να ισχυριστεί αληθινό ή νομικό υπονοούμενο και να δώσει στο δικόγραφο του λεπτομέρειες ειδικών γεγονότων εξωγενών προς το δημοσίευμα για να αποδείξει το υπονοούμενο. Ούτε και ήταν απαραίτητο ο ενάγων-εφεσίβλητος να δηλώσει ρητά στην Έκθεση Απαίτησης του ότι βασίζεται στη φυσική και συνηθισμένη σημασία των λέξεων του κειμένου και ότι δεν αποδίδει σ’ αυτές κάποιο άλλο νόημα.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο ζήτημα του ύψους των αποζημιώσεων. Αυτό το ζήτημα είναι και το αντικείμενο της αντέφεσης. Κατά τους εφεσείοντες οι αποζημιώσεις ύψους £5.000.- που επεδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι υπερβολικές νοουμένου ότι το δημοσίευμα δεν κατονόμαζε τον εφεσίβλητο, ήταν σε εσωτερική σελίδα της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ», ιδιαίτερα μικρό και χωρίς φωτογραφίες ή τίτλο. Επίσης καμιά μαρτυρία δεν δόθηκε για την κυκλοφορία της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ» και δεν μπορούσε να καθοριστεί το εύρος της δυσφήμισης δεδομένου ότι δεν ήταν γνωστό στο δικαστήριο πόσα άτομα είχαν γνώση των ειδικών εκείνων γεγονότων που ήταν απαραίτητα για να αντιληφθούν ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον ενάγοντα-εφεσίβλητο. Δεν συμφωνούμε ούτε και με τον τρίτο λόγο έφεσης. Το ίδιο περίπου επιχείρημα τέθηκε στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. Νίκος Στέλικος (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 949, που επίσης αφορούσε τους εφεσείοντες ενώ εφεσίβλητος ήταν ο τότε Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού, στην οποία επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους £6.000. Και στην παρούσα υπόθεση, όπως και στην υπόθεση Στέλικος (ανωτέρω), το δικαστήριο βασιζόμενο σε αξιόπιστη μαρτυρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πέραν των προσώπων που μαρτύρησαν στο δικαστήριο [*640]αρκετά άλλα πρόσωπα αντελήφθηκαν ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον ενάγοντα-εφεσίβλητο. Επίσης, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, πολλά άλλα πρόσωπα θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον εφεσίβλητο, μεταξύ αυτών και τα πρόσωπα που παρευρέθησαν στα εγκαίνια του καταστήματος πώλησης πολυτελών αυτοκινήτων, που σύμφωνα με την ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου μαρτυρία ήταν περίπου 500.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης θεωρούμε πως το ποσό των £5.000.- ως αποζημίωση, στο οποίο κατέληξε η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, δεν είναι τέτοιο που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου. Αυτό το συμπέρασμα κρίνει και την αντέφεση η οποία, ενόψει των όσων αναφέρθηκαν, είναι αβάσιμη.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες προέβαλαν για πρώτη φορά, στην ακροαματική διαδικασία, την υπεράσπιση της αλήθειας. Δεν θεωρούμε ουσιαστικό αυτό το λόγο έφεσης δεδομένου ότι καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης ήταν εύλογο. Κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά συνεκτίμησε όλους τους σχετικούς παράγοντες περιλαμβανομένης και της συμπεριφοράς των εφεσειόντων οι οποίοι προέβαλαν, ως υπεράσπιση τους, το ότι το δημοσίευμα δεν αναφερόταν στον εφεσίβλητο και επομένως δεν ετίθετο ζήτημα απολογίας τους προς τον εφεσίβλητο εφόσον, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, δεν ήταν αυτός το δυσφημισθέν άτομο.
Όπως αναφέραμε και η αντέφεση κρίνεται ως αβάσιμη.
Για τους προαναφερόμενους λόγους έφεση και αντέφεση απορρίπτονται, η μεν έφεση με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων, η δε αντέφεση με έξοδα εις βάρος του εφεσιβλήτου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσίβλητου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο